του Άκη Γαβριηλίδη
«Γιατί επιτίθενται στην Δόμνα Μιχαηλίδου;» διερωτάται ο κ. Σάκης Μουμτζής από τις στήλες ενός εντύπου που αυτοαποκαλείται (ψευδεπίγραφα) «Φιλελεύθερο».
Το ίδιο το ερώτημα δεν είναι ιδιαίτερα φιλελεύθερο –παρά μόνο σύμφωνα με μία αδύναμη ανάγνωση του φιλελευθερισμού. Όποιος το θέτει, φαίνεται να μη γνωρίζει ή να μην αποδέχεται το γεγονός ότι στην πολιτική υπάρχουν αντιπαραθέσεις· να φαντάζεται ότι, όταν υπάρχουν, αυτό είναι κάτι εξαιρετικό που απαιτεί ειδική εξήγηση.
Αλλά και η ειδική εξήγηση που κομίζει το άρθρο (: η Μιχαηλίδου είναι γυναίκα, νέα και ωραία), είναι ελάχιστα πειστική. Πολιτική κριτική, έως και πολεμική, υπέστησαν τις ίδιες μέρες και άλλες γυναίκες, όπως π.χ. η κυρία Μενδώνη και η κυρία Παναγιωταρέα, οι οποίες, με τα συμβατικά τουλάχιστον κριτήρια των ανδρών ή/ και των γυναικών, δεν είναι πλέον τόσο νέες, ούτε τόσο όμορφες. Επίσης, δριμείες επικρίσεις δέχθηκε και ο κ. Κώστας Καραμανλής ο Γ΄, μολονότι αυτός δεν είναι καν γυναίκα. Άρα λοιπόν, αιτία των επικρίσεων δεν είναι το όποιο σεληνόφως εκπέμπει ο εκάστοτε κρινόμενος, ούτε η όποια μιζέρια χαρακτηρίζει τον κρίνοντα, αλλά η πολιτική, η οποία είναι στην ουσία της ασυνεννοησία και διαφωνία.
Ο Μουμτζής βεβαίως εγκαλεί τους επικριτές και για έναν άλλο λόγο: ότι, κατ’ αυτόν, η Μιχαηλίδου, στη γνωστή ελαφρώς ασυνάρτητη τοποθέτηση που είχε κάνει προ μηνών, απλώς διάβαζε ισχυρισμούς τού κ. Απόστολου Δοξιάδη, οπότε θα έπρεπε οι επικριτές να είχαν στραφεί προς εκείνον· πλην όμως εκείνοι «ούτε τον ακούμπησαν», διότι είναι «δυσκολότερος στόχος» (γιατί άραγε;).
Η έγκληση αυτή, την οποία διατύπωσε πρώτος ο ίδιος ο Δοξιάδης δίνοντας στη δημοσιότητα και σχετικό απόσπασμα, επίσης δεν είναι πειστική. Αν κανείς δει τα δύο κείμενα, θα διαπιστώσει ότι τα λόγια της Μιχαηλίδου δεν αποτελούν κατ’ ουδένα τρόπο αυτολεξεί παράθεση από το βιβλίο, αλλά –στην καλύτερη περίπτωση- ανάπτυξη προσωπικών ελεύθερων συνειρμών με αφορμή αυτό, και άρα νομίμως μπορούν να αποδοθούν στην ομιλούσα[1].
Αλλά εάν αυτό προτιμά ο Μουμτζής, ευχαρίστως να του κάνω τη χάρη. Στο παρόν σημείωμα λοιπόν θα αγνοήσω τον «εύκολο στόχο» και θα ακουμπήσω τον Δοξιάδη, αλλά και τον ίδιο τον Μουμτζή ως αυτόκλητο συνήγορο και των δύο.
Το άγγιγμά μου, λοιπόν, είναι επιγραμματικά το εξής: ο λόγος και των δύο είναι ένα τέλειο, και σχεδόν κωμικό, παράδειγμα επιτελεστικής αντίφασης. Δηλαδή λόγου ο οποίος, με την υλική του εκτύλιξη, διαψεύδει παταγωδώς όσα διακηρύσσει σε επίπεδο αρχής.
