Πολιτική,Φιλοσοφία,Χρέος

Το προφορικό δίδαγμα του Γεράσιμου Βώκου

του Άκη Γαβριηλίδη

 

Ένα απόγευμα περί το 1990, ίσως λίγο νωρίτερα, βαδίζαμε με τον Γεράσιμο Βώκο στη νέα παραλία της Θεσσαλονίκης, προς τα ανατολικά, μάλλον για να πάει εκείνος σπίτι του –έμενε τότε στην Πιττακού 5, μία κάθετη στην Ανθέων-, κι εγώ να συνεχίσω προς Νέα Κρήνη. Είχε πρόσφατα επιστρέψει από ένα ταξίδι στο Παρίσι –ένα από τα πολλά. Συζητούσαμε για διάφορα θέματα, και κάποια στιγμή η συζήτηση πήγε στον Αλτουσέρ. Δεν θυμάμαι αν την πήγα εγώ ή εκείνος. Μάλλον και οι δύο. Εγώ τον ρώτησα αν ξέρει «τι κάνει τώρα». Γράφει, μου είπε ο Βώκος. Γράφει συνεχώς, έχει γεμίσει δωμάτια ολόκληρα με γραπτά. –Θα βγουν όμως; –Ε, τι να βγουν; Τώρα; Μόνο όταν πεθάνει πλέον. –Και … για ποιο θέμα; Τι τον απασχολεί; Τον έχεις δει, έχετε μιλήσει; –Τα πάντα. Τα πάντα τον απασχολούν. Ναι, πήγα και τον είδα εκεί που τον έχουν. –Τι σου είπε;

Εκεί ο Βώκος κοντοστάθηκε κάπως. Μετά συνέχισε:

– Κάποια στιγμή με κοίταξε, και έδειξε στο τραπέζι την Θεολογικο-πολιτική Πραγματεία [του Σπινόζα] που ήταν ακουμπισμένη. «Διάβαζα τώρα το 17ο κεφάλαιο, για την ιστορία του κράτους των Εβραίων. Ξέρεις τι σκεφτόμουν; Ότι το κεφάλαιο αυτό είναι η προκαταβολική ιστορία τής Σοβιετικής Ένωσης. Αν, εκεί που λέει Μωυσής, Ααρών, Ιησούς του Ναυή, τα βγάλουμε και βάλουμε στη θέση τους Λένιν, Τρότσκι, Στάλιν κ.ο.κ., όλα τα υπόλοιπα ταιριάζουν».

Η ιδέα αυτή ήταν τότε το τελευταίο πράγμα που περίμενα ν’ ακούσω, και την θεώρησα μία κάπως απρόβλεπτη έκλαμψη ενός διαταραγμένου μυαλού. Πήγα όμως ξανά στην Θ-π Π, το ξαναδιάβασα, και είδα ότι … έστεκε! Ήταν ακριβώς έτσι. Δηλαδή, θα μπορούσα να βρω τουλάχιστον έναν λόγο για τον οποίο να στέκει η αναλογία, και ο λόγος αυτός αφορούσε ακριβώς την κατάρρευση του πρώτου εβραϊκού κράτους –χωρίς να μπορώ να είμαι σίγουρος ότι αυτή τη σύνδεση έβλεπε και ο Αλτουσέρ.

Τη σκέψη αυτή αργότερα την ενσωμάτωσα σε ένα σημείο στην εργασία μου για τον Σπινόζα. Βρέθηκα σε αμηχανία για το αν και πώς θα έπρεπε ή θα μπορούσα να βάλω παραπομπή για την αναφορά αυτή. Τελικά δεν έβαλα τίποτα, γιατί δεν μου φαινόταν σωστό να γράψω ότι αυτό μου το είπε προφορικά ο Τάδε ότι του το είπε ο Δείνα –τόσο μάλλον που δεν ήμουν και σίγουρος αν του είχε πει αυτό ακριβώς που έγραφα εγώ ή κάτι άλλο, παραπλήσιο.

