Ανάλυση λόγου,Γλώσσα,Εθνικισμός,Πολιτική

Ο Μπαμπινιώτης συνεχίζει να προκαλεί –και να ανοηταίνει

του Άκη Γαβριηλίδη

 

Ο γλωσσολόγος –και πολιτικός- Γεώργιος Μπαμπινιώτης φαίνεται ότι έχει βαλθεί να αναδειχθεί στον καλύτερο πελάτη αυτού εδώ του ιστολογίου.

Δεν είχα προλάβει να αναρτήσω το προηγούμενο σημείωμα όπου ανασκεύαζα τις ασυναρτησίες του περί «απεύθυνσης», και σήμερα συνέχισε τον ακατάσχετο βομβαρδισμό του επί της κοινής γνώμης μέσω συνέντευξής του στα ΝΕΑ με τον εύγλωττο τίτλο «Η γλώσσα δεν είναι ‘Μακεδονική’».

Όσα λέει εκεί, όπως και ο ίδιος ομολογεί, κατά το πλείστον είναι επανάληψη πραγμάτων ήδη ειπωμένων. Αναρωτιέται λοιπόν κανείς ποιος ο λόγος να μπαίνει σε αυτόν τον κόπο. Μία εξήγηση που θεωρώ πιθανή (αν και όχι βέβαιη) είναι ότι, με αυτό τον τρόπο, ο ενδιαφερόμενος, έχοντας διαισθανθεί ότι η θέση στην οποία έχει ταμπουρωθεί μέχρι τώρα είναι περικυκλωμένη και μη υποστηρίξιμη, προετοιμάζει το κοινό του για ελιγμούς και οπισθοχωρήσεις διά της διολισθήσεως.

Πριν επισημάνω, και ανασκευάσω, μία προς μία τις ανοησίες που λέει σε αυτή τη συνέντευξη, ή μάλλον, ήδη επισημαίνοντας μία εξ αυτών, θα αναφέρω και το στοιχείο που με κάνει να σκέφτομαι επικείμενη μεταστροφή. Περί την μέση της συνέντευξης, η δημοσιογράφος ρωτάει:

 

Ποια ονομασία θα απέδιδε την πραγματικότητα σε σχέση με τη γλώσσα που αναγνωρίστηκε ως «Μακεδονική»;

 

Φυσικά, κάθε στοιχειωδώς έντιμος επιστήμονας και πολίτης, σε μια τέτοια ερώτηση, όφειλε να απαντήσει το αυτονόητο: δεν μας πέφτει λόγος. Οι γλώσσες, και οι ονομασίες τους, είναι πραγματικότητα· δεν υπάρχει πουθενά κάποια «άλλη» πραγματικότητα στην οποία να έχουν προνομιακή πρόσβαση κάποιοι μύστες, και με βάση την οποία να μπορούν να απορρίπτουν ή να εγκρίνουν γλώσσες και ονομασίες αυτών, υποκαθιστώντας και καπελώνοντας τους ομιλητές της αντίστοιχης γλώσσας, καθώς και όλη την υπόλοιπη υφήλιο, περιλαμβανομένων των γλωσσολόγων της, που χρησιμοποιούν αυτή την ονομασία[1].

Η ταυτόχρονα αντιεπιστημονική και αντιδημοκρατική στάση του Μπαμπινιώτη λοιπόν είναι δεδομένη εκ του γεγονότος ότι δεν απορρίπτει την ερώτηση και μπαίνει στη διαδικασία να απαντήσει. Παρόλα αυτά, έχει ενδιαφέρον να δούμε τι συγκεκριμένα απαντά:

 

Μα, οποιοδήποτε άλλο όνομα της δικής τους επιλογής: Βουλγαροσερβική ή Σερβοβουλγαρική ή Βουλγαρομακεδονική ή Σλαβική τής Ανατολικής Βαλκανικής ή Νεοσλαβική ή Σλαβομακεδονική ή Μακεδονοσλαβική ή ό,τι άλλο θέλουν. Όχι Μακεδονική!

