Πολιτική,Φιλοσοφία

BENEDICTUS DE SPINOZA: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μετάφραση του Tractatus Politicus του Βενέδικτου/ Μπαρούχ ντε Σπινόζα.

Η μετάφραση αυτή είχε γίνει το χειμώνα του 1990-91, με σκοπό φυσικά να κυκλοφορήσει ως βιβλίο. Πλην όμως, λόγω κάποιων ασυνεννοησιών με εκδοτικούς οίκους και επιμελητές και γενικώς για διάφορους λόγους τους οποίους δεν πολυθυμάμαι σήμερα, τελικώς δεν κυκλοφόρησε.

Εδώ και αρκετά χρόνια, υπάρχει διαθέσιμη στο εμπόριο ελληνική μετάφραση του βιβλίου αυτού, με μία πολύ κατατοπιστική εισαγωγή. Σκέφτηκα όμως να αναρτήσω και αυτή την παλιότερη απόδοση ώστε να είναι διαθέσιμη ηλεκτρονικά και να μην σαπίζει στο ψηφιακό της συρτάρι, όπου δεν χρησιμεύει σε κανέναν. 

Με δεδομένο ότι η απόδοση έγινε πριν από σχεδόν 30 χρόνια, είναι ευνόητο ότι ίσως σήμερα σε κάποια σημεία να έκανα διαφορετικές μεταφραστικές επιλογές. Επιπλέον, με δεδομένο ότι το κείμενο διέτρεξε, μέσω διαδοχικών αντιγραφών, πέντε ή έξι διαφορετικούς υπολογιστές, είναι πιθανό να έχουν υπάρξει απώλειες (κυρίως στη μορφοποίηση, αλλά ενδεχομένως και τμημάτων του κειμένου) κατά τη μεταφορά. Εάν κανείς προσέξει κάτι τέτοιο, μπορεί να το επισημάνει στα σχόλια. Παρόλα αυτά, σκέφτηκα ότι η ανάρτηση έχει μια πρακτική χρησιμότητα σήμερα, διότι μπορεί να επιτρέψει στον ελληνόγλωσσο αναγνώστη να σχηματίσει μια εικόνα για όσα λέει το ημιτελές αυτό έργο του Σπινόζα, και επίσης για το πού και πώς τα λέει.

Α.Γ., Δεκ. 2018

 

 

BENEDICTUS DE SPINOZA

 

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ

 

 

Μετάφραση: Άκης Γαβριηλίδης

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

1. Τα πάθη, τα οποία μας βασανίζουν, οι φιλόσοφοι τα συλλαμβάνουν ως σφάλματα, στα οποία οι άνθρωποι πέφτουν από δικό τους φταίξιμο· γι’ αυτό συνηθίζουν να τα χλευάζουν, να τα οικτίρουν, να τα δυσφημούν ή –όταν θέλουν να φανούν ηθικότεροι- να τα καταδικάζουν. Τότε λοιπόν πιστεύουν ότι κάνουν θεάρεστο έργο, και ότι φτάνουν στο απόγειο της σοφίας, όταν ξέρουν μόνο να εξυμνούν με χίλιους τρόπους μια ανθρώπινη φύση που δεν υπάρχει πουθενά και να ταπεινώνουν με τους λόγους τους αυτή που υπάρχει πραγματικά. Και αυτό διότι συλλαμβάνουν τους ανθρώπους όχι όπως είναι, αλλά όπως αυτοί θα ήθελαν να είναι. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι περισσότεροι, αντί για ηθική, έχουν γράψει σάτιρα και ότι ποτέ δεν συνέλαβαν μία πολιτική που να μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή, παρά μόνο χίμαιρες, πράγματα που να μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο στην Ουτοπία ή στο χρυσό αιώνα των ποιητών –εκεί δηλαδή που κανείς δεν τα είχε ανάγκη. Όπως λοιπόν σε όλες τις επιστήμες που έχουν πρακτική εφαρμογή, το ίδιο –και περισσότερο- και στην πολιτική η θεωρία καταλήγει να θεωρείται ασύμβατη με την ίδια της την πρακτική και κανείς δεν κρίνεται λιγότερο κατάλληλος για τη διακυβέρνηση της πολιτείας απ’ ό,τι οι θεωρητικοί και οι φιλόσοφοι.

2. Οι πολιτικοί, από την άλλη, πιστεύεται γενικά ότι επιβουλεύονται τις περισσότερες φορές τους ανθρώπους αντί να φροντίζουν για το καλό τους και εκτιμώνται περισσότερο για την επιτηδειότητα παρά για τη σοφία τους. Αναμφίβολα η εμπειρία τούς έχει διδάξει ότι όσο υπάρχουν άνθρωποι, θα υπάρχουν και πάθη. Προσπαθούν, λοιπόν, να προλαμβάνουν την ανθρώπινη κακία, με μέσα όμως τα οποία τους δίδαξε η εμπειρία μέσα απ’ τη μακρόχρονη χρήση, και στα οποία οι άνθρωποι συνήθως υπακούουν από φόβο μάλλον και όχι καθοδηγούμενοι από το Λόγο –γι’ αυτό πολλοί τους βλέπουν σαν αντιπάλους της θρησκείας, και κυρίως οι θεολόγοι, που πιστεύουν ότι η υπέρτατη εξουσία πρέπει να χειρίζεται τις κοινές υποθέσεις σύμφωνα με τους δικούς τους κανόνες ευσέβειας, οι οποίοι ισχύουν για έναν ιδιώτη. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορείνα αμφισβητήσει κανείς ότι οι πολιτικοί έχουν γράψει για τα πολιτικά πράγματα με πολύ μεγαλύτερη επιτυχία απ’ ό,τι οι φιλόσοφοι. Διότι, καθώς είχαν οδηγό την εμπειρία, δεν δίδαξαν τίποτε που να απέχει από την πρακτική.

3. Και είμαι, βέβαια πλήρως πεπεισμένος ότι η εμπειρία έχει δώσει δείγματα όλων των ειδών πολιτευμάτων που μπορεί κανείς να συλλάβει ώστε οι άνθρωποι να ζουν αρμονικά, όπως επίσης και όλων των μέσων με τα οποία το πλήθος πρέπει να καθοδηγείται, ή να διατηρείται μέσα σε ορισμένα όρια: συνεπώς δεν πιστεύω πως θα μπορούσαμε εμείς με τη σκέψη να επινοήσουμε κάτι που να αντιβαίνει στην εμπειρία ή την πρακτική και που να μην έχει εμφανιστεί και δοκιμαστεί πουθενά μέχρι τώρα. Διότι οι άνθρωποι είναι έτσι φτιαγμένοι, που να μην μπορούν να ζήσουν χωρίς κάποιους κοινούς κανόνες· αυτοί λοιπόν οι κοινοί κανόνες και οι δημόσιες υποθέσεις εγκαθιδρύθηκαν και αντιμετωπίστηκαν από ανθρώπους οξυδερκέστατους ή, έστω, επιτήδειους ή πανούργους· έτσι ώστε δεν είναι πιστευτό πως μπορούμε εμείς να συλλάβουμε κάτι άλλο που να μπορεί να χρησιμεύσει σε μια κοινή ένωση ανθρώπων, που να μη μας έχει ήδη δοθεί από κάποια περίσταση ή συγκυρία, και το οποίο οι άνθρωποι, που ασχολούνται με τις κοινές υποθέσεις και φροντίζουν για την ασφάλειά τους, να μην το έχουν δει.

4. Όταν λοιπόν καταπιάνομαι να στοχαστώ την πολιτική, δεν επιδιώκω να πω τίποτε που να είναι νέο ή πρωτάκουστο, αλλά να αποδείξω με σαφείς και αναντίρρητους συλλογισμούς, και να συναγάγω από την ίδια τη συνθήκη της ανθρώπινης φύσης, αυτά τα οποία συνάδουν καλύτερα με την πρακτική· και, για να εξετάσω τα ζητήματα που αφορούν την επιστήμη αυτή με την ίδια ελευθερία πνεύματος, που συνηθίζεται στις μαθηματικές πράξεις, η βασική μου μέριμνα ήταν όχι να χλευάσω, να θρηνήσω ή να καταδικάσω τις ανθρώπινες πράξεις, αλλά να τις κατανοήσω: έτσι, τα ανθρώπινα πάθη (όπως είναι η αγάπη, το μίσος, η οργή, ο φθόνος, η φιλοδοξία, η ευσπλαχνία και όσα άλλα συνταράσσουν την ανθρώπινη ψυχή) τα συλλογίστηκα όχι σαν ελαττώματα της ανθρώπινης φύσης, αλλά ως ιδιότητες που προσιδιάζουν σ’ αυτήν, όπως προσιδιάζουν στη φύση της ατμόσφαιρας η ζέστη, το κρύο, η καταιγίδα, ο κεραυνός και άλλα παρόμοια. Τα πάθη αυτά, όσο και αν είναι ίσως δυσάρεστα, ωστόσο υπάρχουν αναγκαία, και έχουν καθορισμένες αιτίες, μέσω των οποίων προσπαθούμε να νοήσουμε τη φύση τους· και η ψυχή, με την αληθή κατανόησή τους, νιώθει την ίδια χαρά που θα ένιωθε εάν γνώριζε πράγματα ευχάριστα στις αισθήσεις.

5. ΄Ενα πράγμα πάντως είναι σίγουρο: όπως έχουμε αποδείξει στην Ηθική μας, αληθεύει ότι οι άνθρωποι υπόκεινται αναγκαία σε πάθη και ότι είναι έτσι καμωμένοι ώστε να λυπούνται αυτόν που δυστυχεί, να φθονούν αυτόν που ευτυχεί και να τείνουν περισσότερο προς την εκδίκηση παρά προς τον οίκτο· αληθεύει επίσης, ότι ο καθένας επιθυμεί για τους υπόλοιπους να εγκρίνουν ό,τι εγκρίνει κι αυτός και να αποστρέφονται ό,τι αποστρέφεται κι αυτός. Έτσι συμβαίνει ώστε, καθώς όλοι επιθυμούν εξίσου να είναι οι πρώτοι, έρχονται σε διαμάχες μεταξύ τους και προσπαθούν με όλες τους τις δυνάμεις να καθυποτάξουν ο ένας τον άλλο· και αυτός που βγαίνει νικητής επαίρεται περισσότερο για το ότι έβλαψε τον άλλο, παρά για το ότι ωφέλησε τον εαυτό του. Και, σίγουρα, όλοι είναι πεπεισμένοι ότι όλα αυτά είναι αντίθετα με τη θρησκεία, που διδάσκει ότι ο καθένας πρέπει να αγαπάει τον πλησίον του όσο και τον εαυτό του, πράγμα που σημαίνει, να υπερασπίζεται το δίκιο του άλλου σαν να ήταν δικό του· δείξαμε όμως ότι αυτή η πεποίθηση μικρή μόνο δύναμη έχει απέναντι στα πάθη. Είναι ισχυρή, οπωσδήποτε, όταν κανείς βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου, όταν δηλαδή η αρρώστια έχει κατανικήσει ακόμα και τα πάθη και ο άνθρωπος κείτεται αδρανής· ή πάλι μέσα στους ναούς, όπου οι άνθρωποι δεν έρχονται σε καμία συναλλαγή μεταξύ τους· ελάχιστη όμως επιρροή έχει στο δικαστήριο ή στην Αυλή, εκεί που θα την είχε κανείς περισσότερο ανάγκη. Δείξαμε, στη συνέχεια, ότι ο Λόγος μπορεί κάλλιστα να περιστείλει και να μετριάσει τα πάθη· αλλά είδαμε επίσης ότι ο δρόμος, τον οποίο διδάσκει ο Λόγος, είναι εξαιρετικά δύσκολος. Συνεπώς όσοι πιστεύουν ότι το πλήθος ή οι άνθρωποι που βρίσκονται σε διαμάχη για τις δημόσιες υποθέσεις είναι δυνατό να καθοδηγηθούν έτσι, ώστε να ζουν σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις του Λόγου και μόνο, ονειρεύονται το χρυσό αιώνα των ποιητών ή άλλους τέτοιους μύθους.

6. ΄Ενα κράτος λοιπόν του οποίου η σωτηρία εξαρτάται από την καλή πίστη ενός ανθρώπου, και του οποίου οι υποθέσεις δεν είναι δυνατό να αντιμετωπιστούν ορθά παρά μόνο εάν αυτοί που τις διαχειρίζονται αποφασίσουν να ενεργήσουν καλόπιστα, θα ήταν ελάχιστα σταθερό. Για να μπορέσει να διατηρηθεί, αντίθετα, θα πρέπει τα δημόσια πράγματα του κράτους αυτού να ρυθμιστούν με τέτοιο τρόπο, ώστε αυτοί που τα διαχειρίζονται, είτε καθοδηγoύνται από το Λόγο είτε από τα πάθη, να μην μπορούν να ενεργήσουν κακόπιστα ή πονηρά. Ούτε έχει καμία σημασία για την ασφάλεια του κράτους από ποια ψυχική διάθεση κινούνται οι άνθρωποι όταν διαχειρίζονται σωστά τις υποθέσεις του –αρκεί να τις διαχειρίζονται πράγματι σωστά. Διότι η ελευθερία ή δύναμη της ψυχής είναι ιδιωτική αρετή· η αρετή του κράτους όμως είναι η ασφάλεια.

7. Τέλος, καθότι όλοι οι άνθρωποι, είτε είναι βάρβαροι είτε πολιτισμένοι, συνάπτουν παντού κάποιες εθιμικές σχέσεις και διαμορφώνουν κάποια πολιτική τάξη, γι’ αυτό λοιπόν τους λόγους ύπαρξης και τα φυσικά θεμέλια του κράτους δεν πρέπει να τα αναζητήσουμε στα διδάγματα του Λόγου, αλλά να τα συναγάγουμε από την κοινή φύση των ανθρώπων –πράγμα που σκοπεύω να κάνω στο επόμενο κεφάλαιο.

KEΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

1. Στη Θεολογικο-πολιτική πραγματεία μας εξετάσαμε το φυσικό και το πολιτικό δίκαιο, στην δε Ηθική μας εξηγήσαμε τι είναι το αμάρτημα, τι η χρηστότητα, τι η δικαιοσύνη και η αδικία και, τέλος, τι είναι η ανθρώπινη ελευθερία. Aλλά για να μην αναγκάζω τους αναγνώστες μου να αναζητούν αλλού πράγματα τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την παρούσα πραγματεία, αποφάσισα να εξηγήσω εδώ και να εκθέσω αποδεικτικά όσα είχα πει εκεί.

2. Κάθε φυσικό πράγμα μπορεί να συλληφθεί επαρκώς, είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει. Όπως λοιπόν η αρχή, έτσι και η συνέχιση της ύπαρξης των φυσικών πραγμάτων δεν μπορεί να συναχθεί από τον ορισμό τους· διότι η ιδεατή ουσία τους είναι η αυτή, τόσο αφού έχουν αρχίσει να υπάρχουν όσο και πριν υπάρξουν. Άρα από την ουσία των πραγμάτων δεν μπορεί να προκύπτει ούτε η αρχή της ύπαρξής τους,ούτε η διατήρησή τους στην ύπαρξη· η ίδια δύναμη, η οποία απαιτείται για να αρχίσουν να υπάρχουν, απαιτείται και για να εξακολουθήσουν να υπάρχουν. Απ’ αυτό έπεται ότι η δύναμη χάρη στην οποία τα φυσικά πράγματα υπάρχουν και, κατά συνέπεια, χάρη στην οποία ενεργούν, δεν είναι άλλη από την ίδια την αιώνια δύναμη του Θεού: διότι αν ήταν άλλη, δημιουργημένη από το Θεό, δεν θα μπορούσε από μόνη της να διατηρήσει την ίδια της την ύπαρξη και, κατά συνέπεια, ούτε και την ύπαρξη των φυσικών πραγμάτων· για να παραμείνει στην ύπαρξη, θα είχε και αυτή ανάγκη από την ίδια δύναμη που απαιτήθηκε για να δημιουργηθεί.

3. Από αυτό τώρα το γεγονός, το ότι δηλαδή η δύναμη χάρη στην οποία τα φυσικά πράγματα υπάρχουν και ενεργούν είναι η ίδια η δύναμη του Θεού, κατανοούμε εύκολα τι είναι το φυσικό δίκαιο: αφού ο Θεός έχει δικαίωμα επί των πάντων, και αφού το δικαίωμα του Θεού δεν είναι τίποτε άλλο από την ίδια τη δύναμη του Θεού, εφόσον αυτή θεωρηθεί ως απόλυτα ελεύθερη, απ’ αυτό έπεται πως το κάθε φυσικό πράγμα έχει από τη φύση του τόσο δικαίωμα, όση και δύναμη να υπάρχει και να ενεργεί, καθότι η δύναμη χάρη στην οποία υπάρχει και ενεργεί κάθε φυσικό πράγμα δεν είναι άλλη από την ίδια τη δύναμη του Θεού, η οποία είναι απόλυτα ελεύθερη.

4. Με τον όρο λοιπόν «δίκαιο της φύσης» εννοώ τους ίδιους τους νόμους ή τους κανόνες της φύσης σύμφωνα με τους οποίους γίνονται τα πάντα, με άλλα λόγια, την ίδια τη δύναμη της φύσης· επιπλέον, το φυσικό δίκαιο ολόκληρης της φύσης –και, κατά συνέπεια, και του καθενός ατόμου- εκτείνεται ως εκεί που εκτείνεται και η δύναμή του. Κατά συνέπεια, οτιδήποτε πράττει ο κάθε άνθρωπος σύμφωνα με τους νόμους της φύσης του, το πράττει δυνάμει υπέρτατου φυσικού δικαιώματος και το δικαίωμά του ως προς τη φύση είναι τόσο ισχυρό, όσο ισχυρή είναι και η δύναμή του.

5. Αν, τώρα, η ανθρώπινη φύση ήταν έτσι φτιαγμένη ώστε οι άνθρωποι να ζουν σύμφωνα με τις επιταγές του Λόγου και μόνο, και αν αυτή ήταν η μόνη τους επιδίωξη, τότε το δίκαιο της φύσης, θεωρούμενο ως ίδιον του ανθρώπινου είδους, θα καθοριζόταν από μόνη τη δύναμη του Λόγου. Ωστόσο οι άνθρωποι καθοδηγούνται περισσότερο από την τυφλή επιθυμία παρά από το Λόγο· και έτσι η φυσική δύναμη, δηλαδή το φυσικό δίκαιο των ανθρώπων, πρέπει να οριστεί όχι με βάση το Λόγο, αλλά με βάση όλες τις ορέξεις από τις οποιες προσδιορίζεται η δράση τους, καθώς και την προσπάθειά τους να συντηρήσουν τον εαυτό τους. Δεν αρνούμαι βέβαια ότι αυτές οι ορέξεις, οι οποίες δεν πηγάζουν απ’ το Λόγο, είναι παθήματα μάλλον παρά ενεργήματα των ανθρώπων. Αλλά επειδή εδώ εξετάζουμε την καθολική δύναμη (ή δίκαιο) της φύσης, δεν μπορούμε να κάνουμε καμία διάκριση μεταξύ των επιθυμιών που γεννιούνται μέσα μας από το λόγο και εκείνων που γεννιούνται από άλλες αιτίες –απ’ τη στιγμή που τόσο οι μεν, όσο και οι δε είναι αποτελέσματα της φύσης και αποτελούν εκδηλώσεις της φυσικής δύναμης με την οποία ο άνθρωπος προσπαθεί να διατηρηθεί στο είναι του. Διότι ο άνθρωπος, είτε είναι σοφός είτε αμαθής, είναι μέρος της φύσης, και όλα όσα οδηγούν τον καθένα να δρα, πρέπει να αποδοθούν σε μια δύναμη της φύσης, η οποία βέβαια μπορεί να οριστεί μέσω της φύσης τόσο των σοφών, όσο και των αμαθών ανθρώπων. Οπότε, κάθε άνθρωπος, είτε καθοδηγείται από το Λόγο είτε από μόνη την επιθυμία, δρα πάντα σύμφωνα με τους νόμους και τους κανόνες τις φύσης, πράγμα που σημαίνει (κατά την παρ. 4 του κεφαλαίου αυτού) σύμφωνα με το δίκαιο της φύσης.

6. Παρ’ όλα αυτά, πολλοί πιστεύουν ότι οι αμαθείς διαταράσσουν μάλλον παρά ακολουθούν την τάξη της φύσης, συλλαμβάνοντας έτσι τους ανθρώπους μέσα στη φύση σαν ένα κράτος εν κράτει. Aυτοί αποφαίνονται ότι ο ανθρώπινος νους δεν έχει παραχθεί καθόλου από φυσικά αίτια, παρά δημιουργήθηκε απευθείας από το Θεό και ότι είναι τόσο ανεξάρτητος από τα υπόλοιπα πράγματα, ώστε να έχει απόλυτη δύναμη να αυτοπροσδιορίζεται και να χρησιμοποιεί ορθά το Λόγο. Η εμπειρία όμως δείχνει –και με το παραπάνω- ότι το να έχει κανείς υγιή νου δεν είναι στην εξουσία του περισσότερο απ’ ό,τι το να έχει υγιές σώμα. Εξάλλου, καθώς το κάθε φυσικό πράγμα προσπαθεί, όσο εξαρτάται απ’ αυτό, να διατηρήσει το είναι του, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως, αν είχαμε την εξουσία να διαλέξουμε αν θα ζούμε καθοδηγούμενοι από το Λόγο ή από την τυφλή επιθυμία, τότε όλοι θα ακολουθούσαν το Λόγο και θα οργάνωναν ορθά τη ζωή τους. Αυτό όμως κάθε άλλο παρά συμβαίνει· αφού όλοι έλκονται από την επιδίωξη της ηδονής. Ούτε αίρουν τη δυσκολία αυτή οι θεολόγοι, με το να υποστηρίζουν ότι αιτία αυτής της αδυναμίας είναι κάποιο ελάττωμα ή αμαρτία της ανθρώπινης φύσης, που έλκει την καταγωγή του από ένα ολίσθημα του προπάτορά μας. Διότι και αν ακόμα ήταν στην εξουσία του πρώτου ανθρώπου το αν θα παραμείνει όρθιος ή θα ολισθήσει, και αν ήταν φρόνιμος και ακέραιος, τότε πώς, παρ’ όλη τη γνώση και τη σωφροσύνη του, οδηγήθηκε στην πτώση; ΄Ισως πουν ότι εξαπατήθηκε από το Διάβολο. Αλλά ποιος αλήθεια ήταν εκείνος, που εξαπάτησε τον ίδιο το Διάβολο; Ποιος, ρωτάω εγώ, οδήγησε αυτό το τόσο ξεχωριστό για την εξυπνάδα του ον σε τέτοιο βαθμό παράνοιας, ώστε να θελήσει να γίνει μεγαλύτερο απ’ το Θεό; Μήπως δεν θα προσπαθούσε το ον αυτό, αν είχε τα λογικά του, να διατηρήσει τον εαυτό του και το είναι του όσο μπορούσε περισσότερο; ΄Επειτα, πώς συνέβη ώστε ο ίδιος ο πρώτος άνθρωπος, που ήτανε σώφρων και κύριος της βούλησής του, να αφήσει να τον παραπλανήσουν και να τον ξεγελάσουν; Διότι αν είχε τη δύναμη να χειρίζεται ορθά το Λόγο, δεν θα μπορούσε κανείς να τον εξαπατήσει· όσο ήταν στο χέρι του, θα προσπαθούσε αναγκαία να διατηρήσει τον εαυτό του και την πνευματική του υγεία. Και όμως, οι θεολόγοι υποθέτουν ότι αυτό ήταν όντως στην εξουσία του. Αν όμως ήταν έτσι, θα έπρεπε αναγκαία να διατηρήσει την πνευματική του υγεία και δεν θα ήταν δυνατό να εξαπατηθεί· πράγμα που αποδεικνύεται εσφαλμένο από την ίδια την ιστορία του πρώτου ανθρώπου. ΄Ετσι, πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο πρώτος άνθρωπος δεν είχε απεριόριστη δύναμη να χρησιμοποιεί ορθά το Λόγο, αλλά ήταν, όπως εμείς, υποκείμενος σε πάθη.

7. Κανείς πάντως δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ο άνθρωπος, όπως και τα υπόλοιπα όντα, προσπαθεί όσο εξαρτάται απ’ αυτόν να διατηρήσει το είναι του. Aν μπορούσαμε να συλλάβουμε ίσως κάποια διαφορά του από τα άλλα όντα, αυτή θα έπρεπε να προέρχεται από το ότι ο άνθρωπος υποτίθεται πως έχει ελεύθερη βούληση. Αλλά όσο πιο ελεύθερο συλλαμβάνουμε έναν άνθρωπο, τόσο πιο πολύ αναγκαζόμαστε να αναγνωρίσουμε ότι ο άνθρωπος αυτός πρέπει αναγκαία να διατηρεί τον ίδιο του τον εαυτό και να είναι πνευματικά υγιής· όποιος δεν συγχέει την ελευθερία με την τυχαιότητα, εύκολα θα συμφωνήσει μαζί μου σ’ αυτό. Διότι ελευθερία σημαίνει αρετή ή τελειότητα· ό,τι λοιπόν μαρτυρεί την αδυναμία του ανθρώπου, αυτό δεν μπορεί να σχετίζεται με την ελευθερία του. Συνεπώς, ένας άνθρωπος μπορεί να χαρακτηριστεί ελεύθερος όχι βέβαια καθ’ όσον μπορεί να μην υπάρχει ή να μη χρησιμοποιεί το Λόγο, αλλά μόνο στο βαθμό που έχει δύναμη να υπάρχει και να ενεργεί σύμφωνα με τους νόμους της ανθρώπινης φύσης. ‘Οσο πιο ελεύθερο λοιπόν θεωρούμε έναν άνθρωπο, τόσο λιγότερο μπορούμε να πούμε ότι μπορεί να μη χρησιμοποιεί το Λόγο ή να επιλέγει το κακό αντί για το καλό· και αυτό διότι ο Θεός, που υπάρχει, νοεί και ενεργεί απολύτως ελεύθερα, ταυτόχρονα υπάρχει, νοεί και ενεργεί αναγκαία, δηλαδή από την αναγκαιότητα της φύσης του. Διότι δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο Θεός ενεργεί με την ίδια ελευθερία, με την οποία και υπάρχει· όπως λοιπόν υπάρχει σύμφωνα με την αναγκαιότητα της ίδιας της φύσης του, κατά τον ίδιο τρόπο δρα από την ίδια φυσική αναγκαιότητα, πράγμα που σημαίνει, δρα απολύτως ελεύθερα.

8. Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι δεν είναι στη δύναμη του καθενός να χρησιμοποιεί πάντα το Λόγο και να βρίσκεται στον ύψιστο βαθμό της ανθρώπινης ελευθερίας. Ωστόσο ο καθένας, όσο εξαρτάται απ’ αυτόν, προσπαθεί να διατηρήσει το είναι του· άρα, δεδομένου ότι ο καθένας έχει τόσο μεγαλύτερο δικαίωμα, όσο ισχυρότερη είναι η δύναμή του, συμπεραίνουμε ότι οποιαδήποτε πράξη επιχειρεί κανείς, είτε είναι σοφός είτε αμαθής, την επιχειρεί σύμφωνα με το υπέρτατο δίκαιο της φύσης. Από τα προηγούμενα έπεται ότι η επιταγή και το δίκαιο της φύσης, υπό την κυριαρχία του οποίου γεννιούνται και, ως επί το πλείστον, ζουν οι άνθρωποι, δεν απαγορεύει τίποτε, εκτός απ’ αυτό που κανείς δεν επιθυμεί και αυτό που κανείς δεν μπορεί να κάνει. δεν απαγορεύει τις έριδες, ούτε τα μίση, ούτε την οργή ή τις απάτες, και δεν απορρίπτει έστω και μία από τις ορέξεις μας. Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει· διότι η φύση δεν συνέχεται από τους νόμους του ανθρώπινου Λόγου, (οι οποίοι δεν αποσκοπούν παρά στην αληθή ωφέλεια και τη συντήρηση των ανθρώπων), αλλά από άλλους νόμους, άπειρους, που αφορούν την αιώνια τάξη ολόκληρης της φύσης, της οποίας μικρό μόνο μέρος είναι ο άνθρωπος. Σύμφωνα με την αναγκαιότητα αυτής της τάξης και μόνο, όλα τα όντα προσδιορίζονται κατά ορισμένο τρόπο ώστε να υπάρχουν και να ενεργούν. Οτιδήποτε λοιπόν μας φαίνεται γελοίο, παράλογο ή κακό μέσα στη φύση, μας φαίνεται έτσι επειδή γνωρίζουμε τα πράγματα μόνο εν μέρει και αγνοούμε, ως επί το πλείστον, την τάξη και τη συνοχή ολόκληρης της φύσης, και επειδή θέλουμε τα πάντα να κατευθύνονται σύμφωνα με τις επιταγές του δικού μας Λόγου. Ό,τι όμως ο Λόγος αποφαίνεται ότι είναι κακό, δεν είναι κακό από την άποψη της καθολικής τάξης και των νόμων της φύσης, παρά μόνο από την άποψη των νόμων της δικής μας φύσης.

9. Συνεπάγεται, επίσης, ότι ένας άνθρωπος είναι ετερόνομος όταν είναι υπό την εξουσία κάποιου άλλου· και είναι αυτόνομος εφόσον είναι σε θέση να αποκρούει κάθε βίαιη επίθεση, να εκδικείται σύμφωνα με την απόφαση της ψυχής του για κάθε βλάβη που υφίσταται και, γενικά μιλώντας, να ζει ακολουθώντας τη δική του κρίση.

10. Κάποιος λέμε ότι έχει έναν άλλο υπό την εξουσία του, όταν τον κρατά αλυσοδεμένο· όταν του έχει στερήσει τα όπλα του και τα μέσα να αμυνθεί ή να ξεφύγει· όταν του προκαλεί φόβο· ή, τέλος, όταν τον έχει τόσο πολύ υποχρεώσει με κάποια ευεργεσία, ώστε αυτός να ακολουθεί πλέον τις επιθυμίες του και να ζει σύμφωνα με τη γνώμη του ευεργέτη του και όχι τη δική του. Όποιος έχει κάποιον άλλο υπό την εξουσία του με τον πρώτο ή το δεύτερο τρόπο, αυτός εξουσιάζει μόνο το σώμα του, όχι την ψυχή του· με τον τρίτο όμως ή τον τέταρτο τρόπο, υποτάσσει στο δικό του νόμο τόσο την ψυχή όσο και το σώμα του άλλου. Αλλά αυτό μόνο για όσο διάστημα διαρκεί ο φόβος ή η ελπίδα: πραγματικά, όταν το ένα από τα δύο πάψει να υπάρχει, ο άνθρωπος μένει και πάλι αυτόνομος.

11. Η κριτική μας ικανότητα μπορεί επίσης να υπόκειται στο νόμο κάποιου άλλου, όταν ο άλλος αυτός μπορεί να εξαπατά το νου μας. Απ’ αυτό συνεπάγεται πως ο νους μας τότε είναι πλήρως αυτόνομος, όταν μπορεί να χρησιμοποιεί ορθά το Λόγο. Και μάλιστα, καθώς η ανθρώπινη ισχύς δεν κρίνεται τόσο από την ευρωστία του σώματος όσο από τη δύναμη του νου, απ’ αυτό συνεπάγεται ότι περισσότερο αυτόνομοι είναι εκείνοι, που η λογική τους είναι η πιο ισχυρή και που καθοδηγούνται απ’ αυτή στο μέγιστο βαθμό. ΄Ωστε λοιπόν ονομάζω έναν άνθρωπο πλήρως ελεύθερο τότε, όταν καθοδηγείται από το Λόγο, καθότι τότε η δράση του καθορίζεται από αιτίες που μπορούν να κατανοηθούν επαρκώς από μόνη τη φύση του, όσο κι αν οι αιτίες αυτές καθορίζουν κατά αναγκαίο τρόπο τη δράση του. Διότι η ελευθερία (όπως δείξαμε στην παρ. 7 αυτού του κεφ.) δεν αίρει την αναγκαιότητα της δράσης, αλλά αντίθετα την θέτει.

12. Μια υπόσχεση προς κάποιον τρίτο, η οποία δίνεται μόνο με λόγια, και αφορά κάποια πράξη την οποία δικαιούται κανείς εξίσου να παραλείψει, παραμένει ισχυρή μόνο στο βαθμό που δεν αλλάζει η θέληση αυτού που την έδωσε. Διότι όποιος έχει την εξουσία να παραβεί την υπόσχεση που έδωσε, αυτός δεν εκχωρεί το δικαίωμά του· αυτό που δίνει είναι μόνο λόγια. Αν λοιπόν ο άνθρωπος αυτός, ο οποίος σύμφωνα με το δίκαιο της φύσης είναι κριτής του εαυτού του, κρίνει, είτε ορθά είτε λανθασμένα (διότι και το σφάλμα είναι ανθρώπινο) ότι από την υπόσχεση που έδωσε επακολουθεί περισσότερη ζημία παρά κέρδος γι’ αυτόν, και αν εκτιμά με απόφαση της ψυχής του ότι η υπόσχεση πρέπει να παραβιαστεί, τότε η παραβίαση αυτή θα είναι σύμφωνη με το δίκαιο της φύσης (σύμφωνα με την παρ. 9 του κεφ. αυτού).

13. Αν δύο συνέλθουν από κοινού και ενώσουν τις δυνάμεις τους, θα έχουν από κοινού μεγαλύτερη δύναμη και, κατά συνέπεια, μεγαλύτερο δικαίωμα στη φύση απ’ ό,τι ο καθένας μόνος του· και όσο περισσότεροι ενώνουν κατ’ αυτό τον τρόπο τις δυνάμεις τους, τόσο μεγαλύτερο δικαίωμα θα έχουν όλοι από κοινού.

14. Όσο οι άνθρωποι είναι κυριευμένοι από θυμό, φθόνο ή κάποιο άλλο συναίσθημα μίσους, τόσο περισσότερο έλκονται σε διαφορετικές κατευθύνσεις και είναι αντίθετοι ο ένας προς τον άλλο, και γι’ αυτό είναι πιο επίφοβοι, καθώς είναι πιο δυνατοί, πιο επιτήδειοι και πανούργοι από τα άλλα έμψυχα όντα. Και επειδή οι άνθρωποι υπόκεινται από τη φύση τους στο μέγιστο βαθμό (όπως είπαμε στην παρ. 5 του προηγ. κεφ.) σε αυτά τα συναισθήματα, γι’ αυτό λοιπόν οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους εχθροί. Διότι ο μεγαλύτερος εχθρός μου είναι εκείνος, τον οποίο φοβάμαι περισσότερο και από τον οποίο πρέπει να προφυλάσσομαι περισσότερο.

15. Επειδή εξάλλου (σύμφωνα με την παρ. 9 αυτού του κεφ.) στη φυσική κατάσταση ο καθένας τότε είναι αυτόνομος, όταν μπορεί να προφυλάσσεται και να μην υποτάσσεται σε κάποιον άλλο, και επειδή ένας μόνος του μάταια θα προσπαθούσε να προφυλαχθεί από όλους τους άλλους, απ’ αυτό έπεται ότι το φυσικό δικαίωμα των ανθρώπων, το οποίο καθορίζεται από τη δύναμη του καθενός, όταν αφορά τον καθένα ξεχωριστά τότε είναι ανύπαρκτο, και υφίσταται μάλλον στη φαντασία παρά στα πράγματα, αφού η κτήση του δεν χαρακτηρίζεται από καμία ασφάλεια. Και είναι σίγουρο ότι όσο περισσότερες αιτίες έχει κάποιος να φοβάται, τόσο λιγότερη δύναμη και, συνεπώς, τόσο λιγότερο δικαίωμα θα έχει. Ας προσθέσουμε ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να διατηρήσουν τη ζωή τους και να καλλιεργήσουν το πνεύμα τους χωρίς αμοιβαία βοήθεια. Συμπεραίνουμε λοιπόν πως το φυσικό δικαίωμα, το οποίο είναι ίδιον του ανθρώπινου γένους, δεν είναι νοητό παρά εκεί, όπου οι άνθρωποι έχουν κοινά δικαιώματα και μπορούν να υπερασπίζονται από κοινού τη γη που θα κατοικήσουν ή θα καλλιεργήσουν, να οχυρώνονται, να αποκρούουν κάθε βίαιη επίθεση και να ζουν σύμφωνα με την κοινή απόφαση όλων. Διότι (σύμφωνα με την παρ. 13 του κεφ. αυτού) όσο περισσότεροι ενώνονται έτσι σε ένα σώμα, τόσο περισσότερα δικαιώματα θα έχουν όλοι από κοινού· και αν οι Σχολαστικοί γι’ αυτό το λόγο, ότι δηλαδή οι άνθρωποι στη φυσική κατάσταση δύσκολα μπορούν να παραμείνουν αυτόνομοι, θέλησαν να αποκαλέσουν τον άνθρωπο κοινωνικό ζώο, εγώ δεν θα είχα να πω τίποτε επ’ αυτού που να τους αντικρούει.

16. Όπου οι άνθρωποι έχουν καθιερώσει κοινά δικαιώματα και ενεργούν σαν να καθοδηγούνται όλοι από μια σκέψη, είναι σίγουρο (σύμφωνα με την παρ. 13 του κεφ. αυτού) ότι ο καθένας απ’ αυτούς τόσο λιγότερο δικαίωμα θα έχει, όσο περισσότερο οι υπόλοιποι έχουν από κοινού περισσότερη δύναμη απ’ αυτόν, πράγμα που σημαίνει ότι αυτός δεν θα έχει κανένα δικαίωμα στη φύση, παρά μόνο αυτό που του παραχωρείται από το κοινό δίκαιο όλων· είναι εξάλλου υποχρεωμένος να εκτελεί ό,τι του εντέλλεται με κοινή απόφαση των υπολοίπων, δηλαδή (σύμφωνα με την παρ. 4 του κεφ. αυτού) μπορεί να εξαναγκασθεί σ’ αυτό νόμιμα.

17. Το δικαίωμα εκείνο, που καθορίζεται από τη δύναμη του πλήθους, είθισται να αποκαλείται κράτος. Το δικαίωμα αυτό το κατέχει απόλυτα εκείνος ο οποίος, με κοινή συναίνεση, έχει τη μέριμνα των δημοσίων υποθέσεων, ήτοι την εξουσία να θέτει, να ερμηνεύει και να καταργεί τους νόμους, να οχυρώνει πόλεις, να αποφασίζει σχετικά με τον πόλεμο και την ειρήνη κ.λπ. Εάν η μέριμνα αυτή ανήκει σε μία συνέλευση που την αποτελεί το σύνολο του πλήθους από κοινού, τότε το κράτος αυτό καλείται δημοκρατία· αν πάλι η συνέλευση αυτή αποτελείται από κάποιους εκλεκτούς, αριστοκρατία· αν, τέλος, η μέριμνα της πολιτείας και, συνεπώς, το ίδιο το κράτος βρίσκεται στα χέρια ενός ανθρώπου, τότε καλείται μοναρχία.

18. Απ’ αυτά που έδειξα σ’ αυτό το κεφάλαιο, καθίσταται προφανές ότι στη φυσική κατάσταση δεν υφίσταται αμαρτία· ή μάλλον, εάν κανείς αμαρτάνει, αμαρτάνει ως προς τον εαυτό του, όχι ως προς τους άλλους: διότι το δίκαιο της φύσης δεν υποχρεώνει κανένα να ακολουθεί τις διαθέσεις ενός άλλου, εάν δεν το θέλει ο ίδιος, ούτε υποχρεώνει κανένα να θεωρεί κάτι καλό ή κακό, παρά μόνο αυτό που ο ίδιος, σύμφωνα με το δικό του χαρακτήρα, κρίνει ότι είναι καλό ή κακό· και δεν απαγορεύει απολύτως τίποτε, παρά μόνο αυτό που κανείς δεν μπορεί να κάνει. (Βλ. παρ. 5 και 8 του κεφ. αυτού). Το αμάρτημα, όμως, είναι μία πράξη η οποία δεν μπορεί να γίνει σύμφωνα με το δίκαιο. Αν λοιπόν οι άνθρωποι από τις επιταγές της φύσης ήταν υποχρεωμένοι να καθοδηγούνται από το Λόγο, τότε όλοι θα καθοδηγούνταν αναγκαία από το Λόγο. Διότι οι επιταγές της φύσης είναι επιταγές του Θεού (σύμφωνα με τις παρ. 2 και 3 του κεφ. αυτού), και κατά συνέπεια είναι αιώνιες και δεν μπορούν να παραβιαστούν. Αλλά οι άνθρωποι καθοδηγούνται περισσότερο από τις ορέξεις τους παρά από το Λόγο, κι ωστόσο δεν διαταράσσουν έτσι την τάξη της φύσης, αλλά την ακολουθούν αναγκαία· και γι’ αυτό ο αμαθής και ο ψυχικά αδύνατος δεν υποχρεώνονται απ’ το δίκαιο της φύσης να οργανώνουν με σύνεση τη ζωή τους περισσότερο απ’ ό,τι υποχρεώνεται ο ασθενής να έχει υγιές σώμα.

19. Για τους λόγους αυτούς, το αμάρτημα δεν μπορεί να νοηθεί παρά στο πλαίσιο του κράτους, εκεί δηλαδή όπου καθορίζεται με νόμους του κράτους, οι οποίοι είναι κοινοί για όλους, τι είναι καλό και τι κακό, και όπου κανείς δεν ενεργεί νόμιμα παρά μόνο όταν ενεργεί σύμφωνα με μια κοινή απόφαση και συναίνεση. Διότι αμάρτημα (όπως δείξαμε στην προηγ. παρ.) είναι αυτό που σύμφωνα με το δίκαιο δεν μπορεί να γίνει, δηλαδή αυτό που απαγορεύεται από το δίκαιο· και υπακοή, αντίστοιχα, είναι η σταθερή θέληση να κάνουμε αυτό που σύμφωνα με το δίκαιο είναι καλό και που σύμφωνα με την κοινή προσταγή οφείλει να γίνει.

20. Συνηθίζουμε ωστόσο να αποκαλούμε αμάρτημα και αυτό που γίνεται ενάντια στις υπαγορεύσεις του Ορθού Λόγου, και υπακοή τη σταθερή θέληση να μετριάζει κανείς την επιθυμία του σύμφωνα με τις υποδείξεις του Λόγου· αυτό θα το επικροτούσα πλήρως, εάν η ανθρώπινη ελευθερία συνίστατο στην ασυδοσία των ορέξεων, και η δουλεία στην κυριαρχία του Λόγου. Αφού όμως η ανθρώπινη ελευθερία τόσο μεγαλύτερη είναι, όσο περισσότερο ο άνθρωπος μπορεί να καθοδηγείται από το Λόγο και να μετριάζει τις ορέξεις του, δεν μπορούμε, παρά μόνο εντελώς καταχρηστικά, να ονομάσουμε υπακοή τη λογική ζωή, και αμάρτημα κάτι που στην πραγματικότητα ανάγεται σε μία αδυναμία της ψυχής, και πάντως όχι σε μία ασυδοσία της απέναντι στον ίδιο τον εαυτό της, και για το οποίο ο άνθρωπος μπορεί να χαρακτηριστεί δούλος μάλλον παρά ελεύθερος. (Βλ. παρ. 7 και 11 του κεφ. αυτού).

21. Από την άλλη μεριά, επειδή ο Λόγος μάς διδάσκει να φερόμαστε με ευσέβεια και να έχουμε ψυχή γαλήνια και καλοπροαίρετη, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο στα πλαίσια του κράτους, και επιπλέον, επειδή το πλήθος δεν είναι δυνατό να ενεργεί σαν να καθοδηγείται από μια σκέψη, όπως απαιτείται σε ένα κράτος, παρά μόνο αν το κράτος αυτό έχει νόμους που τέθηκαν σύμφωνα με τα παραγγέλματα του Λόγου, γι’ αυτό λοιπόν δεν είναι και τόσο άστοχο να αποκαλούμε αμάρτημα ό,τι αντιβαίνει στις υπαγορεύσεις του Λόγου, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι άνθρωποι που ζούνε σε κράτος, δεδομένου ότι οι νόμοι του καλύτερου κράτους οφείλουν να τίθενται σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις του Λόγου. Σχετικά δε με αυτό που είπα προηγουμένως (παρ. 18 του κεφ. αυτού), ότι ο άνθρωπος, στη φυσική κατάσταση, αν αμαρτάνει αμαρτάνει μόνο εναντίον του εαυτού του, παραπέμπω στο κεφ. 4 παρ. 4 και 5, όπου θα δειχθεί με ποιά έννοια μπορούμε να πούμε ότι αυτός που κατέχει την υπέρτατη εξουσία, και που δεσπόζει σύμφωνα με το δίκαιο της φύσης, δεσμεύεται από νόμους και ότι μπορεί να αμαρτάνει.

22. Σε ό,τι αφορά τη θρησκεία, είναι επίσης σίγουρο ότι ένας άνθρωπος τόσο πιο ελεύθερος και πιο σύμφωνος με τον εαυτό του είναι, όσο περισσότερο αγαπά το Θεό, και όσο πιο ολόψυχα τον λατρεύει. Πράγματι, εφόσον αποβλέψουμε όχι στην τάξη της φύσης, την οποία αγνοούμε, αλλά σε μόνες τις υπαγορεύσεις του Λόγου, οι οποίες αφορούν τη θρησκεία, και θεωρήσουμε ότι αυτές μας αποκαλύφθηκαν από το Θεό, ο οποίος ομιλεί τρόπον τινα μέσα από εμάς τους ίδιους, ή ακόμα εφόσον λάβουμε υπόψη μας όσα αποκαλύφθηκαν στους Προφήτες ως νόμοι, τότε, μιλώντας με τον τρόπο των ανθρώπων, θα πούμε ότι ένας άνθρωπος υπακούει το Θεό όταν τον αγαπάει με όλη του την ψυχή, και αντίστοιχα ότι αμαρτάνει όταν καθοδηγείται από την τυφλή επιθυμία· δεν πρέπει ωστόσο να ξεχνάμε ότι είμαστε στην εξουσία τού Θεού όπως ο πηλός στα χέρια του τεχνίτη, ο οποίος από την ίδια μάζα φτιάχνει αγγεία, που άλλα χρησιμοποιούνται κατά έντιμο και άλλα κατά αισχρό τρόπο· έτσι ώστε ένας άνθρωπος μπορεί μεν να ενεργεί ενάντια στα διατάγματα αυτά του Θεού, τα οποία είναι εγγεγραμμένα ως νόμοι στην ψυχή τη δική μας ή των Προφητών, όχι όμως και ενάντια στο αιώνιο διάταγμα του Θεού το οποίο είναι εγγεγραμμένo σε ολόκληρη τη φύση, και που αφορά την καθολική τάξη της φύσης.

23. Όπως τώρα το αμάρτημα και η υπακοή με τη στενή έννοια, έτσι και η δικαιοσύνη και η αδικία δεν μπορούν να νοηθούν παρά μόνο στα πλαίσια του κράτους. Διότι στη φύση δεν δίδεται τίποτε που να μπορούμε να πούμε ότι ανήκει δικαιωματικά σε αυτόν και όχι στον άλλο· αλλά τα πάντα ανήκουν στους πάντες –σε όποιους, δηλαδή, έχουν τη δύναμη να τα διεκδικήσουν και να τα κάνουν δικά τους. Στο κράτος, αντίθετα, όπου με κοινούς νόμους καθορίζεται τι ανήκει στον ένα και τι στον άλλο, δίκαιος καλείται εκείνος, ο οποίος έχει τη σταθερή θέληση να αποδίδει στον καθένα αυτό που του ανήκει· άδικος, απ’ την άλλη, εκείνος που αντίθετα προσπαθεί να κάνει δικό του αυτό που ανήκει στον άλλο.

24. Όσο δε για τον έπαινο και τον ψόγο, εξηγήσαμε στην Ηθική μας ότι είναι συναισθήματα χαράς και λύπης, που συνοδεύονται από την ιδέα της ανθρώπινης αρετής ή αδυναμίας, αντίστοιχα, ως αιτίας.

          ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

  1. Η τάξη στην οποία ανήκει το κάθε κράτος λέγεται πολιτειακή τάξη· το συνολικό σώμα του κράτους, εξάλλου, αποκαλείται πολιτεία, και οι κοινές υποθέσεις του κράτους, οι οποίες εξαρτώνται από τις κατευθύνσεις που δίνει εκείνος που κατέχει την εξουσία, λέγονται δημόσια πράγματα. Τους ανθρώπους, τώρα, στο βαθμό που απολαύουν όλων των πλεονεκτημάτων της πολιτείας δυνάμει του πολιτειακού δικαίου, τους αποκαλούμε πολίτες· στο βαθμό που είναι υποχρεωμένοι να υπακούουν στα θεσπίσματα και τους νόμους της πολιτείας, υπηκόους. Τέλος, το ότι υπάρχουν τρία είδη πολιτειακής κατάστασης, ήτοι το δημοκρατικό, το αριστοκρατικό και το μοναρχικό, το δείξαμε στην παρ. 17 του προηγούμενου κεφ. Πριν όμως αρχίσω να εξετάζω το καθένα ξεχωριστά, θα δείξω πρώτα ποια είναι τα στοιχεία τα οποία προσιδιάζουν στην πολιτειακή κατάσταση εν γένει· και από τα στοιχεία αυτά πρέπει πριν απ’ όλα να εξετάσουμε το κυρίαρχο δικαίωμα της πολιτείας ή της υπέρτατης εξουσίας.

2. Από την παρ. 15 του προηγ. κεφ. είναι φανερό ότι το δικαίωμα του κράτους, δηλαδή της υπέρτατης εξουσίας, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το ίδιο το δίκαιο της φύσης, το οποίο καθορίζεται από τη δύναμη όχι βέβαια του καθενός χωριστά, αλλά του πλήθους το οποίο καθοδηγείται σαν από μια σκέψη· αυτό σημαίνει ότι, όπως για κάθε άτομο στη φυσική κατάσταση, έτσι και για το κράτος ως σύνολο, το δικαίωμα που έχει το σώμα και το πνεύμα του ισχύει τόσο, όσο και η δύναμή του: και έτσι ο κάθε πολίτης ή υπήκοος έχει τόσο λιγότερο δικαίωμα, όσο περισσότερο η πολιτεία είναι ισχυρότερη απ’ αυτόν (βλ. προηγ. κεφ.), και συνεπώς ο κάθε πολίτης δεν δικαιούται να κάνει ούτε να κατέχει οτιδήποτε, παρά μόνο εάν αυτό μπορεί να το υπερασπιστεί σύμφωνα με την κοινή απόφαση της πολιτείας.

3. Aν η πολιτεία παραχωρήσει σε κάποιον το δικαίωμα και, συνεπώς, την εξουσία (διότι αλλιώς, σύμφωνα με την παρ. 12 του προηγ. κεφ., δίνει μόνο λόγια) να ζει σύμφωνα με την προσωπική του κρίση, τότε με αυτό και μόνο εκχωρεί το δικαίωμα που της ανήκει και το μεταβιβάζει σε αυτόν, στον οποίο δίνει αυτή την εξουσία. Αν δε δώσει σε δύο ή περισσότερους αυτή την εξουσία, το να ζουν δηλαδή ο καθένας κατά την κρίση του, απ’ αυτό και μόνο το κράτος διασπάται· και αν τέλος δώσει αυτή την ίδια εξουσία στον κάθε πολίτη, απ’ αυτό και μόνο καταστρέφει τον εαυτό της: δεν μένει πια πολιτεία, αλλά τα πάντα επανέρχονται στη φυσική κατάσταση· όλα αυτά καθίστανται ολοφάνερα από τα προηγούμενα. ΄Επεται λοιπόν ότι είναι από κάθε άποψη αδιανόητο το να επιτρέπεται σε έναν πολίτη με θέσπισμα της πολιτείας να ζει όπως κρίνει αυτός και ότι, συνεπώς, το φυσικό αυτό δικαίωμα, το να είναι δηλαδή ο καθένας κριτής του εαυτού του, στην πολιτειακή κατάσταση παύει να ισχύει. Λέω ρητά με θέσπισμα της πολιτείας: διότι το φυσικό δικαίωμα του καθενός, αν σταθμίσουμε σωστά τα πράγματα, δεν παύει να υφίσταται στην πολιτειακή κατάσταση· καθότι ο άνθρωπος, τόσο στη φυσική όσο και στην πολιτειακή κατάσταση, ενεργεί σύμφωνα με τους νόμους της δικής του φύσης και φροντίζει για τη δική του ωφέλεια. Ο άνθρωπος, λέγω, και στις δύο περιπτώσεις, οδηγείται απ’ την ελπίδα ή το φόβο ώστε να κάνει ή να μην κάνει αυτό ή εκείνο· η κύρια όμως διαφορά ανάμεσα στις δύο καταστάσεις, είναι ότι στην πολιτειακή κατάσταση όλοι φοβούνται τα ίδια πράγματα και ο τρόπος που διατηρούν την ασφάλειά τους και που οργανώνουν τη ζωή τους είναι για όλους ένας και ο αυτός· πράγμα βέβαια που δεν αναιρεί την ικανότητα του καθενός να κρίνει λογικά. Διότι όποιος αποφασίζει να υπακούει σε όλες τις εντολές της πολιτείας, είτε επειδή φοβάται τη δύναμή της, είτε επειδή επιθυμεί την ηρεμία, είναι σίγουρο ότι φροντίζει έτσι για τη δική του ασφάλεια και ωφέλεια σύμφωνα με τη δική του κρίση.

4. Επίσης, δεν μπορούμε ούτε καν να διανοηθούμε ότι μπορεί να επιτραπεί στον κάθε πολίτη να ερμηνεύει τα διατάγματα και τους νόμους της πολιτείας. Διότι αν αυτό επιτρεπόταν, απ’ αυτό και μόνο ο καθένας θα γινόταν κριτής του εαυτού του και έτσι θα μπορούσε πάντα να συγχωρείται για τις πράξεις του ή να τις επενδύει με μία επίφαση δικαίου και, συνεπώς, να οργανώνει τη ζωή του σύμφωνα με την προσωπική του κρίση· πράγμα που (σύμφωνα με την προηγ. παρ.) είναι παράλογο.