Η οφειλή αυτή έμεινε ένα μυστικό, ή μάλλον κάτι που έχω πει μόνο προφορικά κατά καιρούς σε κάποιους. Και η κυκλοφορία αυτή έμεινε άυλη. Ή μάλλον, έμεινε άγραφη –διότι κάτι που λέει κάποιος, και που ακούει κάποιος άλλος, υλικό είναι. Είναι πάντως μια οφειλή από εκείνες που σε κάνουν να αισθάνεσαι πιο πλούσιος, και επίσης να αισθάνεσαι μέρος μιας γραμμής, μιας γενεαλογίας. Ο ίδιος ο Αλτουσέρ, σε ένα γραπτό του –μία προφορική του παρέμβαση η οποία στη συνέχεια μεταγράφηκε και δημοσιεύτηκε- εξέφραζε την ευγνωμοσύνη του προς ένα δάσκαλό του με τα εξής λόγια:

 

Επιτρέψτε μου να προσθέσω ότι έχω χρέος στον κ. Υππολίτ που αυτός δεν θα υποψιάζεται. Αν κατάφερα να κατανοήσω κάπως το επαναστατικό θεωρητικό περιεχόμενο του έργου τού Μαρξ στη φιλοσοφία, είναι χάρη σε έναν πολύ αγαπητό φίλο, τον Ζακ Μαρτέν, ο οποίος πέθανε πριν από πέντε χρόνια. Ο Μαρτέν, τώρα, είχε το προνόμιο, στο Παρίσι υπό Κατοχή, να ακούσει τον κ. Υππολίτ, τότε καθηγητή τής khâgne [προπαρασκευαστική τάξη της École Normale Supérieure], να σχολιάζει  ορισμένα αποσπάσματα από τη Φαινομενολογία του Νου.

Απ’ ό,τι είμαι σε θέση να ξέρω, τα σχόλια αυτά δεν ήταν, πιστέψτε με, κάτι κοινό, σε εκείνη την πολύ ιδιαίτερη περίοδο. Όσα είπε τότε ο κ. Υππολίτ βοήθησαν αρκετούς από τους μαθητές του να προσανατολιστούν «στη σκέψη», όπως το έθεσε ο Καντ, δηλαδή και στην πολιτική. Ο κ. Υππολίτ σίγουρα θα έχει και ο ίδιος ξεχάσει τα λόγια που είχε πει τότε: αλλά δεν τα έχουν ξεχάσει όλοι. Εγώ είμαι εδώ για να το μαρτυρήσω. Σε αντίθεση με όσα μας λέει η κοινή λογική, μια λογική χρηματιστών και δικηγόρων, υπάρχουν πολλά γραπτά που πετάνε, και αντίθετα κάποια λόγια που μένουν. Ίσως επειδή έχουν εγγραφεί στη ζωή και την ιστορία.

 

Ο Βώκος λοιπόν μου είπε κάτι που είχε ακούσει προφορικά από τον Αλτουσέρ, ή έστω ό,τι κατάλαβε ο ίδιος από αυτό που του είπε ο Αλτουσέρ, αλλά κι εκείνος όσα έλεγε τα είχε ακούσει από τον Υππολίτ μέσω του Ζακ Μαρτέν που είχε ήδη τότε πεθάνει, ή από τον Μπασελάρ, ή σκεφτεί με βάση όσα είχε ακούσει απ’ αυτούς ή από άλλους· και εγώ έχω καθήκον, αλλά και επιθυμία, να το πω σε άλλους, ή να πω στους άλλους αυτό που έβγαλα εγώ απ’ ό,τι άκουσα, να σπρώξω το μπαλάκι να κυλήσει παραπέρα, να μην το αφήσω να χορταριάσει –έχοντας επίγνωση ότι αυτά που λέω μπορεί να μην φτάσουν πάντα κάπου, ή να φτάσουν σε ανθρώπους, σε χρόνους ή με τρόπους που εγώ δεν φαντάζομαι.