Ο Δοξιάδης, στο σχετικό απόσπασμα, κατατάσσει τους αντιστασιακούς σε δύο σαφώς διακεκριμένες κατηγορίες: εκείνους που ολοκλήρωσαν το πένθος τους για την απώλεια του νοήματος που έδινε στη ζωή τους η αντίσταση, και εκείνους που δεν το ολοκλήρωσαν. Ψυχασθενείς είναι μόνο οι δεύτεροι· οι πρώτοι όχι.
Toν εαυτό του φυσικά τον κατατάσσει στους πρώτους.
Η ψυχασθένεια αυτή των δευτέρων έχει ένα ειδικό όνομα: λέγεται μανιχαϊσμός. Οι άνθρωποι αυτοί, κατά το σενάριο, σημαδεύτηκαν ανεξίτηλα από την εμπειρία του αντιδικτατορικού αγώνα, στην οποία είχαν βασίσει αποκλειστικά την αυτοεκτίμησή τους, και έτσι, ακόμη και αφού ο αγώνας αυτός ευοδώθηκε, συνέχισαν να επινοούν διάφορους φαντασιακούς τρόπους να τον συνεχίζουν. Και ο βασικός τρόπος που βρήκαν ήταν η διαρκής στράτευση σε μία πολιτική «ειδικού τύπου, κατά βάθος μανιχαϊκού». Την αριστερή πολιτική, εννοείται.
Ωστόσο, ο Δοξιάδης δεν προσέχει ότι, με όσα λέει, αυτός ο υγιής κάνει ακριβώς αυτό για το οποίο κατηγορεί τους ψυχασθενείς.
Το σενάριό του περιγράφει ιδεατά απλώς μία –από πολλές δυνατές- παθολογική ψυχοδυναμική εξέλιξη. Είναι πράγματι δυνατό ένα υποκείμενο να μην συμφιλιωθεί με μία απώλεια και να περιπέσει σε μελαγχολία, με την οποία προσπαθεί να παρατείνει τεχνητά την προηγούμενη κατάσταση [2]. Αλλά, πρώτον, η διάκριση του πλήρους από το ανολοκλήρωτο πένθος δεν είναι τόσο στεγανή, και κάποια μορφή μελαγχολίας συνοδεύει σχεδόν πάντα, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, τα ανθρώπινα υποκείμενα· δεύτερον, και κυριότερον, στο ζήτημα που μας απασχολεί εδώ, η ένταξη ή/ και η παραμονή στην αριστερά δεν είναι φυσικά ο μόνος τρόπος να παρατείνεις την ένδοξη εφηβεία σου και να καθηλωθείς στη ναρκισσική απόλαυση που αντλούσες από αυτήν. Το ίδιο αποτέλεσμα μπορεί να πετύχει κανείς αλλάζοντας μόνο το στόχο, το αντικείμενο του «δίκαιου αγώνα», και διατηρώντας κατά τα λοιπά για τον εαυτό σου το ρόλο του ευγενικού ιππότη που έχει το θάρρος να καταγγέλλει και να αποκαλύπτει τα κακώς κείμενα, τις στρεβλώσεις, την τυραννία, εξυπηρετώντας ευγενείς κοινωνικούς στόχους και σώζοντας την κοινωνία από το κακό. Ο λόγος του Δοξιάδη αυτό ακριβώς κάνει· απλώς, στη θέση του τυράννου, αντί για τη χούντα ή τη δεξιά, βάζει την «παλαβή αριστερά», ή κατά καιρούς άλλα υποκατάστατα, (όπως π.χ. παλιότερα τη Φρίντα Λιάππα την οποία στοχοποίησε και κατασυκοφάντησε), και κατά τα λοιπά διατηρεί άθικτο μέσα του τον μηχανισμό που τόσο καλά περιγράφει ο ίδιος μιλώντας για τους άλλους[3].
Πραγματικά, είναι δύσκολο να φανταστούμε πιο μανιχαϊστικό λόγο από κάποιον που κατανέμει ένα σύνολο με βάση το δίπολο υγεία/ ασθένεια. Ο διχασμός ανάμεσα στους κακούς μανιχαϊστές και στους καλούς αντιμανιχαϊστές, είναι φυσικά και αυτός ένας μανιχαϊσμός. Ακόμα περισσότερο, ο διχασμός αυτός χαρακτηρίζεται από στοιχεία μεγαλομανίας και προβολής μιας υπερτροφικής εικόνας του ιδεατού εγώ. Διότι ο Δοξιάδης, μιλώντας ταυτόχρονα ως παίκτης και ως διαιτητής, προβάλλει ως γιατρός των άλλων και του εαυτού του, και εκδίδει διάγνωση. Η διάγνωση λέει: «ευτυχώς Θεέ μου που δεν με έκανες σαν αυτούς. Εκείνοι παραμένουν ακόμη καθηλωμένοι στην κατάσταση του ανώριμου εφήβου. Εγώ είμαι ανώτερος, πιο άξιος από εκείνους».
