του Πήτερ Μάκριτζ
Ο κοινωνιογλωσσολογικός όρος «διγλωσσία» είναι ένας από τους ελάχιστους διεθνείς επιστημονικούς όρους οι οποίοι μπορούν να αποδοθούν σε κάποιον Έλληνα που ζούσε στη σύγχρονη Ελλάδα[1].
Από τότε που ο Φέργκιουσον δημοσίευσε το γόνιμο άρθρο του πριν από πενήντα χρόνια, αρκετοί μελετητές έχουν αναφερθεί στην πρώιμη ιστορία του όρου diglossia, αλλά ενώ καθένας από αυτούς έχει επισημάνει πολλά κομμάτια που ταιριάζουν στο παζλ, κανένας, απ’ όσο ξέρω, δεν έχει ως τώρα παρουσιάσει την πλήρη εικόνα.
Ο Αντρέ Μαρτινέ ισχυρίζεται ότι ο Φέργκιουσον εμπνεύστηκε τη χρήση του όρου «diglossia» από το παράδειγμα του «helléniste français Jean Psichari»[2]. Μπορεί να μη συμφωνήσει κανείς με την περιγραφή του Έλληνα γλωσσολόγου και μυθιστοριογράφου Ψυχάρη ως Γάλλου –ήταν Γάλλος πολίτης, αλλά γεννήθηκε από Έλληνες γονείς στην Οδησσό-, αλλά η διατύπωση του Μαρτινέ αποτελεί ένα πρόσφορο σημείο εκκίνησης για την αναζήτησή μας. Στην πραγματικότητα, ο Φέργκιουσον δεν αποδίδει τον όρο στον Ψυχάρη ή σε οποιονδήποτε άλλον· γράφει απλά ότι «εδώ εισάγεται ο όρος ‘διγλωσσία’, με πρότυπο το γαλλικό diglossie, το οποίο έχει εφαρμοστεί σε αυτή την κατάσταση»[3], χωρίς να διευκρινίζει ποιος το εφάρμοσε. Ωστόσο, είναι σαφές ότι ο Ελληνογάλλος γλωσσολόγος Ψυχάρης/ Psichari έπαιξε ζωτικό ρόλο στη μετάδοσή του από την Ελλάδα προς τον υπόλοιπο κόσμο.
Στην συλλογή του από λέξεις που επινόησαν πρόσφατα Έλληνες με βάση αρχαία πρότυπα, ο Κουμανούδης (1900/1980) καταγράφει ότι η ελληνική λέξη διγλωσσία χρησιμοποιήθηκε από τον Κωνσταντίνο Οικονόμο το 1830. Ο Κουμανούδης δεν αναφέρει τον τίτλο του βιβλίου του Οικονόμου, πόσο μάλλον αριθμό σελίδας. Στην ουσία, στο βιβλίο του σχετικά με την προφορά της αρχαίας ελληνικής που απευθύνεται στην «φιλελληνική νεολαία της Ρωσίας» και δημοσιεύθηκε από το ρωσικό υπουργείο Δημόσιας Εκπαίδευσης το 1830, ο Οικονόμος υποστηρίζει τη χρήση της νεοελληνικής προφοράς στη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών, χρησιμοποιεί δε τον όρο διγλωσσία όταν αμφισβητεί τη λογική της χρήσης δύο διαφορετικών προφορών της ελληνικής –της νεοελληνικής προφοράς και της «ερασμιακής αίρεσης», όπως την αποκαλεί, που ασπάζονταν οι περισσότεροι δυτικοί λόγιοι[4].