 

Η αναφορά σε «δική τους επιλογή» δείχνει φυσικά πρωτοφανές θράσος και κυνισμό, εφόσον η επιλογή των Βορειομακεδόνων είναι γνωστή, και είναι ακριβώς αυτή που απορρίπτει ο ομιλών –χωρίς να συνειδητοποιεί ότι αυτό που λέει στερείται σοβαρότητας και δεν μπορεί να γίνει δεκτό από κανέναν ουδέτερο συνομιλητή. Όταν, μεταξύ επτά δισεκατομμυρίων ανθρώπων, κανείς απολύτως δεν έχει πρόβλημα με μια ονομασία εκτός από σένα, θα πρέπει να ζεις σε άρνηση της πραγματικότητας, ή να έχεις καβαλήσει το καλάμι, για να πιστεύεις ότι δικαιούσαι να θέτεις βέτο και να αξιώνεις από τους άλλους να κόψουν το λαιμό τους για να βρουν μια λύση για λογαριασμό σου.

Πέραν τούτου όμως, αν δεν μου διαφεύγει κάτι, νομίζω ότι είναι η πρώτη φορά –ή μία απ’ τις λίγες μέχρι τώρα- κατά την οποία ο κ. καθηγητής συγκατανεύει να παραχωρήσει στους «Σκοπιανούς» και το δικαίωμα να αποκαλούν τη γλώσσα τους «Σλαβομακεδονική ή Μακεδονοσλαβική».

Αν είναι έτσι, όμως, αρχίζει να φαίνεται ακόμα πιο ακατανόητο για έναν ουδέτερο συζητητή ποια τόσο τρομερή διαφορά έχει αυτό που αρνείται από αυτό που δέχεται! Το «όχι Μακεδονική, Μακεδονοσλαβική» ηχεί λίγο σαν «όχι Γιάννης, Γιαννάκης».

 

Τούτου λεχθέντος, ας περάσουμε στην ανασκευή της υπόλοιπης συνέντευξης λέξη προς λέξη.

Ο Μπαμπινιώτης αναφέρεται στη συνδιάσκεψη που έγινε στην Αθήνα το 1977, με τη συμμετοχή και του ίδιου ως μέλους της ελληνικής αντιπροσωπείας, η οποία καθόρισε τρόπους μεταγραφής στο λατινικό αλφάβητο γλωσσών που χρησιμοποιούν άλλα αλφάβητα, μεταξύ αυτών και της μακεδονικής. Λέει λοιπόν καταρχάς, διανθίζοντας το λόγο του με διάφορους περιττούς βερμπαλισμούς και επιφωνήματα, τα εξής:

 

Αρα – προσέξτε καλπάζουσα φαντασία!.. – με κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή, σε μια Συνδιάσκεψη του υπουργείου Πολιτισμού (με υπουργό τον στενό φίλο τού Κ. Καραμανλή, τον καθηγητή Κωνσταντίνο Τρυπάνη), όχι του υπουργείου Εξωτερικών, όχι με μέλη τού Διπλωματικού Σώματος, όχι με τον υπουργό Εξωτερικών, όχι με ατζέντα αναγνώρισης εθνικών γλωσσών, με μόνο θέμα ατζέντας (συνέχειας άλλων Συνδιασκέψεων) το τεχνικό θέμα τού τρόπου μεταγραφής των γεωγραφικών ονομάτων των χωρών τού ΟΗΕ με λατινικό  αλφάβητο (…), γλωσσολόγοι, γεωγράφοι και αρμόδιοι παράγοντες προέτειναν για κάθε χώρα (…) τρόπο μεταγραφής τής γλώσσας τους στο λατινικό αλφάβητο.

 

Σύμφωνα με την παράγραφο αυτή, λοιπόν, αποτελεί «καλπάζουσα φαντασία» να θεωρεί κανείς ότι το υπουργείο πολιτισμού μιας χώρας, οι γλωσσολόγοι, οι γεωγράφοι και οι αρμόδιοι παράγοντες είναι, ακριβώς, αρμόδιοι να μετέχουν σε διεθνείς διασκέψεις, να εκπροσωπούν και να δεσμεύουν τη χώρα αυτή (εκτός εάν το πρόβλημα έγκειται στο αν ο υπουργός είναι ή όχι στενός φίλος του πρωθυπουργού). Όχι: μόνο αρμόδιο για να αναγνωρίζει γλώσσες είναι το υπουργείο εξωτερικών και το διπλωματικό σώμα!

