Πολιτική,Στρατηγική

«Νομιμοποίησε την ακροδεξιά» η συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ;

του Άκη Γαβριηλίδη

 

Αμέσως μετά τις προηγούμενες εκλογές, (αν όχι και νωρίτερα όταν προαναγγέλθηκε), δεν σταμάτησαν να διατυπώνονται σφοδρές κριτικές, με καλή ή υστερόβουλη πρόθεση, από υπεραριστερή ή φιλελεύθερη σκοπιά, για την επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να σχηματίσει κυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ. Το κατηγορητήριο ήταν εξαιρετικά απλό και επαλαμβανόμενο: η επιλογή αυτή «νομιμοποιεί την ακροδεξιά», την κάνει αποδεκτή στην μέινστρημ πολιτική, άρα πιο επικίνδυνη και ικανή να επηρεάζει τις εξελίξεις.

Τώρα που ολοκληρώθηκε αυτή η εμπειρία, έχουμε τα στοιχεία και τη χρονική απόσταση να αξιολογήσουμε αν δικαιώθηκε ή όχι αυτή η κινδυνολογία. Η επιβεβλημένη απάντηση είναι απλούστατα όχι.

Καταρχάς, το αν οι ΑΝΕΛ ως κόμμα κατατάσσονται στην «ακροδεξιά», εξαρτάται από το πώς ορίζουμε την ακροδεξιά. Πάντως δεν υπήρξε περισσότερο ακροδεξιό κόμμα από τη ΝΔ, της οποίας αποτέλεσε διάσπαση· η ιδεολογία και η αισθητική του ήταν πάνω-κάτω η ίδια, με κάποια στοιχεία πιο τονισμένα εδώ και κάποια άλλα εκεί.

Αυτό λέει κάτι για την λογική και πολιτική συνέπεια όσων επέκριναν την ανάδειξη της «μικρής» ΝΔ σε ήσσονα κυβερνητικό εταίρο ενώ τώρα ετοιμάζονται να ψηφίσουν την ίδια την κανονική ΝΔ για αυτοδύναμη κυβέρνηση. Αλλά αντικείμενο του παρόντος σημειώματος δεν είναι να καταγγείλει ασυνέπειες· μόνο να αναλύσει τις πολιτικές εξελίξεις ως συναντήσεις δυνάμεων.

Με τα δεδομένα που υπάρχουν αυτή τη στιγμή, οι ΑΝΕΛ ουσιαστικά βαίνουν προς εξαφάνιση ως κόμμα και τίποτε δεν φαίνεται να μπορεί να αντιστρέψει αυτή την πορεία. Για όσους λοιπόν δέχονται ότι είναι –ή μάλλον, ακριβώς, ήταν- ακροδεξιό κόμμα, θα είναι λογικά πιο εύκολο να συμπεράνουν ότι από τη συνεργασία αυτή η ακροδεξιά δεν ευνοήθηκε.

Αλλά και η καθαυτό ακροδεξιά, η Χρυσή Αυγή, δεν φαίνεται να πηγαίνει και πολύ καλύτερα, είτε εκλογικά είτε από την άποψη της δολοφονικής της δράσης.

Ένα μέρος των ψήφων της πήγε στον Βελόπουλο, αλλά αυτός, μολονότι ιδεολογικά ανορθολογιστής και υπερσυντηρητικός, τουλάχιστον δεν έχει τάγματα εφόδου και δεν δολοφονεί κόσμο. Άρα ούτε αυτή η εξέλιξη μπορεί να χαρακτηριστεί «άνοδος της ακροδεξιάς».

Από την άλλη, από την οπτική τού ΣΥΡΙΖΑ, η απόφαση για αυτή τη συνεργασία υπήρξε η βέλτιστη σχεδόν εφαρμογή του παραδοσιακού διδάγματος του Σουν Τζου και των ασιατικών πολεμικών τεχνών γενικότερα, ότι «είναι προτιμότερο να αξιοποιείς τη δύναμη του αντιπάλου σου παρά να τη συντρίβεις».