Η πρώτη πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκε ο ελληνικός όρος διγλωσσία με σημασία που να προσεγγίζει τη σύγχρονη κοινωνιογλωσσολογική του χρήση ήταν η εισαγωγή σε έναν τόμο δοκιμίων και διαλέξεων που δημοσίευσε ο μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος Εμμανουήλ Ροΐδης το 1885[5]. Ο Ροΐδης τον χρησιμοποίησε για να αναφερθεί στην κατάσταση όπου οι ίδιοι ομιλητές χρησιμοποιούν δύο λεξικώς και γραμματικώς διακριτές ποικιλίες ελληνικών σε διαφορετικές περιστάσεις. Ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν απλώς μια διάκριση μεταξύ γραπτού και προφορικού λόγου, ή μεταξύ γλώσσας της μορφωμένης ελίτ και γλώσσας του κοινού λαού. Για να στοιχειοθετήσει το επιχείρημά του, επισημαίνει ότι βουλευτές στην Αθήνα χρησιμοποιούσαν μία ποικιλία της γλώσσας όταν απήγγελλαν τους λόγους που είχαν γράψει εκ των προτέρων, και μία άλλη πάνω στην έξαψη των συζητήσεων. Τον όρο τού Ροΐδη τον υιοθέτησε την ίδια χρονιά ο Jean Psichari: «Comme l’a spirituellement dit M. Roïdis dans un récent article paru dans les numéros 1056-1057, 16-17 avril 1885, du journal Ἀκρόπολις, on souffre aujourd’hui de diglossie» [Όπως πνευματωδώς είπε ο κ. Ροΐδης σε ένα πρόσφατο άρθρο του στην Α., σήμερα υποφέρουμε από διγλωσσία][6]. Το κείμενο του Ροΐδη αναδημοσιεύθηκε σε δύο εφημερίδες της Αθήνας αμέσως μετά τη δημοσίευση του τόμου.
Παρόλο που ο Ροΐδης θεωρείται γενικά ως ένας από πιο επιδέξιους χειριστές της καθαρεύουσας, έδειξε από νεαρή ηλικία ότι είχε οδυνηρή επίγνωση των προβλημάτων που προκαλούσε στους Έλληνες συγγραφείς η διγλωσσία. Όταν ολοκλήρωσε την πρώτη του δημοσίευση, τη μετάφρασή του για το Itinéraire de Paris à Jérusalem του Σατωμπριάν, σε ηλικία 24 ετών το 1860, τελείωνε το προοίμιό του με το παράπονο ότι «η μεν καθομιλουμένη δεν αρκεί προς έκφρασιν πάντων των του πνεύματος διανοημάτων, η δε λεγομένη ‘καθαρεύουσα’ είναι επί του παρόντος, νομίζω, σύμμεικτον μόνον κράμα και είδος ‘ποικίλον’ χυδαϊσμών, ξενισμών και αρχαϊσμών ακαίρων. Εγώ δε παιδιόθεν εν τη ξένη ανατραφείς και την γλώσσαν του λαού μη συνηθίσας», συνεχίζει, «έμελλον να προτιμήσω την καθαρεύουσαν»[7]. Στην εισαγωγή του του 1885 δήλωνε ότι σχεδιάζει να δημοσιεύσει πραγματεία στην οποία θα εκφράσει την άποψή του για το τι πρέπει και τι θα μπορούσε να γίνει για να λυθεί το πρόβλημα της ελληνικής γλώσσας. Στο βιβλίο του Τα Είδωλα, που δημοσιεύτηκε το 1893 και στο οποίο χρησιμοποιεί συχνά τον όρο διγλωσσία, ο Ροΐδης υποστηρίζει ότι η καθαρεύουσα πρέπει να έρθει πλησιέστερα στην καθομιλουμένη.
Η διατύπωση του Psichari («on souffre […] de diglossie») αναμφίβολα προοριζόταν να υποδηλώσει ότι η διγλωσσία είναι μια ασθένεια της γλώσσας και της κοινωνίας. Ο ίδιος χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο διγλωσσία στην ελληνική γλώσσα σε μια εργασία του, γραμμένη επίσης το 1886, όπου τον ορίζει (αν και όχι με όρους συνύπαρξης δημοτικής και καθαρεύουσας) και λέει ότι φαίνεται να είναι ανατολίτικο φαινόμενο, εφόσον παρατηρείται στα σανσκριτικά, τα κινεζικά και τα αραβικά[8]. Το επίθετο «ανατολίτικο» ο Ψυχάρης το χρησιμοποίησε με σαφή υποτιμητική πρόθεση.