Στο ρητορικό ερώτημα που θέτει λοιπόν ο τίτλος του επίμαχου βιβλίου, ο Δοξιάδης, στο παραδοσιακότερο μανιχαϊστικό στυλ, απαντά: όχι, ασφαλώς και δεν είναι όλοι οι αγώνες δίκαιοι. Μόνο οι δικοί μου είναι· οι δικοί σας είναι άδικοι, ανυπόστατοι, φαντασιωσικοί.
Μια τέτοια πρακτική είναι αρκετά περίεργη. Κάποιος που έχει πραγματικά επιλύσει τις όποιες ψυχικές συγκρούσεις και έχει απομακρυνθεί απ’ αυτές, δεν βγαίνει χτυπώντας σαν γορίλλας τα χέρια του στο στήθος να κάνει δημόσιο ζήτημα τη δική του υγεία και την αρρώστια των άλλων, διατυμπανίζοντάς το σε βιβλία, δημόσιες παρουσιάσεις, άρθρα ή επιστολές στον τύπο κ.λπ.
Τα ίδια ακριβώς φαινόμενα έπαρσης, μανιχαϊσμού και αντεστραμμένης παράτασης της εφηβικής αντιστασιακότητας –εκφρασμένης ως μίσος προς τον προγενέστερο εαυτό- παρατηρούνται ακόμα πιο έντονα στο κείμενο του Μουμτζή. Ο οποίος, όπως πληροφορήθηκα με αφορμή αυτήν εδώ την αντιπαράθεση, επίσης συμμετείχε στην αντίσταση κατά της χούντας, και τώρα βγήκε λάβρος να υπερασπιστεί και να δοξολογήσει ένα δημόσιο πρόσωπο που κακολόγησε και επιτέθηκε σε όσους συμμετείχαν στην αντίσταση κατά της χούντας.
Και ο Μουμτζής στο άρθρο του δεν κάνει τίποτε άλλο από το να απομονώνει μία κοινωνική ομάδα, την οποία αυτός κατονομάζει ρητά αλλά με τον κάπως ασυνήθιστο όρο «σύνολη Αριστερά», και να την περιλούζει με όλες τις κατηγορίες και όλα τα στραβά που υπάρχουν στον κόσμο.
Είναι όμως πραγματικά κωμικό ότι ένα από αυτά τα στραβά είναι το εξής:
Ως γνωστόν [sic· πραγματικά αποστομωτική μέθοδος τεκμηρίωσης] αυτός ο πολιτικός χώρος παράγει μιζέρια, θυμό, φθόνο, αγανάκτηση. Όλοι είναι «δυσκοίλιοι» και θυμωμένοι. Αγέλαστοι.
Γυναίκες και άντρες. Επιθετικοί, δεν έχουν να πουν μια καλή κουβέντα για κάποιον που δεν είναι ομοϊδεάτης τους.
Αυτές ακριβώς οι φράσεις είναι μία πολύ καλή περιγραφή για τον λόγο του ίδιου του Μουμτζή. Το άρθρο του δεν κάνει τίποτε άλλο παρά, ακριβώς, να ελεεινολογεί όσους δεν είναι ομοϊδεάτες του με λόγια γεμάτα θυμό, φθόνο, αγανάκτηση, χωρίς να περιέχει ούτε μία καλή κουβέντα, καμία χαρά, κανένα γέλιο.
Το ασταμάτητο υβρεολόγιο προσλαμβάνει σε σημεία διαστάσεις κοινωνικού ρατσισμού: «Η μιζέρια έχει εισχωρήσει στο δέρμα τους» (!).