Έφυγε από τη ζωή ο Γεράσιμος Βώκος - Parallaxi Magazine

Νομίζω ότι αυτό ήταν το δίδαγμα του Γεράσιμου Βώκου, και το δώρο του σε όλους εμάς. Η λέξη «κληρονομιά» δεν είναι ίσως κατάλληλη εδώ, διότι κληρονομιά είναι αυτό που αφήνει κανείς όταν δεν είναι πια εκεί· ενώ ο Γεράσιμος δεν είναι πια εδώ από προχθές, αλλά όσα μας έδωσε παραλήφθηκαν, μετασχηματίστηκαν και τροφοδότησαν πράματα ήδη ενόσω ζούσε.

Αυτοί που γνώρισαν τον Γεράσιμο από τα γραπτά του, ξέρουν μόνο ένα μέρος, και όχι το πιο σημαντικό, από αυτό το δώρο. Γι’ αυτό και μερικοί δεν εντυπωσιάζονται. Δικαίως. Νομίζω ότι μόνο τα τελευταία χρόνια πήρε λίγο φόρα και απέκτησε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη γραπτή –και πάντα λιτή και ελλειπτική- αποτύπωση όσων σκεφτότανε. Δηλαδή ενός μικρού μέρους τους. Επί πολλά χρόνια, νομίζω ότι κατά βάση βαριότανε να γράφει. Το έκανε μόνο όταν είχε «κρίση» (με την πανεπιστημιακή-υπηρεσιακή έννοια του όρου).

Έτσι προέκυψε το βιβλιαράκι για τον Βικτόρ Κουζέν, το ούτως ή άλλως εξαφανισμένο σήμερα –το biblionet δεν το αναφέρει καν- Φιλοσοφία και εκπαιδευτική πολιτική, για το οποίο θυμάμαι ότι μου είχε μιλήσει με τα καλύτερα λόγια ο Γιάννης Μανωλεδάκης σε μια από τις τελευταίες μας συναντήσεις.

Ο Κουζέν ήταν απλώς το θέμα σε μία από τις δεκάδες, ίσως εκατοντάδες παραδόσεις του, πραγματικές προφορικές μονογραφίες, (ίσως σ’ εκείνη που έτυχε να κάνει το τελευταίο εξάμηνο πριν από την εξέλιξή του σε επόμενη βαθμίδα, και απλώς εκείνη κάθισε και κατέγραψε για να την υποβάλει), που έκανε επί σειρά ετών στο ΑΠΘ, αρχικά στο Φιλοσοφικό τού ΦΠΨ και, τα τελευταία χρόνια, στο Πολιτικό τής ΝΟΕ. Τις οποίες ούτως ή άλλως παρακολουθούσαν –παρακολουθούσαμε- κατά καιρούς πολλοί άλλοι, που δεν ανήκαμε στα αντίστοιχα έτη/ εξάμηνα, ούτε καν στα αντίστοιχα τμήματα: ερχόμασταν από Νομική, Θεολογική, Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά και Πολυτεχνείο, Οδοντιατρική, και δεν ξέρω ποιες άλλες σχολές. Όλοι εμείς συνήθως καθόμασταν στη «γαλαρία», πίσω πίσω, και μπροστά μας βλέπαμε τα κεφάλια των «κανονικών» φοιτητών του τα οποία, όλο και περισσότερο, ήταν σκυμμένα πάνω από σημειωματάρια στα οποία σημείωναν σχολαστικά την κάθε λέξη που έλεγε.