Συναφώς, είναι ίσως σημαντικό από ιδεολογική άποψη ότι έγραψε την εισήγηση αυτή με πρόθεση να την παρουσιάσει στην Κωνσταντινούπολη και ότι, τον επόμενο χρόνο, διορίστηκε διδάσκων στην Ecole des Langues Orientales στο Παρίσι, έναν θεσμό που προφανώς έβλεπε τη νέα ελληνική ως ανατολική γλώσσα.
Το 1890, σε άρθρο του σχετικά με την ελληνική γλώσσα, ο Γεώργιος Χατζιδάκις, καθηγητής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, διέκρινε μεταξύ της ομοχρόνου διγλωσσίας και της ιστορικής διγλωσσίας, όπως τις ονόμαζε[9]: η πρώτη, ισχυρίζεται, είναι η φυσιολογική κατάσταση σε όλες τις γλώσσες (όπου οι μορφωμένοι προσέχουν περισσότερο τη γλώσσα τους), ενώ η δεύτερη προσιδιάζει σε καταστάσεις όπως η Ελλάδα, όπου οι μορφωμένοι χρησιμοποιούν μια παλαιότερη μορφή της γλώσσας[10].
Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ξανά στα γαλλικά στη γραμματική της νέας ελληνικής τού Hubert Pernot (1897): «cette étrange diglossie qui, depuis les siècles, pèse si lourdement sur la Grèce» [η περίεργη αυτή διγλωσσία η οποία, εδώ και αιώνες, βαραίνει τόσο καταθλιπτικά πάνω στην Ελλάδα]. Η πρώτη φράση του Προλόγου (γραμμένη το 1917) των Hubert Pernot και Camille Polack στη γραμματική τους της νεοελληνικής γλώσσας (1921) αναφέρει: «“La ‘diglossie’ ou dualité des langues est l’obstacle auquel se heurtent, non seulement les étrangers qui s’initient au grec moderne, mais aussi les Grecs, dès leurs études premières” [Η «διγλωσσία» ή η δυικότητα των γλωσσών είναι το εμπόδιο πάνω στο οποίο προσκρούουν, όχι μόνο οι ξένοι που μυούνται στη νέα ελληνική, αλλά επίσης οι Έλληνες, από τα πρώτα χρόνια των σπουδών τους].
Ο Karl Krumbacher χρησιμοποίησε τον όρο Diglossie στη διάλεξή του για το ελληνικό γλωσσικό ζήτημα, που δόθηκε στο Μόναχο το 1902, όπου τον εναλλάσσει με το Doppelsprachigkeit. Ο Κρουμπάχερ ακολουθεί τον Ψυχάρη και παραλληλίζει την ελληνική κατάσταση με εκείνη που επικρατεί στις αραβικές χώρες, μιλώντας για «τον ανατολικό αντίκτυπο στον βυζαντινό και τον νεοελληνικό χαρακτήρα».
Μέσα από τα γραπτά τού Psichari ο όρος diglossie τελικά άρχισε να χρησιμοποιείται από άλλους συγγραφείς στα γαλλικά, αν και η χρήση του δεν εξαπλώθηκε πέρα από το πεδίο των νεοελληνικών σπουδών μέχρι και μισό αιώνα αργότερα. Φαίνεται ότι ο Γάλλος λόγιος William Marçais υιοθέτησε τον όρο σε μια σειρά άρθρων του περί της διδασκαλίας της αραβικής δύο χρόνια αφότου ο Psichari δημοσίευσε το περίφημο άρθρο του με τον υποβλητικό και προκλητικό τίτλο «Un pays qui ne veut pas de sa langue» [Μια χώρα που δεν θέλει τη γλώσσα της] στην παρισινή επιθεώρηση Mercure de France το 1928. Στα άρθρα αυτά ο Marçais περιγράφει τα αραβικά, με όρους που θυμίζουν εκείνους του Psichari, ως «idiome sémitique affligé d’une incurable disglossie» [σημιτικό ιδίωμα που πλήττεται από αθεράπευτη διγλωσσία].
