Τέχνη,Φιλοσοφία

Ωραιότητα που πέφτει: ο Αγκάμπεν για τον Σάι Τουόμπλυ

του Τζόρτζιο Αγκάμπεν

 

Το γλυπτό Χωρίς Τίτλο, χρονολογημένο «Γκαέτα 1984», φέρει στη βάση του, γραμμένη πάνω σε έναν πάπυρο, την αγγλική μετάφραση κάποιων στίχων του Ρίλκε. Δεν είναι όποιοι κι όποιοι στίχοι, αλλά οι τέσσερις στίχοι που κλείνουν την ελεγεία Χ και, άρα, ολόκληρο τον κύκλο των Ελεγειών τού Ντουίνο. Και ακριβώς για την ελεγεία Χ ο Ρίλκε λέει ότι υπήρξε ένα «ανήκουστο δώρο» –αλλά και μία «καταιγίδα χωρίς όνομα, ένας κυκλώνας του πνεύματος, στον οποίο όλα όσα μέσα μου ήταν νήμα και ιστός, έτριξαν».

Οι τέσσερις στίχοι, τους οποίους η αγγλική μετάφραση που ανέγραψε ο Τουόμπλυ αποδίδει πιστά, στο πρωτότυπο έχουν ως εξής:

 

Und wir, die an steigendes  Glück
denken, empfänden die Rührung,
die uns beinah bestürzt,
wenn ein Glückliches fällt.

Κι εμείς, που την ευτυχία να κορυφώνεται

σκεφτόμαστε, θα νιώθαμε συγκίνηση

που σχεδόν μας ταράζει,

όταν κάτι ευτυχισμένο πέφτει.[1]

 

Θα ήθελα να σταθώ λίγο στην εγγύτητα –την οποία μαρτυρεί και η προσάρτησή τους στο Χωρίς Τίτλο, η οποία ασφαλώς δεν είναι τυχαία- ανάμεσα στη χειρονομία αυτών των στίχων και εκείνη του γλυπτού τού Τουόμπλυ.

Γνωρίζετε ότι η Ελεγεία Χ είναι ένα είδος τελετουργίας –ασφαλώς όχι χριστιανικής, μάλλον αιγυπτιακής- στην οποία ο νεαρός νεκρός, που έχει διατρέξει τη χώρα των Θρήνων, ανέρχεται (steigt), μέσα σε σιωπή, επί του όρους τού Ur-leid, του προπατορικού Πόνου. Και εκεί, μετά από αυτή τη σιωπηλή ανάληψη, ο ποιητής εισάγει την κάθετη εικόνα της πτώσης:

 

Aber erweckten sie uns, die unendlich Toten, ein Gleichnis,

siehe, sie zeigten vielleicht auf die Kätzchen der leeren

Hasel, die hängenden, oder

meinten den Regen, der fällt auf dunkles Erdreich im Frühjahr.

Αλλά αν σε μας αφύπνιζαν αυτοί, οι αιώνια νεκροί, μια παρομοίωση,

κοίτα, ίσως μας έδειχναν τους ίουλους, να κρέμονται

απ’ την απογυμνωμένη φουντουκιά, ή

θα εννοούσαν τη βροχή, που πέφτει πάνω στο σκοτεινό χώμα την άνοιξη.

 

Η ιδέα λοιπόν εδώ είναι –όπως στο γλυπτό τού Τουόμπλυ- η ιδέα ενός άνθους, ενός φυτού που πέφτει. Ο Ρίλκε σε μια πρώτη φάση είχε γράψει «τους ίουλους της ιτιάς», αλλά κατόπιν μία φίλη του, η Ελίζαμπετ Άμαν Φόλκαρτ, του είχε στείλει ένα βιβλίο βοτανικής, παρατηρώντας του ότι βοτρυώδεις ταξιανθίες έχει η φουντουκιά (Hasel) και όχι η ιτιά. Ο Ρίλκε, στην απαντητική του επιστολή, γράφει ότι «ο αναγνώστης, με την πρώτη του αίσθηση, πρέπει να κρατήσει και να καταλάβει ακριβώς αυτή την πτώση των ίουλων». Η ιδέα της πτώσης στο ποίημα αποδίδεται μετρικώς με ένα πραγματικό κομμάτιασμα στον δεύτερο και προπαντός στον τρίτο στίχο, η οποία σημαδεύεται από έναν διασκελισμό που διακόπτει το νόημα κατά τρόπο εξαιρετικά βίαιο πάνω σε ένα διαζευκτικό «ή» (η τομή του στελέχους ή στον κορμό στο γλυπτό τού Τουόμπλυ φαίνεται να επαναλαμβάνει αυτή τη βιαιότητα).

Στους τέσσερις στίχους που ακολουθούν –που είναι αυτοί που ο Τουόμπλυ μετέγραψε στον πάπυρο- η ρωγμή υπογραμμίζεται ακόμη από το γεγονός ότι, από μετρική άποψη, αυτοί αναπαριστούν το σπάσιμο δύο ελεγειακών στίχων σε τέσσερα ημιστίχια, ότι σχεδόν η εσωτερική στον κάθε στίχο τομή διαστέλλεται μέχρι του σημείου να θρυμματίσει την ενότητά του, μέχρι να τον κάνει να εκραγεί σε δύο μισά.