Και αυτά τα λέει ένας γλωσσολόγος, που έχει διατελέσει και υπουργός παιδείας.

Ο ίδιος ο όρος «αναγνώριση γλωσσών» όμως είναι γελοίος. Δεν υπάρχει κάποια τέτοια διαδικασία στο διεθνές δίκαιο. Τα κράτη αναγνωρίζουν κράτη· όχι γλώσσες.

Όταν λοιπόν ο Μπαμπινιώτης δηλώνει δημόσια «ότι ουδεμία επίσημη αναγνώριση της σλαβικής γλώσσας των Σκοπίων ως Μακεδονικής υπήρξε», έχει δίκιο. Αλλά αν δεν υπήρξε τέτοια επίσημη αναγνώριση, αυτό απλούστατα οφείλεται στο ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να γίνει! Η Συνδιάσκεψη έλαβε απλώς ως δεδομένο (όπως και ήταν) ότι η γλώσσα αυτή είναι η μακεδονική, και απλώς ασχολήθηκε με το πώς πρέπει να μεταγράφονται τα τοπωνύμια από αυτή τη γλώσσα. Δεν ζήτησε από κάθε αντιπροσωπεία να αποδείξει πρώτα ότι η γλώσσα της «υπάρχει», προκειμένου να ασχοληθεί με αυτήν.

Ο Μπαμπινιώτης κάνει το άσπρο μαύρο, και διαβάζει αναδρομικά το παρελθόν με τα γυαλιά –ή μάλλον, με τις παρωπίδες- του παρόντος: δεν ήταν δυνατό, το 1977, να υπάρξει καμία «αναγνώριση της σλαβικής γλώσσας των Σκοπίων ως Μακεδονικής», διότι απλούστατα το 1977 η έκφραση «σλαβική γλώσσα των Σκοπίων» δεν σήμαινε απολύτως τίποτε για κανέναν! Η έκφραση αυτή άρχισε να χρησιμοποιείται μόνο μετά το 1990 και μόνο από τους Έλληνες εθνικιστές. Προηγουμένως, ακόμη και αυτοί –π.χ. η στρατιωτική χούντα του 1967-74, καθώς και όλες οι κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις που την διαδέχθηκαν- χρησιμοποιούσαν τον όρο «Μακεδονία, μακεδονικός» και όχι βέβαια «σκοπιανός». Θα πρέπει κανείς να νομίζει ότι απευθύνεται σε λωτοφάγους για να συνεχίζει να φλυαρεί στον ίδιο τόνο:

 

Αν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, θα γινόταν σάλος στην Ελλάδα! Οτι, λοιπόν, επί Γιουγκοσλαβίας, που υπήρχε ακόμη τότε, τα Σκόπια λέγονταν «Δημοκρατία τής Μακεδονίας» και οι ίδιοι ονόμαζαν τη γλώσσα τους «Μακεδονική» δεν σημαίνει ότι αναγνωρίστηκε επισήμως τότε από την Ελλάδα η χώρα τους ως Μακεδονία και η εθνότητα και η γλώσσα τους ως Μακεδονική! Αλήθεια (για να μην… ανοηταίνουμε), αν κάτι τέτοιο είχε συμβεί το 1977 ή σε άλλες προηγούμενες Συνδιασκέψεις, τι ανάγκη θα υπήρχε επίσημης αναγνώρισης από την Ελλάδα τής χώρας, της γλώσσας και της εθνότητας των Σκοπιανών ως Μακεδονικών;

 

Αυτός όμως είναι ο μόνος που ανοηταίνει –ή μάλλον που ψευδολογεί. Ούτε επί Γιουγκοσλαβίας, ούτε ποτέ άλλοτε τα Σκόπια δεν λέγονταν «Δημοκρατία τής Μακεδονίας». Ανέκαθεν, από όλους, (περιλαμβανομένης και της Ελλάδας), τα Σκόπια λέγονταν Σκόπια, και η Δημοκρατία της Μακεδονίας Δημοκρατία της Μακεδονίας. Το πρώτο ήταν –και είναι ακόμα- πόλη, ενώ το δεύτερο χώρα. Κανείς δεν μπέρδεψε αυτά τα δύο, εκτός από τον Μπαμπινιώτη και τους ομοϊδεάτες του μετά το 90. Το ότι δεν «έγινε σάλος» αποδεικνύει ακριβώς αυτό: όχι ότι δεν συνέβη κάτι τέτοιο, αλλά ότι συνέβη και δεν ενόχλησε κανέναν. Όλοι το θεώρησαν λογικό και σύμφωνο με την πρακτική· κανείς δεν έβλεπε τι άλλο θα μπορούσε να γίνει.