5. Βλέπουμε λοιπόν ότι ο κάθε πολίτης δεν υπόκειται στο δικό του νόμο, αλλά σ’ αυτόν της πολιτείας, της οποίας οφείλει να εκτελεί όλες τις εντολές· και ούτε έχει κανένα δικαίωμα να κρίνει τι είναι δίκαιο, τι άδικο, τι ευσεβές και τι ασεβές: αντίθετα, δεδομένου ότι το σώμα του κράτους οφείλει να καθοδηγείται σαν από μία σκέψη και ότι, συνεπώς, η θέληση της πολιτείας πρέπει να θεωρείται ως θέληση όλων, αυτό που κρίνει η πολιτεία ότι είναι δίκαιο και καλό πρέπει να λογίζεται σαν εκτίμηση του καθενός απ’ τους πολίτες. Συνεπώς όσο άδικα και να θεωρεί ένας υπήκοος τα διατάγματα της πολιτείας, είναι παρόλα αυτά υποχρεωμένος να τα εκτελέσει.

6. Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει: δεν είναι άραγε αντίθετο στις υπαγορεύσεις του Λόγου να υποτάσσεται κανείς πλήρως στην κρίση ενός άλλου; Δεν θα έπρεπε λοιπόν γι’ αυτό η πολιτειακή κατάσταση να θεωρηθεί ως αντίθετη στο Λόγο; Αν ήταν έτσι, θα συμπεραίναμε ότι η πολιτειακή κατάσταση είναι ανορθόλογη και ότι δεν μπορεί να εγκαθιδρύεται παρά από ανθρώπους που στερούνται το Λόγο, και πάντως όχι από εκείνους που καθοδηγούνται απ’ αυτόν. Απ’ τη στιγμή όμως που ο Λόγος δεν διδάσκει τίποτε που να είναι ενάντιο στη φύση, δεν μπορεί λοιπόν ο Ορθός Λόγος, στο βαθμό που οι άνθρωποι υπόκεινται στα συναισθήματά τους, να υποδεικνύει ότι ο καθένας πρέπει να παραμένει αυτόνομος (σύμφωνα με την παρ. 5 του κεφ. 1)· με άλλα λόγια, (σύμφωνα με την παρ. 15 του προηγ. κεφ.), ο Λόγος αρνείται ότι αυτό μπορεί να γίνει. Ας προσθέσουμε ότι ο Λόγος διδάσκει σε όλους να επιζητούν την ειρήνη· αυτή όμως δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο αν οι κοινοί νόμοι της πολιτείας διατηρούνται απαραβίαστοι. ΄Ετσι, όσο πιο πολύ καθοδηγείται κάποιος από το Λόγο, δηλαδή (σύμφωνα με την παρ. 11 του προηγ. κεφ.) όσο πιο ελεύθερος είναι, τόσο σταθερότερα θα τηρεί τους νόμους της πολιτείας και θα εκτελεί τις εντολές της υπέρτατης εξουσίας στην οποία υπόκειται. Επιπλέον, η πολιτειακή τάξη εγκαθιδρύεται κατά φυσικό τρόπο για να αποδιώξει τους κοινούς φόβους και να απομακρύνει την κοινή δυστυχία· και γι’ αυτό επιδιώκει στο μέγιστο βαθμό αυτό που στη φυσική κατάσταση θα προσπαθούσε –μάταια όμως- να επιτύχει όποιος καθοδηγείται από το Λόγο (σύμφωνα με την παρ. 15 του προηγ. κεφ.). Συνεπώς, αν ένας άνθρωπος που καθοδηγείται απ’ το Λόγο υποχρεωθεί κάποτε, με εντολή της πολιτείας, να πράξει κάτι που ξέρει ότι αντιβαίνει στο Λόγο, θα αποζημιωθεί και με το παραπάνω για το κακό αυτό με την ωφέλεια που αντλεί απ’ την ίδια την ύπαρξη της πολιτειακής κατάστασης· διότι είναι νόμος του Λόγου, ότι από δύο κακά επιλέγεται το μικρότερο. Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι κανείς δεν ενεργεί ενάντια στις υποδείξεις της λογικής του, εφόσον πράττει αυτό που σύμφωνα με το νόμο της πολιτείας οφείλει να πράξει. Αυτό θα μάς το αναγνωρίσει ευκολότερα ο καθένας, αφού εξηγήσουμε μέχρι πού εκτείνεται η δύναμη –και συνεπώς το δικαίωμα- της πολιτείας.

7. Πρέπει λοιπόν να λάβουμε πρώτα υπόψη μας το εξής: ότι όπως στη φυσική κατάσταση (σύμφωνα με την παρ. 11 του προηγ. κεφ.) o πιο ισχυρός και ο πιο αυτόνομος είναι εκείνος που καθοδηγείται απ’ το Λόγο, κατά τον ίδιο τρόπο η πιο ισχυρή και η πιο αυτόνομη πολιτεία θα ήταν εκείνη που θεμελιώνεται και διοικείται σύμφωνα με το Λόγο. Διότι το δικαίωμα της πολιτείας καθορίζεται από τη δύναμη του πλήθους που καθοδηγείται σαν από μια σκέψη. Αλλά αυτή η ένωση των ψυχών θα ήταν εντελώς αδιανόητη, αν η πολιτεία δεν επεδίωκε στο μέγιστο βαθμό αυτό που ο Ορθός Λόγος διδάσκει πως είναι χρήσιμο σε όλους τους ανθρώπους.

8. Κατά δεύτερο λόγο, πρέπει επίσης να έχουμε υπόψη μας ότι οι υπήκοοι δεν είναι αυτόνομοι, αλλά υπόκεινται στο νόμο της πολιτείας· αυτό όμως μόνο στο βαθμό που φοβούνται τη δύναμη ή τις απειλές της, ή στο βαθμό που αγαπούν την πολιτειακή κατάσταση (σύμφωνα με την παρ. 10 του προηγ. κεφ.). Απ’ αυτό έπεται πως όλα εκείνα, τα οποία δεν είναι δυνατό κανείς, είτε με υποσχέσεις είτε με απειλές, να οδηγηθεί να κάνει, δεν συμπεριλαμβάνονται στο δικαίωμα της πολιτείας. Κανείς π. χ. δεν μπορεί να εγκαταλείψει την κριτική του ικανότητα· διότι ποιες υποσχέσεις ή απειλές θα μπορούσαν να οδηγήσουν έναν άνθρωπο να πιστέψει ότι το όλο δεν είναι μεγαλύτερο απ’ το μέρος του, ή ότι ο Θεός δεν υπάρχει, ή πάλι να θεωρήσει ως άπειρο ένα σώμα που βλέπει ότι είναι πεπερασμένο και, γενικά μιλώντας, να τον οδηγήσουν να πιστέψει κάτι που είναι αντίθετο σ’ αυτό που αισθάνεται ή σκέφτεται; Και, ομοίως, ποιες υποσχέσεις ή απειλές μπορούν να κάνουν έναν άνθρωπο να αγαπήσει αυτόν που μισεί, ή να μισήσει αυτόν που αγαπά; Εδώ επίσης πρέπει να εντάξουμε και εκείνες τις πράξεις, που είναι τόσο αταίριαστες με την ανθρώπινη φύση, ώστε να θεωρούνται χειρότερες κι απ’ το χειρότερο κακό· όπως ας πούμε το να μαρτυρεί κανείς ενάντια στον εαυτό του, να βασανίζει τον εαυτό του, να σκοτώνει τους γονείς του, να μην προσπαθεί να αποφύγει το θάνατο, και άλλες παρόμοιες, στις οποίες δεν μπορεί να οδηγηθεί κανείς με καμία υπόσχεση και καμία απειλή. ΄Ωστε αν κανείς ήθελε παρόλα αυτά να πει ότι η πολιτεία έχει το δικαίωμα ή τη δύναμη να προστάξει κάποιον να κάνει τέτοιες πράξεις, αυτό δεν θα είχε περισσότερο νόημα απ’ ότι αν λέγαμε ότι ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα να τρελαθεί ή να παραληρεί: διότι τι άλλο από παραλήρημα θα ήταν ένα δίκαιο, το οποίο δεν θα μπορούσε να εξαναγκάσει κανένα; Μιλώ εδώ ρητά για πράξεις, οι οποίες δεν είναι δυνατό να υπάγονται στο δίκαιο της πολιτείας, και τις οποίες αποστρέφεται πλήρως η ανθρώπινη φύση. Βέβαια, ένας ηλίθιος ή ένας μανιακός δεν μπορεί να οδηγηθεί από καμία υπόσχεση και καμία απειλή ώστε να εκτελέσει μία εντολή· επίσης, ο ένας ή ο άλλος άνθρωπος, λόγω της προσκόλλησής του σε αυτή ή εκείνη τη θρησκεία, μπορεί να κρίνει ότι οι νόμοι του κράτους είναι χειρότεροι κι απ’ το χειρότερο κακό· αυτό όμως δεν καθιστά ανίσχυρους τους νόμους της πολιτείας, απ’ τη στιγμή που οι περισσότεροι πολίτες δεσμεύονται απ’ αυτούς. Γι’ αυτό, εκείνοι που δεν φοβούνται ούτε ελπίζουν τίποτε, ακολουθούν στο βαθμό αυτό το δικό τους νόμο (σύμφωνα με την παρ. 10 του προηγ. κεφ.), άρα είναι (σύμφωνα με την παρ. 14 του προηγ. κεφ.) εχθροί του κράτους, το οποίο δικαιούται να τους εξαναγκάσει σε υπακοή.

9. Το τρίτο σημείο τέλος που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας είναι ότι μια ενέργεια, η οποία θα έκανε τους περισσότερους να αγανακτήσουν, κάθε άλλο παρά συμπεριλαμβάνεται στο δικαίωμα της πολιτείας. Διότι είναι σίγουρο ότι οι άνθρωποι, καθοδηγημένοι από τη φύση, συσπειρώνονται σε ένα σώμα, είτε λόγω ενός κοινού φόβου, είτε από επιθυμία να εκδικηθούν για κάποια κοινή ζημία· και, καθώς το δικαίωμα της πολιτείας καθορίζεται από την κοινή δύναμη του πλήθους, είναι σίγουρο ότι όσο μια πολιτεία γεννά η ίδια αιτίες ώστε να συσπειρώνονται οι περισσότεροι εναντίον της, τόσο περισσότερο μειώνεται η δύναμη και το δικαίωμά της. Οπωσδήποτε και η πολιτεία έχει πράγματα που φοβάται, και όπως ο κάθε πολίτης, ή ο κάθε άνθρωπος στη φυσική κατάσταση, έτσι και η πολιτεία τόσο λιγότερο αυτόνομη είναι, όσο περισσότερες αιτίες έχει να φοβάται. Αυτά λοιπόν περί των δικαιωμάτων της υπέρτατης εξουσίας ως προς τους υπηκόους: και τώρα, πριν ασχοληθώ με τα δικαιώματά της ως προς τους άλλους, πρέπει να επιλύσω ένα ζήτημα που τίθεται συχνά σχετικά με τη θρησκεία.

10. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να μας προβάλει την αντίρρηση, μήπως η πολιτειακή κατάσταση και η υπακοή που δείξαμε ότι απαιτεί από τους υπηκόους η κατάσταση αυτή, αναιρεί τη θρησκεία και τη λατρεία που οφείλουμε προς το Θεό. Αν όμως σταθμίσουμε σωστά το πράγμα, δεν θα βρούμε τίποτε που να μπορεί να γεννήσει δυσκολίες. Διότι ο νους, στο βαθμό που χρησιμοποιεί το Λόγο, δεν υπόκειται στο νόμο της υπέρτατης εξουσίας, αλλά στο δικό του νόμο (σύμφωνα με την παρ. 11 του προηγ. κεφ.). ΄Ετσι, η αληθινή γνώση και αγάπη του Θεού δεν μπορεί να υπόκειται στις προσταγές κανενός –ούτε βέβαια η αγάπη προς τον πλησίον (σύμφωνα με την παρ. 8 αυτού του κεφ.)· και αν σκεφτούμε επίσης ότι η αγάπη αυτή φτάνει στο ύψιστο σημείο της όταν αποβλέπει στη διατήρηση της ειρήνης και της ομόνοιας, δεν θα μας μείνει αμφιβολία ότι ένας άνθρωπος εκπληρώνει πραγματικά το καθήκον του όταν βοηθά το συνάνθρωπό του τόσο, όσο επιτρέπουν οι νόμοι της πολιτείας, δηλαδή η ομόνοια και η ηρεμία. Όσο αφορά την εξωτερική λατρεία, είναι σίγουρο ότι αυτή δεν μπορεί καθόλου ούτε να προωθήσει ούτε να βλάψει την αληθινή γνώση του Θεού και την αγάπη που αυτή αναγκαία συνεπάγεται· έτσι ώστε δεν υπάρχει λόγος να φοβόμαστε ότι είναι ικανή από μόνη της να διαταράξει τη δημόσια ειρήνη και την ηρεμία. Αλλά σίγουρα εγώ δεν έχω οριστεί από το δίκαιο της φύσης, δηλαδή (σύμφωνα με την παρ. 3 του προηγ. κεφ.) από κάποιο διάταγμα του Θεού, ως υπέρμαχος της θρησκείας· ούτε έχω καμία δύναμη, όπως είχαν κάποτε οι μαθητές του Χριστού, να αποπέμπω ακάθαρτα πνεύματα και να κάνω θαύματα. Διότι όταν κανείς προσπαθεί να διαδώσει μια θρησκεία σε μέρη όπου είναι απαγορευμένη, η δύναμη αυτή του είναι τόσο απαραίτητη, ώστε χωρίς αυτήν όχι μόνο θα πάει, κατά το κοινώς λεγόμενο, χαμένος ο κόπος του, αλλά θα δημιουργήσει και ένα σωρό προβλήματα. Όλοι οι αιώνες δίνουν θλιβερότατα παραδείγματα αυτού του πράγματος. Ο καθένας, λοιπόν, οπουδήποτε και αν βρίσκεται, μπορεί να ασκεί την αληθινή λατρεία του Θεού, και να προνοεί για τον εαυτό του, όπως οφείλει να κάνει ένας ιδιώτης. Η φροντίδα όμως για τη διάδοση της θρησκείας πρέπει να αφεθεί στο Θεό ή στην υπέρτατη εξουσία, στην οποία και μόνο ανήκει η φροντίδα των δημοσίων πραγμάτων. Επανέρχομαι όμως στο θέμα μου.

11. Αφού εξηγήσαμε ποιο είναι το δικαίωμα της υπέρτατης εξουσίας ως προς τους πολίτες και ποιο είναι το καθήκον των υπηκόων, απομένει να εξετάσουμε το δικαίωμά της ως προς τα υπόλοιπα πράγματα· πράγμα που γίνεται εύκολα κατανοητό από όσα ήδη ειπώθηκαν. Πραγματικά, αφού, σύμφωνα με την παρ. 2 αυτού του κεφ., το δικαίωμα της υπέρτατης εξουσίας δεν είναι τίποτε άλλο από το δικαίωμα της ίδιας της φύσης, έπεται πως δύο κράτη έχουν μεταξύ τους την ίδια σχέση που έχουν δύο άνθρωποι στη φυσική κατάσταση· με τη διαφορά πως μία πολιτεία μπορεί να προφυλαχθεί και να μην υποταχθεί στην άλλη, πράγμα που ένας άνθρωπος στη φυσική κατάσταση δεν μπορεί να κάνει. Διότι οπωσδήποτε τον άνθρωπο τον καταβάλλει καθημερινά ο ύπνος, συχνά η αρρώστια ή η ψυχική ασθένεια και, τέλος, το γήρας· και, πέρα απ’ αυτά, βρίσκεται συχνά αντιμέτωπος και με άλλα προβλήματα, από τα οποία η πολιτεία μπορεί να προφυλαχθεί.

12. Μια πολιτεία λοιπόν είναι αυτόνομη, όταν μπορεί να προφυλάσσει τον εαυτό της και να αποφεύγει να υποταχθεί σε μία άλλη (σύμφωνα με τις παρ. 9 και 15 του προηγ. κεφ.), και ετερόνομη, (σύμφωνα με τις παρ. 10 και 15 του προηγ. κεφ.), όταν φοβάται την ισχύ κάποιας άλλης πολιτείας, ή όταν εμποδίζεται απ’ αυτή να εκτελέσει αυτό που αποφασίζει, ή, τέλος, όταν έχει ανάγκη από τη βοήθεια της άλλης για τη διατήρηση και την ανάπτυξή της. Διότι είναι αναμφίβολο ότι, αν δύο πολιτείες αποφασίσουν να παράσχουν αμοιβαία βοήθεια η μία στην άλλη, και οι δύο από κοινού θα έχουν μεγαλύτερη δύναμη και, συνεπώς, μεγαλύτερο δικαίωμα απ’ ό,τι η καθεμιά ξεχωριστά. Βλ. την παρ. 13 του προηγ. κεφ.

13. Aυτά μάλιστα μπορούν να γίνουν σαφέστερα κατανοητά αν σκεφτούμε ότι δύο πολιτείες είναι εκ φύσεως εχθροί: διότι οι άνθρωποι (σύμφωνα με την παρ. 14 του προηγ. κεφ.) στη φυσική κατάσταση είναι εχθροί· όσοι λοιπόν διατηρούν τα φυσικά τους δικαιώματα εκτός της πολιτείας, παραμένουν εχθροί. Αν λοιπόν μια πολιτεία αποφασίσει να διεξαγάγει πόλεμο εναντίον μιας άλλης και να προσπαθήσει με ακραία μέσα να την υποτάξει στο δικό της νόμο, η προσπάθειά της αυτή θα είναι θεμιτή και νόμιμη, αφού για να κηρύξει πόλεμο, το μόνο που απαιτείται είναι να θέλει να κηρύξει πόλεμο. Ως προς την ειρήνη όμως δεν μπορεί να γίνει κανένας διακανονισμός χωρίς τη σύμφωνη θέληση της άλλης πολιτείας. Απ’ αυτό έπεται πως το δικαίωμα του πολέμου ανήκει στην κάθε μια πολιτεία· το δικαίωμα της ειρήνης όμως δεν ανήκει σε μία, αλλά σε δύο τουλάχιστον πολιτείες, οι οποίες στην περίπτωση αυτή λέγονται σύμμαχες.

14. Η συμμαχία αυτή θα παραμείνει σταθερή τόσο, όσο η αιτία για την οποία έχει συναφθεί, δηλαδή ο φόβος μιας ζημίας ή η ελπίδα ενός κέρδους, εξακολουθεί να ισχύει· εάν αυτή πάψει να ισχύει για τη μία απ’ τις δύο πολιτείες, τότε αυτή επανέρχεται στην αυτονομία της (σύμφωνα με την παρ. 10 του προηγ. κεφ.) και ο δεσμός που έδενε τις δύο πολιτείες μεταξύ τους αυτόματα λύνεται. Η κάθε μία πολιτεία λοιπόν διατηρεί ακέραιο το δικαίωμα να διαλύσει τη συμμαχία οποτεδήποτε θελήσει· και δεν μπορεί να πει κανείς ότι ενεργεί με δόλο ή κακοπιστία επειδή παραβιάζει τη συμφωνία μόλις εκλείψει η αιτία τού φόβου ή της ελπiδας της: διότι ο όρος αυτός ήταν ο ίδιος και για τα δύο συμβαλλόμενα μέρη –ότι δηλαδή όποιος μπορέσει πρώτος να απαλλαγεί από το φόβο του, θα επανακτήσει την αυτονομία του και θα μπορεί να τη χρησιμοποιήσει όπως αποφασίσει η ψυχή του. Και επίσης διότι κανείς δεν συμβάλλεται για το μέλλον παρά υπό περιστάσεις δεδομένες εκ των προτέρων· απ’ τη στιγμή που οι περιστάσεις αυτές αλλάξουν, αλλάζει επίσης και η συνολική λογική των πραγμάτων. Και γι’ αυτό το λόγο κάθε μία από τις συνασπισμένες πολιτείες διατηρεί το δικαίωμα να μεριμνά για το συμφέρον της, και ακόμα η κάθε μια προσπαθεί όσο μπορεί να απαλλαγεί από το φόβο της και συνεπώς να καταστεί αυτόνομη, και να εμποδίσει την άλλη να αποβεί ισχυρότερη. Άρα, αν μία πολιτεία παραπονιέται ότι εξαπατήθηκε, δεν πρέπει να τα βάζει με την κακοπιστία της σύμμαχης πολιτείας, αλλά μάλλον με τη δική της ανοησία να εμπιστευτεί τη σωτηρία της σε μία άλλη πολιτεία, αυτόνομη, για την οποία υπέρτατος νόμος είναι η δική της σωτηρία και κυριαρχία.

15. Στις πολιτείες που έχουν υπογράψει ειρήνη ανήκει το δικαίωμα να επιλύουν τυχόν ζητήματα που μπορεί να ανακύψουν σχετικά με του όρους της ειρήνης, δηλαδή τους κανόνες με τους οποίους δεσμεύτηκαν η μία προς την άλλη· και αυτό επειδή το δικαίωμα για σύναψη ειρήνης δεν ανήκει σε μία πολιτεία, αλλά στις δύο συμβαλλόμενες από κοινού (σύμφωνα με την παρ. 13 του κεφ. αυτού). Αν αυτές δεν μπορούν να συμφωνήσουν γι’ αυτά τα ζητήματα, τότε αυτομάτως επανέρχονται σε κατάσταση πολέμου.

16. Όσο περισσότερες πολιτείες υπογράφουν από κοινού μια συνθήκη ειρήνης, τόσο λιγότερο επίφοβη καθίσταται η κάθε μία απ’ αυτές για τις υπόλοιπες, ή, με άλλα λόγια, τόσο λιγότερη εξουσία έχει η κάθε μια να κηρύξει πόλεμο· και, αντίστοιχα, τόσο περισσότερο υποχρεωμένη να τηρεί τους όρους της ειρήνης και να συμμορφώνεται με την κοινή θέληση των συμμάχων (δηλαδή, σύμφωνα με την παρ. 13 αυτού του κεφ., τόσο λιγότερο αυτόνομη) είναι.

17. Κατά τα λοιπά, όσα είπαμε εδώ δεν αναιρούν την καλή πίστη, που o Ορθός Λόγος και η θρησκεία μας διδάσκουν ότι πρέπει να τηρούμε: διότι ούτε ο λόγος ούτε η Γραφή μας διδάσκουν να τηρούμε όλες τις υποσχέσεις που δώσαμε. Αν, π. χ., έχω υποσχεθεί να φυλάξω κάποια χρήματα τα οποία μου έδωσε κάποιος κρυφά, δεν υποχρεούμαι να κρατήσω το λόγο μου απ’ τη στιγμή που μάθω, ή που πιστεύω πως ξέρω, ότι αυτά που μου έδωσε να φυλάξω ήταν κλεμμένα· πολύ ορθότερα θα ενεργούσα εάν παρέδιδα τα χρήματα στον αρχικό κάτοχό τους. Ομοίως, εάν και η υπέρτατη εξουσία υποσχεθεί σε κάποιον άλλο να κάνει κάτι, το οποίο αργότερα ο χρόνος ή η λογική δείχνει, ή έστω φαίνεται να δείχνει, ότι είναι επιζήμιο για την κοινή σωτηρία των υπηκόων της, είναι οπωσδήποτε υποχρεωμένη να παραβεί το λόγο της. Καθώς λοιπόν η Γραφή δεν μας διδάσκει, παρά μόνο ως γενικό κανόνα, να τηρούμε την πίστη, και αφήνει στον καθένα να κρίνει ποιες ατομικές περιπτώσεις πρέπει να εξαιρεθούν, άρα δεν διδάσκει τίποτε που να αντιβαίνει σε όσα δείξαμε.

18. Αλλά για να μη χρειάζεται κάθε τόσο να διακόπτω το νήμα του λόγου μου και να απαντάω σε παρόμοιες αντιρρήσεις, θέλω να υπενθυμίσω ότι όλα όσα εξέθεσα βασίζονται αναγκαία στην ανθρώπινη φύση, με οποιοδήποτε τρόπο και αν τη θεωρήσουμε, δηλαδή στην καθολική προσπάθεια (conatus) όλων των ανθρώπων να διατηρήσουν τον εαυτό τους, η οποία προσπάθεια ενυπάρχει σε όλους τους ανθρώπους, είτε είναι αμαθείς είτε σοφοί· έτσι ώστε, είτε θεωρήσουμε τους ανθρώπους ως καθοδηγούμενους από το πάθος είτε ως καθοδηγούμενους από το Λόγο, θα ήταν το ίδιο πράγμα· καθότι η απόδειξη αυτή, όπως είπαμε, είναι καθολική.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

1. Δείξαμε στο προηγ. κεφ. ποιο είναι το δικαίωμα της υπέρτατης εξουσίας, το οποίο καθορίζεται από τη δύναμή της. και είδαμε ότι το δικαίωμα αυτό συνίσταται κυρίως στο εξής: ότι αυτή αποτελεί τρόπον τινά την ψυχή του κράτους, από την οποία οφείλουν όλοι να καθοδηγούνται· και έτσι μόνον αυτή έχει το δικαίωμα να κρίνει τι είναι καλό, τι κακό, τι δίκαιο και τι άδικο, με άλλα λόγια να κρίνει τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνει ο καθένας από τους υπηκόους ή όλοι οι υπήκοοι από κοινού· είδαμε επίσης ότι, γι’ αυτό το λόγο, μόνο σ’ αυτήν ανήκει το δικαίωμα να συντάσσει νόμους και να τους ερμηνεύει, εάν προκύψει διαφωνία περί αυτών, ενόψει κάποιας ατομικής περίπτωσης· και ακόμα να κρίνει εάν μια δεδομένη πράξη είναι αντίθετη ή σύμφωνη με το νόμο (βλέπε παρ. 3, 4 και 5 του προηγ. κεφ.)· και, τέλος, να κηρύσσει πόλεμο, να προτείνει και να θέτει όρους για την ειρήνη ή να αποδέχεται αυτούς που της προτάθηκαν. Βλέπε παρ. 12 και 13 του προηγ. κεφ.

2. Επειδή όλα τα παραπάνω, μαζί με τα μέσα που απαιτούνται για να πραγματοποιηθούν, απαρτίζουν το σύνολο των υποθέσεων οι οποίες αφορούν ολόκληρο το σώμα του κράτους, δηλαδή τα δημόσια πράγματα, αυτό συνεπάγεται ότι τα δημόσια πράγματα εξαρτώνται αποκλειστικά από τις κατευθύνσεις εκείνου που κατέχει την υπέρτατη εξουσία. Συνεπάγεται επίσης ότι είναι δικαίωμα της υπέρτατης εξουσίας και μόνο να αποφασίζει σχετικά με της πράξεις του καθενός, να ζητά το λόγο από οποιονδήποτε για τις πράξεις του, να επιβάλλει ποινές σε όσους παρανομούν, και να επιλύει δικαστικές διαμάχες μεταξύ των πολιτών ή να διορίζει νομομαθείς οι οποίοι να ασκούν τις λειτουργίες αυτές για λογαριασμό της· έπειτα, να ελέγχει και να οργανώνει όλα όσα σχετίζονται με τον πόλεμο και την ειρήνη: δηλαδή να ιδρύει και να οχυρώνει πόλεις, να στρατολογεί άνδρες και να καθορίζει τα καθήκοντά τους, να διατάσσει ό,τι κρίνει σκόπιμο, να αποστέλλει ή να ακροάται πρεσβευτές για ειρηνευτικές συνομιλίες και, τέλος, να συγκεντρώνει χρήματα για όλα αυτά τα έξοδα.

