φιλελευθερισμός,Ανάλυση λόγου,Εθνικισμός,Μετα-αποικιακές σπουδές,Μετακίνηση

«Ελληνάκι», ο Καζαντζίδης του εκσυγχρονισμού

του Άκη Γαβριηλίδη

 

Η Athens Voice, από την ίδρυσή της, (επιδίωξε να) είναι φερέφωνο και όργανο έκφρασης ενός ρεύματος ας πούμε φιλελεύθερου-εκσυγχρονιστικού, σύμφωνα με τον αυτοπροσδιορισμό των φορέων του.

Εδώ και καιρό, σε σειρά σημειωμάτων σε αυτό εδώ το μπλογκ, έχω επισημάνει ότι το ρεύμα αυτό παρουσιάζει το εξής παράδοξο: ενώ οι αυτόκλητοι εκπρόσωποί του επικαλούνται υπέρ αυτών την ένταξη σε έναν ευρύτερο, ανοιχτόμυαλο χώρο ιδεών και την αποστασιοποίησή τους από τη στενόμυαλη «ελληνική κακοδαιμονία», όλα όσα πραγματικά λένε είναι διαφορετικά, έως αντίθετα, προς ό,τι συνήθως νοούμε ως φιλελευθερισμό, ενώ αντίθετα είναι πολύ περισσότερο κοντά προς όσα οι ίδιοι απαξιώνουν ως «παθογένειες τις ελληνικής πραγματικότητας».

Μία ακόμη, πολλοστή, απόδειξη περί αυτού προέκυψε τις πρώτες μέρες αυτού του χρόνου, όταν ανώνυμος –και μέχρι τώρα άγνωστος σε μένα- συνεργάτης του εντύπου ο οποίος υπογράφει με το αξιοπερίεργο ψευδώνυμο «το ελληνάκι», έκρινε σκόπιμο να ενημερώσει το κοινό, με σχετικό σημείωμα, ότι –προφανώς- μεταναστεύει, ή πάντως αναχωρεί από την Ελλάδα για να εγκατασταθεί –κατά τεκμήριο μόνιμα- κάπου αλλού. Δεν προσδιορίζει πού, αλλά λογικά θα πρόκειται για κάποια χώρα του λεγόμενου «δυτικού κόσμου». Αυτό τουλάχιστον συνάγεται από το ότι αποζητά «μία πιο πολιτισμένη, οργανωμένη, δημοκρατική και αξιοκρατική καθημερινότητα» σε σχέση με την χώρα καταγωγής του, η οποία απορρίπτεται καθόσον «δεν είναι χώρα για να ζει και να εργάζεται κάποιος με την οικογένειά του» αλλά «είναι μία χώρα για διακοπές. Να πηγαίνεις μερικές μέρες, να το ρίχνεις στο χαβαλέ».

Όλα τα ανάλογα αυτο-αποικιστικά κλισέ είναι πιστά στο ραντεβού τους και σε αυτό το κείμενο, σε βαθμό σχεδόν γελοιογραφικό, και πάντως σε σημείο να έρχονται σε αντίθεση τα μεν προς τα δε: η Ελλάδα για το «ελληνάκι» έχει όλα τα στραβά του κόσμου, μαζί και κάποια τα οποία δεν είναι λογικά δυνατό να συνυπάρχουν στο ίδιο υποκείμενο.

 

Απουσιάζει η κοινωνική συνοχή και η εμπιστοσύνη, άρα και η νομιμότητα. Απουσιάζει η αξιοκρατία, ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα και η ορθή/ανεξάρτητη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών. Απουσιάζει η σοβαρότητα και η χαλαρότητα εκεί που χρειάζονται, ενώ περισσεύουν όσο δεν πάει η σοβαροφάνεια και η ακρότητα. Οι έντιμοι, οι νομοταγείς, οι οραματιστές, οι άριστοι, οι μετριοπαθείς, είναι κατά κανόνα χαρακτήρες υπό διωγμόν. Όχι υπό πραγματικό διωγμό -αν μη τι άλλο, δεν έχει νομοθετηθεί ακόμα κάτι τέτοιο- αλλά υπό πολιτισμικό. Είναι οι αδύναμοι κρίκοι. Δεν συνάδουν τέτοιοι χαρακτήρες στο νεοελληνικό αφήγημα. Χαλάνε την πιάτσα της καχυποψίας, της ακρότητας, του ατομικισμού, του φαίνεσθαι, του ανούσιου συναισθηματισμού και της μιζέριας. Των στοιχείων δηλαδή που απαρτίζουν επί της ουσίας τη σημερινή ελληνική κοινωνία.