Εν όψει του γεγονότος ότι η διγλωσσία είναι ίσως ο μόνος διεθνώς χρησιμοποιούμενος επιστημονικός όρος που έχει εφεύρει ένας Έλληνας στη σύγχρονη Ελλάδα, είναι ειρωνικό ότι ορισμένοι Έλληνες γλωσσολόγοι, και ιδίως ο Μπαμπινιώτης, επιμένουν να χρησιμοποιούν τον όρο διμορφία για τη διεθνή αυτή έννοια, επιφυλάσσοντας το διγλωσσία για να δηλώσουν το bilingualism. Αν αυτοί οι γλωσσολόγοι τελικά επικρατούσαν, η ελληνική θα ήταν η μόνη ευρωπαϊκή γλώσσα στην οποία η ελληνική λέξη διγλωσσία δεν θα χρησιμοποιούνταν υπό την έννοια με την οποία πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Έλληνα συγγραφέα Ροΐδη. Θα πρέπει να προσθέσω ότι στη νεοελληνική γλώσσα, ως συνέπεια της καθαρολογίας, λέξεις λατινικής προέλευσης συνήθως δεν χρησιμοποιούνται ως επιστημονικοί όροι. Ενώ άλλες γλώσσες μπορούν να χρησιμοποιήσουν τόσο το διγλωσσία (ελληνικής προέλευσης) όσο και το bilingualism (λατινικής προέλευσης), η ελληνική μπορεί να χρησιμοποιήσει μόνο τη διγλωσσία.
Αρκετοί μεταγενέστεροι συγγραφείς αναφέρθηκαν στο Psichari 1928 ως αρχική πηγή του όρου (…). Οι Mauro Fernández (1995) και Pierre Larcher (2003) συμφωνούν ότι οι Ροΐδης και Psichari ήταν οι εφευρέτες του όρου diglossia, αν και κανείς απ’ αυτούς δεν καταφέρνει να τοποθετήσει στέρεα τη χρήση του όρου από τον Ροΐδη μέσα στο ελληνικό κοινωνιογλωσσικό πλαίσιο. Ωστόσο, ο Fernández δείχνει ότι η ελληνική λέξη «διγλωσσία» υπήρχε ήδη στα μετακλασικά ελληνικά με την έννοια «διπλή γλώσσα, εξαπάτηση» (πρβλ. την αγγλική έκφραση «to speak with forked tongue») και υποστηρίζει πειστικά ότι τόσο ο Ροΐδης όσο και ο Psichari χρησιμοποίησαν αρχικά τον όρο με χιουμοριστικό τρόπο, εν γνώσει αυτής της προϋπάρχουσας σημασίας. Ο Larcher αναφέρει ότι ο Psichari 1928 παρομοίασε τα ελληνικά με τα αραβικά και ότι ο Marçais ήταν ο πρώτος αραβιστής που χρησιμοποίησε τον όρο diglossie για τα αραβικά, αλλά, όπως και ο Φέργκιουσον, παραλείπει να αναφέρει ότι ο Psichari στη διάλεξη του 1886 (που δημοσιεύθηκε το 1888) και, μετά από αυτόν, ο Kρουμπάχερ το 1902 είχαν ήδη αναφέρει τα αραβικά μεταξύ των γλωσσών όπου επικρατεί διγλωσσία.
[1] Αντιθέτως, ο Petrounias 1997: 555 ισχυρίζεται ότι το ΕΛ διγλωσσία είναι από το ΓΑ diglossie. Το ίδιο κάνει και το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Τριανταφυλλίδη, πιθανότατα υπό την επίδραση του Πετρούνια.