Αυτό τον εκνεύριζε. Θυμάμαι μια φορά, έκοψε τον ειρμό του λόγου του και τους φώναξε: «Μην σημειώνετε όσα λέω. Δεν θα σας χρειαστούν. Έχουμε στη διάθεσή μας ένα εξάμηνο, το οποίο είναι στην ουσία τετράμηνο. Αυτό σημαίνει πρακτικά όχι περισσότερο από δεκατρία-δεκατέσσερα τρίωρα. Σε σαράντα ώρες είναι αδύνατο να σας μάθω όλα όσα είπε ο Καντ, ούτε καν όλη την Τρίτη Κριτική του. Ακόμη και αν ήταν δυνατό, στις εξετάσεις δεν πρόκειται να σας ρωτήσω τι λέει στο τάδε κεφάλαιο ο συγγραφέας ή πότε το έγραψε. Αν μπορέσω, ένα πράγμα ουσιαστικά φιλοδοξώ να μάθουμε εδωπέρα: πώς να διαβάζουμε».

Και πράγματι, μπορώ να σας βεβαιώσω ότι το κατάφερε. Το προφορικό μάθημα του Γεράσιμου Βώκου ήταν ακριβώς αυτό: ένα μάθημα όχι γνώσης, αλλά ανάγνωσης.

Χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι στερούνταν γνώσεων: όπως ήδη ανέφερα, όλα αυτά τα χρόνια που δίδασκε, έκανε κάθε εξάμηνο δύο μαθήματα για προπτυχιακούς, συχνά άλλο ένα ή δύο στο μεταπτυχιακό, και το καθένα απ’ αυτά αφορούσε έναν φιλόσοφο ή/ και ένα συγκεκριμένο έργο του. Δηλαδή μέσα σε μια χρονιά ανέλυε καμιά δεκαριά διαφορετικούς φιλοσόφους, και όταν λέμε «διαφορετικούς» αυτό πρέπει να ληφθεί στην πιο στενή κυριολεξία, π.χ. στο ίδιο εξάμηνο έκανε την Τρίτη Σπινόζα και την Πέμπτη «Περί Ψυχής», το επόμενο έκανε Χομπς και Φουκώ, «Λόγο περί της Μεθόδου», Ντουνς Σκότους, φιλοσοφία της ιστορίας του Χέγκελ, Καλλικλή και Θρασύμαχο, μετά Νίτσε … You name it, το είχε κάνει.

 

Όταν φεύγει κάποιος, συχνά συζητάμε γι’ αυτόν με άλλους ανθρώπους που τον ήξεραν. Από μια τέτοια κουβέντα, έμαθα με έκπληξη προχθές ότι ο Βώκος, το 1960, είχε εμφανιστεί σε μια ταινία τού σκηνοθέτη Χρήστου Θεοδωρόπουλου –τη μόνη του, δεν φαίνεται να έχει γυρίσει άλλη- σε σενάριο του πατέρα του Νίκου Βώκου και του Ανδρέα Φραγκιά, με τίτλο «Το μεροκάματο της Ευτυχίας» (κυκλοφόρησε και με δύο άλλους τίτλους). Έτσι, σε ηλικία 12 ετών, απέκτησε την εμπειρία της ηθοποιίας στο πλευρό της Ξένιας Καλογεροπούλου, του Μίμη Φωτόπουλου, αλλά και του Σταύρου Τορνέ.

Η κινηματογραφική του καριέρα μάλλον σταμάτησε εκεί. Όχι όμως και η επαφή του με την υπόδυση.

Πάντοτε, όταν παρακολουθούσα την παράδοσή του, είχα έντονα τη σκέψη ότι ο Βώκος διαρκώς αυτοσκηνοθετούνταν. Πράγμα που σημαίνει, επίσης, ότι διαρκώς αυτοσχεδίαζε. Τα μαθήματά του είχαν πάντα το στοιχείο της επιτέλεσης, της περφόρμανς.