3. Καθώς λοιπόν μόνη η υπέρτατη εξουσία έχει το δικαίωμα να ασκεί τη διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων ή να επιλέγει υπουργούς στους οποίους να την αναθέτει, έπεται πως εάν ένας υπήκοος αποφασίσει να ασκήσει κάποια δημόσια λειτουργία (negotium) με δική του πρωτοβουλία και εν αγνοία του υπέρτατου συμβουλίου, τότε διαπράττει προσβολή της κρατικής εξουσίας, ακόμα και αν πίστευε ότι αυτό που σκόπευε να κάνει ήταν για το συμφέρον της πολιτείας.

4. Είθισται ωστόσο να ερωτούν εάν η υπέρτατη εξουσία δεσμεύεται από τους νόμους, και συνεπώς εάν μπορεί να αμαρτάνει. Πραγματικά, καθώς οι λέξεις «νόμος» και «αμάρτημα» αναφέρονται συχνά σε σχέση όχι τόσο με τους νόμους της πολιτείας, αλλά και με τους κοινούς κανόνες όλων των φυσικών πραγμάτων, και κυρίως με τους κανόνες του λόγου, δεν μπορούμε να πούμε κατά απόλυτο τρόπο ότι η πολιτεία δεν δεσμεύεται από κανενός είδους νόμους, και άρα ότι δεν μπορεί να αμαρτάνει. Διότι αν δεν δεσμευόταν από κάποιους νόμους ή κανόνες, χωρίς τους οποίους η πολιτεία δεν θα ήταν πολιτεία, τότε θα έπρεπε να τη θεωρήσουμε όχι σαν φυσικό πράγμα, αλλά σαν μια χίμαιρα. Αμαρτάνει λοιπόν η πολιτεία όταν κάνει η ίδια ή όταν επιτρέπει να γίνονται πράξεις τέτοιες, που να μπορούν να προκαλέσουν την καταστροφή της. Τότε συνεπώς λέμε ότι η πολιτεία αμαρτάνει, με την ίδια έννοια που οι φιλόσοφοι ή οι ιατροί λένε ότι η φύση αμαρτάνει· και με αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε ότι μια πολιτεία αμαρτάνει όταν ενεργεί αντίθετα με αυτό που υπαγορεύει ο λόγος. Διότι μία πολιτεία τόσο περισσότερο αυτόνομη είναι, όταν ενεργεί σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις του λόγου (σύμφωνα με την παρ. 7 του προηγ. κεφ.)· στο βαθμό λοιπόν που ενεργεί ενάντια στο Λόγο, υπολείπεται από την ίδια τη φύση της, δηλαδή αμαρτάνει. Αλλά αυτό θα μπορέσουμε να το κατανοήσουμε σαφέστερα εάν λάβουμε υπόψη μας πως, όταν λέμε ότι κάποιος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει με ένα πράγμα που δικαιωματικά του ανήκει, αυτή η εξουσία πρέπει να καθορίζεται όχι μόνο από τη δύναμη του δρώντoς, αλλά και από τη δεκτικότητα του υφισταμένου τη δράση. Αν λοιπόν πω π.χ. ότι ένα τραπέζι δικαιούμαι να το κάνω ό,τι θέλω, προφανώς δεν εννοώ ότι το τραπέζι αυτό έχω το δικαίωμα να το κάνω να τρώει χόρτο. Κατά τον ίδιο τρόπο, παρόλο που λέμε ότι οι άνθρωποι δεν ακολουθούν το δικό τους νόμο, αλλά αυτόν της πολιτείας, δεν εννοούμε πως οι άνθρωποι αποβάλλουν την ανθρώπινη φύση και υιοθετούν μια άλλη, ούτε βέβαια πως η πολιτεία έχει το δικαίωμα να κάνει τους ανθρώπους να πετούν, ή –πράγμα εξίσου αδύνατο- να τους κάνει να αντιμετωπίζουν με σεβασμό όλα όσα προκαλούν το γέλιο ή την αηδία. Εννοούμε όμως ότι υπάρχουν κάποιες περιστάσεις, οι οποίες, όσο διατηρούνται, διατηρείται κάποιος σεβασμός και φόβος των υπηκόων προς την πολιτεία· όταν αυτές εκλείψουν, εκλείπει ο φόβος και ο σεβασμός και, μαζί μ’ αυτούς, και η ίδια η πολιτεία. Μια πολιτεία λοιπόν, για να μπορεί να είναι αυτόνομη, οφείλει να διατηρεί τις αιτίες του φόβου και του σεβασμού –αλλιώς παύει να είναι πολιτεία. Διότι σ’ εκείνους ή σ’ εκείνον που κατέχει την εξουσία είναι εξίσου αδύνατο το να τρέχει στις πλατείες μεθυσμένος ή γυμνός με πόρνες, να γίνεται υποκριτής, να παραβιάζει ή να περιφρονεί ανοιχτά τους νόμους που ο ίδιος έθεσε, και παρ’ όλα αυτά να διατηρεί το μεγαλείο του, όσο αδύνατο είναι το να υπάρχει και ταυτόχρονα να μην υπάρχει. Επίσης, με το να προβαίνει κανείς σε σφαγές και λεηλασίες των υπηκόων του, σε αρπαγές γυναικών και σε άλλες παρόμοιες πράξεις, μετατρέπει το φόβο σε αγανάκτηση και, συνεπώς, την πολιτειακή κατάσταση σε κατάσταση εχθρότητας.

5. Βλέπουμε λοιπόν με ποια έννοια μπορούμε να πούμε ότι η πολιτεία δεσμεύεται από νόμους και μπορεί να αμαρτάνει. Πραγματικά, αν με νόμο εννοούμε το πολιτειακό δίκαιο, με βάση το οποίο μπορεί κανείς να διεκδικήσει τα αστικά του δικαιώματα, και με αμάρτημα μία πράξη που απαγορεύεται από το πολιτειακό δίκαιο, αν δηλαδή πάρουμε τα ονόματα αυτά με τη γνήσια έννοιά τους, τότε δεν μπορούμε με καμία λογική να πούμε ότι η πολιτεία δεσμεύεται από νόμους ή ότι μπορεί να αμαρτάνει. Διότι οι κανόνες και οι προϋποθέσεις του φόβου και του σεβασμού, που πρέπει για το δικό της συμφέρον να τηρεί η πολιτεία, δεν έχουν σχέση με τους πολιτειακούς νόμους, αλλά με το φυσικό δίκαιο, εφόσον (σύμφωνα με την προηγ. παρ.) μπορούν να διεκδικηθούν όχι με βάση το πολιτειακό δίκαιο, αλλά με βάση το δίκαιο του πολέμου· και η πολιτεία δεν υποχρεούται να τηρεί τους όρους αυτούς για κανένα άλλο λόγο, παρά για τον ίδιο λόγο ο οποίος υποχρεώνει τον άνθρωπο στη φυσική κατάσταση να μην αυτοκτονεί, εφόσον θέλει να παραμείνει κύριος και όχι εχθρός του εαυτού του. Πράγμα βέβαια που δεν συνιστά συμμόρφωση σε μια υποχρέωση, αλλά την ίδια την ελευθερία της ανθρώπινης φύσης. Οι πολιτειακοί νόμοι, εξάλλου, εξαρτώνται από μόνες τις αποφάσεις της πολιτείας, η οποία, για να παραμείνει ελεύθερη, δεν είναι υποχρεωμένη να αρέσει σε κανένα, παρά μόνο στον εαυτό της, ούτε να θεωρεί οτιδήποτε ως καλό ή κακό, παρά μόνο αυτό που η ίδια κρίνει ως καλό ή κακό. ΄Ετσι έχει το δικαίωμα όχι μόνο να υπερασπίζεται τον εαυτό της, να συντάσσει και να ερμηνεύει τους νόμους, αλλά επίσης και να τους καταργεί, ή να απονέμει χάρη σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, δυνάμει της πλήρους εξουσίας της.

6. Το συμβόλαιο ή οι νόμοι, με τους οποίους ένα πλήθος μεταβιβάζει τα δικαιώματά του σε μία συνέλευση ή σε έναν άνθρωπο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρέπει να παραβιαστούν, όταν αυτό εξυπηρετεί την κοινή σωτηρία. Ωστόσο την κρίση για τη ζήτημα αυτό, αν δηλαδή η παραβίαση αυτή εξυπηρετεί ή όχι την κοινή σωτηρία, δεν μπορεί να την κάνει κανένας ιδιώτης, αλλά μόνο αυτοί που κατέχουν την εξουσία (σύμφωνα με την παρ. 3 αυτού του κεφ.)· άρα, σύμφωνα με το πολιτειακό δίκαιο, ερμηνευτής των νόμων παραμένει ο κάτοχος της εξουσίας. Ας προσθέσουμε εδώ ότι κανείς ιδιώτης δεν δικαιούται να επιδιώξει την εφαρμογή τους· οπότε πράγματι οι νόμοι αυτοί δεν υποχρεώνουν αυτόν που κατέχει την εξουσία. Αν όμως η φύση τους είναι τέτοια, που να μην μπορούν να παραβιαστούν χωρίς ταυτόχρονα να παραλύσει η ζωτική δύναμη της πολιτείας, δηλαδή χωρίς ταυτόχρονα ο κοινός φόβος των περισσότερων πολιτών να μετατραπεί σε αγανάκτηση, τότε με την παραβίαση αυτή η πολιτεία αυτόματα διαλύεται και το συμβόλαιο παύει να ισχύει. Οπότε πλέον δεν μπορεί κανείς να την υπερασπιστεί με βάση το πολιτειακό δίκαιο, αλλά με βάση το δίκαιο του πολέμου. Άρα εκείνοι που κατέχουν την εξουσία δεν έχουν κανένα άλλο λόγο που να τους υποχρεώνει να τηρούν τους όρους του συμβολαίου αυτού, παρά μόνο τον ίδιο λόγο ο οποίος υποχρεώνει τον άνθρωπο στη φυσική κατάσταση να μην αυτοκτονεί, για να μη γίνει εχθρός του εαυτού του, όπως είπαμε στην προηγ. παρ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

1. Στην παρ. 11 του κεφ. 2 δείξαμε ότι ο άνθρωπος τόσο περισσότερο αυτόνομος είναι, όσο περισσότερο καθοδηγείται από το Λόγο και, συνεπώς (βλ. παρ. 7 κεφ. 3), ότι η πολιτεία εκείνη που θεμελιώνεται και διοικείται σύμφωνα με το Λόγο είναι η πλέον αυτόνομη. Και καθώς ο καλύτερος τρόπος για να ζει κανείς και να διατηρεί όσο το δυνατόν περισσότερο τον εαυτό του είναι εκείνος που μας υποδεικνύουν οι επιταγές του λόγου, άρα συνεπάγεται ότι ένας άνθρωπος ή μία πολιτεία ενεργεί κατά τον καλύτερο τρόπο στο βαθμό που καθορίζεται περισσότερο από το δικό της νόμο. Βέβαια δεν ισχυρίζομαι πως ό,τι γίνεται σύμφωνα με το νόμο είναι καλώς καμωμένο: διότι άλλο πράγμα είναι να καλλιεργείς έναν αγρό νόμιμα, και άλλο να τον καλλιεργείς κατά τον καλύτερο τρόπο· άλλο πράγμα, λέγω, είναι να υπερασπίζεσαι και να συντηρείς τον εαυτό σου, να εκφέρεις μία κρίση κ.ο.κ. σύμφωνα με το νόμο, και άλλο να υπερασπίζεσαι και να συντηρείς τον εαυτό σου κατά τον καλύτερο τρόπο ή να εκφέρεις την καλύτερη κρίση. Συνεπώς, άλλο πράγμα είναι να έχεις την εξουσία και τη μέριμνα για τα δημόσια πράγματα σύμφωνα με το νόμο, και άλλο να ασκείς την εξουσία και να διοικείς τα δημόσια πράγματα κατά τον καλύτερο τρόπο. Αφού λοιπόν εξετάσαμε το δικαίωμα όλων των πολιτών εν γένει, είναι καιρός να εξετάσουμε ποια είναι η καλύτερη κατάσταση για ένα κράτος.

2. Το ποια λοιπόν είναι η καλύτερη κατάσταση για ένα κράτος, συνάγεται εύκολα από το σκοπό της πολιτειακής κατάστασης: ο σκοπός αυτός δεν είναι άλλος από την ειρήνη και την ασφάλεια της ζωής. Οπότε το καλύτερο κράτος είναι εκείνο, στο οποίο οι άνθρωποι διάγουν αρμονικά τη ζωή τους, και του οποίου οι νόμοι παραμένουν απαραβίαστοι. Διότι είναι σίγουρο ότι οι στάσεις, οι πόλεμοι, η περιφρόνηση ή η παραβίαση των νόμων δεν πρέπει να καταλογιστούν τόσο στην φαυλότητα των υπηκόων, όσο στην κακή κατάσταση του κράτους· καθότι οι άνθρωποι δεν γεννιούνται πολίτες, αλλά γίνονται. Εξάλλου, τα φυσικά πάθη των ανθρώπων είναι παντού τα ίδια· αν λοιπόν σε μια πολιτεία βασιλεύει μεγαλύτερη κακία και διαπράττονται περισσότερα εγκλήματα απ’ ό,τι σε μια άλλη, αυτό σίγουρα πηγάζει από το γεγονός ότι η πολιτεία αυτή δεν προνόησε αρκετά για την ομόνοια και δεν νομοθέτησε με αρκετή σύνεση, και συνεπώς oύτε απέκτησε το απόλυτο δικαίωμά της ως πολιτεία. Διότι μια πολιτειακή κατάσταση όπου δεν έχουν εξαλειφθεί οι αιτίες που γεννούν τις στάσεις, και όπου διαρκώς απειλείται πόλεμος, όπου, με μια λέξη, οι νόμοι παραβιάζονται συχνά, δεν διαφέρει και πολύ από την ίδια τη φυσική κατάσταση, όπου ο καθένας ζει κατά την κρίση του και με κίνδυνο της ζωής του.

3. Όπως όμως τα ελαττώματα των υπηκόων, η ασυδοσία και η ανομία τους πρέπει να καταλογιστούν στην πολιτεία, έτσι και η αρετή τους και σταθερή προσήλωσή τους στους νόμους πρέπει αντίθετα να αποδοθούν κυρίως στην αρετή και το απόλυτο δίκαιο της πολιτείας, όπως είναι φανερό από την παρ. 15 του κεφ. 2. Εξ ου και –δικαίως- θεωρείται εξαιρετική η αρετή του Αννίβα από το γεγονός ότι ποτέ καμία στάση δεν ξέσπασε στο στρατό του.

4. Mία πολιτεία, της οποίας οι υπήκοοι δεν ξεσηκώνονται να πάρουν τα όπλα επειδή είναι τρομοκρατημένοι από το φόβο, δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι ειρηνική· είναι απλώς μια πολιτεία χωρίς πόλεμο. Διότι ειρήνη δεν είναι η στέρηση του πολέμου, αλλά μια αρετή που πηγάζει από τη δύναμη της ψυχής: καθότι υπακοή, σύμφωνα με την παρ. 19 του κεφ. 2, είναι μια σταθερή θέληση να κάνει κανείς αυτό που η κοινή απόφαση της πολιτείας επιβάλλει. Εξάλλου μια πολιτεία, της οποίας η ειρήνη εξαρτάται από την αδράνεια των υπηκόων, που υπακούουν σαν τα πρόβατα και μαθαίνουν μόνο στη δουλεία, θα έπρεπε μάλλον να την ονομάσουμε ερημία παρά πολιτεία.

5. Όταν λοιπόν λέμε ότι το καλύτερο κράτος είναι εκείνο, στο οποίο οι άνθρωποι διάγουν με ομόνοια τη ζωή τους, εννοώ την ανθρώπινη ζωή που καθορίζεται όχι από την απλή κυκλοφορία του αίματος και τις άλλες λειτουργίες που είναι κοινές σε όλα τα ζώα, αλλά κυρίως από το Λόγο, την αληθινή αρετή και ζωή του νου.

6. Πρέπει όμως να σημειώσουμε πως, όταν λέω ότι το κράτος εγκαθιδρύεται με αυτό το σκοπό, εγώ τουλάχιστον εννοώ εκείνο το κράτος που εγκαθιδρύει ένα ελεύθερο πλήθος, και όχι εκείνο που επιβάλλεται στο πλήθος με το δίκαιο του πολέμου. Διότι το ελεύθερο πλήθος καθοδηγείται περισσότερο από την ελπίδα παρά από το φόβο, ενώ το υποταγμένο περισσότερο από το φόβο παρά από την ελπίδα· το πρώτο καλλιεργεί τη λατρεία της ζωής, ενώ το δεύτερο προσπαθεί απλώς να αποφύγει το θάνατο. Το πρώτο, λέγω, προσπαθεί να ζει για λογαριασμό του, ενώ το δεύτερο θεωρείται κτήμα τού κατακτητή του· γι’ αυτό λέμε ότι το μεν είναι υπόδουλο, ενώ το δε ελεύθερο. ΄Ωστε ο σκοπός μιας εξουσίας που εγκαθίσταται με το δίκαιο του πολέμου είναι μόνο να επιβάλλεται, και να έχει δούλους μάλλον παρά υπηκόους. Και μολονότι δεν υπάρχει καμία διαφορά ουσίας ανάμεσα σε ένα κράτος δημιουργημένο από ένα ελεύθερο πλήθος και σε ένα άλλο κατακτημένο με το δίκαιο του πολέμου αν αποβλέψουμε στο δικαίωμα του κάθε κράτους από γενική άποψη, ωστόσο ο σκοπός του καθενός, όπως επίσης και τα μέσα που απαιτούνται για τη συντήρησή τους, είναι τελείως διαφορετικά.

7. Τα μέσα, εξάλλου, τα οποία πρέπει να χρησιμοποιήσει ένας ηγεμόνας που κινείται από μόνη τη δίψα της κυριαρχίας, προκειμένου να σταθεροποιήσει και να διατηρήσει την εξουσία του, τα εξέθεσε εκτενώς ο οξυδερκέστατος Μακιαβέλλι: προς ποιο σκοπό όμως το έκανε αυτό, δεν φαίνεται αρκετά καθαρά. Αν πάντως είχε ευγενικό σκοπό, όπως θα πρέπει να πιστέψει κανείς προκειμένου για έναν τόσο σοφό άνδρα, αυτός φαίνεται πως ήταν να δείξει πόσο απερίσκεπτα προσπαθούν πολλοί να βγάλουν απ’ τη μέση έναν τύραννο, ενώ οι αιτίες που κάνουν τον ηγεμόνα να γίνεται τύραννος δεν είναι δυνατό να αρθούν, αλλά αντιθέτως τόσο περισσότερο ενισχύονται όσο περισσότερες αιτίες φόβου γεννιούνται για τον ηγεμόνα: αυτό συμβαίνει όταν το πλήθος χρησιμοποιεί ως υπόδειγμα τον ηγεμόνα, και επαίρεται για μια βασιλοκτονία σαν να επρόκειτο για ένδοξη πράξη. Επίσης, πιθανόν να ήθελε να δείξει πόσο πρέπει να αποφεύγει ένα ελεύθερο πλήθος να εμπιστευτεί τη σωτηρία του κατά απόλυτο τρόπο σε έναν μόνο άνθρωπο· γιατί ο άνθρωπος αυτός, αν δεν είναι τόσο αφελής που να πιστεύει ότι μπορεί να αρέσει σε όλους, θα πρέπει να φοβάται καθημερινά συνωμοσίες· και έτσι θα σκέφτεται κυρίως πώς να προφυλαχθεί και πώς να παγιδεύσει το πλήθος αντί να φροντίζει για το καλό του: σ’ αυτό το συμπέρασμα τείνω να καταλήξω σχετικά με αυτόν τον εξαιρετικά συνετό άνδρα, δεδομένου μάλιστα ότι, όπως είναι γνωστό, υπήρξε οπαδός της ελευθερίας και έδωσε πολύτιμες συμβουλές για τη διαφύλαξή της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

1. Καθότι οι άνθρωποι, όπως είπαμε, καθοδηγούνται περισσότερο από το πάθος παρά από το Λόγο, έπεται ότι το πλήθος οδηγείται κατά φυσικό τρόπο στο να συγκροτηθεί και να ενεργεί σαν να καθοδηγείται από μια μόνο σκέψη με βάση όχι το Λόγο, αλλά κάποιο κοινό συναίσθημα, δηλαδή (όπως είπαμε στην παρ. 9 του κεφ. 3) είτε κάποια κοινή ελπίδα, είτε κάποιο κοινό φόβο, είτε τέλος από την επιθυμία για ανταπόδοση κάποιου κοινού κακού. Καθώς εξάλλου ο φόβος της απομόνωσης ενυπάρχει σε όλους τους ανθρώπους, αφού κανένας μόνος του δεν έχει τη δύναμη να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να εξασφαλίσει όσα είναι απαραίτητα για τη ζωή, έπεται πως οι άνθρωποι εκ φύσεως ορέγονται την πολιτική κατάσταση και δεν είναι ποτέ δυνατό να την διαλύσουν εντελώς.

2. Οι διαμάχες λοιπόν και οι στάσεις που ξεσπούν συχνά σε μία πολιτεία σε καμιά περίπτωση δεν κάνουν τους πολίτες να διαλύσουν την ίδια την πολιτεία (όπως συμβαίνει συχνά με τις άλλες ενώσεις), αλλά στο να μεταβάλλουν τη μορφή της σε μία άλλη, αν φυσικά οι αντιδικίες δεν μπορούν να εκτονωθούν χωρίς η πολιτεία να αλλάξει όψη. Γι’ αυτό, όταν μιλώ για τα μέσα που απαιτούνται για τη διατήρηση του κράτους, εννοώ εκείνα που είναι απαραίτητα για να διατηρηθεί η μορφή τού κράτους χωρίς κάποια αξιοσημείωτη μεταβολή.

3. Αν η ανθρώπινη φύση ήταν έτσι φτιαγμένη που οι άνθρωποι να επιθυμούν περισσότερο αυτό που τους είναι περισσότερο ωφέλιμο, δεν θα χρειαζόταν καμία ειδική προσπάθεια για να επιτευχθεί η ομόνοια και η υπακοή· καθώς όμως η ανθρώπινη φύση πολύ απέχει, όπως είναι προφανές, απ’ το να είναι έτσι συγκροτημένη, το κράτος πρέπει απαραίτητα να εγκαθιδρυθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι άνθρωποι, τόσο αυτοί που άρχουν όσο και αυτοί που άρχονται, να πράττουν, είτε το θέλουν είτε όχι, αυτό που οδηγεί στην κοινή σωτηρία· με άλλα λόγια, να ζουν, είτε εκούσια είτε με καταναγκασμό, σύμφωνα με τις επιταγές του λόγου. Αυτό συμβαίνει αν οι υποθέσεις του κράτους ρυθμίζονται έτσι, ώστε τίποτε από όσα αφορούν την κοινή σωτηρία να μην αφήνεται αποκλειστικά στην καλή πίστη ενός μόνο ανθρώπου. Διότι κανείς δεν είναι τόσο άγρυπνος ώστε να μη χαλαρώνει κάποια στιγμή, και κανείς δεν έχει τόσο ισχυρό και τόσο ακέραιο χαρακτήρα ώστε να μη λυγίζει και να μη νικιέται απ’ τα πάθη του κάποια στιγμή –και μάλιστα τη στιγμή εκείνη που χρειάζεται η μεγαλύτερη ψυχική δύναμη. Και ασφαλώς είναι ανοησία να απαιτούμε από έναν άλλο αυτό που κανείς δεν μπορεί να πετύχει για τον ίδιο του τον εαυτό· να απαιτούμε δηλαδή να επαγρυπνεί για χάρη κάποιου άλλου περισσότερο απ’ ό,τι για τον εαυτό του, να μην είναι άπληστος, ούτε φθονερός, ούτε φιλόδοξος κ.ο.κ. –και μάλιστα όταν δέχεται καθημερινά έντονα ερεθίσματα για κάθε είδος πάθους.

4. Από την άλλη, η εμπειρία φαίνεται να διδάσκει ότι είναι προς το συμφέρον της ειρήνης και της ομόνοιας όλη η εξουσία να ανατεθεί σε έναν άνθρωπο. Διότι κανένα κράτος δεν διήρκεσε τόσο πολύ χωρίς κάποια αξιοσημείωτη μεταβολή όσο το κράτος των Τούρκων· και, αντίστροφα, καμιά κατηγορία κρατών δεν υπήρξε πιο βραχύβια, και σε καμιά άλλη δεν ξέσπασαν τόσες στάσεις, απ’ ό,τι σε αυτά που υπήρξαν λαϊκά ή δημοκρατικά. Αν όμως η σκλαβιά, η βαρβαρότητα και η απομόνωση πρέπει να αποκαλούνται ειρήνη, τότε δεν υπάρχει για τους ανθρώπους μεγαλύτερη δυστυχία από την ειρήνη. Ασφαλώς μεταξύ γονέων και τέκνων ξεσπούν συχνά περισσότερες και πικρότερες αντιδικίες απ’ ό,τι μεταξύ κυρίων και δούλων· αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα πρέπει, για την καλύτερη διοίκηση του οίκου, το πατρικό δικαίωμα να μετατραπεί σε δεσποτεία και τα παιδιά να αντιμετωπίζονται σαν δούλοι. Το να μεταβιβάζεται λοιπόν όλη η εξουσία σε έναν, αυτό είναι προς το συμφέρον όχι της ειρήνης, αλλά της υποδούλωσης: διότι η ειρήνη, όπως ήδη είπαμε, συνίσταται όχι στη στέρηση του πολέμου, αλλά στην ενότητα και την ομόνοια των ψυχών.

5. Και ασφαλώς όσοι πιστεύουν ότι μπορεί πραγματικά ένας άνθρωπος να κατέχει, μόνος αυτός, το υπέρτατο δικαίωμα της πολιτείας, κάνουν μεγάλο λάθος. Διότι το δικαίωμα καθορίζεται μόνο από τη δύναμη, όπως δείξαμε στο κεφ. 2: και η δύναμη ενός ανθρώπου είναι πολύ μικρή για να μπορέσει σηκώσει ένα τόσο μεγάλο βάρος. ΄Ετσι συμβαίνει ώστε αυτός που το πλήθος επιλέγει για βασιλιά επιδιώκει συνήθως να βρει κάποιους διοικητές ή συμβούλους ή κάποιους φίλους, στους οποίους εμπιστεύεται τη σωτηρία τη δική του και όλων των υπολοίπων· έτσι ώστε το κράτος που θεωρείται ως απολύτως μοναρχικό στην πράξη είναι ουσιαστικά αριστοκρατικό, κατά τρόπο όμως όχι εμφανή, αλλά λανθάνοντα –δηλαδή κατά το χειρότερο τρόπο. Ας προσθέσουμε εδώ ότι ένας βασιλιάς που είναι ανήλικος, ασθενής ή υπέργηρος, είναι βασιλιάς μόνο κατά παραχώρηση· την πραγματική εξουσία την έχουν αυτοί που διαχειρίζονται τις ανώτατες κρατικές υποθέσεις, δηλαδή αυτοί που βρίσκονται πλησιέστερα στο βασιλιά. Για να μην αναφέρω ότι ένας βασιλιάς που είναι έρμαιο της φιληδονίας του συμβαίνει συχνά να ρυθμίζει τα πάντα κατά τις ορέξεις των παλλακίδων η των παρακοιμωμένων του. Είχα ακούσει, έλεγε ο Ορσίνης, ότι κάποτε στην Ασία κυβερνούσαν οι γυναίκες· αλλά το να κυβερνά ένας ευνούχος, αυτό είναι πραγματικά κάτι νέο. Curtius lib. α, Cap. I.

