του Άκη Γαβριηλίδη
Οι ακαδημίες γενικώς θεωρούνται συνώνυμο της στενομυαλιάς και της συντηρητικότητας, όπως μαρτυρεί και η ύπαρξη του όρου ακαδημαϊσμός. Ειδικά για την Ακαδημία Αθηνών, η οποία δεν έχαιρε ποτέ ιδιαίτερης φήμης και αποδοχής στην Ελλάδα, και πολύ λιγότερο διεθνώς, θα ταίριαζε μάλλον ο όρος σκοταδισμός. Παρά κάποιες δειλές προσπάθειες ανοιγμάτων τα τελευταία χρόνια, το ίδρυμα κάνει ό,τι μπορεί για να επιβεβαιώσει αυτή την κακή φήμη. Με πιο επιτυχημένη συναφώς κίνηση την ανάδειξη ενός πρώην δισκοβόλου και νυν πολιτικού μηχανικού και καθηγητή στατικής και σιδηρών γεφυρών στη θέση του προέδρου της.
Δεν θέτουν κανένα πρόβλημα φυσικά αυτές οι ιδιότητες από μόνες τους. Αυτό που θέτει πρόβλημα, είναι ότι η δημόσια δραστηριότητα του κ. αντιπροέδρου του Ιατροβιολογικού Ιδρύματος Ερευνών συνίσταται σχεδόν αποκλειστικά στην μονότονη υποστήριξη της ανορθολογικής προ-επιστημονικής «θεωρίας» ότι «Η Ελληνική είναι η τελειότερη γλώσσα του κόσμου» και των γνωστών αντιδραστικών και αστήρικτων κινδυνολογιών περί «λεξιπενίας, αδυναμίας εκφράσεως και σκέψεως της νεολαίας που χρησιμοποιεί στο λεξιλόγιό της περίπου 800 λέξεις», τις οποίες κανείς σοβαρός γλωσσολόγος δεν δέχεται σήμερα[1].
Όλα αυτά δείχνουν ότι ακόμα και στο υποτιθέμενο προπύργιο της τεχνικής και της επιστήμης είναι κάλλιστα δυνατό να ευδοκιμούν παιδαριώδεις θεολογικής καταγωγής ερμηνείες του κόσμου και της κοινωνίας, και ότι η εξοικείωση με τις πειραματικές και εφαρμοσμένες επιστήμες δεν εξασφαλίζει ανοσία απέναντι στον πιο απερίφραστο ανορθολογισμό.
Είναι βέβαια γνωστό ότι υπάρχει ένα πεδίο «δημόσιας γλωσσολογίας» (κατ’ αντιστοιχία προς την «δημόσια ιστορία»), το οποίο αποτελεί την παιδική χαρά για κάθε πικραμένο και ψεκασμένο, και στο οποίο γνωρίζουν μέρες δόξας τύποι κατανόησης της κοινωνικής και γλωσσικής πραγματικότητας που ευδοκιμούσαν ιδίως πριν την ανάδειξη της γλωσσολογίας ως επιστήμης. Τότε, εμφανίζονταν κυρίως ως παιδαριώδεις αντιζηλίες για το ποιανού η γλώσσα ήταν η «πρωταρχική», εκείνη που μιλούσαν «ο Αδάμ και η Εύα στον παράδεισο». Κατά το 19ο αιώνα, οι διάφοροι σχετικοί ισχυρισμοί άρχισαν να δίνουν τη θέση τους σε λιγότερο τερατολογικούς, αλλά εξίσου αφελείς σχηματισμούς του λόγου στους οποίους η έμφαση μετατοπιζόταν από το «αρχαιότερη» στο «τελειότερη». (Μολονότι από την Ελλάδα δεν έχουν λείψει αυτοί που συνεχίζουν να μετράνε αιώνες και χιλιετίες).
Ως τώρα, όμως, εκείνοι –ή, συχνά, εκείνες- που διακινούσαν τέτοιου είδους ανοησίες, ήταν συνήθως άτομα με κατώτερη ή μεσαία μόρφωση με βάση την διοικητική ταξινόμηση και ιεράρχηση της πανεπιστημιακής γνώσης. Το πολύ να ήταν δάσκαλοι ή φιλόλογοι της μέσης. Το ότι βγαίνει ένας καθηγητής της ανώτατης από έναν άλλον τομέα να κάνει το ίδιο, είναι σχετικά καινούριο, και δείχνει ότι εξίσου μαγνήτη για διάφορα ψώνια αποτελεί επίσης ο ρόλος του εθνικού προφήτη που εξυμνεί το γένος αλλά κρούει και τον κώδωνα του κινδύνου για επερχόμενα δεινά που το απειλούν[2]. (Και γιατί να μην αποτελεί; Αφού είναι μάλλον ο πιο εύκολος τρόπος να αναδειχθεί κανείς σε εθνικό τοτέμ και σε ομιλητή ναζιστικών συλλαλητηρίων).