Πιστεύω ότι οι σκέψεις αυτές μπορούν να συνιστούν μια χρήσιμη ύστατη μετάληψη για την κατανόηση του μορφικού προβλήματος που ο Τουόμπλυ (που δείχνει να έχει προσεκτικά στοχαστεί το δίδαγμα της Ελεγείας Χ) θέτει στον εαυτό του στο γλυπτό του Χωρίς Τίτλο. Διατυπωμένο συνοπτικά, το πρόβλημα αυτό είναι το εξής: «τι πράγμα είναι μία ωραιότητα που πέφτει;». Ή, πάλι: «πώς να καταστήσουμε ορατή μια ωραιότητα κομματιασμένη και σε πτώση;».

Υπάρχει μια στιγμή, στη δημιουργική διαδρομή κάθε καλλιτέχνη, κάθε ποιητή, στην οποία η εικόνα της ωραιότητας που αυτός μέχρι τότε φαινόταν να ακολουθεί ως μία διαρκή και ανοδική ανύψωση, ξαφνικά αντιστρέφει την τάση της και εμφανίζεται, ούτως ειπείν, καθέτως, σε πτώση. Αυτή η καίρια ώρα είναι που βρίσκει έκφραση στο έργο Χωρίς Τίτλο του Τουόμπλυ, στο κομμάτιασμα του ξύλου το οποίο, αντιστρέφοντας την ανοδική του χειρονομία, ξαναπέφτει στη γη ακριβώς στο σημείο όπου ο πάπυρος εγγράφει το επίγραμμα του Ρίλκε.

Στις σκοτεινές, σχεδόν πυρετικές σημειώσεις του για τη μετάφρασή του του Σοφοκλή, ο Χαίλντερλιν ανέπτυξε μια θεωρία περί τομής που δεν μου φαίνεται άτοπο να επικαλεστεί κανείς εδώ. Στο ρήγμα που επιφέρει στο στίχο η τομή, την οποία ως εκ τούτου αποκαλεί «αντι-ρυθμική διακοπή», αυτό που εμφανίζεται –γράφει ο Χαίλντερλιν- δεν είναι πλέον η εναλλαγή των αναπαραστάσεων, η διαδοχική κίνηση της ομιλίας και του νοήματος, αλλά η ίδια η αναπαράσταση, η «καθαρή λέξη». Μου φαίνεται ότι, σε αυτό το οραματικό γλυπτό, είναι σαν ο Τουόμπλυ να πέτυχε να καταστήσει ορατή μία τομή, να εκθέσει το εικαστικό της ισοδύναμο. Εξαλείφοντας δραστικά το μηχανισμό των ανθέων από το Jugendstil[2] του Ρίλκε, το γλυπτό αυτό εντοπίζει το πρόβλημα στον ουσιώδη μορφικό πυρήνα του. Και όπως, κατά Χαίλντερλιν, η τομή δείχνει την ίδια τη λέξη, έτσι κι εδώ, στον θρυμματισμό και τη διάρρηξη της ανοδικής κίνησης, εμφανίζεται το ίδιο το έργο, η ίδια η τέχνη. Θέλω να πω ότι το έργο δεν είναι απλώς μία αναπαράσταση της τομής: είναι αυτό το ίδιο, στη χειρονομία του, τομή – τομή που εκθέτει τον ανενεργό πυρήνα κάθε έργου, το σημείο στο οποίο η βούληση για τέχνη που το κινητοποιεί μοιάζει σχεδόν τυφλωμένη και ανεσταλμένη. Γι’ αυτό η κίνηση της ωραιότητας που πέφτει είναι σαν στερούμενη βάρους, δεν είναι έργο της βαρύτητας αλλά ενός είδους αντίστροφης πτήσης, όπως εκείνης που πρέπει να σκεφτόταν η Σιμόν Βέιλ όταν ρωτούσε: «η βαρύτητα μας κάνει και πέφτουμε, το φτερό να ανεβαίνουμε. Ποιο φτερό εις την δευτέραν μπορεί να μας κάνει να κατεβούμε χωρίς βαρύτητα;».

Τέτοιου τύπου είναι η χειρονομία τού Τουόμπλυ σε αυτά τα ακραία γλυπτά, στα οποία κάθε άνοδος είναι αντεστραμμένη και διακεκομμένη, σχεδόν κατώφλι ή τομή ανάμεσα σε ένα πράττειν και σε ένα μη πράττειν: ωραιότητα που πέφτει. Είναι το σημείο της απο-δημιουργίας, όταν ο καλλιτέχνης με τον δικό του υπέρτατο τρόπο δεν δημιουργεί πλέον, αλλά αποδημιουργεί –η μεσσιανική στιγμή χωρίς κανέναν δυνατό τίτλο στην οποία η τέχνη ως εκ θαύματος σταματά εμβρόντητη: ανά πάσα στιγμή πέφτει και αναδύεται.

 

[1] Rainer Maria Rilke, Οι ελεγείες του Ντουίνο, μετ. Σωτήρης Σελαβής, Εκδόσεις Περισπωμένη, Αθήνα 2011, σ 77 & 79.

[2] Ο όρος αυτός είναι η γερμανική απόδοση του ύφους που, στα ελληνικά, αποκαλούμε συνήθως με τον γαλλικό όρο αρ νουβώ.

2020-02-18

 

Μετάφραση: Άκης Γαβριηλίδης. Το πρωτότυπο κείμενο, με τίτλο «Belleza che cade», δημοσιεύτηκε ως ένθετο στον κατάλογο της έκθεσης Cy Twombly Orpheus στην γκαλερί Gagosian στο Παρίσι από το Δεκέμβριο του 16 έως τον Απρίλιο του 17. Η παραπάνω μετάφραση (συνοδευμένη από δύο παραρτήματα και πρόσθετες σημειώσεις της Βίκης Σκούμπη) δημοσιεύεται στο τεύχος 10 του περιοδικού αληthεια (Φθινόπωρο 2019).

 

Κλασσικό

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.