6. Eπιπλέον, είναι βέβαιο ότι μια πολιτεία κινδυνεύει πάντα περισσότερο από τους ίδιους τους πολίτες της παρά από τους εχθρούς της· διότι οι καλοί πολίτες είναι σπάνιοι. Απ’ αυτό έπεται ότι, εάν σε κάποιο κράτος το σύνολο των δικαιωμάτων μεταβιβαστεί σε έναν, τότε αυτός θα φοβάται πάντα περισσότερο τους πολίτες του κράτους του και όχι τους εχθρούς, και συνεπώς θα προσπαθεί συνεχώς να προφυλάξει τον εαυτό του και αντί να μεριμνά για τα συμφέροντα των υπηκόων του, θα τους επιβουλεύεται –και προπαντός εκείνους που είναι ονομαστοί για τη σοφία τους ή για τα πλούτη και την ισχύ τους.

7. Ας προστεθεί επιπλέον ότι οι βασιλείς περισσότερο φοβούνται παρά αγαπούν ακόμα και τους γιούς τους, και μάλιστα τόσο περισσότερο, όσο αυτοί είναι ικανότεροι στην τέχνη της ειρήνης και του πολέμου και αγαπητοί στους υπηκόους για τις αρετές τους. Γι’ αυτό και προσπαθούν να τους αναθρέψουν έτσι, ώστε να μη δημιουργείται καμία αιτία φόβου γι’ αυτούς. Σ’ αυτό το ζήτημα οι αξιωματούχοι υπακούουν το βασιλιά με μεγάλη προθυμία και καταβάλλουν κάθε προσπάθεια ώστε να έχουν έναν μελλοντικό βασιλιά απαίδευτο, που να μπορούν να τον παρασύρουν με τεχνάσματα.

8. Από όλα τα παραπάνω έπεται ότι όσο πιο απόλυτα μεταβιβάζονται σε ένα βασιλιά τα δικαιώματα μιας πολιτείας, τόσο λιγότερο αυτόνομος είναι ο ίδιος, και τόσο αθλιότερη είναι η κατάσταση των υπηκόων του. Γι’ αυτό, προκειμένου ένα μοναρχικό κράτος να παραμείνει σταθερό, πρέπει να τεθούν γερά τα θεμέλια στα οποία θα εποικοδομηθεί: με αυτά θα εξασφαλιστεί ασφάλεια για το μονάρχη και ειρήνη για το πλήθος, ούτως ώστε ο μονάρχης να είναι τόσο περισσότερο αυτεξούσιος όσο περισσότερο μεριμνά για τη σωτηρία του πλήθους. Στη συνέχεια λοιπόν θα εκθέσω πρώτα με συντομία ποια πρέπει να είναι αυτά τα θεμέλια του μοναρχικού κράτους, και έπειτα θα τα αποδείξω με τάξη.

9. Πρέπει να ιδρυθούν και να οχυρωθούν μία ή περισσότερες πόλεις, και όλοι οι πολίτες τους, είτε κατοικούν μέσα απ’ τα τείχη είτε έξω απ’ αυτά σε γειτονικούς αγρούς, να απολαύουν των ιδίων πολιτειακών δικαιωμάτων· αλλά υπό έναν όρο: ότι κάθε μία θα διαθέτει έναν ορισμένο αριθμό πολιτών για την άμυνα τόσο της ίδιας όσο και ολόκληρης της πολιτείας. Όποια πόλη δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει αυτό τον όρο πρέπει να διατηρείται υπό την κυριαρχία της πολιτείας με διαφορετικούς όρους.

10. Το στράτευμα πρέπει να συγκροτείται από τους πολίτες και μόνο, χωρίς καμία εξαίρεση, και από κανέναν άλλο· όλοι λοιπόν οφείλουν να φέρουν όπλα, και κανείς δεν θα γίνεται δεκτός μεταξύ των πολιτών παρά μόνο αφού ολοκληρώσει τη στρατιωτική του εκπαίδευση και αφού δεσμευθεί ότι θα ασκείται εκ νέου σ’ αυτή συγκεκριμένες περιόδους του έτους. ΄Επειτα, η στρατιωτική δύναμη της κάθε φυλής πρέπει να διαιρείται σε λόχους και λεγεώνες, και διοικητές των λόχων πρέπει να εκλέγονται μόνο αυτοί που κατέχουν καλά την αρχιτεκτονική του πολέμου. ΄Επειτα, οι διοικητές των λόχων και των λεγεώνων πρέπει να εκλέγονται ισόβια· αυτός όμως που θα διοικεί το στράτευμα μιας ολόκληρης φυλής θα εκλέγεται μόνο σε περίοδο πολέμου και θα διατηρεί την εξουσία μέχρι ένα χρόνο το πολύ, χωρίς να μπορεί να παραμείνει ή να εκλεγεί εκ νέου στο αξίωμά του. Οι διοικητές αυτοί πρέπει να επιλέγονται μεταξύ των συμβούλων του βασιλιά (για τους οποίους θα γίνει λόγος στις παρ. 15 και επ.), ή αυτών που έχουν χρηματίσει σύμβουλοι.

11. Οι κάτοικοι όλων των πόλεων και οι αγρότες, με άλλα λόγια όλοι οι πολίτες, πρέπει να διαιρεθούν σε φυλές, οι οποίες να διακρίνονται από το όνομά τους και από κάποιο έμβλημα· όλοι όσοι γεννιούνται σε κάποια απ’ αυτές τις φυλές θα γίνονται δεκτοί μεταξύ των πολιτών και το όνομά τους θα εγγράφεται στον κατάλογο της φυλής τους μόλις φτάσουν στην ηλικία που να μπορούν να φέρουν όπλα και εκπαιδευτούν στα καθήκοντά τους. Θα εξαιρούνται μόνο όσοι έχουν κάνει κάποιο ατιμωτικό έγκλημα, οι μουγγοί, οι παράφρονες και οι υπηρέτες οι οποίοι κερδίζουν τα προς το ζην από κάποια δουλοπρεπή εργασία.

12. Οι αγροί και το σύνολο του εδάφους και, αν γίνεται, ακόμα και τα σπίτια πρέπει να είναι υπό την εξουσία του δημοσίου, δηλαδή εκείνου που κατέχει το ύψιστο πολιτειακό δικαίωμα, ο οποίος να τα εκμισθώνει με ετήσιο μίσθωμα στους πολίτες, τόσο στους κατοίκους των πόλεων όσο και στους αγρότες· επίσης όλοι θα απαλάσσονται και θα είναι ελεύθεροι από κάθε είδους φορολογία σε καιρό ειρήνης. Από το μίσθωμα αυτό, ένα μέρος θα προορίζεται για την οχύρωση της πολιτείας και το υπόλοιπο για τις δαπάνες του βασιλικού οίκου. Διότι και σε καιρό ειρήνης είναι εξίσου αναγκαίο όσο και στον πόλεμο να οχυρώνονται οι πόλεις, και ακόμα να διατηρούνται σε ετοιμότητα τα πλοία και τα υπόλοιπα πολεμικά μέσα.

13. Από τη στιγμή που εκλεγεί ο βασιλιάς από κάποια φυλή, κανείς πλέον δεν θα θεωρείται ευγενής παρά μόνο όσοι κατάγονται από το βασιλιά, οι οποίοι θα πρέπει γι’ αυτό το λόγο να διακρίνονται από τη δική τους και τις υπόλοιπες φυλές με βασιλικά εμβλήματα.

14. Οι άρρενες και όμαιμοι του βασιλιά ευγενείς που είναι συγγενείς εξ αίματος τρίτου ή τετάρτου βαθμού με αυτόν που ασκεί τη βασιλική εξουσία απαγορεύεται να νυμφεύονται, και αν αποκτήσουν τέκνα αυτά θα θεωρούνται παράνομα και ανάξια οποιασδήποτε τιμής, και δεν θα αναγνωρίζονται ως κληρονόμοι των γονέων τους, αλλά τα αγαθά των τελευταίων θα επιστρέφουν στο βασιλιά.

15. Επίσης οι σύμβουλοι του βασιλιά, (οι οποίοι βρίσκονται στην εγγύτερη ή στην αμέσως επόμενη απ’ αυτόν θέση στην ιεραρχία), πρέπει να είναι αρκετοί και να επιλέγονται μόνο μεταξύ των πολιτών· και συγκεκριμένα τρείς ή τέσσερις από κάθε φυλή (ή και πέντε, αν οι φυλές δεν είναι περισσότερες από εξακόσιες), οι οποίοι από κοινού θα συνιστούν ένα μόνο μέλος του συμβουλίου. Όχι ισόβια, αλλά για τρία, τέσσερα ή πέντε χρόνια, και κατά τρόπο ώστε κάθε χρόνο να εκλέγεται εκ νέου το ένα τρίτο, τέταρτο ή πέμπτο των συμβούλων. Σε αυτή την επιλογή πρέπει προπαντός να λαμβάνεται πρόνοια ώστε από κάθε φυλή να επιλέγεται ένας τουλάχιστο νομομαθής ως σύμβουλος.

16. Η επιλογή αυτή πρέπει να γίνεται από τον ίδιο το βασιλιά, ως εξής: στην καθορισμένη περίοδο του έτους που πρέπει να επιλεγούν οι σύμβουλοι, κάθε φυλή θα παραδίδει στο βασιλιά κατάλογο με τα ονόματα όλων των πολιτών της που έχουν φτάσει στο πεντηκοστό έτος της ηλικίας τους και έτσι μπορούν νόμιμα να προταθούν ως υποψήφιοι γι’ αυτό το λειτούργημα· από αυτούς ο βασιλιάς επιλέγει όποιον θέλει. Τη χρονιά που πρέπει να αντικατασταθεί ο νομομαθής σύμβουλος κάποιας φυλής, στο βασιλιά θα παραδίδονται φυσικά τα ονόματα μόνο των νομομαθών. Όσοι διετέλεσαν στο λειτούργημα αυτό για τον καθορισμένο χρόνο δεν μπορούν να παραμένουν άλλο σ’ αυτό, ούτε να επανεγγραφούν στον κατάλογο των εκλόγιμων για μια πενταετία –ή και περισσότερο. Ο λόγος, για τον οποίο είναι ανάγκη να επιλέγεται κάθε χρόνο ένας από κάθε φυλή, είναι πως δεν πρέπει το συμβούλιο να αποτελείται άλλοτε από νέους και άπειρους και άλλοτε από έμπειρους αλλά ηλικιωμένους. Πράγμα που αναπόφευκτα θα συνέβαινε εάν οι παλιοί αποχωρούσαν και οι καινούριοι αναλάμβαναν όλοι ταυτόχρονα· αν όμως κάθε χρόνο επιλέγεται ένας από κάθε φυλή, τότε μόνο το ένα πέμπτο, τέταρτο ή –το πολύ- τρίτο του συμβουλίου θα αποτελείται από νέους. Εάν εξάλλου ο βασιλιάς είναι πολύ απασχολημένος ή από κάποια άλλη αιτία κωλύεται να ασχοληθεί με την επιλογή αυτή, τότε οι ίδιοι οι σύμβουλοι επιλέγουν κάποιους προσωρινά μέχρι ο ίδιος ο βασιλιάς να επιλέξει άλλους ή να εγκρίνει αυτούς που επέλεξε το συμβούλιο.

17. Πρωταρχικό καθήκον του συμβουλίου αυτού θα είναι να φροντίζει για την τήρηση των θεμελιωδών νόμων του κράτους και να δίνει συμβουλές για το χειρισμό των υποθέσεων, ώστε ο βασιλιάς να γνωρίζει τι πρέπει να κάνει για τη δημόσια ωφέλεια· και μάλιστα ο βασιλιάς δεν θα επιτρέπεται να αποφασίζει για οτιδήποτε χωρίς προηγουμένως να ακούσει τη γνώμη του συμβουλίου. Αν όμως το συμβο ύλιο –όπως συμβαίνει συχνά- δεν ομοφωνεί, αλλά έχει διάφορες γνώμες για ένα θέμα, ακόμα και αφού το συζητήσει δύο και τρεις φορές, το πράγμα δεν πρέπει να εξεταστεί περισσότερο, αλλά να διαβιβαστούν στο βασιλιά οι διιστάμενες γνώμες, με τον τρόπο που θα υποδείξουμε στην παρ. 25 αυτού του κεφαλαίου.

18. Περαιτέρω, καθήκον του συμβουλίου αυτού θα είναι να δημοσιεύει τους ορισμούς και τις αποφάσεις του βασιλιά, να μεριμνά για την εφαρμογή των αποφάσεών του για τα δημόσια πράγματα και να έχει τη μέριμνα της συνολικής διοίκησης του κράτους εν ονόματι του βασιλιά.

19. Οι πολίτες δεν θα μπορούν να έχουν καμία πρόσβαση στο βασιλιά παρά μόνο μέσω του συμβουλίου αυτού, στο οποίο θα παραδίδονται όλες οι αναφορές και τα αιτήματα προκειμένου να διαβιβαστούν στο βασιλιά. Aκόμα, οι πρέσβεις άλλων πολιτειών δεν επιτρέπεται να απευθύνονται στο βασιλιά παρά μόνο μετά από άδεια του συμβουλίου. Οι επιστολές επίσης που αποστέλλονται από ξένους τόπους στο βασιλιά πρέπει να παραδίδονται μέσω του συμβουλίου· και, γενικά μιλώντας, ο βασιλιάς πρέπει να θεωρείται ως ο νους της πολιτείας, το δε συμβούλιο ως τα εξωτερικά αισθητήρια του νου ή ως το σώμα της πολιτείας, μέσω του οποίου ο νους αντιλαμβάνεται την κατάσταση της πολιτείας και πράττει αυτό που εκείνος κρίνει καλύτερο.

20. Η επιμέλεια της ανατροφής των γιων του βασιλιά ανήκει επίσης στο συμβούλιο αυτό –όπως επίσης και η επιτροπεία τους, εάν ο βασιλιάς πεθάνει και αφήσει διάδοχο νήπιο ή παιδί. Αλλά στο μεταξύ, για να μην μείνει το συμβούλιο χωρίς βασιλιά, πρέπει να τοποθετείται ο γηραιότερος ευγενής στην πολιτεία ως αναπληρωτής του βασιλιά, μέχρι ο νόμιμος διάδοχος να φτάσει σε ηλικία που να μπορεί να σηκώσει το βάρος της εξουσίας.

21. Για το συμβούλιο αυτό υποψήφιοι θα είναι όσοι κατέχουν τον τρόπο διακυβέρνησης, τα θεμέλια και την κατάσταση ή συνθήκη της πολιτείας, της οποίας είναι υπήκοοι. Όποιος όμως θέλει να καταλάβει θέση νομομαθούς, πέρα από τη διακυβέρνηση και την κατάσταση της πολιτείας της οποίας είναι υπήκοος πρέπει να γνωρίζει επίσης και αυτή των άλλων πολιτειών με τις οποίες η δική του διατηρεί σχέσεις. Κανείς πάντως δεν πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των επιλέξιμων αν δεν έχει φτάσει το πεντηκοστό έτος της ηλικίας του χωρίς να έχει καταδικαστεί για κάποιο έγκλημα.

22. Στο συμβούλιο αυτό δεν πρέπει να λαμβάνεται καμία απόφαση για τα κρατικά ζητήματα παρά μόνο παρουσία όλων των μελών: αν κάποιος δεν μπορεί να παραστεί λόγω ασθενείας ή για άλλη αιτία, τότε πρέπει να στείλει στη θέση του κάποιον άλλο από την ίδια φυλή, που να έχει ήδη διατελέσει στο λειτούργημα αυτό ή που να αναφέρεται στον κατάλογο των επιλέξιμων. Εάν δεν κάνει ούτε αυτό, και το συμβούλιο αναγκαστεί έτσι λόγω της απουσίας του να αναβάλει για άλλη μέρα τη συζήτηση κάποιου ζητήματος, θα τιμωρείται με υψηλό χρηματικό πρόστιμο. Αυτό όμως, εννοείται, όταν πρόκειται για ζητήματα που αφορούν ολόκληρο το κράτος, δηλαδή για ζητήματα πολέμου και ειρήνης, για την κατάργηση ή τη θέσπιση κάποιου νόμου, για το εμπόριο κ.λπ. Αν αντίθετα πρόκειται για ζήτημα που αφορά κά ποια συγκεκριμένη πόλη, για έγγραφες αναφορές κ.λπ., αρκεί να παρίσταται το μεγαλύτερο μέρος του συμβουλίου.

23. Προκειμένου να υπάρχει ισότητα σε όλα μεταξύ των φυλών, αλλά και για να τηρείται κάποια τάξη στον τρόπο που οι σύμβουλοί τους κάθονται, υποβάλλουν προτάσεις και παίρνουν το λόγο, πρέπει να ακολουθούν την αρχή της εναλλαγής, κατά τρόπο ώστε κάθε φυλή να προεδρεύει σε μία μόνο συνεδρίαση, και η φυλή που σε μία συνεδρίαση είναι πρώτη τη τάξει στην επόμενη να είναι τελευταία. Αλλά απ’ αυτούς που είναι από την ίδια φυλή, πρώτος στην ιεραρχία θα είναι αυτός που επελέγη πρώτος ως σύμβουλος.

24. Το συμβούλιο αυτό συγκαλείται τέσσερις τουλάχιστον φορές το χρόνο, για να ζητά από τους υπουργούς απολογισμό για τη διοίκηση του κράτους, να πληροφορείται την κατάσταση των πραγμάτων και να βλέπει αν πρέπει να γίνει κάποια πρόσθετη ρύθμιση. Διότι φαίνεται αδύνατο να ευκαιρούν τόσο πολλοί πολίτες για να ασχολούνται με τα δημόσια πράγματα σε μόνιμη βάση. Καθώς όμως στο μεταξύ τα δημόσια πράγματα δεν παύουν να χρειάζονται αντιμετώπιση, γι’ αυτό από το συμβούλιο αυτό πρέπει να επιλεγούν πενήντα ή περισσότεροι σύμβουλοι οι οποίοι να το αναπληρώνουν όταν δεν θα βρίσκεται σε σύνοδο. Αυτοί θα συνεδριάζουν καθημερινά σε κάποια αίθουσα δίπλα στη βασιλική και θα έχουν την καθημερινή επίβλεψη του δημόσιου ταμείου, της οχύρωσης των πόλεων, της ανατροφής του γιου του βασιλιά και γενικά όλων εκείνων των καθηκόντων του μεγάλου συμβουλίου που μόλις απαριθμήσαμε, εκτός από ένα: ότι δεν θα μπορούν να εξετάσουν νέα ζητήματα για τα οποία καμία απόφαση δεν έ χει ληφθεί.

25. Με τη σύγκληση του συμβουλίου, και πριν γίνει οποιαδήποτε πρόταση, πέντε ή έξι ή περισσότεροι νομομαθείς προερχόμενοι απο τις φυλές που προϊστανται στη συγκεκριμένη συνεδρίαση παρουσιάζονται στο βασιλιά για να του διαβιβάσουν τυχόν έγγραφες αναφορές ή επιστολές, να τον πληροφορήσουν για την κατάσταση των πραγμάτων και, τέλος, να μάθουν από τον ίδιο τι ορίζει να τεθεί προς συζήτηση στο συμβούλιό του. Αφού τον ακούσουν επιστρέφουν στο συμβούλιο και αυτός που προϊσταται της συνεδρίασης κηρύσσει την έναρξή της. Eάν κάποιοι σύμβουλοι θεωρούν ότι ένα ζήτημα έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία, τότε το ζήτημα αυτό δεν θα τίθεται αμέσως σε ψηφοφορία, αλλά θα αναβάλλεται για όσο χρόνο το επιτρέπει το επείγον του πράγματος. Στην περίπτωση αυτή το συμβούλιο διακόπτ ει τις εργασίες του για τον καθορισμένο αυτό χρόνο, και οι σύμβουλοι της κάθε φυλής θα μπορούν στο μεταξύ να συζητήσουν το πράγμα μεταξύ τους και, αν κρίνουν ότι είναι ζήτημα μεγάλης σημασίας, να συμβουλευτούν και άλλους που να έχουν διατελέσει στο παρελθόν στο ίδιο λειτούργημα ή που να είναι υποψήφιοι για το συμβούλιο. Aν μέχρι τον καθορισμένο χρόνο δεν μπορέσουν να συμφωνήσουν μεταξύ τους, η φυλή αυτή θα τίθεται εκτός ψηφοφορίας· διότι κάθε φυλή μπορεί να δώσει μία μόνο ψήφο. Διαφορετικά ο νομομαθής της φυλής παίρνει τις σχετικές οδηγίες και μεταφέρει στο συμβούλιο τη γνώμη που κρίθηκε πως είναι η καλύτερη· το ίδιο και με τις υπόλοιπες φυλές. Kαι αν το μεγαλύτερο μέρος του συμβουλίου, αφού ακούσει τις γνώμες αυτές και το σκεπτικό τους, κρίνει ότι το ζήτημα πρέπει και πάλι να επανεξεταστεί, το συμβούλιο διακόπτει και πάλι τις εργασίες του για κάποιο διάστημα, μετά απ’ το οποίο η κάθε φυλή θα αναγγείλει ποια είναι η οριστική της γνώμη. Τότε μόνο, παρουσία ολόκληρου του συμβουλίου, καταμετρώνται οι ψήφοι· η γνώμη που δεν θα συγκεντρώσει τουλάχιστον εκατό ψήφους θα αποκλείεται, ενώ οι υπόλοιπες θα διαβιβάζονται στο βασιλιά από όλους τους νομομαθείς που ήταν παρόντες στο συμβούλιο, και αυτός, αφού ακούσει τα επιχειρήματα της κάθε πλευράς, θα επιλέγει όποια θέλει. Στη συνέχεια οι νομομαθείς αποχωρούν και επιστρέφουν στο συμβούλιο, όπου όλοι θα περιμένουν το βασιλιά για να τον ακούσουν να τους αναγγείλει, μέσα σε χρονικό διάστημα που ο ίδιος θα καθορίσει, ποια από τις προταθείσες γνώμες έκρινε προτιμητέα, και να ορίσει ο ίδιος τι πρέπει να γίνει.

26. Για την απονομή της δικαιοσύνης πρέπει να σχηματιστεί ένα άλλο συμβούλιο, μόνο από νομομαθείς, των οποίων καθήκον θα είναι να επιλύουν τις δικαστικές διαφορές και να επιβάλλουν ποινές στους εγκληματίες· όλες όμως οι αποφάσεις που θα εκδίδουν πρέπει να επικυρώνονται από εκείνους που αναπληρώνουν το μεγάλο συμβούλιο, για να ελέγχεται αν εκδόθηκαν σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία και χωρίς μεροληψία. Αν το μέρος εκείνο που έχασε τη δίκη μπορέσει να αποδείξει ότι κάποιος από τους δικαστές δωροδοκήθηκε από τον αντίπαλό του, ή ότι είχε κάποιον άλλο κοινό λόγο να δείξει φιλία προς εκείνον ή μίσος προς τον ίδιο, ή τέλος ότι η προβλεπόμενη διαδικασία δεν τηρήθηκε, η απόφαση αυτή θα αναιρείται στο σύνολό της. ΄Ισως η διαδικασία αυτή να μην μπορεί να τηρηθεί από όσους συνηθίζουν, προκειμένου περί εγκλημάτων, να καταδικάζουν τον κατηγορούμενο με βάση όχι πειστήρια, αλλά βασανιστήρια. Εγώ όμως εδώ εξετάζω τη διαδικασία εκείνη που συνάδει κατά τα τον καλύτερο τρόπο με την καλή διακυβέρνηση της πολιτείας, και καμία άλλη.

27. Ο αριθμός των δικαστών αυτών πρέπει να είναι μεγάλος και, επίσης, να είναι περιττός· δηλαδή να είναι εξήντα ένας, ή πενήντα ένας το λιγότερο. Από κάθε φυλή να διορίζεται ένας μόνο δικαστής, όχι όμως ισοβίως, αλλά κατά τρόπο ώστε κάθε χρόνο ένα μέρος τους να αποχωρεί και να αντικαθίσταται από ίσο αριθμό δικαστών από άλλες φυλές, οι οποίοι να έχουν φτάσει το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας τους.

28. Στο συμβούλιο αυτό δεν θα απαγγέλεται καμία απόφαση παρά μόνο παρουσία όλων των δικαστών. Αν κάποιος δεν μπορεί, λόγω ασθενείας ή για άλλους λόγους, να παρίσταται στο συμβούλιο για μεγάλο διάστημα, πρέπει να επιλεγεί άλλος για να τον αναπληρώνει στο διάστημα αυτό. Στις ψηφοφορίες ο κάθε δικαστής δεν θα πρέπει να λέει φανερά τη γνώμη του, αλλά να την δηλώνει με ψήφο.

29. Oι αμοιβές των μελών του συμβουλίου αυτού, καθώς και του προηγούμενου, θα προέρχονται: πρώτον, από τα αγαθά εκείνων που καταδικάσανε οι ίδιοι σε θάνατο, καθώς και εκείνων που τιμωρήθηκαν με κάποιο χρηματικό πρόστιμο. Δεύτερον, σε κάθε απόφαση που θα εκδίδουν για αστικές διαφορές, θα εισπράττουν ένα ποσοστό του συνολικού επίδικου ποσού από εκείνον που έχασε τη δίκη, από το οποίο θα πληρώνονται και τα δύο συμβούλια.

30. Σ’ αυτά τα δύο συμβούλια θα υπάγονται ιεραρχικά άλλα συμβούλια που θα εδρεύουν σε κάθε πόλη. Και αυτών των συμβουλίων τα μέλη δεν πρέπει να διορίζονται ισοβίως, αλλά και εδώ ένα μέρος τους πρέπει να επιλέγεται κάθε χρόνο από τις φυλές που κατοικούν στην πόλη. Αλλά δεν χρειάζεται να αναπτύξουμε περισσότερο αυτό το σημείο.

31. Κανένας μισθός δεν πρέπει να καταβάλλεται σε καιρό ειρήνης για τη στρατιωτική υπηρεσία· σε καιρό πολέμου θα δίδεται ένας ημερήσιος μισθός μόνο σε εκείνους που κερδίζουν τα προς το ζην με τον καθημερινό τους μόχθο. Οι διοικητές των λόχων όμως και οι υπόλοιποι αξιωματούχοι δεν έχουν να περιμένουν καμία άλλη αμοιβή από τον πόλεμο πέρα από τα λάφυρα του αντιπάλου.