 

Το τελευταίο μέρος της συνέντευξης αφορά το αν «μπορεί να τεθεί θέμα μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα με βάση τη γλώσσα που αναγνωρίσαμε ως Μακεδονική».

Με την απάντησή του, ο Μπαμπινιώτης δείχνει ότι έχει αφήσει τελείως κατά μέρος τα γλωσσολογηλίκια και απαντά ως κρατικός ιδεολόγος, αν όχι ως στρατάρχης· πάντως όχι ως επιστήμονας με αγάπη και ενδιαφέρον για τις γλώσσες –αντιθέτως, με μίσος, φόβο και υποτίμηση απέναντι σε ορισμένες γλώσσες και τους ομιλητές τους.

 

Το ότι ένας ελάχιστος αριθμός κατοίκων μικρών συνοριακών περιοχών, με αδιαμφισβήτητη ελληνική συνείδηση, παράλληλα προς την Ελληνική -εφόσον πρόκειται για άτομα κάποιας ηλικίας- μιλούν μεταξύ τους -όχι στην ευρύτερη επικοινωνία τους- και τα λεγόμενα «σλαβομακεδόνικα», δεν σημαίνει ότι συνιστούν ή μπορούν να δικαιολογήσουν την ύπαρξη «μακεδονικής μειονότητας», όπως δεν συνιστούν εθνικές μειονότητες μικρές ομάδες ελλήνων πολιτών οι οποίοι (σε κάποιες μορφές οικείας επικοινωνίας) μιλούν τα αρβανίτικα ή τα βλάχικα ή τα τσιγγάνικα. Μειονότητα υπάρχει στην Ελλάδα μόνο μία: η θρησκευτική μουσουλμανική μειονότητα μέρους τής Θράκης.

 

Οι ομιλητές της μακεδονικής στην Ελλάδα, μας λέει ο στατιστικολόγος-μάνατζερ πληθυσμών, είναι ελάχιστοι, και αυτοί γέροι. Σε λίγο θα ψοφήσουν. Και εμείς πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να ψοφήσουν μια ώρα αρχήτερα ώστε να γλιτώσουμε από αυτόν τον μπελά.

Αυτό το τελευταίο μπορεί να μην το λέει επί λέξει, αλλά δεν λέει και τίποτε που να δείχνει ότι έχει το παραμικρό ενδιαφέρον να διατηρηθεί η γλωσσική πολυμορφία –πράγμα που θα ήταν η πρώτη και εύλογη έγνια κάθε γλωσσολόγου. Όταν έχει να διαλέξει ανάμεσα στην προτεραιότητα να υπάρχει περισσότερο υλικό για να μελετήσει το γλωσσικό φαινόμενο, αφενός, και αφετέρου στο να μην τεθεί σε κίνδυνο η εθνικιστική πολιτική της εξαφάνισης ενοχλητικών ετεροτήτων, ο Μπαμπινιώτης ούτε καν αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει κάποιο δίλημμα και πέφτει με τα μούτρα στην υπεράσπιση της πολιτικής του ιδεολογίας εις βάρος της επιστήμης του.

Γι’ αυτό του αξίζει να χαρακτηριστεί τσαρλατάνος.

Ο τσαρλατανισμός του δεν έχει να κάνει με τις λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένες επιδόσεις του στον τομέα της λεξικογραφίας. Έχει να κάνει με το ότι, στην εκτύλιξη του λόγου του, η επιθυμία της γνώσης δεν έχει το πάνω χέρι. Αρνείται εκ προοιμίου να πει ή να σκεφτεί οτιδήποτε μπορεί να θέσει σε κίνδυνο άλλες, πολιτικές/ κρατικές σκοπιμότητες τις οποίες θεωρεί υπέρτερες. Άρα δεν μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη σε όσα λέει οπουδήποτε. Διότι είναι πιθανό να έχει αυτολογοκριθεί ή να έχει «προσαρμόσει» τα στοιχεία τής όποιας έρευνάς του κατά τρόπο που να μην είναι άμεσα ορατός.