Σε αντίθεση με τους σύνολους Αριστερούς που είναι οι δράκοι του παραμυθιού του, ο Μουμτζής σκιαγραφεί τη δεξιά υφυπουργό ως την καλή νεράιδα, φτάνοντας να τη χαρακτηρίσει «φεγγαρόφωτη». Το επίθετο αυτό διακωμωδήθηκε αρκετά στα κοινωνικά μέσα. Καλό όμως είναι να θυμηθούμε ότι, ιδίως στη δεκαετία του 80 και του 90, όσοι από φιλελεύθερη σκοπιά ήθελαν να στηλιτεύσουν τον «λαϊκισμό – αρχηγισμό» του Ανδρέα Παπανδρέου, το κατηγορούσαν ότι εμφανίζει απλουστευτικά την πολιτική ως μία μάχη του φωτός με το σκότος. Στις εκσυγχρονισμένες μέρες μας, το λαϊκιστικό ΠΑΣΟΚ είναι πλέον μια μακρινή ανάμνηση, αλλά ο νεοφιλελεύθερος λαϊκισμός διατηρεί και διαιωνίζει όπως βλέπουμε την ακτινοβολία του.
Νομίζω ότι ακόμα και στα κείμενα της ΟΑΚΚΕ είναι δύσκολο να βρει κανείς ένα τόσο αφελώς μανιχαϊστικό σχήμα όπως αυτό που στήνει ο Μουμτζής: Εμείς είμαστε νέες, ωραίες, όμορφες, καθαρές, καλοντυμένες, έξυπνες, μορφωμένες, και πλούσιες· εκείνοι είναι όλα τα αντίθετα. Ό,τι ανθρώπινη ιδιότητα υπάρχει, εμείς είμαστε το θετικό της μέγεθος και εκείνοι το αρνητικό.
Αυτό δεν είναι πολιτική αντιπαράθεση. Είναι καυγάς νηπίων σε παιδικό σταθμό.
Υπάρχει μία ατάκα κάποιου Γάλλου σατιρικού συγγραφέα που λέει: «Ο εχθρός είναι ηλίθιος. Νομίζει ότι ο εχθρός είμαστε εμείς, ενώ στην πραγματικότητα είναι εκείνος».
Το καλαμπούρι αυτό περιγράφει αρκετά καλά τον σοβαρό (;) λόγο όσων, όπως ο Ηλίας Κανέλλης στα Νέα, κατηγορούν τους «οπαδούς της αριστερής θεολογίας και των κλισέ μαζί με τους ανθρωποφάγους της δημόσιας ζωής» ότι «αναζητούν νέους εχθρούς», τη στιγμή που οι ίδιοι δεν αναζητούν καν αλλά επιτίθενται μονότονα στους ίδιους πάντα εχθρούς. Αλλά η δική τους παράνοια, για όποιον γουστάρει ψυχιατρικούς όρους, χαρακτηρίζεται από διάκλειση της ίδϊας επιθετικότητας, εθελοτυφλία απέναντι σε αυτήν· όταν αριστεροί επιτίθενται στην Δόμνα Μιχαηλίδου, αυτό είναι κάτι ακατανόητο, αξιοπερίεργο, τρελό, και πρέπει να βρούμε μία ψυχική αιτία γι’ αυτό. Όταν δεξιοί επιτίθενται σε αριστερούς με λόγο απροκάλυπτα πολεμικό, αυτό δεν είναι επιθετικότητα· λένε απλώς την αλήθεια.
[1] Εν τοιαύτη περιπτώσει, ο Δοξιάδης φαίνεται να προβάλλει δύο διαφορετικούς –έως ασύμβατους- ισχυρισμούς: α) τα λόγια της Μιχαηλίδου παραποιήθηκαν και δεν βγάζουν συλλήβδην τρελούς όλους τους αντιστασιακούς, β) τα λόγια της Μιχαηλίδου δεν ήταν της Μιχαηλίδου αλλά δικά μου.
Αλλά αυτά δεν μπορούν να ισχύουν ταυτόχρονα. Το μεν απόσπασμα του Δοξιάδη είναι δεδομένο ότι δεν βγάζει συλλήβδην τρελούς όλους τους αντιστασιακούς (θα δούμε αμέσως στη συνέχεια τι ακριβώς κάνει)· για όσα όμως λέει η Μιχαηλίδου στο βίντεο, κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου δεδομένο. Σε αυτό η ομιλήτρια αναπτύσσει προβληματισμούς οι οποίοι δεν υπάρχουν καθόλου στο κείμενο του Δοξιάδη· π.χ. εκφράζει ενόχληση επειδή «ακούει για ιστορικά στελέχη της αριστεράς», και εν συνεχεία διερωτάται ρητορικά κατά πόσον είναι πραγματικά ιστορία αυτό που έγραψαν οι «ψυχικά νοσούντες».