32. Αν κάποιος αλλοδαπός νυμφευθεί την κόρη ενός πολίτη, τα τέκνα του θα θεωρούνται πολίτες και θα εγγράφονται στον κατάλογο της φυλής της μητέρας τους. Όσοι όμως γεννήθηκαν και ανατράφηκαν από αλλοδαπούς γονείς μέσα στο κράτος, θα μπορούν να αποκτήσουν τα δικαιώματα του πολίτη και να εγγραφούν στους καταλόγους κάποιας φυλής καταβάλλοντας ένα ορισμένο ποσό χρημάτων στους χιλιάρχους της φυλής αυτής. Ακόμα και αν κάποια φορά οι χιλίαρχοι δωροδοκηθούν και δεχθούν κάποιον ξένο μεταξύ των πολιτών της φυλής τους για ποσό μικρότερο από το καθορισμένο, αυτό καθόλου δεν θα βλάψει το κράτος· αντιθέτως, πρέπει να επινοούνται μέσα με τα οποία να μπορεί να αυξάνεται ευκολότερα ο αριθμός των πολιτών και να συρρέουν περισσότεροι άνθρωποι στην πολιτεία. Όσοι πάντως δεν εγγράφονται στον κατάλογο των πολιτών, θα ήταν σωστό να απαλλάσσονται από τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις σε καιρό πολέμου, έναντι κάποιας άλλης υπηρεσίας ή κάποιας εισφοράς.

33. Οι πρεσβευτές που θα αποστέλλονται σε καιρό ειρήνης σε άλλες πολιτείες για τη σύναψη ή την τήρηση μιας συμφωνίας ειρήνης πρέπει να επιλέγονται μόνο μεταξύ των ευγενών, τα δε έξοδά τους να καλύπτονται από το ταμείο τής πολιτείας και όχι από το ιδιωτικό ταμείο του βασιλιά.

34. Όσοι συχνάζουν στην Αυλή και είναι οικείοι του βασιλιά, καθώς και όσοι εισπράττουν μισθό από το ιδιωτικό ταμείο του, αποκλείονται από κάθε πολιτειακό λειτούργημα ή αξίωμα. Λέω ρητά όσοι εισπράττουν μισθό από το ιδιωτικό ταμείο του για να αποκλεισθούν οι σωματοφύλακες του βασιλιά. Διότι οι σωματοφύλακες δεν πρέπει να είναι άλλοι από τους ίδιους τους πολίτες της πρωτεύουσας, οι οποίοι θα υπηρετούν εναλλάξ ως φρουροί του βασιλιά μπροστά στις πύλες της Αυλής.

35. Πόλεμος δεν πρέπει να διεξάγεται παρά μόνο για τη διασφάλιση της ειρήνης· και, αφού τελειώσει, τα όπλα θα κατατίθενται. Όταν κάποιες πόλεις έχουν καταληφθεί με το δικαίωμα του πολέμου, μετά την ήττα του αντιπάλου η συνθήκη ειρήνης πρέπει να προβλέπει ότι οι κατειλημμένες πόλεις θα παραμείνουν χωρίς καμία φρουρά, αλλά ότι ο αντίπαλος, εφόσον δέχεται τη σύναψη ειρήνης, θα μπορεί κατά παραχώρηση να τις εξαγοράσει έναντι κάποιου τιμήματος, ή –αν βρίσκονται σε επίφοβη θέση, οπότε η διατήρησή τους αφήνει πάντα πίσω της κάποιο φόβο- ότι πρέπει να καταστραφούν τελείως και οι κάτοικοί τους να οδηγηθούν σε άλλους τόπους.

36. Ο βασιλιάς δεν θα επιτρέπεται να συνάψει γάμο με ξένη, παρά μόνο με κάποια συγγενή ή συμπολίτισσά του· αλλά με τον εξής όρο: στη δεύτερη περίπτωση, οι εξ αίματος συγγενείς της συζύγου του δεν θα μπορούν να ασκούν κανένα πολιτειακό αξίωμα.

37. Το κράτος πρέπει να είναι αδιαίρετο. Αν λοιπόν ο βασιλιάς αποκτήσει περισσότερα του ενός τέκνα, θα τον διαδεχθεί νομίμως όποιο από αυτά γεννήθηκε πρώτο· και πάντως σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να διαμοιραστεί το κράτος μεταξύ τους, ούτε να περιέλθει σε όλα ή σε κάποια από αυτά αδιαίρετο· και πολύ λιγότερο βέβαια να δοθεί μέρος του κράτους ως προίκα σε κόρη του βασιλιά. Διότι οι κόρες δεν μπορούν επ’ ουδενί λόγω να κληθούν να κληρονομήσουν το θρόνο.

38. Αν ο βασιλιάς πεθάνει χωρίς αρσενικά τέκνα, διάδοχός του στο θρόνο θα πρέπει να θεωρηθεί ο εγγύτερος συγγενής του εξ αίματος, εκτός αν συμβαίνει να έχει νυμφευθεί ξένηκαι αρνείται να την αποπέμψει.

39. Όσο αφορά τους πολίτες, είναι φανερό από την παρ. 5 του κεφ. 3 ότι ο καθένας από αυτούς οφείλει να υπακούει σε όλες τις εντολές και τα διατάγματα του βασιλιά που δημοσιεύονται από το μεγάλο συμβούλιο (για την προϋπόθεση αυτή βλέπε παρ. 18 και 19 αυτού του κεφαλαίου), ακόμα και αν πιστεύει ότι είναι τα πλέον παράλογα· διαφορετικά μπορεί νόμιμα να εξαναγκαστεί να υπακούσει. Αυτά λοιπόν είναι τα θεμέλια, στα οποία πρέπει να εποικοδομηθεί ένα μοναρχικό κράτος για να είναι σταθερό, με τον τρόπο που θα δείξουμε στο επ. κεφ.

40. Όσο αφορά τη θρησκεία, κανείς απολύτως ναός δεν πρέπει να κτισθεί με δαπάνες των πόλεων, και κανείς νόμος να θεσπιστεί για ζητήματα πεποιθήσεων, εκτός αν αυτές είναι στασιαστικές και ανατρέπουν τα θεμέλια της πολιτείας. Εκείνοι λοιπόν στους οποίους επιτρέπεται να ασκούν δημόσια τη θρησκευτική τους λατρεία, μπορούν, εάν θέλουν, να κτίσουν ναό με δικά τους έξοδα. Όσο για το βασιλιά, αυτός ας έχει στην Αυλή ένα δικό του ναό όπου να τιμά τη θρησκεία στην οποία πιστεύει.

KEΦΑΛΑΙΟ 7

1. Αφού εξέθεσα ποια είναι τα θεμέλια του μοναρχικού κράτους, τώρα θα τα αιτιολογήσω με τη σειρά τους, όπως είχα υποσχεθεί. Πάντως αυτό που πρέπει κυρίως να σημειώσουμε είναι ότι το να τίθενται νόμοι τόσο σταθεροί που να μην μπορούν να καταργηθούν ούτε από τον ίδιο το βασιλιά δεν αντιβαίνει με κανένα τρόπο προς την πρακτική. Διότι οι Πέρσες, για παράδειγμα, συνήθιζαν να λατρεύουν τους βασιλείς τους σαν θεούς, και ωστόσο αυτοί οι ίδιοι οι βασιλείς δεν είχαν την εξουσία να ανακαλέσουν την ισχύ των ήδη τεθειμένων νόμων, όπως είναι φανερό από τον Δανιήλ, κεφ. 6ο. και πουθενά, απ’ όσο ξέρω, ο μονάρχης δεν εκλέγεται απόλυτα, χωρίς κάποιες ρητές προϋποθέσεις. Αυτό λοιπόν δεν είναι αντίθετο στο Λόγο, ούτε στην οφειλόμενη απόλυτη υπακοή στο βασιλιά· διότι τα θεμέλια του κράτους πρέπει να εκλαμβάνονται ως αιώνια διατάγματα του βασιλιά, κατά τρόπο ώστε οι υπουργοί του να παραμένουν απόλυτα πιστοί σε αυτόν όταν αρνούνται να εκτελέσουν μια εντολή του που έρχεται σε σύγκρουση με τα θεμέλια του κράτους. Αυτό μπορούμε να το εξηγήσουμε σαφέστερα με το παράδειγμα του Οδυσσέα. Οι σύντροφοι του Οδυσσέα, λοιπόν, τη δική του εντολή εκτελούσαν όταν αρνούνταν να τον λύσουν από το κατάρτι του πλοίου όπου ήταν δεμένος, παρόλο που αυτός, μαγεμένος από το τραγούδι των Σειρήνων, τους διέταζε και τους απειλούσε με κάθε είδους απειλή· και είναι ένδειξη της σωφροσύνης του το γεγονός ότι μετά ευχαρίστησε τους συντρόφους του που υπάκουσαν στην αρχική του απόφαση. Ενεργώντας με τον ίδιο τρόπο, όπως και ο Οδυσσέας, ακόμα και βασιλείς συνηθίζουν να συμβουλεύουν τους δικαστές να μην υπολογίζουν κανένα όταν απονέμουν δικαιοσύνη, ούτε ακόμα και τον ίδιο το βασιλιά, αν αυτός σε κάποια ατομική περίπτωση τους διατάξει κάτι που ξέρουν ότι είναι αντίθετο στο ισχύον δίκαιο. Διότι οι βασιλείς δεν είναι θεοί, αλλά άνθρωποι, που συχνά γοητεύονται από το τραγούδι των Σειρήνων. Αν λοιπόν τα πάντα εξαρτώνταν από την ευμετάβλητη θέληση ενός ανθρώπου, τότε τίποτε δεν θα ήταν στέρεο. Συνεπώς το μοναρχικό κράτος, για να είναι σταθερό, πρέπει να εγκαθιδρυθεί έτσι, ώστε όλα να γίνονται σύμφωνα με τις αποφάσεις του βασιλιά και μόνο, με άλλα λόγια έτσι ώστε νόμος να είναι μόνο η εκφρασμένη θέληση του βασιλιά· όχι όμως και κάθε θέλημα του βασιλιά να είναι νόμος. Περί αυτών βλέπε παρ. 3, 5 και 6 προηγ. κεφ.

2. Σημειωτέον επίσης πως, όταν θέτουμε αυτά τα τα θεμέλια, πρέπει να λαμβάνουμε οπωσδήποτε υπόψη μας τα ανθρώπινα πάθη· και δεν αρκεί να δείξουμε τι θα έπρεπε να γίνει, αλλά κυρίως τι μπορεί να γίνει για να έχουν οι άνθρωποι σαφείς και σταθερούς νόμους, ασχέτως εαν καθοδηγούνται από τα πάθη ή από το Λόγο. Διότι αν τα πολιτειακά δικαιώματα, δηλαδή η κοινή ελευθερία, επαφίεντο μόνο στο ισχνό στήριγμα που παρέχουν οι νόμοι, τότε η κτήση των δικαιωμάτων αυτών για τους πολίτες θα καθίστατο όχι απλώς επισφαλής, όπως δείξαμε στην παρ. 3 του προηγ. κεφ., αλλά τελείως ανέφικτη. Διότι σίγουρα δεν υπάρχει χειρότερη κατάσταση από εκείνη μιας άλλοτε ισχυρής πολιτείας η οποία αρχίζει να κλονίζεται ή, ακόμα χειρότερα, καταρρέει με το πρώτο χτύπημα και ξεπέφτει στη δουλεία –πράγμα που προηγουμένως φαινόταν αδύνατο. Σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν προτιμότερο για τους υπηκόους να μεταβιβάσουν τα δικαιώματά τους κατά απόλυτο τρόπο σε έναν άνθρωπο, παρά να διεκδικούν για την ελευθερία τους εγγυήσεις αβέβαιες και ανεφάρμοστες, δηλαδή τελικά ανίσχυρες, και έτσι να προετοιμάζουν το δρόμο για την πιο βάναυση υποδούλωση των απογόνων τους. Αν όμως εγώ αποδείξω ότι τα τα θεμέλια του μοναρχικού κράτους που εξέθεσα στο προηγ. κεφ. είναι στέρεα, ότι δεν μπορούν να καταλυθούν χωρίς αυτό να προκαλέσει την αγανάκτηση του μεγαλύτερου μέρους του ένοπλου πλήθους, και ότι εξασφαλίζουν ειρήνη και ασφάλεια για το βασιλιά και το πλήθος, και αν συναγάγω τα θεμέλια αυτά από την κοινή φύση των ανθρώπων, κανείς δεν θα μπορέσει να αμφισβητήσει ότι αυτά είναι καλά και αληθή θεμέλια, όπως φαίνεται από την παρ. 9 κεφ. 3 και τις παρ. 3 και 8 του προηγ. κεφ. Το ότι όντως αυτή είναι η φύση τους, θα το δείξω τώρα όσο συντομότερα μπορώ.

3. Το ότι καθήκον εκείνου που κατέχει την εξουσία είναι να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή την κατάσταση και τις συνθήκες που επικρατούν στο κράτος, να επαγρυπνεί για την κοινή σωτηρία όλων και να πράττει αυτό που είναι ωφέλιμο στο μεγαλύτερο μέρος των υπηκόων, το ομολογούν οι πάντες. Καθώς όμως ένας μόνο άνθρωπος δεν μπορεί να εποπτεύει τα πάντα, ούτε να είναι πάντα σε εγρήγορση και να βάζει το μυαλό του να δουλεύει, και καθώς συχνά η ασθένεια, ο θάνατος ή άλλοι λόγοι τον εμποδίζουν να ασχολείται με τα δημόσια πράγματα, είναι λοιπόν ανάγκη ο μονάρχης να έχει συμβούλους που να γνωρίζουν την κατάσταση των πραγμάτων, να βοηθούν το βασιλιά δίνοντάς του συμβουλές και συχνά να τον αναπληρώνουν· μ’ αυτό τον τρόπο το κράτος, δηλαδή η πολιτεία, θα ενεργεί πάντα στο ίδιο πνεύμα.

4. Καθότι όμως η ανθρώπινη φύση είναι έτσι φτιαγμένη, που ο καθένας επιζητά με πάθος τη δική του ιδιωτική ωφέλεια, κρίνει ως δικαιότερους τους νόμους που συντελούν στη διατήρηση και την αύξηση των δικών του αγαθών και δεν υποστηρίζει την υπόθεση του άλλου παρά μόνο στο βαθμό που πιστεύει ότι με αυτό ενισχύει τη δική του θέση, απ’ αυτό έπεται ότι ως σύμβουλοι πρέπει αναγκαία να επιλέγονται άνθρωποι των οποίων η ιδιωτική περιουσία και ωφέλεια να εξαρτώνται από την κοινή σωτηρία και την ειρήνη. Ακόμα είναι φανερό ότι, αν εκλέγονται κάποιοι σύμβουλοι από κάθε γένος ή από κάθε τάξη πολιτών, τότε οι προτάσεις που θα συγκεντρώνουν τις περισσότερες ψήφους στο συμβούλιο αυτό θα είναι και οι πιο ωφέλιμες για το μεγαλύτερο μέρος των υπηκόων. Και παρόλο που το συμβούλιo αυτό, που αποτελείται από τόσο μεγάλο αριθμό πολιτών, αναπόφευκτα θα πρέπει να περιλαμβάνει και πολλά μέλη χωρίς καμία καλλιέργεια, ωστόσο είναι σίγουρο ότι ο καθένας είναι αρκετά ικανός και επιτήδειος προκειμένου για υποθέσεις με τις οποίες έχει για καιρό ασχοληθεί. Γι’ αυτό, αν επιλέγονται μόνο εκείνοι που μέχρι το πεντηκοστό έτος της ηλικίας τους έχουν ασκήσει με εντιμότητα το επάγγελμά τους, αυτοί θα είναι αρκετά ικανοί να δίνουν συμβουλές για ζητήματα σχετικά με το αντικείμενό τους, ιδίως αν σε ζητήματα μεγάλης βαρύτητας τούς παραχωρείται κάποιος χρόνος για να σκεφτούν. Εξάλλου, και τα ολιγομελή συμβούλια πολύ απέχουν από το να είναι απαλλαγμένα από ακαλλιέργητους ανθρώπους. Αντιθέτως, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους αποτελούνται από παρόμοιους ανθρώπους, δεδομένου ότι εκεί ο καθένας επιδιώκει με κάθε τρόπο να έχει συναδέλφους ανόητους, οι οποίοι να κρέμονται απ’ τα χείλη του· πράγμα που στα μεγάλα συμβούλια δεν μπορεί να γίνει.

5. Επιπλέον, είναι βέβαιο ότι ο καθένας θα προτιμούσε να άρχει παρά να άρχεται· κανείς δεν παραδίδει την εξουσία σε άλλον με τη θέλησή του, όπως λέει ο Σαλλούστιος στον πρώτο του λόγο προς τον Καίσαρα. Είναι λοιπόν φανερό ότι ένα ολόκληρο πλήθος ποτέ δεν θα μεταβίβαζε τα δικαιώματά του σε λίγους ή σε έναν, αν μπορούσε να διατηρήσει την ενότητα στο εσωτερικό του και να αποφύγει τις συγκρούσεις που συχνά γεννιούνται στις μεγάλες ενώσεις και που οδηγούν σε στάσεις. Συνεπώς το πλήθος μεταβιβάζει ελεύθερα στο βασιλιά εκείνο μόνο το οποίο δεν μπορεί να έχει απόλυτα στην εξουσία του, δηλαδή την επίλυση των συγκρούσεων και την ταχεία λήψη αποφάσεων. Το να εκλέγεται, όπως κάνουν πολλοί, ένας βασιλιάς ενόψει του πολέμου, με τη σκέψη δηλαδή ότι οι βασιλείς μπορούν να διεξάγουν με πολύ μεγαλύτερη επιτυχία έναν πόλεμο, είναι καθαρή ανοησία· διότι έτσι, προκειμένου να επιτύχουν στον πόλεμο, επιλέγουν να είναι σκλάβοι στην ειρήνη. Αν βέβαια μπορούμε να μιλάμε για ειρήνη σε ένα κράτος, στο οποίο η υπέρτατη εξουσία, μόνο και μόνο εξαιτίας του πολέμου, έχει μεταφερθεί σε έναν, ο οποίος μάλιστα δεν μπορεί να αποδείξει το πόσο ανδρείος και πόσο πολύτιμος για όλους είναι παρά μόνο στον πόλεμο. Ενώ αντίθετα το δημοκρατικό κράτος έχει αυτό το κύριο χαρακτηριστικό: ότι οι αρετές του αξίζουν περισσότερο σε καιρό ειρήνης παρά σε καιρό πολέμου. Αλλά για όποια αιτία και να εκλεγεί ο βασιλιάς, δεν μπορεί, όπως ήδη είπαμε, να ξέρει από μόνος του τι είναι ωφέλιμο για το κράτος· για το σκοπό αυτό είναι ανάγκη να έχει αρκετούς πολίτες ως συμβούλους, όπως δείξαμε στην προηγ. παρ. Και καθώς δεν μπορούμε να διανοηθούμε ότι μπορεί να υπάρχει κάποια χρήσιμη πρόταση που να διαφεύγει από τόσο μεγάλο αριθμό ανθρώπων, έπεται ότι, πέρα από τις αποφάσεις των ανδρών αυτού του συμβουλίου που υποβάλλονται στο βασιλιά, δεν θα μπορούσε να νοηθεί καμία άλλη λύση πρόσφορη για τη σωτηρία του λαού. Καθώς λοιπόν η σωτηρία του λαού είναι ο υπέρτατος νόμος, έπεται ότι είναι δικαίωμα του βασιλιά να επιλέξει μία από τις αποφάσεις που του προτάθηκαν από το συμβούλιo, όχι όμως και να αποφασίσει κατά την κρίση του κάτι που να είναι αντίθετο στις απόψεις όλου του συμβουλίου. Βλέπε παρ. 25 του προηγoύμ. κεφ. Aν όμως όλες οι αποφάσεις που προτάθηκαν στο συμβούλιo υποβάλλονται στο βασιλιά, είναι δυνατό ο βασιλιας να ευνοεί πάντα τις μικρές πόλεις, που έχουν λιγότερες ψήφους. Διότι, παρόλο που ο κανονισμός του συμβουλίου πρέπει να προβλέπει ότι οι αποφάσεις του υποβάλλονται στο βασιλιά χωρίς καμία ένδειξη για το ποιος ήταν ο εισηγητής τους, ωστόσο αυτό δεν μπορεί να τηρείται πάντα τόσο αυστηρά που τίποτε να μην διαρρέει· γι’ αυτό είναι ανάγκη να προβλέπεται ότι οι προτάσεις που δεν συγκεντρώνουν τουλάχιστο εκατό ψήφους δεν θα λαμβάνονται υπόψη. Τη ρύθμιση αυτή βέβαια θα υποστηρίξουν με όλες τους τις δυνάμεις οι μεγαλύτερες πόλεις.

6. Aν δεν προσπαθούσα να είμαι σύντομος, θα έδινα εδώ και άλλες αποδείξεις της μεγάλης χρησιμότητας αυτού του συμβουλίου· θα αναφέρω όμως μόνο μία, που θεωρώ ότι έχει τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα: ότι δεν μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερο κίνητρο για την αρετή από την κοινή ελπίδα για ανάδειξη σε αυτό το αξίωμα. Διότι όλοι μας οδηγούμαστε από τη φιλοδοξία περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, όπως δείξαμε διεξοδικά στην Ηθική μας.

7. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτού του συμβουλίου δεν θα έχει φιλοπόλεμη διάθεση, αλλά πάντα θα αγαπά και θα επιδιώκει την ειρήνη. Διότι ο πόλεμος, εκτός του ότι θα τους κάνει πάντα να φοβούνται μήπως χάσουν τα αγαθά και την ελευθερία τους, θα τους επιβάλλει και νέα οικονομικά βάρη, και ακόμα θα αναγκάσει τα παιδιά και τους συγγενείς τους, που ως τότε ασχολούνταν με τις οικιακές τους φροντίδες, να αρχίσουν να ασκούνται στο όπλα και να τρέχουν σε εκστρατείες, από τις οποίες το μόνο κέρδος που θα αποκομίσουν όταν γυρίζουν σπίτι θα είναι κάποιες αχρείαστες ουλές. Διότι στην παρ. 31 του προηγούμ. κεφ. είπαμε ότι κανένας μισθός δεν πρέπει να καταβάλλεται στο στράτευμα, και στην παρ. 31 του ίδιου κεφ. ότι αυτό πρέπει να σχηματίζεται από μόνους τους πολίτες και από κανέναν άλλο.

8. Kάτι ακόμα, το οποίο έχει μεγάλη σπουδαιότητα για τη διατήρηση της ειρήνης και της ομόνοιας, είναι ότι κανένας πολίτης δεν πρέπει να έχει ακίνητη περιουσία. Βλ. παρ. 12 προηγούμ. κεφ. ΄Ετσι, ο κίνδυνος από τον πόλεμο θα είναι λίγο πολύ ο ίδιος για όλους: διότι έτσι όλοι, προκειμένου να βγάλουν κάποιο κέρδος, θα είναι αναγκασμένοι να ασκούν το εμπόριο, ή να πιστώνουν ο ένας στον άλλο τα χρήματά τους –αν τεθεί νόμος που να τους απαγορεύει, όπως κάποτε στους Αθηναίους, να δανείζουν εντόκως τα χρήματά τους σε άλλους πλην των κατοίκων της χώρας τους-, δηλαδή να ασχολούνται με υποθέσεις οι οποίες είτε βρίσκονται σε αμοιβαία διαπλοκή, είτε απαιτούν τα ίδια μέσα για να προωθηθούν. Κατ’ αυτό τον τρόπο, το μεγαλύτερο μέρος του συμβουλίου θα έχει συνήθως μία και την αυτή αντίληψη για τα κοινά και για τις δραστηριότητες της πολιτείας σε καιρό ειρήνης· διότι, όπως είπαμε στην παρ. 4 αυτού του κεφ., ο καθένας θα υπερασπίζεται την υπόθεση του άλλου στο βαθμό που πιστεύει ότι έτσι σταθεροποιεί τη δική του θέση.

9. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κανείς ποτέ δεν θα βάλει με το μυαλό του να δωροδοκήσει αυτό το συμβούλιo. Διότι και αν κάποιος από ένα τόσο μεγάλο αριθμό ανθρώπων πάρει με το μέρος του έναν ή δύο, σίγουρα με αυτό δεν θα έχει καταφέρει τίποτε· αφού, όπως είπαμε, όποια απόφαση δεν συγκεντρώνει τουλάχιστο εκατό ψήφους, δεν θα λαμβάνεται υπόψη.

10. Το ότι, επιπλέον, μετά την ίδρυση του συμβουλίου αυτού, ο αριθμός των μελών του δεν υπάρχει κίνδυνος να μειωθεί, αυτό μπορούμε εύκολα να το δούμε εάν λάβουμε υπόψη μας τα κοινά πάθη των ανθρώπων. Πραγματικά, όλοι καθοδηγούνται από τη φιλοδοξία περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, και, από όσους είναι ζωντανοί και σωματικά υγιείς, δεν υπάρχει κανείς που να μην ελπίζει να ζήσει ως τα βαθιά του γεράματα. Αν λοιπόν υπολογίσουμε τον αριθμό εκείνων που πράγματι φθάνουν το πεντηκοστό ή το εξηκοστό έτος της ηλικίας τους, και αν επίσης λάβουμε υπόψη το μεγάλο αριθμό των μελών του συμβουλίου που εκλέγονται κάθε χρόνο, δύσκολα θα βρούμε κάποιον μεταξύ αυτών που μπορούν να φέρουν όπλα που να μην ελπίζει ότι κάποτε θα ανέλθει σε αυτό το αξίωμα· γι’ αυτό όλοι θα υποστηρίζουν με όλες τους τις δυνάμεις τον τρόπο συγκρότησης αυτού του συμβουλίου. Σημειωτέον ότι η διαφθορά, όταν δεν διεισδύει λίγο λίγο, εύκολα προλαμβάνεται· και καθότι θα ήταν πιο λογικό και θα προκαλούσε λιγότερες αντιζηλίες το να επιλέγονται λιγότεροι από κάθε φυλή παρά να μειωθεί αριθμητικά ή να αποκλειστεί εντελώς η εκπροσώπηση κάποιας ή κάποιων συγκεκριμένων φυλών, γι’ αυτό (σύμφωνα με την παρ. 15 του προηγούμ. κεφ.) ο αριθμός των συμβούλων δεν μπορεί να μειωθεί παρά μόνο με την ταυτόχρονη απομάκρυνση του ενός τρίτου, τετάρτου ή πέμπτου του αριθμού αυτού· μεταβολή η οποία βέβαια είναι υπερβολικά μεγάλη, και συνεπώς τελείως απάδουσα προς την κοινή πρακτική. Ούτε υπάρχει κίνδυνος καθυστέρησης ή παραμέλησης της εκλογής, αφού γι’ αυτό φροντίζει το ίδιο το συμβούλιo. Bλ. παρ. 16 προηγούμ. κεφ.