Γι’ αυτό ακριβώς και ήταν πάντοτε πολύ συγκεντρωμένος και απορροφημένος σε αυτό που έκανε. Εκεί οφειλόταν και το επίμονο και διαρκές «πρεσάρισμά» του στους φοιτητές να έρχονται την προκαθορισμένη ώρα, όχι αργότερα. Εάν κάποια ερχόταν π.χ. δέκα λεπτά αφού είχε αρχίσει το μάθημα, η διακοπή που συνεπαγόταν το άνοιγμα της πόρτας, η είσοδος του νεοεισελθόντος, η αναστάτωση των άλλων συναδέλφων του προκειμένου να βρει θέση και να καθίσει κ.ο.κ. του ήταν ανυπόφορη, του χαλούσε τη συγκέντρωση. Και τότε έστρεφε τους μύδρους του εναντίον του δράστη.

Μία τέτοια φορά, θυμάμαι ότι κάποιος φοιτητής μπήκε περί το τέλος της πρώτης ώρας. Ο Γεράσιμος, έξω φρενών, στράφηκε και του είπε: «Ρε φίλε, εσύ αν είσαι με την κοπέλα σου στο δωμάτιό σου και έρθει κάποιος με το έτσι θέλω και ανοίξει την πόρτα, δεν θα ενοχληθείς; Ε, έτσι με ενοχλείς κι εσύ τώρα με το να μπαίνεις όποτε γουστάρεις». Τότε, στην ησυχία και στην αμηχανία που αμέσως ακολούθησε, κάποιος από τις πρώτες θέσεις, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι μιλά μεγαλοφώνως και ακούγεται, είπε σχεδόν μονολογώντας: «Αμάν! Δηλαδή, παιδιά, αυτός τώρα σκοπεύει να μας γαμήσει». Μεσολάβησε ένα δευτερόλεπτο αμήχανης σιωπής, αλλά αμέσως μετά τα βροντερά και ασυγκράτητα γέλια όλων, μαζί και του Βώκου, διέλυσαν την όποια ένταση είχε δημιουργηθεί.

Αν αφήσουμε κατά μέρος το ευτράπελο του πράγματος, νομίζω ότι πράγματι ο Γεράσιμος είχε μία ερωτική σχέση, όχι βέβαια με τους ακροατές και τις ακροάτριες, αλλά με την σοφία, όπως άλλωστε υπαγόρευε η ετυμολογία και το ίδιο το όνομα της πρακτικής την οποία υπηρετούσε, και με τη μετάδοσή της, όπως υπαγόρευε η διδασκαλία του φιλοσόφου που όλους μας ένωνε, και που έλεγε ότι ο άνθρωπος, όταν έχει μία αληθή ιδέα, θέλει να τη μοιραστεί και με άλλους, και χαίρεται όταν μπορεί να το κάνει αυτό. Αυτός είναι και ο λόγος που υπάρχει μια αγαπητική σχέση, όπως θα έλεγαν οι χριστιανοί, ή πάντως ένας σύνδεσμος, κάτι που μας δένει, όλους και όλες εμάς που περάσαμε από τα θρανία του, ακόμα και αν δεν γνωριζόμαστε όλοι μεταξύ μας.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι όλα ήταν ειδυλλιακά και ανέφελα μεταξύ μας. Αλλά αναπόσπαστο τμήμα του διδάγματος της Ηθικής είναι ότι μόνο σίγουρο στοιχείο στα ανθρώπινα είναι η διακύμανση της ψυχής. Fluctuatio animi. Ωστόσο, όταν ο νους σκέπτεται αυτές τις διακυμάνσεις, που είναι καθαυτές λυπηρές, και αποκτά μια ιδέα γι’ αυτές, τότε αποκομίζει μια χαρά που είναι ανεξάρτητη από το ενδεχομένως δυσάρεστο περιεχόμενο αυτών των παθών. Και τη χαρά αυτή μας την έδωσε ο Γεράσιμος, επί χρόνια, σε πολλούς και πολλές· όσο μάλλον κανένας άλλος.

 

Untitled

Κλασσικό

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Το προφορικό δίδαγμα του Γεράσιμου Βώκου

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.