της Κατερίνα Κολόζοβα
Η διαμάχη για το όνομα της Μακεδονίας σερνόταν για τρεις δεκαετίες περίπου, και είχε γίνει η πιο μακροχρόνια διαμάχη αυτού του είδους στην πρόσφατη ιστορία. Σε έναν απληροφόρητο παρατηρητή, μπορεί να φαινόταν μια απλή παραξενιά: η Ελλάδα ισχυριζόταν με επιμονή ότι η ονομασία της νεοδημιούργητης χώρας αποτελούσε απειλή, ενώ η Μακεδονία (ή ΠΓΔΜ, όπως ήταν υποχρεωμένη να ονομάζεται) ήταν εξίσου ανένδοτη στο να διατηρήσει το όνομά της.
Όπως κι αν το δούμε, το ότι η Μακεδονία ήταν το όνομα μιας χώρας και ταυτόχρονα μιας περιοχής στην Ελλάδα δεν ακουγόταν ως σοβαρή απειλή για την ασφάλεια ή την εδαφική ακεραιότητα κανενός. Το ζήτημα απορριπτόταν με συγκατάβαση ως προϊόν της αδιαλλαξίας δύο τυπικά εθνικιστικών βαλκανικών χωρών.
Η αλήθεια όμως ήταν ότι η διαμάχη παρέμεινε ανεπίλυτη για σχεδόν 30 χρόνια, επίσης επειδή οι δυτικοί απεσταλμένοι που υποτίθεται ότι μεσολαβούσαν απλά δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν ποιο ήταν το επίδικο.
Για χρόνια, μια δήλωση στην ιστοσελίδα του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών (σήμερα έχει κατεβεί) το έλεγε με σαφήνεια: η χρήση του ονόματος εκφράζει αξιώσεις πάνω στην ελληνική πολιτιστική κληρονομιά, την ιστορία και, συνεπώς, την ταυτότητα και αυτό από μόνο του συνιστά «αλυτρωτισμό». Δηλαδή η διαμάχη αφορούσε την ιστορία και την ταυτότητα, όχι το έδαφος.
Αυτό αντικατοπτρίστηκε και μεταφέρθηκε στην απόφαση 817 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, η οποία το 1993 αναγνώρισε την «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας», όπως την ονόμαζε, ως ανεξάρτητο κράτος. Αναγνωρίζοντας ένα ανώνυμο κράτος, χωρίς εθνικό προσδιοριστικό, η διεθνής κοινότητα κατά βάση αρνήθηκε το δικαίωμα εθνικής αυτοδιάθεσης, ακόμα κι αν δεν είχε αυτή την πρόθεση. Η απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας αντιστοιχούσε στη βαλκανική ιστορία του «μακεδονικού ζητήματος», μια ιστορία άρνησης της ίδιας της πραγματικότητας ότι υφίσταται μια ξεχωριστή εθνοτική και εθνική ταυτότητα που ονομάζεται μακεδονική από τις περισσότερες γειτονικές χώρες.
Επί χρόνια, ο ΟΗΕ και ο ειδικός του απεσταλμένος, Μάθιου Νίμιτς, δεν ήθελαν να δεχτούν αυτή την πραγματικότητα, επειδή ήταν ενοχλητική· δεν είναι δυνατό να υφίστανται διαφορές ταυτότητας στην Ευρώπη του 21ου αιώνα.
Το ζήτημα δεν θα είχε λυθεί εάν αυτό το απλό γεγονός δεν είχε αναγνωριστεί και αντιμετωπιστεί κατά τις διαπραγματεύσεις. Αλλά αυτή η αναγνώριση δεν προήλθε από τον ΟΗΕ ή τη Δύση· προήλθε από την ηγεσία των δύο χωρών που εμπλέκονταν στη διαφορά.
Οι Πρωθυπουργοί Zόραν Zάεφ και Αλέξης Τσίπρας και οι υπουργοί τους των εξωτερικών Νικόλα Ντιμιτρόφ και Νίκος Κοτζιάς (μέχρι το Οκτώβριο του 2018), αντίστοιχα, έβγαλαν τα γάντια της δυτικής διπλωματικής εθιμοτυπίας και αντιμετώπισαν το θέμα κατά πρόσωπο: κατέληξαν σε διμερή συμφωνία που ρύθμιζε το ζήτημα της ταυτότητας.
Οι δύο χώρες έπρεπε να αναγνωρίσουν τις ανησυχίες τους για να τις αντιμετωπίσουν. Η ελληνική πλευρά –όπως εξηγεί η δήλωση του υπουργείου εξωτερικών- ήταν πεπεισμένη ότι το όνομα προέβαλλε αξίωση πάνω στην ελληνική ιστορία και ταυτότητα.
Η μακεδονική πλευρά φοβόταν ότι, με την αλλαγή του ονόματος του κράτους, ο προσδιορισμός της εθνικής ταυτότητας και της γλώσσας θα εξαλειφθεί. Ας σημειωθεί ότι ο φόβος ήταν δικαιολογημένος: πολλές φορές, οι προτάσεις λύσης του Νίμιτς περιλάμβαναν ονομασία της εθνικότητας και της γλώσσας. Αμφισβητώντας το δικαίωμα σε ένα σημαίνον, οι προτάσεις αυτές αμφισβητούσαν στην πραγματικότητα την ύπαρξη μακεδονικής εθνότητας/ έθνους και μακεδονικής γλώσσας.