[2] Martinet 1982 : 7.
[3] Ferguson, 1959 : 325. Αξίζει να αναφερθεί ότι, ενώ παραπέμπει σε δημοσιεύσεις στα γερμανικά, τα αραβικά και τα γαλλικά, ο Φέργκιουσον δεν αναφέρει ούτε ένα έργο δημοσιευμένο στα ελληνικά.
[4] «Τις ο καρπός εκ της τοιαύτης διγλωσσίας και διφωνίας;» (Οικονόμος 1830: xv). Σημειωτέον επίσης ότι στα αρχαία ελληνικά δίγλωσσος σημαίνει τόσο «ομιλών δύο γλώσσες» όσο και «απατηλός». Οι επόμενες εμφανίσεις της λέξης διγλωσσία που αναφέρει ο Κουμανούδης για τα ελληνικά είναι στον Ροΐδη, 1888 (κατά τεκμήριο στην κριτική του για το βιβλίο τού Ψυχάρη Το ταξίδι μου) και 1893 (προφανώς Τα είδωλα)· του διαφεύγει η χρήση της λέξης από τον Ροΐδη το 1885.
[5] Ροΐδης 1885a: xvii.
[6] Psichari 1885 (& Psichari 1886): 211, n. 1.
[7] Roïdis 1978: 28.
[8] Psichari 1888 (= Ψυχάρης 1902: 129, 155). Ο Ψυχάρης έγραψε αυτή την εισήγηση –την πρώτη που έγραψε ποτέ στη δημοτική- για ένα συνέδριο που είχε προγραμματιστεί να γίνει στην Κωνσταντινούπολη το 1886 αλλά ακυρώθηκε από τις οθωμανικές αρχές για πολιτικούς λόγους: βλ. Mackridge 2009: 216.
[9] Στο σύγχρονο λεξιλόγιο, θα μπορούσαμε να αποδώσουμε τους όρους του Χατζιδάκι ως «συγχρονική» και «διαχρονική» διγλωσσία.
[10] Χατζιδάκις 1890 (= Χατζιδάκις 1901: 240).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ferguson, Charles A., 1959. “Diglossia”, Word 15: 325-40.
Fernández, Mauro, 1995. “Los orígines del término diglosia: historia de una historia mal contada”, Historiographica Linguistica 22.1/2: 163-95.
Jardel, Jean-Pierre, 1986. “Le concept de “diglossie” de Psichari à Ferguson”, Lengas: Revue de sociolinguistique 11 : 5-15.
Krumbacher, Karl, 1902. Das Problem der neugriechischen Schriftsprachen (Munich).
Larcher, Pierre, 2003. “Diglossie arabisante et fuṣḥā vs ‘āmmiyya arabes: essai d’histoire parallèle”, in Sylvain Auroux (ed.), History of Linguistics 1999: Selectedpap ers from the Eighth International Conference on the History of the Language Sciences, 14–19 September 1999, Fontenay-St.Cloud (Amsterdam and Philadelphia): 47-62.
Mackridge, Peter, 2009. Language and National Identity in Greece, 1766-1976 (Oxford) [ελλ. μετ: Γλώσσα και εθνική ταυτότητα στην Ελλάδα, 1766-1976, Πατάκης, Αθήνα 2013].
Marçais, William, “La diglossie arabe”, L’Enseignement Public 104:12 (1930) 401-9.
William Marçais, 1931. “L’arabe écrit et l’arabe parlé dans l’enseignement secondaire”, L’Enseignement Public 105:2 : 120-33.
Martinet, André, 1982. “Bilingualisme et diglossie: appel à une vision dynamique des faits”, La Linguistique 18.1 : 5-16 [special issue entitled Bilinguisme et diglossie].
Pernot, Hubert, 1897. Grammaire grecque moderne (Paris).