Η συνεργασία αυτή επέβαλε κάποιους καταναγκασμούς, είχε ως αποτέλεσμα ο ΣΥΡΙΖΑ να μην δρα με απόλυτη ελευθερία. Φυσικά. Αλλά μήπως υπάρχει κανείς που δρα με απόλυτη ελευθερία;

Οι παραχωρήσεις αυτές, καταρχάς, ήταν δηλωμένο, και έγινε σαφές στον κόσμο, ότι γίνονται στο πλαίσιο ενός συντεταγμένου και αμφιμερούς πολιτικού συμβιβασμού: δύο διαφορετικών κατευθύνσεων πολιτικές δυνάμεις συνομολογούν μία συνεργασία ειδικού σκοπού, η οποία δεν εκφράζει κατά 100% ούτε τη μία ούτε την άλλη, αλλά είναι η τομή τους, η οποία αφήνει κάποια πράγματα απ’ έξω. Πώς αλλιώς; Εάν έχεις το 30% των ψήφων, και πολύ περισσότερο το 5%, δεν μπορείς να εφαρμόσεις το 100% της πολιτικής σου. Τέτοιου είδους συνεργασίες και συμβιβασμοί είναι ο κανόνας στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Από τη μεταπολίτευση και μετά, οι αυτόκλητοι Έλληνες φιλελεύθεροι μας έπρηζαν τ’ αυτιά ότι πρέπει να «μοιάσουμε» με αυτές τις χώρες και να ακολουθήσουμε την πρακτική τους, ώστε να ξεπεράσουμε τον «αρχηγισμό-λαϊκισμό» των μαζικών κομμάτων και να αποκτήσουμε «κουλτούρα ανοχής στο διαφορετικό». Όταν όμως ήρθε η ακριβής ενσάρκωση αυτής της αρχής στην πολιτική πραγματικότητα, ανακάλυψαν ότι «δεν εννοούσαν αυτό».

Από κει και πέρα, όμως, οι παραχωρήσεις αυτές του ΣΥΡΙΖΑ είχαν ένα πολύ σοβαρό, ίσως σοβαρότερο, αντισταθμιστικό πλεονέκτημα: του εξασφάλιζαν μία ανοχή εκ μέρους ενός συντηρητικού, μετριοπαθούς ή αδιάφορου τμήματος του εκλογικού σώματος, την οποία δεν θα είχε εάν κυβερνούσε αυτοδύναμα (ή σε συνεργασία με κάποια άλλη δύναμη).

Με τα τωρινά δεδομένα, και για το προβλέψιμο μέλλον, υπάρχει ένα σημαντικό μέρος της ελληνικής κοινωνίας το οποίο είναι εχθρικό ή μη εξοικειωμένο με πολλές από τις μεταρρυθμίσεις και τις αλλαγές που θα ήθελε να επιφέρει ένα αριστερό κόμμα. (Όσοι θα είχαν εδώ την τάση να αντιτείνουν ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πραγματικά αριστερό κόμμα», μπορούν να βάλουν στη θέση του οποιοδήποτε άλλο υποθετικό κατά τη γνώμη τους «πραγματικά αριστερό κόμμα» και να σκεφτούν το συλλογισμό με αυτή την τροποποίηση. Θα δουν ότι το ίδιο ακριβώς θα ίσχυε και τότε, και μάλιστα κατά μείζονα λόγο). Τους ανθρώπους αυτούς δεν είναι δυνατό να τους εξαφανίσουμε ή να τους αγνοήσουμε: όποιος κατεβαίνει στις εκλογές και αποβλέπει να σχηματίσει κυβέρνηση, και αυτούς/-ές θα έχει να διοικήσει και, άρα, να πείσει.

Η επιλογή της συνεργασίας με μία πολιτική δύναμη που ανήκει μεν στη δεξιά, αλλά αποδέχεται το κοινοβουλευτικό πλαίσιο, αφενός, και αφετέρου έχει μικρότερη εκλογική απήχηση, ήταν το όπτιμουμ που θα μπορούσε να κάνει κανείς υπ’ αυτά τα δεδομένα. Ασφαλώς, ως κίνηση, ενείχε ένα ρίσκο. Ήταν ενδεχομενική, όπως όλα στην πολιτική· δεν ήταν προδιαγεγραμμένο εξαρχής ότι όλα θα εξελίσσονταν έτσι. Τώρα που εξελίχθηκαν, όμως, μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι η συνεργασία δεν ενίσχυσε την ακροδεξιά. Την αριστερά ενίσχυσε.

Image result for καμμένος πάνος

Κλασσικό

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.