Το άρθρο 7 της διμερούς συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και (νυν) Βόρειας Μακεδονίας αντιμετώπισε αυτά τα ζητήματα, αναγνωρίζοντας ότι ο όρος «μακεδονικό» μπορεί να σημαίνει δύο διαφορετικά πράγματα ταυτόχρονα: από την πλευρά της Μακεδονίας σημαίνει εθνότητα, εθνική ένταξη και νότια σλαβική γλώσσα, ενώ για την ελληνική πλευρά αναφέρεται στην πολιτιστική κληρονομιά της Αρχαίας Ελλάδας και στην κληρονομιά του βασιλείου του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου της Μακεδονίας.
Έτσι, η συμφωνία επαναβεβαίωσε την αρχή της αυτοδιάθεσης για τους Μακεδόνες και διαπραγματεύτηκε την ένταξη τόσο του σλαβικού όσο και του ελληνικού σημαίνοντος στο όνομα.
Το γεγονός ότι τα δυο βαλκανικά έθνη αντιμετώπισαν την «ενοχλητική» αλήθεια και αψήφησαν την αυτο-λογοκρισία της πολιτικής ορθότητας για να μιλήσουν για τον «ελέφαντα μέσα στην αίθουσα» της παροιμίας, είναι δηλωτικό της πολιτικής τους οξυδέρκειας και τόλμης.
Η λύση αυτή δεν προέκυψε από τη μεσολάβηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των Ηνωμένων Πολιτειών ή του ΟΗΕ, και δεν αποτελεί απλώς μια προσωρινή ad hoc λύση που θα επιτρέψει στη Βόρεια Μακεδονία να επιδιώξει ένταξη στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Είναι επίλυση μιας διαφοράς μεταξύ δύο γειτόνων που διαπραγματεύθηκαν με τρόπο ευαίσθητο απέναντι στις πολιτικές κουλτούρες, την κοινή ιστορία και τις εθνικές ανησυχίες τους (ασχέτως του πόσο αδιανόητες μπορεί αυτές να είναι για τη Δύση).
Δημιουργεί ένα προηγούμενο στη βαλκανική πολιτική και μπορεί να απολήξει σε μια νέα, μη αταβιστική πολιτική κουλτούρα που να μας οδηγεί πέρα από τους εθνικισμούς μας, από την καθήλωση σε μεγάλες ιστορικές αφηγήσεις και τα εθνικά συμπλέγματα από τα οποία όλοι φαίνεται ότι πάσχουμε.
Δεν θα είχαμε καταλήξει σε αυτή τη λύση εάν ο «βαλκανισμός» της διαμάχης δεν είχε αναγνωριστεί και επιβεβαιωθεί, προκειμένου να ανατραπεί και να επινοηθεί εκ νέου ως εργαλείο ενδυνάμωσης αυτή τη φορά.
Οι δύο πρωθυπουργοί, ή, ακόμα καλύτερα, οι δύο χώρες, αξίζουν κάλλιστα ένα Νόμπελ Ειρήνης. Η συμφωνία διασφαλίζει τη σταθερότητα στην Ελλάδα και τη Βόρεια Μακεδονία, πράγμα που εγγυάται επίσης την ασφάλεια ολόκληρης της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και, κατ’ επέκταση, της Ευρώπης στο σύνολό της. Τόσο ο Τσίπρας όσο και ο Ζάεφ φαίνεται να έχουν επίγνωση αυτού του γεγονότος και έχουν δουλέψει πάνω σε αυτό με όραμα και μεγάλο αίσθημα ευθύνης.
Μετάφραση: Α.Γ.
Πρώτη δημοσίευση: How the Balkans solved a Balkan problem
Η Κατερίνα Κολόζοβα είναι καθηγήτρια φιλοσοφίας, σπουδών φύλου και πολιτικής θεωρίας στα Σκόπια
Πιστεύω ότι σε γενικές γραμμές η συνθήκη ήταν η καλύτερη δυνατή λύση για την σταθερότητα στην περιοχή. Η γλώσσα των κατοίκων της Βόρειας Μακεδονίας αναγνωρίζεται σαν «Μακεδονική»
και η ονομασία έχει σχεδόν παγιωθεί διεθνώς. Ο όρος όμως «Μακεδονική εθνότητα» είναι ασαφής γιατί Μακεδόνας μπορεί να ονομάζεται και ένας Έλληνας Μακεδόνας. Δηλαδή υπάρχουν οι Έλληνες Μακεδόνες και οι Σλάβοι Μακεδόνες. Νομίζω όμως ότι στη συμφωνία της Αχρίδας η Ευρωπ. Κοινότητα διακρίνει δύο εθνότητες μέσα στην τωρινή Β.Μακαδονία, την Αλβανική και την Μακεδολική.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Στην περίπτωση του Έλληνα Μακεδόνα, το «Μακεδόνας» δεν είναι εθνότητα.
Εθνότητα είναι το «Έλληνας».
Μου αρέσει!Μου αρέσει!