 

Αυτό το περίφημο «νεοελληνικό αφήγημα» θα πρέπει να συναγωνίζεται τις «ιδεοληψίες» και τις «παθογένειες» για τον τίτλο της πλέον πολυχρησιμοποιημένης φανταχτερής λέξης από αυτές στις οποίες καταφεύγουν οι αυτο-αποικιστές προκειμένου να προσδώσουν μια επίφαση στοχασμού και σοβαρότητας στα λεγόμενά τους.

Το πρόβλημα όμως με τον όρο αυτό δεν είναι τόσο ότι είναι τετριμμένος και επαναληπτικός. Είναι ότι, αν κανείς διαβάσει το ίδιο το αφήγημα του «ελληνακίου», και ιδίως την αφήγηση των εξελίξεων που το οδήγησαν στην απόφαση να μεταναστεύσει, δεν βρίσκει απολύτως τίποτε που να μην συνάδει με το ούτως ορισμένο «νεοελληνικό αφήγημα».

Προσωπικά, διαβάζοντας την αφήγηση αυτή, αισθανόμουν μια έντονη αίσθηση déjà vu: τι μου θυμίζει, τι μου θυμίζει … αναρωτιόμουν. Ώσπου, το βρήκα: η αφήγηση αυτή ακολουθεί υποδειγματικά την τροπικότητα των λαϊκών τραγουδιών της δεκαετίας τού 60 για την ξενητιά, απλώς αναδιατυπώνοντάς την σε μια ελαφρώς εκσυγχρονισμένη ορολογία με διάφορες σάλτσες περί της παγκοσμιοποίησης, του δημογραφικού, του περιβάλλοντος κ.ο.κ., οι οποίες είναι ουσιωδώς άσχετες με τον βασικό πυρήνα του κειμένου.

Ο βασικός αυτός πυρήνας λέει κατ’ ουσίαν το εξής:

 

Μανούλα θα φύγω, μην κλάψεις για μένα.

Η μοίρα το γράφει μονάχος να ζω.

Το μίσος του κόσμου με δέρνει σκληρά

και φεύγω με πίκρα στα ξένα.

Μ’ αδίκησαν, μάνα, βαριά με πληγώσαν

και ό,τι αγαπούσα το έχασα πια.

Ποτέ το παιδί σου δεν είδε χαρά

και φεύγει για πάντα στα ξένα.

 

Εάν κάποιος μπει στον κόπο να διαβάσει τα σχόλια που συνοδεύουν την ανάρτηση του τραγουδιού αυτού, θα δει ότι σε αυτά περιλαμβάνεται και το εξής:

 

Απο μικρο παιδακι ειχα καταλαβει τι δυσκολο ηταν να εξασφαλιστουν τα βασικα για να επιζησει ο Ελληνας. Απο μικρο παιδακι δεν μπορουσα να συμβιβαστω με την νοοτροπια του Ελληνα. Ετσι κι εγω πηρα το μεγαλο δρομο μετα το στρατιωτικο μου (επι χουντας) κουρασμενος απο την ανεχεια, την αθλιοτητα, το κρυο του χειμωνα χωρις σομπα, την ταλαιπωρια, την απαθεια των δημοσιων υπηρεσιων, τα χαμηλα μεροκαματα και αφου στο τελος εχασα και τη μονη γυναικα που αγαπησα στη ζωη μου, δεν ειχα λογο για να μεινω. Τα τραγουδια του Στελαρα με ακολουθησαν παντου και με παρηγορουσαν….δεν ημουν ο μονος. Και ακομα βριζω, βριζω την πατριδα μου που η ιδια με εδιωξε και με κραταει μακρυα για παντα! Τιποτα δεν αλλαξε, η μαλλον αλλαξε προς το χειροτερο εκει κατω. Ως ποτε θα αφηνετε τους λωποδυτες πολιτικους να σας κοροιδευουν και την Ευρωπη να σας κλωτσαει σαν ενα αδειο τενεκε στο δρομο; Ο καζαντζιδης παντα θα ζει στις καρδιες των ταλαιπωρων και των πικραμενων, των αδικημενων, των απατημενων, των φτωχων….. μα με το να τα ακουμε και να κλαιμε δεν βγαινει τιποτα! Πρεπει κατι να γινει!

 

(διατηρώ την ορθογραφία του πρωτοτύπου).