Το ότι ένας καθηγητής τού ΕΜΠ θεωρεί δικαίωμά του, και αποστολή του, να μην σέβεται τα όρια των τομέων της γνώσης και να αποφαίνεται δημόσια για θέματα εκτός της αρμοδιότητάς του, είναι ήδη παραβίαση της επιβεβλημένης διανοητικής εντιμότητας και σεμνότητας. Ακόμα χειρότερο είναι το γεγονός ότι, με την παραβίαση αυτή, ο Κουνάδης εργαλειοποιεί το κύρος που παραδοσιακά έχει ένας καθηγητής στην ελληνική –και σε κάθε άλλη- κοινωνία, για να φουσκώσει τα μυαλά των συμπολιτών του με βαθύτατα αντιδραστικά παραληρήματα μεγαλείου και καταδίωξης. Όπως και οι έντεκα –που έγιναν δώδεκα- πανεπιστημιακοί στους οποίους αναφέρθηκα πρόσφατα, εκπορνεύει και αυτός την επιστήμη του και δείχνει ότι την αγαπά λιγότερο από το χειροκρότημα του δήμου –ορθότερα, των αριστοκρατών. Μέρες που είναι, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ρατσιστική υποτίμηση του μακεδονικού λαού που είναι διάχυτη στην ελληνική κοινωνία, έχει ως βασικό συστατικό του ανυπόστατη υπόθεση ότι η μακεδονική γλώσσα είναι ατελής, κατώτερη, αν όχι ανύπαρκτη.
Η Ακαδημία Αθηνών, επιβραβεύοντας μία τέτοια αντιεπιστημονική και αήθη συμπεριφορά, προσφέρει πολύ κακή υπηρεσία στον εαυτό της και την ελληνική κοινωνία. Ξεπουλά πολύ φτηνά το ήδη ελάχιστο κύρος της και δείχνει ότι αδιαφορεί εάν βυθίζεται ακόμη περισσότερο στη γελοιότητα και την ανυποληψία, αρκεί αυτό να εξυπηρετεί τους ιδεολογικούς και πολιτικούς στόχους που την ενδιαφέρουν.
[1] Σε μια λιγότερο χονδροειδή μορφή, εξακολουθεί να διακινεί τέτοιες τερατολογίες ο Μπαμπινιώτης. Έγραψα όμως «κανείς σοβαρός γλωσσολόγος».
[2] Τελείως πρόχειρα, ένα δείγμα από το κήρυγμα του γεφυροποιού και ερασιτέχνη γλωσσολόγου:
Το Σύνταγμα του 1975 που αφήρεσε την ασπίδα προστασίας της γλώσσας που παρείχε το Σύνταγμα του 1952 επέτρεψε την περιβόητη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976, η οποία κατάφερε το πρώτο καίριο πλήγμα κατά της γλώσσας μας με την κατάργηση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών από το πρωτότυπο. Το 1982 ακολούθησε δεύτερο πλήγμα με την κατάργηση του πολυτονικού συστήματος γραφής που συνοδεύθηκε αργότερα με άλλα κατά της γλώσσας μέτρα, τα οποία οδήγησαν στο σημερινό επίπεδο λεξιπενίας, αδυναμίας εκφράσεως και σκέψεως της νεολαίας που χρησιμοποιεί στο λεξιλόγιό της περίπου 800 λέξεις. Οσο πτωχότερο το λεξιλόγιο τόσο πτωχότερη η σκέψη, διότι σκεπτόμεθα μέσω των λέξεων. Είναι συνήθεις οι βαρβαρισμοί, οι σολοικισμοί, η παραμορφωτική εκφορά λόγου, που ακούμε ακόμη και από παρουσιαστές ειδήσεων ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών. Η Ελληνική Γλωσσική Κληρονομιά διοργάνωσε μεγάλες εκδηλώσεις για την προστασία της ελληνικής, επιτυγχάνοντας την ανάσχεση της φθίνουσας πορείας της και ακολούθως την αύξηση των ωρών διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών, τα οποία δυστυχώς εντάχθηκαν πρόσφατα στα προαιρετικά μαθήματα!.