11. O βασιλιάς λοιπόν, ενεργώντας είτε από φόβο για το πλήθος, για να κερδίσει με άλλα λόγια με το μέρος του το μεγαλύτερο τμήμα του ένοπλου πλήθους, είτε από ψυχική γενναιοδωρία, για να υπηρετήσει δηλαδή τη δημόσια ωφέλεια, θα επικυρώνει πάντα εκείνη την απόφαση που πήρε τις περισσότερες ψήφους, πράγμα που σημαίνει (σύμφωνα με την παρ. 5 αυτού του κεφ.) εκείνη που είναι περισσότερο ωφέλιμη για το μεγαλύτερο μέρος του κράτους· ή διαφορετικά θα προσπαθεί να συμφιλιώσει, αν αυτό είναι δυνατό, τις αποκλίνουσες προτάσεις που του έχουν υποβληθεί, για να τους προσελκύσει όλους με το μέρος του –πράγμα που αποτελεί το πρωταρχικό του μέλημα- και να τους δείξει τι μπορούν να περιμένουν απ’ αυτόν τόσο στην ειρήνη όσο και στον πόλεμο. Κατ’ αυτό τον τρόπο θα είναι τόσο περισσότερο αυτόνομος και κυρίαρχος του κράτους, όσο περισσότερο φροντίζει για την κοινή σωτηρία του πλήθους.

12. Διότι ένας βασιλιάς μόνος του δεν μπορεί να προκαλεί σε όλους το φόβο· η ισχύς του στηρίζεται στον αριθμό των στρατιωτών του, και πάνω απ’ όλα στην ανδρεία και την αφοσίωσή τους· η οποία πάντα κρατάει τόσο, όσο οι άνθρωποι μένουν δεμένοι μεταξύ τους από την ανάγκη –είτε αυτή είναι ειλικρινής είτε υστερόβουλη. Αυτός είναι ο λόγος που οι βασιλείς απέναντι στους στρατιώτες τους χρησιμοποιούν συχνότερα τις παραινέσεις παρά τον καταναγκασμό, και παραβλέπουν τα ελαττώματά τους, όχι όμως και τις αρετές τους, και που πολλές φορές, για να παραμερίσουν τους ικανούς, αναζητούν και αναδεικνύουν ανθρώπους οκνηρούς και διεφθαρμένους, τους παραχωρούν χρήματα ή εύνοια, τους σφίγγουν το χέρι, τους φιλούν, και γενικά κάνουν κάθε είδους δουλοπρεπή πράξη για να εξασφαλίσουν την κυριαρχία τους. Για να έχουν λοιπόν οι πολίτες περισσότερο από κάθε άλλον την αναγνώριση του βασιλιά, και να παραμένουν αυτόνομοι όσο επιτρέπει η πολιτειακή τάξη, δηλαδή η ισότητα, είναι αναγκαίο το στράτευμα να αποτελείται μόνο από πολίτες· το ίδιο και τα συμβούλια. Αντιθέτως, από τη στιγμή που οι πολίτες θα ανέχονταν την πρόσληψη μισθοφόρων στρατιωτών, θα βρίσκονταν πλήρως υποταγμένοι και θα έβαζαν τις βάσεις για ένα διαρκή πόλεμο· διότι το εμπόρευμα των ανθρώπων αυτών είναι ο πόλεμος, και τη μεγαλύτερη δύναμή τους την αποκτούν μέσα στις διχόνοιες και τις στάσεις.

13. Το ότι οι σύμβουλοι του βασιλιά δεν πρέπει να διορίζονται ισοβίως, αλλά για τρία, τέσσερα ή πέντε το πολύ έτη, είναι φανερό τόσο από την παρ. 10 αυτού του κεφαλαίου όσο και από αυτά που είπαμε στην παρ. 9 αυτού επίσης του κεφαλαίου. Διότι αν διορίζονταν ισοβίως, πρώτον το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών δύσκολα θα μπορούσε πια να ελπίζει ότι θα αναδειχθεί σε αυτό το αξίωμα, πράγμα που θα γεννούσε μεγάλη ανισότητα και συνεπώς φθόνο και διαρκείς ψιθύρους, ακόμα και στάσεις –οι οποίες σίγουρα δεν θα ήταν ανεπιθύμητες για βασιλείς που διψούν για εξουσία-, και δεύτερον οι σύμβουλοι θα αποκτούσαν απεριόριστη εξουσία να κάνουν τα πάντα χωρίς το φόβο των διαδόχων –και ο βασιλιάς ελάχιστα θα εναντιωνόταν σ’ αυτό. Διότι όσο περισσότερο τους φθονούν οι πολίτες, τόσο περισσότερο αυτοί θα προσκολλώνται στο βασιλιά και θα τείνουν να γίνουν κόλακές του. Ακόμα και μία περίοδος πέντε ετών θα φαινόταν υπερβολικά μεγάλη, καθότι σε αυτό το χρονικό διάστημα δεν φαίνεται αδύνατο να διαφθαρεί με δωροδοκίες ή με ευνοϊκή μεταχείριση ένα αρκετά μεγάλο μέρος του συμβουλίου –όσο πολυμελές και να είναι αυτό. Γι’ αυτό θα ήταν πολύ ασφαλέστερο αν κάθε χρόνο δύο σύμβουλοι από κάθε φυλή αποχωρούσαν και ισάριθμοι τους αντικαθιστούσαν (στην περίπτωση βέβαια που κάθε φυλή έχει πέντε συμβούλους), εκτός από τη χρονιά που ο νομομαθής κάποιας φυλής αποχωρεί και εκλέγεται άλλος στη θέση του.

14. ΄Ενας βασιλιάς, εξάλλου, που βασιλεύει σε μία πολιτεία αυτού του είδους, θα έχει τη μεγαλύτερη ασφάλεια που μπορεί να φανταστεί. Διότι εκτός του ότι εκείνος που οι στρατιώτες του δεν επιθυμούν τη σωτηρία του είναι στα σίγουρα χαμένος, είναι επιπλέον σίγουρο ότι ο ύψιστος κίνδυνος για τους βασιλείς προέρχεται πάντα από αυτούς που βρίσκονται κοντά τους. Όσο λοιπόν λιγότεροι στον αριθμό και, συνεπώς, ισχυρότεροι είναι οι σύμβουλοι, τόσο περισσότερο κινδυνεύει ο βασιλιάς να του πάρουν την εξουσία και να την μεταβιβάσουν σε άλλον. Τίποτε ασφαλώς δεν τρομοκράτησε περισσότερο τον Δαβίδ από το γεγονός ότι ο σύμβουλός του Αχιτόφελ πήγε με το μέρος του Αβεσσαλώμ. Ας προσθέσουμε ότι, αν όλη η εξουσία μεταβιβαστεί κατά απόλυτο τρόπο σε έναν άνθρωπο, τότε μπορεί πολύ ευκολότερα απ’ αυτόν τον ένα να μεταβιβαστεί σε κάποιον άλλο. Είναι ενδεικτικό ότι δύο απλοί στρατιώτες επιχείρησαν κάποτε να κάνουν να αλλάξει χέρια η ρωμαϊκή αυτοκρατορία, και το πέτυχαν (Τάκιτ. Ιστ. βιβλ. Ι). Για να μη μιλήσω για τα τεχνάσματα και τις πανουργίες τις οποίες πρέπει να μετέρχονται οι πονηροί σύμβουλοι, αν δε θέλουν να πέσουν θύματα αντιζηλίας· διότι είναι πολύ γνωστό, και όποιος διαβάζει ιστορία δεν μπορεί να το αγνοεί, ότι συχνά η πίστη κάποιων συμβούλων υπήρξε η καταστροφή τους· οπότε, για να προστατευθούν, τους συμφέρει περισσότερο να είναι πανούργοι παρά έντιμοι. Αν όμως οι σύμβουλοι είναι τόσο πολλοί αριθμητικά, που να μην μπορούν να συνεννοηθούν για να διαπράξουν όλοι μαζί κάποια ατιμία, και αν είναι ίσοι μεταξύ τους και δεν παραμένουν στο αξίωμά τους πάνω από μία τετραετία, δεν θα είναι επίφοβοι για το βασιλιά· εκτός αν αυτός επιχειρήσει να τους αφαιρέσει τις εξουσίες τους, πράγμα που θίγει εξίσου όλους τους πολίτες. Διότι (όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Αnt. Perezius) η απόλυτη άσκηση τις εξουσίας από τον ηγεμόνα είναι εξαιρετικά επικίνδυνη για τον ίδιο, εξαιρετικά μισητή για τους υπηκόους και ενάντια τόσο στους θεϊκούς όσο και στους ανθρώπινους νόμους, όπως δείχνουν αναρίθμητα παραδείγματα.

15. Εκτός από τα προηγούμενα, στο προηγ. κεφ. είχαμε θέσει και κάποια ακόμα θεμέλια, με τα οποία εξασφαλίζεται στον μεν βασιλιά η κυριαρχία, στους δε πολίτες η ελευθερία και την ειρήνη· αυτά θα τα αναπτύξουμε στην κατάλληλη θέση. Διότι αυτά που αφορούν το ανώτατο συμβούλιο, καθότι είναι μεγαλύτερης σπουδαιότητας, ήθελα να τα αποδείξω πριν από οτιδήποτε άλλο· τώρα θα καταπιαστώ και με τα υπόλοιπα, με την ίδια σειρά με την οποία τα εξέθεσα.

16. Το ότι οι πολίτες τόσο πιο ισχυροί –και συνεπώς, τόσο πιο αυτόνομοι- είναι, όσο μεγαλύτερες και καλύτερα οχυρωμένες είναι οι πόλεις τους, αυτό είναι πέρα από κάθε αμφιβολία: διότι όσο ασφαλέστερος είναι ο τόπος στον οποίο βρίσκονται, τόσο καλύτερα θα μπορούν να διαφυλάξουν την ελευθερία τους, και δεν θα φοβούνται κανέναν εξωτερικό ή εσωτερικό εχθρό· και, φυσικά, όσο ισχυρότεροι οικονομικά είναι οι άνθρωποι, τόσο περισσότερο φροντίζουν για την ασφάλειά τους. Οι πόλεις όμως που για να διατηρηθούν χρειάζονται τη δύναμη κάποιου άλλου, δεν έχουν τα ίδια δικαιώματα με αυτόν, αλλά αντίθετα είναι ετερόνομες σε όσο βαθμό χρειάζονται τη δύναμή τους. Διότι δείξαμε στο κεφ. 2 ότι το δικαίωμα καθορίζεται μόνο από τη δύναμη.

17. Για τον ίδιο επίσης λόγο, για να παραμείνουν δηλαδή οι πολίτες αυτόνομοι και να διαφυλάττουν την ελευθερία τους, πρέπει το στράτευμα να αποτελείται μόνο από πολίτες και από όλους τους πολίτες, χωρίς καμία εξαίρεση. Διότι ένας άντρας οπλισμένος είναι περισσότερο αυτόνομος από ό,τι ένας άοπλος (βλέπε παρ. 12 αυτού του κεφ.), και όταν οι πολίτες δίνουν σε κάποιον άλλο όπλα και του αν αθέτουν την άμυνα των πόλεων, τότε του μεταβιβάζουν απόλυτα τα δικαιώματά τους και τα εμπιστεύονται αποκλειστικά στην καλή του πίστη. Σ’ αυτά ας προσθέσουμε και την ανθρώπινη φιλαργυρία, από την οποία καθοδηγούνται oι περισσότεροι στον μέγιστο βαθμό: διότι η πρόσληψη μισθοφόρων δεν μπορεί παρά να στοιχίζει μεγάλα χρηματικά ποσά, και οι πολίτες δύσκολα μπορούν να ανεχθούν τις εισφορές που απαιτούνται για τη διατήρηση ενός στρατεύματος σε απραξία. Εξάλλου, το ότι κανείς δεν πρέπει να ορίζεται διοικητής ολόκληρου ή μεγάλου μέρους του στρατεύματος παρά μόνο όταν το επιβάλλει εξαιρετική ανάγκη, και τότε για ένα χρόνο το πολύ, αυτό το γνωρίζουν καλά όλοι όσοι έχουν διαβάσει τις ιστορίες –τόσο τις ιερές, όσο και τις κοσμικές. Αυτό άλλωστε διδάσκει και ο Λόγος με τη μεγαλύτερη σαφήνεια. Διότι εάν σε κάποιον επιτραπεί για αρκετό καιρό να παίρνει αυτός όλη τη στρατιωτική δόξα και να κάνει το στρατό να τον υπακούει χρησιμοποιώντας υποσχέσεις, παροχές και όλα τα υπόλοιπα τεχνάσματα που συνηθίζουν οι ηγέτες που επιδιώκουν για τους άλλους την υποδούλωση και για τον εαυτό τους την κυριαρχία, τότε ασφαλώς η φήμη του θα επισκιάσει εκείνη του βα σιλιά και όλη η ζωτική δύναμη του κράτους θα συγκεντρωθεί στα χέρια του. Τέλος, θα προσθέσω ότι για μεγαλύτερη ασφάλεια όλου του κράτους αυτοί οι διοικητές του στρατεύματος πρέπει να επιλέγονται μεταξύ των συμβούλων ή αυτών που διετέλεσαν σύμβουλοι του βασιλιά· διότι οι άνδρες αυτοί έχουν φτάσει σε μία ηλικία, στην οποία οι άνθρωποι προτιμούν τα παλιά και ασφαλή παρά τα νέα και επικίνδυνα.

18. Είπα ότι οι πολίτες πρέπει να κατανέμονται σε φυλές, και από την κάθε μια να επιλέγεται ίσος αριθμός συμβούλων, ούτως ώστε οι μεγαλύτερες πόλεις να έχουν περισσότερους συμβούλους ανάλογα με τον αριθμό των πολιτών τους, και να διαθέτουν, όπως είναι δίκαιο, περισσότερες ψήφους. Διότι η δύναμη και, συνεπώς, το δικαίωμα του κράτους κρίνεται από τον αριθμό των πολιτών του· και ούτε πιστεύω ότι μπορεί να επινοήσει κανείς προσφορότερο μέσο απ’ αυτό για τη διατήρηση της ισότητας μεταξύ των πολιτών, καθότι όλοι είναι απ’ τη φύση τους έτσι φτιαγμένοι, που ο καθένας θέλει να εντάσσεται στο γένος του και να διακρίνεται από τους υπόλοιπους με βάση τη ρίζα του.

19. Eξάλλου, στη φυσική κατάσταση το τελευταίο πράγμα που μπορούν οι άνθρωποι να διεκδικήσουν και να κάνουν δικό τους είναι το έδαφος, καθώς και οτιδήποτε συνδέεται με το έδαφος κατά τέτοιο τρόπο, που κανείς να μην μπορεί να το αποσπάσει και να το πάει όπου θέλει. Το έδαφος λοιπόν, και οτιδήποτε συνδέεται με αυτό με τον τρόπο που είπαμε, είναι κατεξοχήν κοινό κτήμα της πολιτείας, δηλαδή όλων εκείνων που μπορούν να το υπερασπιστούν με τις ενωμένες δυνάμεις τους, ή εκείνου στον οποίο όλοι έδωσαν την εξουσία να το υπερασπιστεί για λογαριασμό τους. Και συνεπώς το έδαφος, και οτιδήποτε συνδέεται με αυτό, πρέπει να έχει μεγάλη σημασία για τους πολίτες, στο βαθμό που είναι γι’ αυτούς ο αναγκαίος χώρος όπου μπορούν να πατήσουν σταθερά και να προασπίσουν το κοινό τους δικαίωμα, την ελευθερία τους. Τα άλλα ωφελήματα που αναγκαία προκύπτουν από αυτή τη ρύθμιση τα εκθέσαμε στην παρ. 8 αυτού του κεφ.

20. Για να είναι οι πολίτες όσο γίνεται περισσότερο ίσοι –πράγμα που είναι κατεξοχήν απαραίτητο στην πολιτεία- ευγενείς δεν πρέπει να θεωρούνται παρά μόνο οι απόγονοι του βασιλιά. Αν όμως σε όλους τους απογόνους του βασιλιά επιτρεπόταν να νυμφεύονται και να κάνουν παιδιά, με την πάροδο του χρόνου οι ευγενείς θα αυξάνονταν υπερβολικά, και θα γίνονταν όχι μόνο βάρος, αλλά και φοβερή απειλή για το βασιλιά. Διότι άνθρωποι που μένουν πολύ καιρό σε απραξία, αρχίζουν να κάνουν πονηρές σκέψεις· γι’ αυτό οι βασιλείς οδηγούνται στο να κάνουν πόλεμο κυρίως λόγω των ευγενών, καθότι για ένα βασιλιά περιστοιχισμένο από ευγενείς περισσότερη ασφάλεια και ησυχία παρέχει ο πόλεμος παρά η ειρήνη. Αυτά όμως είναι αρκετά γνωστά και τα παραλείπω, όπως και αυτά που είπα στις παρ. 15 ως 27 του προηγ. κεφ.: διότι τα κυριότερα σημεία αποδείχθηκαν σ’ αυτό το κεφ., και τα υπόλοιπα είναι φανερά από μόνα τους.

21. Το ότι οι δικαστές πρέπει να είναι τόσο πολλοί, που να μην μπορεί να δωροδοκηθεί το μεγαλύτερο μέρος τους από κάποιον ιδιώτη, όπως και το ότι δεν πρέπει να ψηφίζουν φανερά, αλλά μυστικά, και το ότι αξίζουν αμοιβή για τις υπηρεσίες τους, είναι επίσης σε όλους γνωστό. Μόνο που συνηθίζουν παντού να τους δίνουν έναν ετήσιο μισθό· αυτό όμως τους κάνει να μη βιάζονται και πολύ να επιλύσουν τις δικαστικές διαφορές, και συχνά μερικές υποθέσεις δεν τελειώνουν ποτέ. Όπου πάλι τα αγαθά που δημεύονται περιέρχονται στο βασιλιά, εκεί συχνά στις δίκες μεγαλύτερη σημασία αποδίδεται όχι στο δίκαιο και το αληθές, αλλά στο μέγεθος των περιουσιών· έτσι, γίνονται συνεχώς καταγγελίες και οι πιο ευκατάστατοι λεηλατούνται. Όλα αυτά βέβαια είναι πολύ σοβαρά και ανεπίτρεπτα, αλλά δικαιολογούνται με την επίκληση έκτακτων στρατιωτικών αναγκών και μετά παραμένουν και σε περίοδο ειρήνης. Η φιλαργυρία όμως των δικαστών, που τοποθετούνται για δύο ή τρία το πολύ χρόνια, μετριάζεται από το φόβο των διαδόχων· για να μην αναφέρω ότι οι δικαστές δεν μπορούν να έχουν ακίνητη περιουσία, αλλά, αν θέλουν να κερδίσουν χρήματα, μπορούν μόνο να παρέχουν δάνεια στους συμπολίτες τους. Μ’ αυτό τον τρόπο θα προσπαθούν μάλλον να τους συντρέξουν και όχι να τους παγιδεύσουν, προπαντός αν ο αριθμός των δικαστών είναι, όπως είπαμε, μεγάλος.

22. Είπαμε ακόμα ότι η στρατιωτική υπηρεσία θα είναι άμισθη: η ύψιστη ανταμοιβή για τη στρατιωτική υπηρεσία είναι η ελευθερία. Διότι στη φυσική κατάσταση ο καθένας αγωνίζεται μόνο χάριν της ελευθερίας του να υπερασπιστεί όσο μπορεί τον εαυτό του και δεν περιμένει καμία άλλη ανταμοιβή για την πολεμική του ανδρεία, πέρα από το να παραμένει κύριος του εαυτού του. Στην πολιτική κατάσταση, τώρα, όλοι μαζί οι πολίτες πρέπει να θεωρηθούν σαν ένας άνθρωπος στη φυσική κατάσταση· γι’ αυτό, όταν όλοι αγωνίζονται για αυτή την κατάσταση, τον εαυτό τους προστατεύουν και για τον εαυτό τους κοπιάζουν. Ωστόσο οι σύμβουλοι, οι δικαστές, οι στρατηγοί κ.λπ. κοπιάζουν περισσότερο για τους άλλους παρά για τον εαυτό τους· γι’ αυτό είναι δίκαιο να εισπράττουν κάποια αμοιβή γι’ αυτούς τους κόπους τους. Ας προσθέσουμε ότι στον πόλεμο δεν μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερο και ευγενέστερο κίνητρο για τη νίκη από το όραμα της ελευθερίας. Αλλά αν, αντίθετα, μόνο ένα μέρος των πολιτών προορίζεται για στρατιωτική υπηρεσία, –οπότε θα ήταν ανάγκη να τους καταβάλλεται και κάποιος μισθός-, τότε ο βασιλιάς αναπόφευκτα θα τιμούσε αυτούς περισσότερο από τους υπολοίπους (όπως δείξαμε στην παρ. 12 αυτού του κεφ.). ανθρώπους δηλαδή οι οποίοι το μόνο που γνωρίζουν είναι οι πολεμικές τέχνες, και στην ειρήνη φθείρονται από την απραξία και τις ανέσεις, και τελικά εξαιτίας της ένδειάς τους καταλήγουν να μη σκέφτονται τίποτε άλλο παρά λεηλασίες, εμφύλιες διαμάχες και πολέμους. Σε βαθμό που να μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ένα τέτοιο μοναρχικό κράτος είναι στην ουσία κατάσταση πολέμου, στην οποία μόνο το στράτευμα διατηρεί την ελευθερία του, ενώ οι υπόλοιποι είναι δούλοι.

23. Όσο γι’ αυτά που είπαμε στην παρ. 32 του προηγούμ. κεφ. για το πώς πρέπει να γίνεται η ένταξη των αλλοδαπών στις τάξεις των πολιτών, πιστεύω ότι είναι αφ’ εαυτών γνωστά. Εξάλλου δεν φαντάζομαι να αμφιβάλλει κανείς ότι οι εγγύτεροι εξ αίματος συγγενείς του βασιλιά πρέπει να βρίσκονται μακριά του, και να απασχολούνται με καθήκοντα όχι πολεμικά, αλλά ειρηνευτικά, τα οποία θα φέρνουν σ’ αυτούς τη δόξα και στο κράτος την ηρεμία. Στους τυράννους των Τούρκων ωστόσο ούτε αυτό φάνηκε αρκετά ασφαλές· γι’ αυτό καθιέρωσαν το έθιμο να θανατώνουν όλους τους αδελφούς τους. Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει· διότι όσο πιο απόλυτα μεταβιβάζεται η κρατική εξουσία σε έναν, τόσο ευκολότερο είναι απ’ αυτόν να μεταβιβαστεί σε κάποιον άλλο (όπως δείξαμε με το παράδειγμα της παρ. 14 αυτού του κεφ.). Στο μοναρχικό κράτος όμως όπως το νοούμε εδώ, χωρίς δηλαδή ούτε έναν μισθοφόρο στρατιώτη, η σωτηρία του βασιλιά θα μπορεί αναμφίβολα να εξασφαλιστεί με τον τρόπο που είπαμε.

24. Για όσα επίσης είπαμε στις παρ. 34 και 35 του προηγούμ. κεφ., δεν μπορεί κανείς να αμφιβάλλει. Το ότι εξάλλου ο βασιλιάς δεν πρέπει να νυμφεύεται ξένη γυναίκα, αυτό εύκολα αποδεικνύεται. Διότι, εκτός του ότι δύο πολιτείες, ακόμα και όταν συνδέονται με συνθήκη, δεν παύουν να είναι σε κατάσταση εχθρότητας (σύμφωνα με την παρ. 13 του κεφ. 3), πρέπει πάνω απ’ όλα να ληφθεί πρόνοια για να μην προκληθεί πόλεμος από τις οικογενειακές υποθέσεις του βασιλιά. Kαι δεδομένου ότι οι περισσότερες έριδες και αντιδικίες γεννιούνται κυρίως από ενώσεις που βασίζονται σε ένα γάμο, και οι διαφορές αυτές μεταξύ δύο πολιτειών συνήθως επιλύονται με το δίκαιο του πολέμου, απ’ αυτό έπεται πως είναι ολέθριο για ένα κράτος να συνάψει μια τόσο στενή σχέση με κάποιο άλλο. Στη Γραφή διαβάζουμε ένα μοιραίο παράδειγμα γι’ αυτό το πράγμα: όταν συγκεκριμένα πέθανε ο Σολομών, ο οποίος είχε συνάψει γάμο με την κόρη του βασιλιά της Αιγύπτου, ο γιος του Ροβοάμ ξεκίνησε έναν ατυχέστατο πόλεμο κατά του βασιλιά των Αιγυπτίων Σισάκ, και το αποτέλεσμα ήταν να υποταχθεί ολοκληρωτικά σ’ αυτόν. Επίσης ο γάμος του Λουδοβίκου του 14ου, του βασιλιά των Γάλλων, με την κόρη του Φιλίππου του 4ου, υπήρξε το σπέρμα ενός νέου πολέμου· και πέρα απ’ αυτά υπάρχουν ιστορίες όπου μπορούμε να διαβάσουμε πλήθος τέτοια παραδείγματα.

25. Το κράτος πρέπει να διατηρεί μία και την αυτή μορφή, και συνεπώς ο βασιλιάς πρέπει να είναι ένας και του ίδιου πάντα φύλου και η εξουσία να παραμένει αδιαίρετη. Το ότι εξάλλου τον βασιλιά πρέπει όπως είπαμε να τον διαδέχεται ο μεγαλύτερος γιος του, ή (αν δεν υπάρχουν καθόλου τέκνα) ο πλησιέστερος συγγενής του, είναι φανερό τόσο από την παράγρ. 13 του προηγούμ. κεφ., όσο και από το ότι η εκλογή του βασιλιά, η οποία γίνεται από το πλήθος, πρέπει, αν γίνεται, να είναι αιώνια· διαφορετικά θα πρέπει αναγκαία η υπέρτατη κρατική εξουσία να επιστρέφει συχνά στο πλήθος –μεταβολή τεράστια και συνεπώς εξαιρετικά επικίνδυνη. Όσοι δε υποστηρίζουν ότι ο βασιλιάς, επειδή είναι κυρίαρχος του κράτους και έχει απόλυτο δικαίωμα επ’ αυτού, μπορεί γι’ αυτό το λόγο να το παραδώσει σε όποιον θέλει και να εκλέξει για διάδοχο όποιον θέλει, και ότι αυτό είναι που νομιμοποιεί το γιο του βασιλιά ως διάδοχο του θρόνου, οπωσδήποτε σφάλλουν. Διότι η βούληση του βασιλιά τότε μόνο έχει ισχύ νόμου, όταν αυτός κρατά το ξίφος της πολιτείας· εφόσον το δίκαιο του κράτους καθορίζεται μόνο από τη δύναμη. Ο βασιλιάς λοιπόν μπορεί μεν να παραιτηθεί από το αξίωμά του, όχι όμως και να παραδώσει το κράτος σε κάποιον άλλο χωρίς τη συγκατάθεση του πλήθους ή έστω του ισχυρότερου μέρους του. Για να γίνει αυτό σαφέστερα αντιληπτό, πρέπει να σημειωθεί ότι τα τέκνα κληρονομούν τους γονείς δυνάμει όχι του φυσικού αλλά του πολιτικού δικαίου: διότι μόνο χάρη στη δύναμη της πολιτείας γίνεται ο καθένας κύριος κάποιων αγαθών. Η ίδια λοιπόν δύναμη, το ίδιο δίκαιο που καθι στά έγκυρη τη βούληση που εκδηλώνει κάποιος σχετικά με τα αγαθά του, είναι και αυτό που διατηρεί την εγκυρότητα της βούλησης αυτής και μετά το θάνατό του, και για όσο συνεχίζει να υφίσταται πολιτεία· και γι’ αυτό το λόγο ο καθένας στην πολιτική κατάσταση αποκτά ακόμα και μετά θάνατον το ίδιο δικαίωμα που είχε όσο ήταν στη ζωή, καθότι, όπως είπαμε, αν μπορεί να διαθέτει τα αγαθά του κατά την κρίση του, αυτό γίνεται χάρη στη δύναμη όχι του ίδιου, αλλά της πολιτείας, η οποία είναι αιώνια. Η περίπτωση όμως του βασιλιά είναι τελείως διαφορετική· διότι η βούληση του βασιλιά είναι το ίδιο το πολιτειακό δίκαιο, και ο βασιλιάς είναι η ίδια η πολιτεία· όταν λοιπόν πεθάνει ο βασιλιάς, εκλείπει κατά κάποιο τρόπο και η πολιτεία, και η πολιτική κατάσταση επανέρχεται στη φυσική· συνεπώς η υπέρτατη εξουσία επιστρέφει κατά φυσικό τρόπο στο πλήθος, το οποίο μπορεί δικαιωματικά να συντάξει νέους νόμους και να καταργήσει τους παλιούς. Είναι άρα φανερό ότι κανείς δεν έχει δικαίωμα να διαδεχθεί το βασιλιά εκτός από αυτόν που το πλήθος θέλει για διάδοχο, ή, στην περίπτωση της θεοκρατίας –όπως υπήρξε κάποτε η πολιτεία των Εβραίων- αυτός που επιλέγει ο Θεός μέσω κάποιου προφήτη. Αυτό μπορούμε να το συναγάγουμε και από το γεγονός ότι το κύριο όπλο του βασιλιά, με άλλα λόγια το δικαίωμά του, είναι στην πραγματικότητα η θέληση του ίδιου του πλήθους ή έστω του ισχυρότερου μέρους του· ή ακόμα από το ότι άνθρωποι προικισμένοι με τη λογική ποτέ δεν εκχωρούν το δικαίωμά τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να πάψουν να είναι άνθρωποι και να αντιμετωπίζονται σαν πρόβατα. Δεν χρειάζεται όμως να επιμείνουμε περισσότερο σ’ αυτό.

