του Άκη Γαβριηλίδη
Στα ελληνικά, ο όρος «τραγουδοποιός» έχει επικρατήσει να χρησιμοποιείται για κάποιον που αναλαμβάνει ο ίδιος τους στίχους, τη μουσική και την ερμηνεία ενός τραγουδιού. Ο όρος «συνθέτης», από την άλλη, προσδιορίζει όποιον γράφει μόνο μουσική, αλλά οποιαδήποτε μουσική –όχι μόνο ενός τραγουδιού.
Χρησιμοποίησα στον τίτλο τον συνδυασμένο όρο «συνθέτης τραγουδιών» για να δηλώσω τη δραστηριότητα εκείνου που παίρνει στίχους άλλων, τους μετασχηματίζει σε τραγούδι, και αναθέτει σε άλλους (-ες) να το τραγουδήσουν. Και για να πω κάτι κατά βάση απλό: ο Γιάννης Σπανός, που πέθανε στις 31/10/2019, ασκούσε τη δραστηριότητα αυτή κατά τη γνώμη μου καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο στην Ελλάδα.
Άλλοι έκαναν άλλα πράγματα με επιτυχία: συμφωνίες, ορατόρια, μιούζικαλ … Κάποιοι επιδίωξαν να επινοήσουν νέες φόρμες (ας πούμε, την «λαϊκή όπερα»). Ο Σπανός δεν έκανε πειραματισμούς με τη φόρμα (παρά μόνο οριακά, κατ’ εξαίρεση), δεν «χάραξε νέους δρόμους». Έφτιαχνε μόνο τρίλεπτα τραγούδια, μινιμαλιστικά κομψοτεχνήματα, ασκήσεις πάνω σε ήδη υπαρκτά ύφη και ρυθμούς[1]. Ακόμα και από τις κινηματογραφικές και θεατρικές μουσικές που έγραψε, τα τραγούδια έχουν μείνει, και λίγα ορχηστρικά που και αυτά δεν ξεπερνούν τα τρία λεπτά. Αλλά τα έφτιαχνε κατά τρόπο αξεπέραστο. Έκανε κάτι που είναι πολύ απλό (να το πεις, αλλά δύσκολο να το πετύχεις): ήταν μάστορας στο να επινοεί μελωδίες. Μελωδίες που να είναι κατά το δυνατόν πρωτότυπες, και να είναι αναγκαίες και ικανές να στηρίξουν ένα τραγούδι δυόμιση, τριών λεπτών –ενίοτε λιγότερο, σχεδόν ποτέ περισσότερο. Και το έκανε καλύτερα απ’ όλους, κατά τρόπο -ή σε έκταση- που σίγουρα δεν το έκαναν ούτε ο Πλέσσας, ούτε ο Χατζηνάσιος, ούτε ο Κατσαρός, ούτε ο Κουγιουμτζής, ούτε ο Μούτσης· κατά τη γνώμη μου όμως ούτε ο Θεοδωράκης, αλλά ίσως ούτε ο Χατζιδάκις, τουλάχιστον τα τελευταία (πολλά) χρόνια.
Το να τον περιγράφουμε ως «συνθέτη τού νέου κύματος» είναι περιοριστικό και παραπλανητικό· τον εγκλωβίζει σε κάτι συμπαθητικό και «ευαίσθητο», αλλά παρωχημένο. Ο Σπανός, και όταν χρησιμοποιούσε λίγα φυσικά όργανα και νεανικές φωνές, και όταν έγραφε για λαϊκή ορχήστρα και για τον Μπιθικώτση, τον Νταλάρα, τον Κόκοτα ή τη Πάριο, και όταν συνέθετε επικά εμβατήρια για τον «Παύλο Μελά», και όταν μετά από χρόνια έκανε –σχεδόν κατά λάθος- τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του με την Κατερίνα Κούκα, κατά βάση τον ίδιο στόχο υπηρετούσε: διέτασσε αλληλουχίες από νότες, τις οργάνωνε σε επιταχύνσεις και επιβραδύνσεις ώστε να υπηρετήσουν έναν λόγο ή μία εικόνα[2], και να μπορούν, έστω οριακά, να τραγουδηθούν και από μη επαγγελματίες. Όποιος νομίζει ότι αυτό είναι κάτι απλό, δεν έχει παρά να δοκιμάσει κι αυτός να το κάνει. Δεν χρειάζεται όμως, αν το είχε κάνει θα το ξέραμε.
Ακριβώς λόγω αυτής της φύσης της δουλειάς του (μόνο συνθέτης, έστω και πιανίστας, αλλά όχι τραγουδιστής), ο Σπανός παρέμεινε σε μία σχετική αφάνεια για το ευρύ κοινό. Είχε όμως την εκτίμηση των συναδέλφων του. Πριν από λίγα μόλις χρόνια, ο Βαγγέλης Πιτσιλαδής, σε μία συνέντευξη όπου το θέμα φυσικά ήταν το δικό του έργο, χωρίς κανείς να τον ρωτήσει, προχώρησε στην εξής απερίφραστη διατύπωση:
Ένας μεγάλος συνθέτης, ο οποίος έχει τα δικά μου κοινωνικά χαρακτηριστικά και ο οποίος θεωρώ ότι είναι πιθανόν ο μεγαλύτερος Έλληνας συνθέτης και δεν προβάλλεται ανάλογα με το μέγεθος της εργασίας του, είναι ο Γιάννης Σπανός.
