του Άκη Γαβριηλίδη
Είναι ασφαλώς πολύ προβληματικό ότι τα φιλικά προς τη Νέα Δημοκρατία μέσα δεν κάλυψαν καθόλου την πρωτόδικη καταδίκη του Νικόλαου Γεωργιάδη, και αυτό έχει ορθώς επισημανθεί από πολλούς.
Αλλά και όπου υπήρξε κάλυψη, αυτή υπήρξε συχνά επίσης προβληματική. Συνοδευόταν από αρκετές ορολογικές διαστρεβλώσεις, κιτρινισμό, και ηθικούς πανικούς.
Ένας από αυτούς τους πανικούς ήταν η εμφάνιση της όλης υπόθεσης ως καταδίκης για «παιδεραστία». Αυτό φυσικά δεν ισχύει, όπως ορθώς επισημάνθηκε από τουλάχιστον δύο ηλεκτρονικά σημειώματα που έχω υπόψη μου μέχρι στιγμής, και η χρήση του όρου προσανατολίζει τον αναγνώστη να διαβάσει την όλη υπόθεση με όρους ομοφοβίας.
Το πρόβλημα είναι ότι, προκειμένου να εναντιωθούν σε μια ανακρίβεια και τον αντίστοιχο προς αυτήν ηθικό πανικό, και τα δύο αυτά σημειώματα καταφεύγουν σε μία άλλη ανακρίβεια η οποία εξίσου οδηγεί και στηρίζει έναν άλλο ηθικό πανικό: απορρίπτουν την παιδεραστία, αλλά χωρίς ταλάντευση –και χωρίς τεκμηρίωση- διαβεβαιώνουν ότι έχουμε υπόθεση τράφφικινγκ.
Ο ισχυρισμός αυτός είναι επίσης ανακριβής.
Ο κ. Γεωργιάδης δεν καταδικάστηκε επειδή «συμμετείχε σε κύκλωμα trafficking».
Η πρόσφατη απόφαση τον έκρινε ένοχο με βάση το άρθρο 351Α του ποινικού κώδικα, το οποίο τιμωρεί την «ασέλγεια με ανήλικο έναντι αμοιβής».
Το άρθρο αυτό δεν θέτει ως προϋπόθεση να έχει υπάρξει διακίνηση/ εμπορία ανθρώπων. Δεν την περιλαμβάνει στην «αντικειμενική του υπόσταση», όπως λεν οι νομικοί. Για να εφαρμοστεί, απαιτείται απλώς να έχει υπάρξει επαφή ενηλίκου με ανήλικο επί πληρωμή. Δεν είναι απαραίτητο ο ανήλικος να έχει προηγουμένως διακινηθεί.
Στα άρθρα που ανέφερα, αναμφίβολα και σε άλλα, ορθώς υποστηρίζεται ότι «δεν πρέπει να κατασκευάζουμε μια καταδίκη για παιδεραστία, ενώ η ποινή δεν αφορά αυτό».
Το ίδιο όμως ισχύει και για τράφφικινγκ: ούτε αυτό αφορά η ποινή. Η σύνδεση της καταδίκης με τη θεματική αυτή είναι μία εξωτερική προσθήκη της αρθρογράφου.
Όπως προκύπτει από άλλα παραδείγματα, η μία διαστρέβλωση δεν αποκλείει την άλλη: σε σχετική τηλεοπτική εκπομπή χρησιμοποιήθηκαν και οι δύο αυτοί όροι συνδυασμένα.
Ίσως πει κανείς, ΟΚ, αλλά τι σημασία έχουν αυτά τα ψιλά γράμματα; Αυτά είναι για τους δικηγόρους.
Δεν είναι όμως. Έχουν την εξής σημασία: το να εργαλειοποιούμε μία υπόθεση, η οποία δεν έχει ως αντικείμενο το τράφφικινγκ, ως ευκαιρία να μιλήσουμε γι’ αυτό και να εμπεδώσουμε στη συλλογική συνείδηση τη χρήση του ως λέξης-πασπαρτού, εξυπηρετεί μία πολιτική ατζέντα και επιφέρει συγκεκριμένα ιδεολογικά αποτελέσματα. Κάποια από τα ιδεολογικά αποτελέσματα που επάγεται ο όρος αυτός είναι ότι εξαλείφει την αυτενέργεια των σεξουαλικά εργαζόμενων, και δαιμονοποιεί τη μετανάστευση, τους μετανάστες, και ακόμη περισσότερο τους φοβερούς και τρομερούς «διακινητές», για την ηθική και υγειονομική «κατάπτωση» των δυτικών κοινωνιών, την εγκληματικότητα και πλήθος άλλες απειλές. Τη δαιμονοποίηση αυτή άλλωστε βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας να την αξιοποιεί υποκριτικά η ευρωπαϊκή αντιμεταναστευτική πολιτική και ενάντια στους «σκέτους» μετανάστες/-τριες, όσες δεν μετακινούνται με αρχικό τουλάχιστον σκοπό τη σεξουαλική εργασία.
Ας είμαστε λοιπόν λίγο πιο προσεκτικοί όταν δανειζόμαστε όρους και έννοιες από το «κοινωνικά αυτονόητο», αυτό που φανταζόμαστε ότι «όλοι ξέρουν» και άρα θα μας καταλάβουν καλύτερα αν μιλήσουμε μια γλώσσα οικεία σε αυτούς. Το αυτονόητο, όπως μας έμαθε ο Αλτουσέρ, συχνά είναι ένα άλλο όνομα για την κυρίαρχη ιδεολογία.
Όποιος κριτικάρει την έννοια του τράφφικινγκ, έγραφαν δύο εκπρόσωποι του αυτόνομου φεμινισμού του 3ου κύματος σε σχετικό άρθρο τους που είχαμε δημοσιεύσει προ καιρού, μπορεί να δίνει την εντύπωση ότι «είναι εναντίον της μητρότητας και της μηλόπιτας». Ωστόσο, καμιά φορά ίσως είναι χρήσιμο να αμφισβητήσουμε τη μητρότητα και τη μηλόπιτα. Μπορεί η προσφυγή αυτή στο οικείο βραχυπρόθεσμα να μας βοηθά να κάνουμε εντύπωση, αλλά έχει και τη σημασία του τι εντύπωση κάνουμε και σε ποιον.