 

Ποιος αντιγράφει ποιον, ποιος παρωδεί ποιον εδώ; Είναι προφανές ότι η ρητορική του σχολίου αυτού μοιάζει σαν δυο σταγόνες νερό με εκείνη του «ελληνακίου», μεταξύ άλλων και όσον αφορά τον αχαλίνωτο ναρκισσισμό, τη μεγαλομανία τους, αλλά και τη συνακόλουθη μανία καταδίωξης και τη χριστολογική αυτοπαρουσίαση του ομιλούντος ως θύματος ακατανοησίας και φθόνου από ανθρώπους που είναι λιγότερο προκομμένοι, εργατικοί και έντιμοι απ’ αυτόν. Όλα τα παραπάνω είναι χαρακτηριστικά κλισέ στις μελοδραματικές ταινίες με τον Ξανθόπουλο και τη Μάρθα Βούρτση.

Αν υπάρχει κάποια διαφορά, είναι ότι εδώ η θεατρική ανακοίνωση του ξενιτεμού ενέχει έναν σαφή συναισθηματικό εκβιασμό και μία επιθυμία πρόκλησης ενοχών που προσιδιάζει περισσότερο σε αντιζηλίες ερωτικού μελοδράματος: το «φταίτε εσείς που φεύγω» ενέχει ένα άρρητο συμπλήρωμα που λέει «παρακαλέστε με, διαβεβαιώστε με ότι θα τα αλλάξετε όλα ώστε να μου έρχονται βολικά όπως τα θέλω εγώ, και τότε μπορεί να σας κάνω τη χάρη να μείνω».

Το σίγουρο είναι ότι όλα αυτά δεν έχουν απολύτως τίποτε το φιλελεύθερο, ευρωπαϊστικό και εκσυγχρονιστικό, όποια έννοια και αν αποδώσουμε στους όρους αυτούς. Για το φιλελεύθερο αφήγημα, αλλά και για όσα συγκεκριμένα λέει το σημείωμα, είναι αδιανόητο να παρουσιάζεται η μετανάστευση ως ήττα και ως αποτυχία. Αν μη τι άλλο, αν πραγματικά ισχύουν όσα καταιγιστικά καταμαρτυρεί στην «Ελλάδα» και στην «κοινωνία της» το ελληνάκι, τότε είναι απορίας άξιο όχι που φεύγει τώρα, αλλά γιατί δεν είχε φύγει τόσα χρόνια να γλιτώσει μια ώρα αρχήτερα από αυτή την κόλαση.

Από αυτή την άποψη, το κείμενο έχει χάσει το στοίχημά του, και την αξιοπιστία του, ήδη από τον τίτλο. Εάν το «ελληνάκι» θεωρεί ότι, επειδή μεταναστεύει, «ο Ελληναράς νίκησε» και η ίδια έχασε, τότε ίσως είναι πιο απλό να παραδεχτεί ότι αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα όχι μόνο του «νεοελληνικού αφηγήματος», αλλά και των αφηγηματικών τρόπων και τεχνικών του. Όσα καταμαρτυρεί στην ελληνική κοινωνία, ενδεχομένως θα μπορούσαμε να τα συζητήσουμε· είναι όμως πιο απλό και πιο έντιμο να συζητάς με κάποιον που έχει συνειδητοποιήσει και αναλάβει τον έρωτά του και το θαυμασμό του για την Ελλάδα, αντί να παριστάνει ναζιάρικα ότι την περιφρονεί και ότι βρίσκεται έξω και πάνω απ’ αυτή. Σε τι άραγε διαφέρει από τον ανυπόφορο «Ελληναρά» το μικρό και αθώο ελληνάκι; Τόσο ο ένας, όσο και το άλλο ναρκισσεύονται εξίσου να φαντάζονται ότι η θέση τους είναι –ή θα έπρεπε να είναι- μεσ’ στα γαλάζια πέλαγα και στ’ άσπρα συννεφάκια, διότι είναι δυο μικρά παιδιά κι η αγάπη τους μεγάλη, που αν τη χωρέσουν απ’ τη μια, περσεύει από την άλλη, σύμφωνα με ένα άλλο πατριωτικοσυναισθηματικό κλισέ που δημιούργησε γνωστός ξελιγωμένος γαλανόλευκος ποιητής σε συνεργασία με άλλον εξίσου γνωστό ξελιγωμένο γαλανόλευκο μουσικοσυνθέτη.

 

Κλασσικό

2 σκέψεις σχετικά με το “«Ελληνάκι», ο Καζαντζίδης του εκσυγχρονισμού

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.