[2] Ας μου επιτραπεί να υπενθυμίσω ότι, προσωπικά, είχα αναδείξει κάποια τέτοια φαινόμενα καθήλωσης εδώ και δεκαπέντε χρόνια πλέον, στην Αθεράπευτη νεκροφιλία του ριζοσπαστικού πατριωτισμού. Ένα βιβλίο που, όταν βγήκε, έτυχε θερμής υποδοχής και από ορισμένους πρώην αριστερούς και νυν «ευρωπαϊστές»/ φιλελεύθερους/ εκσυγχρονιστές (οπαδούς, τότε, του Κώστα Σημίτη). Κάποιοι απ’ αυτούς με είχαν θεωρήσει δικό τους και, όταν στην πορεία διαπίστωσαν ότι δεν ήμουν, (περί τις αρχές τού 2009), μου έκοψαν την καλημέρα. Δεν παρέλειψαν όμως να δανειστούν πράγματα από την ανάλυσή μου, προσαρμόζοντάς τα βέβαια στις δικές τους προτεραιότητες.
Καλά κάνανε βέβαια, καθόσον με αφορά ουδέν πρόβλημα. Τόσο το καλύτερο. Πάντα έτσι γίνεται.
[3] Η δομή αυτή χαρακτηρίζει επίσης τον δημόσιο λόγο πολλών άλλων ανανηψάντων (και ανανηψασών) πρώην αριστερών, με πιο εύγλωττο παράδειγμα την Σώτη Τριανταφύλλου.
Αγαπητέ Άκη,
η Τυπογραφία, ακόμη κι εν οθόνη, διέπεται απ’ τις ίδιες αρχές.
Ως τέχνη, κανονική και εφαρμοσμένη, δεν έχει ποτέ, εντός κειμένου,
χρωματιστά στοιχεία, παρά μόνον πλάγια και αραιά.
Αυτά αρκούν για τις διακρίσεις της δήλωσης παραθέματος (πλάγια)
και τονισμού, ή υπογράμμισης (αραιά).
Έγχρωμα στοιχεία, υπάρχουν μόνο στα αρχιγράμματα των κεφαλαίων
και αυτά μόνον σε χρώμα πορφυρούν, ή μίνιο
και σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις κυανούν.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Ευχαριστώ για την παρατήρηση και για την προσοχή με την οποία παρακολουθείτε τις δημοσιεύσεις. Πάντως, νομίζω ότι ένα απλό μπλογκ μπορεί να «παίξει» λίγο με αυτούς τους κανόνες, ιδίως όταν οι παραδοσιακές εφημερίδες στις ηλεκτρονικές εκδόσεις τους καταφεύγουν όλο και περισσότερο στην πολυχρωμία.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Μην το συζητάς επ’ ουδενί. Η αφόρητη προχερότητα και ερασιτεχνίλα που διέπουν πλέον όλες τις καλούμενες ‘παραδοσιακές εφημερίδες’ δεν μπορεί με κανέναν τρόπο και σε καμμία περίπτωση να καταστεί οδηγός,
ούτε ορθογραφίας, ούτε φυσικά και ορθοτυπογραφίας.
Η πολυχρωμία ήταν πάντοτε δυνατή στην σελίδα, αν και όχι τόσον ευχερής, ως κατέστη εν οθόνη.
Στους τρείς αιώνες, 1500-1800, που η τυπογραφία αναπτύχθηκε και διαδόθηκε παντού
έγιναν όλες οι δοκιμές – προς όλες τι κατευθύνσεις – και οριστικοποιήθηκαν άπαντα τα σχετικά
με την συστηματική τυποποίηση μεταφοράς του χειρογράφου σε έντυπη σκευή.
Παρατηρώ πως οι περισσότερες ατασθαλίες γίνονται από τις εφημερίδες και τα ανάλογα ενημερωτικά sites,
ιδίως στην Ελλάδα και την Τουρκία, που είναι και το βασίλειο του καρκατσουλιού.
Χώρες που παρακολουθώ στενά όπως Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία
παρουσιάζουν ελάχιστες, έως μηδενικές παρεκκλίσεις.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
κύριε Ρεντζή, επιτρέψτε μου να αποφασίζω εγώ τι θα συζητάω και τι όχι.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Ακη μου, I could’t agree more, my dear!
Ευγε σου!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!