Ο Χατζιδάκις, πολύ νωρίτερα, του είχε εμπιστευθεί την ενορχήστρωση και τη διεύθυνση ορχήστρας σε έναν ολόκληρο δίσκο του. Ο Μικρούτσικος, για ένα διάστημα, φαίνεται να ακολουθεί κατά πόδας τον Σπανό, τουλάχιστον όσον αφορά τις επιλογές των συνεργατών του: Αιμιλία Σαρρή, Κώστας Καράλης, Διονύσης Θεοδόσης … Και, φυσικά, Καββαδίας.
Αλλά ίσως η πιο ασυνήθιστη έκφραση τέτοιας εκτίμησης προέρχεται από τον Άκη Πάνου. Αντιγράφω ακόμα ένα απόσπασμα από την αφήγηση του ίδιου του Σπανού στον Παπαϊωάννου:
Ο Άκης όταν με έβλεπε, μου έλεγε ότι με πήγαινε πολύ, όπως κι εγώ βέβαια, γιατί ήταν πολύ σπουδαίος για μένα, άπιαστος σαν συνθέτης, σαν στιχουργός (…)
Θυμάμαι την τελευταία συνάντησή μου με τον Άκη. Ήτανε σ’ ένα μαγαζί που δούλευαν «Τα παιδιά από την Πάτρα», κάπου στην Κυψέλη. Ήτανε μόνος του, μπαίνω μέσα, κα μόλις με βλέπει με φωνάζει αμέσως στο τραπέζι του. Ήταν αργά, ώρα περασμένη, τα είχαμε πιει (ωραίοι ήμασταν) και λέγοντας διάφορα, γυρίζει ο Άκης κάποια στιγμή και μου λέει: «Γιάννη, έχω μια ιδέα, καταπληκτική ιδέα. Έχω γράψει μια σειρά από στίχους. Κάνουμε ένα δίσκο σε στίχους δικούς μου και δική σου μουσική;». Εγώ βέβαια το άκουσα αυτό κι έπαθα. Ήπιαμε άλλα 2-3 ουίσκι επί τη ευκαιρία. Ήτανε τόσο αναπάντεχο και τόσο σπουδαίο για μένα, γιατί θα έβγαινε κάτι τελείως ιδιαίτερο. Κι ενθουσιάστηκα. Μετά από λίγο καιρό έγινε ό,τι έγινε, ταράχτηκε όλη η Ελλάδα, πιο πολύ οι δικοί του άνθρωποι, όπως ήμουνα κι εγώ. Ντράπηκα να πάω στη φυλακή να τον δω, όπως έμαθα ότι πήγαν άλλοι και του πήραν στίχους κι έτσι έμεινε στη σκέψη μόνο και στην ευχή μας η πρότασή του (ό.π. σ. 97).
Ο Σπανός δεν καταγράφεται γενικώς στους «πολιτικούς» συνθέτες. Είναι όμως ο μόνος -ή ένας από τους λίγους- που έχει γράψει τραγούδι να μιλάει για την επανάσταση.
Βέβαια, αυτό που λέει είναι ότι η επανάσταση μας απογοήτευσε.
Όμως, πάντα μεσοπρόθεσμα έτσι συμβαίνει (όπως έλεγε και ο Ντελέζ). Η επανάσταση μας αφήνει στους πέντε δρόμους. Ή την αφήνουμε εμείς.
Σημασία έχει ότι την ακολουθήσαμε.
[1] Μεταξύ αυτών και ένα τραγούδι που προσωπικά θα το ψήφιζα για τον τίτλο του ωραιότερου τραγουδιού στην ελληνική δισκογραφία: το Κάτω απ’ τη μαρκίζα, ένα αργό μελαγχολικό μπολέρο σε μινόρε, με τους στίχους του Μάνου Ελευθερίου και την ερμηνεία της Βίκυς Μοσχολιού, στη χρυσή ωριμότητα και των τριών.
[2] Πρβλ.: «αυτό που μου έκανε εντύπωση, ήταν ότι όταν γράφαμε τις ορχήστρες, οι τραγουδιστές ήταν στο στούντιο από την αρχή, άκουγαν τον ρυθμό μην τυχόν χρειαστεί να τον κάνουμε λίγο πιο αργό ή λίγο πιο γρήγορο. Αγαπούσαν αυτό που έκαναν, και γι’ αυτό έμειναν οι ερμηνείες τους. Ήξεραν πάντα το στίχο, γιατί είχαμε κάνει και πρόβες στο σπίτι κι ερχόντουσαν έτοιμοι. Τώρα δυστυχώς, αυτά δεν γίνονται» (λόγια του Γιάννη Σπανού για την περίοδο της συνεργασίας του με την «Κολούμπια», από συζήτησή του με τον ηχολήπτη Γιάννη Παπαϊωάννου, δημοσιευμένα στο βιβλίο του τελευταίου Πίσω από το τζάμι, εκδ. Θαλασσί, Αθήνα 2010 σ. 96).