Pernot, Hubert, and Camille Polack, 1921. Grammaire du grec moderne (seconde partie) (Paris).
Petrounias, Evangelos V., 1997. “Loan translations and the etymologies of Modern Greek”, in G. Drachman et al. (ed.), Greek Linguistics ’95 (Graz): 791-801.
Psichari, Jean, 1885. “Essais de grammaire historique néo-grecque”, Annuaire de l’Association pour l’Encouragement des Etudes Grecques 19 (1885) : 1-288 (ανατυπωμένο στο Psichari 1886 με την ίδια σελιδοποίηση).
Psichari, Jean, 1886. Essais de grammaire historique néo-grecque, vol. 1 (Paris).
Psichari, Jean, 1888. “Questions d’histoire et de linguistique. Istorika kai glossologika”, Eλληνικός Φιλολογικός Σύλλογoς Kωνσταντινουπόλεως, Παράρτημα στον τ. 18: 441-52, 463-96 (και ως ανάτυπο), αναδημοσιευμένο με νέα εισαγωγή στο Ψυχάρης 1902: 53-165. [Κείμενο της παρουσίασης στα ελληνικά, 83-162· avant-propos στα γαλλικά, 57-82· σημειώσεις στα γαλλικά 162-5].
Psichari, Jean, 1928. “Un pays qui ne veut pas de sa langue”, Mercure de France, 1 Oct.: 63-121, reprinted in Psichari 1930: 1283-337.
Psichari, Jean, 1930. Quelques travaux de linguistique, de philologie et de littérature helléniques, 1884-1928 (Παρίσι).
Κουμανούδης, Στέφανος A., 1900/1980. Συναγωγή Νέων Λέξεων, τ. 1, επ.. K. Θ. Δημαράς (Aθήνα 1980).
Λεξικό 1998, Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (Θεσσαλονίκη).
Οικονόμος, Κωνσταντίνος, 1830. Περί της Γνησίας Προφοράς της Ελληνικής Γλώσσης (St Petersburg).
Ροΐδης, Εμμανουήλ, 1888. To Tαξίδι του Ψυχάρη (Αθήνα).
Ροΐδης, Εμμανουήλ, 1885a. «Προς τους αναγνώστας», στο Πάρεργα, τ. 1 [και μοναδικός] (Αθήνα 1885).
Ροΐδης, Εμμανουήλ, 1885b. «Η γλώσσα μας», Ακρόπολις 1056 (16 Απριλίου 1885), σ. 3.
Ροΐδης, Εμμανουήλ, 1885c. «Η γλώσσα μας», Ακρόπολις 1057 (17 Απριλίου 1885), σ. 3-4 (συνέχεια του Ροΐδης 1885b).
Ροΐδης, Εμμανουήλ 1885d. «Περί της σημερινής ελληνικής γλώσσης», Eστία 9 (21 Απριλίου 1885) 275-8.
Ροΐδης, Εμμανουήλ, 1893. Tα είδωλα (Αθήνα).
Ροΐδης, Εμμανουήλ, 1978. «Σατωβριάνδου Oδοιπορικόν. Toις εντευξομένοις», στο: Άπαντα, επ. Άλκης Αγγέλου τ. 1 (Αθήνα) [1η έκδ. 1860].
Χατζιδάκις Γ. Ν., 1890. “Περί του γλωσσικού ζητήματος εν Ελλάδι”, Aθηνά 2.
Χατζιδάκις Γ. Ν., Γλωσσολογικαί μελέται, τ. 2 (Αθήνα)
Ψυχάρης, 1902. Ρόδα και μήλα, τ. 1 (Αθήνα και Παρίσι).
Ο Peter Mackridge είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και από τους γνωστότερους σύγχρονους ελληνιστές. Το παραπάνω κείμενο αναρτήθηκε στην προσωπική του σελίδα στο academia.edu με τίτλο The Greek origin of the term “diglossia”. Μετάφραση: Α.Γ. Έγιναν μερικές συντομεύσεις.