γεωγραφία 1977

[1] Μια ακόμα, παρεμπίπτουσα για το παρόν σημείωμα ένσταση –ή η ίδια με πιο νομική διατύπωση- είναι και η εξής: με τη συμφωνία των Πρεσπών δεν αναγνωρίστηκε καμία γλώσσα ως μακεδονική. Αναγνωρίστηκε (το προφανές) ότι οι πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας έχουν δικαίωμα να αποκαλούν τη γλώσσα τους όπως κρίνουν εκείνοι σκόπιμο, χωρίς η ελληνική πλευρά να μπορεί να εγείρει ένσταση επ’ αυτού.

Κλασσικό

5 σκέψεις σχετικά με το “Ο Μπαμπινιώτης συνεχίζει να προκαλεί –και να ανοηταίνει

  1. Ο/Η Ψαραντόνα λέει:

    εκτος απο επιστημων, ειναι ομως και δημοσιος υπαλληλος Πληρωνεται απτο ελλαδικο κρατος, αρα γιαυτο το λογο προσπαθει να ευθυγραμιστει με την κυριαρχη πολιτικη του κρατους αυτου, πανω σε αυτο το θεμα τις τελευταιες δεκαετιες

  2. Ακόμη ας επισημάνουμε και μια ανακρίβεια του μεγάλου γλωσσολόγου, που μάλλον οφείλεται στην εξασθένηση της μνήμης του, αλλά και την παρέλευση 40ετιας από τη σύσκεψη. Από τα πρακτικά προκύπτει πως, αντίθετα με όσα γράφει, το υπουργείο εξωτερικών εκπροσωπήθηκε στη σύσκεψη, από τον εμπειρογνώμονα επί Βαλκανικών θεμάτων κ. Κωφό.

  3. Ο/Η Αγγελος λέει:

    Ενα τόσο δίκιο το έχει πάντως: θα ήταν προτιμότερο η γλώσσα αυτή να λέγεται σλαβομακεδονική ή μακεδονοσλαβική (οι άλλες ονομασίες που προτείνει είναι αστειότητες), ώστε η ονομασία της να εμφαίνει καθαρά ότι είναι ΜΙΑ από τις γλώσσες που μιλιούνται στη Μακεδονία, και δη η μία από αυτές που είναι σλαβική. Αλλά και το βαρόμετρο θα ήταν προτιμότερο να λέγεται κάπως αλλιώς (πιεσόμετρο;), αφού δεν είναι … ζυγαριά. Πώς να το κάνουμε όμως, το βαρόμετρο λέγεται βαρόμετρο, και η επίσημη γλώσσα της Βόρειας Μακεδονίας (που είναι επιτέλους η μόνη ΕΠΙΣΗΜΗ, ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ γλώσσα που βασίζεται σε μακεδονικά ιδιώματα) λέγεται μακεδονική, και η Συμφωνία απλώς αναγνωρίζει αυτή την κατάσταση (τονίζοντας συνάμα ότι δεν έχει καμία σχέση αυτή η μακεδονική με την αρχαία μακεδονική, ό,τι κι αν ήταν αυτή).

  4. Ο/Η Νίκος Γκούμας λέει:

    Προσωπικά δεν έχω κανένα πρόβλημα με την Μακεδονική Γλώσσα των κατοίκων της Βόρειας Μακεδονίας . Άλλωστε η ονομασία έχει παγιωθεί, αν και υπάρχει διεθνής βιβλιογραφία όπου η γλώσσα των Αρχαίων Μακεδόνων ονομάζεται Μακεδονική. Στην Wikipedia όμως υπάρχει άρθρο Μαcedonia(region), με χάρτη που περιλαμβάνει την Βόρεια Μακεδονία, την Ελληνική Μακεδονία, και μικρά τμήματα της Βουλγαρίας, Αλβανίας και Σερβίας. Τι εννοούμε με τον όρο » Μακεδονική εθνότητα » ;

  5. Παράθεμα: Η Τουρκία ισχυρίζεται πως βρέχεται κι αυτή από το Αιγαίο | Ροΐδη και Λασκαράτου Εμμονές

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.