26. Το δικαίωμα εξάλλου της θρησκείας, δηλαδή της λατρείας του Θεού, κανείς δεν μπορεί να το μεταβιβάσει σε άλλον. Με αυτό όμως ασχοληθήκαμε διεξοδικά στα δύο τελευταία κεφάλαια της Θεολογικο­-πολιτικής πραγματείας, τα οποία είναι περιττό να επαναλάβουμε εδώ. Νομίζω λοιπόν ότι έχω πια αποδείξει με αρκετή σαφήνεια –αν και με συντομία- ποια είναι τα θεμέλια του καλύτερου μοναρχικού κράτους. Όποιος άλλωστε θελήσει να τα εξετάσει συνολικά με κάποια προσοχή, θα προσέξει αμέσως τη συνοχή τους και την ισορροπία ενός κράτους που θα βασίζεται σε αυτά. Μένει μόνο να υπενθυμίσω ότι είχα κατά νου ένα μοναρχικό κράτος το οποίο εγκαθιδρύεται από ένα ελεύθερο πλήθος, στο οποίο και μόνο μπορούν να φανούν χρήσιμα όσα είπα· διότι ένα πλήθος, το οποίο έχει συνηθίσει σε μία άλλη μορφή διακυβέρνησης, δεν θα μπορούσε να εκριζώσει τα παραδεδομένα θεμέλια oλόκληρου του κράτους και να μεταβάλλει συνολικά την υφή του, διότι τότε θα υπήρχε μεγάλος κίνδυνος κατάρρευσής του.

27. Αυτά που γράψαμε ίσως να φανούν γελοία σε εκείνους, οι οποίοι τα ελαττώματα που ενυπάρχουν σε όλους τους θνητούς τα περιορίζουν στον απλό λαό και μόνο· λένε δηλαδή ότι ο όχλος δεν έχει κανένα μέτρο, ότι τρομοκρατεί όταν δεν είναι ο ίδιος φοβισμένος, και ότι ο λαός είτε υπηρετεί με δουλοπρέπεια, είτε κυριαρχεί με υπεροψία, ότι δεν υπάρχει στο λαό καμία αλήθεια και καμία κρίση κ.ο.κ. Ωστόσο η φύση είναι μία και κοινή για όλους. Συμβαίνει όμως συχνά να παρασυρόμαστε από την ισχύ και την καλλιέργεια, και γι’ αυτό, όταν δύο κάνουν την ίδια πράξη, λέμε «στον ένα επιτρέπεται να το κάνει αυτό ατιμώρητα, στον άλλο δεν επιτρέπεται», ενώ δεν διαφέρει η πράξη, αλλά αυτός που την κάνει. Η υπεροψία εξάλλου είναι ίδιον των αρχόντων. Εδώ επαίρονται άνθρωποι που διορίζονται για ένα χρόνο· τι να πούμε τότε για τους ευγενείς, οι οποίοι κατέχουν επ’ άπειρον το αξίωμά τους; Η δική τους έπαρση όμως επενδύεται με μεγαλοπρέπεια, με χλιδή, με ασωτεία, με έναν ορισμένο συνδυασμό ελαττωμάτων, με κάποια επιτηδευμένη αφέλεια και με κομψή επιδεξιότητα, έτσι ώστε τα ελαττώματα αυτά, που αν τα εξετάζαμε ένα προς ένα θα βλέπαμε καθαρά πόσο αισχρά και απεχθή είναι, να φαίνονται στον αμαθή και ανυποψίαστο σαν έντιμα και ευπρεπή. Αν εξάλλου ο όχλος δεν έχει κανένα μέτρο και τρομοκρατεί όταν δεν είναι φοβισμένος, αυτό συμβαίνει επειδή η ελευθερία και η δουλεία δεν συνδυάζονται εύκολα. Τέλος, το ότι ο λαός δεν μπορεί να κρίνει και να αντιληφθεί την αλήθεια, αυτό δεν είναι καθόλου περίεργο, όταν οι σημαντικότερες υποθέσεις του κράτους αντιμετωπίζονται ερήμην του, και έτσι το μόνο που του μένει είναι να κάνει εικασίες με βάση τα λίγα πράγματα που δεν μπορούν να μείνουν κρυφά –αφού το να μπορεί κανείς να αναστείλει την κρίση του είναι σπάνια αρετή. Το να ενεργούμε λοιπόν πάντα ερήμην των πολιτών και μετά να ζητάμε απ’ αυτούς να μην κάνουν λανθασμένες κρίσεις για τις ενέργειες αυτές και να μην ερμηνεύουν τα πάντα δυσοίωνα, είναι η μεγαλύτερη ανοησία. Διότι αν ο λαός μπορούσε να αυτοσυγκρατείται και να αναστέλλει την κρίση του για πράγματα ελάχιστα γνωστά, ή να κρίνει σωστά τα πράγματα όταν λίγα μόνο στοιχεία έχει στη διάθεσή του, τότε ασφαλώς θα ήταν περισσότερο άξιος να άρχει παρά να άρχεται. Αλλά, όπως είπαμε, η φύση είναι η ίδια για όλους· όλοι επαίρονται όταν κυριαρχούν, τρομοκρατούν όταν δεν φοβούνται, και παντού η αλήθεια κακοποιείται από φανατικούς αντιπάλους ή τυφλούς υποστηρικτές· αυτό συμβαίνει προπαντός όταν στην εξουσία βρίσκεται ένας ή όταν βρίσκονται λίγοι, οι οποίοι στις δίκες δεν αποβλέπουν στο δίκαιο και στο αληθές, αλλά στο μέγεθος των επίδικων περιουσιών.

28. Οι αμειβόμενοι στρατιώτες, τώρα, όντας εξοικειωμένοι στη στρατιωτική πειθαρχία και ανθεκτικοί στο κρύο και την πείνα, συνηθίζουν να περιφρονούν τη μάζα των πολιτών επειδή δεν είναι εξίσου ικανοί με αυτούς στο να πολιορκούν πόλεις ή να πολεμούν στα πεδία των μαχών. Το ότι όμως η συγκρότηση του κράτους είναι γι’ αυτό το λόγο λιγότερο επιτυχής και σταθερή δεν θα το ισχυριζόταν κανείς λογικός άνθρωπος. Αντιθέτως, όποιος εκτιμήσει αμερόληπτα τα πράγματα δεν θα αρνηθεί ότι το σταθερότερο απ’ όλα τα κράτη είναι εκείνο, που είναι τόσο ισχυρό ώστε να μπορεί να υπερασπιστεί τα δικά του αγαθά, όχι όμως και τόσο ώστε να εποφθαλμιά τα ξένα και που, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, προσπαθεί με όλες του τις δυνάμεις να αποφύγει τον πόλεμο και να διαφυλάξει την ειρήνη.

29. Bέβαια, παραδέχομαι ότι οι αποφάσεις ενός τέτοιου κράτους δύσκολα μπορεί να κρατηθούν μυστικές. Από την άλλη όμως πρέπει ο καθένας να συμφωνήσει μαζί μου ότι είναι πολύ προτιμότερες οι ορθές αποφάσεις του κράτους που είναι φανερές στους εχθρούς, παρά τα ύποπτα σχέδια των τυράννων που μένουν μυστικά από τους πολίτες. Όποιοι είναι σε θέση να διαχειρίζονται μυστικά τις υποθέσεις ενός κράτους, έχουν το κράτος αυτό υπό την απόλυτη εξουσία τους, και εχθρεύονται τους πολίτες του ακριβώς όπως έναν αντίπαλο στον πόλεμο. Το ότι η σιωπή μπορεί συχνά να είναι ωφέλιμη για το κράτος, κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί· το ότι όμως χωρίς αυτήν το κράτος αυτό δεν μπορεί να υπάρξει, αυτό ούτε ένας δεν μπορεί να το αποδείξει. Αντιθέτως, το να εμπιστευτούμε σε κάποιον τον απόλυτο έλεγχο των δημοσίων πραγμάτων χωρίς ταυτόχρονα να χάσουμε την ελευθερία μας, είναι τελείως αδύνατο· διότι είναι ανοησία να θέλουμε να αποφύγουμε μια μικρή ζημία με το χειρότερο κακό. Πραγματικά, μόνιμη επωδός όλων όσοι διακαώς επιθυμούν να κατακτήσουν την απόλυτη εξουσία υπήρξε πάντα το ότι ύψιστο συμφέρον της πολιτείας είναι οι υποθέσεις της να αντιμετωπίζονται με μυστικότητα, και άλλα παρόμοια, τα οποία όσο περισσότερο καλύπτονται με μία επίφαση χρησιμότητας, τόσο καθαρότερα φαίνεται στο τέλος ότι οδηγούν στην πιο επαχθή δουλεία.

30. Τέλος, παρόλο που κανένα κράτος, απ’ όσο ξέρω, δεν εγκαθιδρύθηκε στη βάση όλων αυτών των προϋποθέσεων που αναφέραμε, θα μπορούσαμε ωστόσο να δείξουμε, ακόμα και με τη βοήθεια της ίδιας της εμπειρίας, ότι αυτή η μορφή μοναρχικού κράτους είναι η καλύτερη, αρκεί να εξετάσουμε τις αιτίες της διατήρησης και της ανατροπής οποιουδήποτε πολιτισμένου κράτους. Αυτό όμως δεν θα μπορούσα να το κάνω εδώ χωρίς να γίνω κουραστικός για τον αναγνώστη. Δεν μπορώ εντούτοις να μην αναφερθώ σε ένα παράδειγμα, που μου φαίνεται άξιο ιδιαίτερης μνείας· πρόκειται για το κράτος των Αραγονέζων, οι οποίοι επέδειξαν μία μοναδική αφοσίωση προς τους βασιλείς τους και ομοίως με μεγάλη σταθερότητα διατήρησαν απαραβίαστους τους νόμους του βασιλείου. Οι Αραγονέζοι λοιπόν, αμέσως μόλις αποτίναξαν το ζυγό της δουλείας τους στους Μαυριτανούς, αποφάσισαν να εκλέξουν ένα βασιλιά· δεν μπόρεσαν όμως να συμφωνήσουν υπό ποίους όρους, και γι’ αυτό το λόγο κατέληξαν στο να συμβουλευτούν τον ανώτατο Αρχιερέα της Ρώμης. Αυτός, ενεργώντας στην περίπτωση αυτή σαν πραγματικός αντιπρόσωπος του Χριστού, τους επιτίμησε που δεν διδάχθηκαν τίποτε από το παράδειγμα των Εβραίων και επιζητούσαν με τόση επιμονή ένα βασιλιά. Aν παρ’ όλα αυτά δεν ήθελαν να αλλάξουν την απόφασή τους, τους συμβούλευσε να μην εκλέξουν βασιλιά χωρίς προηγουμένως να έχουν καθιερώσει κάποιες διαδικασίες που να είναι δίκαιες και σύμφωνες με το χαρακτήρα της φυλής τους· και ιδίως να συστήσουν ένα ανώτατο συμβούλιo, το οποίο να μπορεί να αντιτίθεται στους βασιλείς όπως οι ΄Εφοροι των Λακεδαιμονίων, και να έχει απόλυτη δικαιοδοσία να επιλύει τις διαμάχες που τυχόν θα αναφύονται μεταξύ του βασιλιά και των πολιτών. Ακολουθώντας λοιπόν αυτή τη συμβουλή, έθεσαν νόμους που σε όλους φαίνονταν οι δικαιότεροι, των οποίων ύψιστος ερμηνευτής, και συνεπώς υπέρτατος κριτής, θα ήταν όχι ο βασιλιάς, αλλά ένα συμβούλιo που το ονόμαζαν «οι Δεκαεπτά», και που ο πρόεδρός του αποκαλείτο Justitia. Aυτός λοιπόν ο πρόεδρος και αυτοί οι Δεκαεπτά, οι οποίοι επιλέγονταν ισοβίως όχι με ψηφοφορία, αλλά με κλήρωση, είχαν απόλυτο δικαίωμα να αναθεωρούν και να ακυρώνουν οποιαδήποτε απόφαση εκδιδόταν εις βάρος κάποιου πολίτη από τα άλλα συμβούλια, είτε τα πολιτικά είτε τα εκκλησιαστικά –είτε ακόμα κι απ’ τον ίδιο το βασιλιά· έτσι που όποιος πολίτης ήθελε είχε το δικαίωμα να εγκαλέσει ακόμα και τον ίδιο το βασιλιά ενώπιον αυτού του δικαστηρίου. Επιπλέον, στην αρχή είχαν επίσης το δικαίωμα να εκλέγουν και να κηρύσσουν έκπτωτο το βασιλιά· αφού όμως πέρασαν πολλά χρόνια, ο βασιλιάς Δον Πέδρο, ο επονομαζόμενος «εγχειρίδιο», χρησιμοποιώντας πιέσεις, δώρα, υποσχέσεις και κάθε είδους εξυπηρετήσεις, επέτυχε τελικά την ανάκληση του δικαιώματος αυτού. (Και μόλις το κατάφερε αυτό, αναφέρεται ότι απέκοψε –ή, πράγμα που μου φαίνεται πιο πιστευτό, απλώς χάραξε- το χέρι του ενώπιον όλων με ένα εγχειρίδιο, προσθέτοντας ότι δεν μπορεί να επιτραπεί στους υπηκόους να εκλέγουν το βασιλιά χωρίς να χυθεί βασιλικό αίμα). Υπό την εξής όμως προϋπόθεση: ότι θα μπορούν, όπως και προηγουμένως, να πάρουν τα όπλα κατά οποιουδήποτε επιχειρήσει με τη βία να κινηθεί εναντίον τους και να καταλάβει την εξουσία, ακόμα και κατά του ίδιου του βασιλιά ή του πρίγκηπα και διαδόχου, εάν αυτοί αναλάβουν με αυτό τον τρόπο την εξουσία. Η προηγούμενη προϋπόθεση φυσικά μάλλον τροποποίησε παρά κατάργησε το δικαίωμα αυτό. Διότι, όπως δείξαμε στις παρ. 5 και 6 του κεφ. 4, ο βασιλιάς μπορεί να στερηθεί την κυριαρχία και την ισχύ του με βάση όχι το πολιτειακό δίκαιο, αλλά το δίκαιο του πολέμου. με άλλα λόγια, τη βία του οι υπήκοοι μόνο δια της βίας δικαιούνται να την αποκρούσουν. Εκτός από αυτή την προϋπόθεση τέθηκαν και κάποιες ακόμα, τις οποίες δεν σκοπεύουμε να εκθέσουμε εδώ. Οι θεσμοί, εγκαθιδρυμένοι όπως ήταν με κοινή απόφαση όλων, παρέμειναν απαραβίαστοι για απίστευτα μεγάλο χρονικό διάστημα, με την ίδια πάντα αφοσίωση του βασιλιά έναντι των υπηκόων και των υπηκόων έναντι του βασιλιά. Αφότου όμως ο Φερδινάνδος, ο πρώτος βασιλιάς που αποκλήθηκε «Καθολικός», κληρονόμησε το βασίλειο της Καστίλλης, οι Καστιλλιάνοι άρχισαν να φθονούν αυτή την ελευθερία των Αραγονέζων· γι’ αυτό δεν έπαυαν να προτρέπουν τον Φερδινάνδο να ανακαλέσει την ισχύ των δικαιωμάτων αυτών. Αλλά αυτός, που δεν ήταν ακόμα συνηθισμένος στην απόλυτη εξουσία και φοβόταν να αποτολμήσει κάτι τέτοιο, απάντησε στους συμβούλους του τα εξής: ότι, εκτός του ότι είχε δεχτεί να αναλάβει το βασίλειο των Αραγονέζων υπό τις γνωστές προϋποθέσεις και είχε ορκιστεί να τις τηρεί ευλαβικά, και εκτός του ότι είναι απάνθρωπο να παραβαίνεις τον όρκο που έχεις δώσει, ήταν επιπλέον πεπεισμένος ότι το βασίλειό του θα ήταν σταθερό μόνο αν η ασφάλεια του βασιλιά δεν θεωρείται μείζονος σημασίας από την ασφάλεια των υπηκόων, έτσι ώστε να μην υπερισχύει ο βασιλιάς των υπηκόων, ούτε αντίθετα οι υπήκοοι του βασιλιά· διότι αν μια απ’ τις δυο πλευρές καταστεί ισχυρότερη, τότε η ασθενέστερη πλευρά θα προσπαθήσει όχι μόνο να ανακτήσει την προηγούμενη ισότητα, αλλά και να προκαλέσει στην άλλη το ίδιο κακό και την ίδια πίκρα που υπέστη αυτή· πράγμα που θα επέφερε την καταστροφή της μιας απ’ τις δύο –ή και των δύο. Αυτά τα σοφά πραγματικά λόγια θα ήταν άξια κάθε θαυμασμού από μέρους μου, αν τα είχε προφέρει ένας βασιλιάς συνηθισμένος να κυβερνά σκλάβους και όχι ελεύθερους ανθρώπους. Διατήρησαν λοιπόν οι Αραγονέζοι και μετά τον Φερδινάνδο την ελευθερία τους, τώρα όμως όχι ως δικαίωμα αλλά ως παραχώρηση των βασιλέων που ήταν ισχυρότεροι απ’ αυτούς· και αυτό μέχρι την εποχή του Φιλίππου του Β’, ο οποίος τους καταπίεζε με την ίδια σκληρότητα και με ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία απ’ ό,τι τις Ηνωμένες Επαρχίες. Και παρόλο που ο Φίλιππος ο Γ’ φαίνεται ότι αποκατέστησε τα πάντα στην προηγούμενη κατάσταση, ωστόσο οι Αραγονέζοι, από τους οποίους οι περισσότεροι κινούνταν από μία διάθεση να κολακεύσουν τους ισχυρούς (καθότι είναι ανόητο να λακτίζει κανείς τα καρφιά) και υπόλοιποι ήταν τρομοκρατημένοι, δεν είχαν πλέον την ελευθερία τους, αλλά μόνο ωραία λόγια και άχρηστους τύπους.

31. Kαταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι το πλήθος μπορεί υπό το βασιλιά να διατηρήσει μια αρκετά εκτεταμένη ελευθερία, αρκεί η δύναμη του βασιλιά να καθορίζεται από μόνη τη δύναμη του ίδιου του πλήθους, και να περιφρουρείται από το ίδιο το πλήθος. Και αυτός ήταν ο μόνος κανόνας που ακολούθησα κατά τη θέση των θεμελίων του μοναρχικoύ κράτους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ

Ότι το αριστοκρατικό κράτος πρέπει να αποτελείται από μεγάλο αριθμό ευγενών· περί της υπεροχής του, και του ότι πλησιάζει στο απόλυτο περισσότερο από ό,τι το μοναρχικό, και γι’ αυτό το λόγο είναι προσφορότερο για τη διατήρηση της ελευθερίας

1. Αυτά λοιπόν περί του μοναρχικού κράτους. Τώρα θα πούμε με ποιο τρόπο πρέπει να εγκαθιδρυθεί το αριστοκρατικό ώστε να μπορέσει να διαρκέσει. Αριστοκρατικό λέμε ότι είναι εκείνο το κράτος, στο οποίο την εξουσία κατέχουν όχι ένας, αλλά ορισμένοι άνθρωποι επιλεγμένοι μεταξύ του πλήθους, τους οποίους στο εξής θα αποκαλούμε ευγενείς. Λέω ρητά την κατέχουν ορισμένοι επιλεγμένοι, διότι αυτή είναι η κύρια διαφορά μεταξύ αυτού και του δημοκρατικού κράτους· ότι δηλαδή στο αριστοκρατικό κράτος το δικαίωμα του άρχειν εξαρτάται από μόνη την επιλογή, ενώ στο δημοκρατικό περισσότερο από κάποιο δικαίωμα έμφυτο ή αποκτώμενο από την τύχη (όπως θα πούμε στον οικείο τόπο)· κατά τρόπο ώστε, ακόμα και αν σε ένα κράτος το σύνολο του πλήθους γινόταν δεκτό στις τάξεις των ευγενών, εφόσον το δικαίωμα αυτό δεν ήταν κληρονομικό και δεν μεταβιβαζόταν στους απογόνους δυνάμει κάποιου νόμου κοινού για όλους, το κράτος αυτό να παραμένει απόλυτα αριστοκρατικό, από τη στιγμή που στις τάξεις των ευγενών δεν θα γίνονταν δεκτοί παρά μόνο αυτοί που ρητά επιλέγονται. Αν όμως αυτοί ήταν μόνο δύο, ο καθένας τους θα προσπαθούσε να γίνει ισχυρότερος από τον άλλο, και το κράτος, λόγω της υπέρμετρης εξουσίας που θα συγκέντρωνε ο καθένας θα ήταν εύκολο να διαιρεθεί σε δύο μέρη, ή και σε τρία, τέσσερα ή πέντε μέρη, εάν τόσοι αντίστοιχα είναι αυτοί που κατέχουν την εξουσία· αλλά όσο περισσότεροι είναι αυτοί, τόσο ασθενέστερα είναι τα μέρη. Απ’ όπου έπεται ότι το αριστοκρατικό κράτος, προκειμένου να είναι σταθερό, πρέπει αναγκαία να έχει έναν καθορισμένο ελάχιστο αριθμό ευγενών, ανάλογο με το μέγεθος του ίδιου του κράτους.

2. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι για ένα μετρίου μεγέθους κράτος είναι αρκετό να υπάρχουν εκατό άριστοι άνδρες, οι οποίοι να αναλάβουν την υπέρτατη εξουσία του κράτους, και στους οποίους συνεπώς να ανήκει το δικαίωμα να επιλέγουν τους συναδέλφους τους ευγενείς, όταν κάποιος από αυτούς αποβιώσει. Αυτοί ασφαλώς θα προσπαθούν με κάθε τρόπο να τους διαδεχθούν τα τέκνα τους ή οι πλησιέστεροι εξ αίματος συγγενείς τους: τα αποτέλεσμα θα είναι ότι η υπέρτατη εξουσία του κράτους θα βρίσκεται πάντα στα χέρια εκείνων, οι οποίοι έτυχε να είναι παιδιά ή συγγενείς των ευγενών. Και δεδομένου ότι σε εκατό ανθρώπους που ανήλθαν στο αξίωμα αυτό λόγω τύχης είναι δύσκολο να βρεθούν έστω τρεις που να ξεχωρίζουν για τη σοφία και την ικανότητά τους, η κρατική εξουσία θα καταλήξει να βρίσκεται στα χέρια όχι εκατό, αλλά μόλις δύο ή τριών ανθρώπων, οι οποίοι θα ξεχωρίζουν για την ψυχική τους δύναμη και θα μπορούν εύκολα να θέσουν τα πάντα υπό τον έλεγχό τους και, οδηγημένοι από τη συνήθη ανθρώπινη απληστία, να στρώσουν το δρόμο στη μοναρχία. Οπότε, αν κάνουμε σωστό υπολογισμό, η υπέρτατη εξουσία ενός κράτους, του οποίου το μέγεθος επιβάλλει μία αναλογία τουλάχιστον εκατό αρίστων ανδρών, είναι αναγκαίο να μεταβιβάζεται σε πέντε χιλιάδες τουλάχιστο ευγενείς. Κατ’ αυτό τον τρόπο, πάντα θα βρίσκονται εκατό που να έχουν εξαιρετικές ψυχικές αρετές· διότι υποθέτουμε ότι, μέσα στους πενήντα που επιζητούν και καταλαμβάνουν αξιώματα, πάντα θα βρίσκεται κάποιος που να είναι εφάμιλλος με τους αρίστους, και ακόμα μερικοί που να θέλουν να μοιάσουν την αρετή τους και που γι’ αυτό το λόγο να είναι επίσης άξιοι να κυβερνήσουν.

3. Είθισται συχνά οι ευγενείς να είναι πολίτες μίας μόνο πόλης η οποία είναι πρωτεύουσα όλου του κράτους, έτσι ώστε η πολιτεία να παίρνει απ’ αυτήν το όνομά της, όπως κάποτε η Ρωμαϊκή πολιτεία, και σήμερα οι πολιτείες της Βενετίας, της Γένουας κ.ο.κ. Αντίθετα, η πολιτεία των Ολλανδών πήρε το όνομά της από ολόκληρη την επαρχία· γι’ αυτό και οι υπήκοοι του κράτους αυτού απολαμβάνουν μεγαλύτερη ελευθερία. Τώρα, πριν καθορίσουμε τα θεμέλια στα οποία πρέπει να στηρίζεται το αριστοκρατικό κράτος, πρέπει να σημειώσουμε μια διαφορά ανάμεσα στο κράτος που διοικείται από έναν και σε εκείνο που διοικείται από ένα αρκετά μεγάλο συμβούλιo· η οποία είναι βέβαια τεράστια. Διότι, πρώτον, οι δυνάμεις ενός ανθρώπου είναι τελείως ανεπαρκείς για να σηκώσουν το βάρος ολόκληρου του κράτους –πράγμα που δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς προκειμένου για ένα αρκετά μεγάλο συμβούλιo, χωρίς να πέσει σε εμφανή παραλογισμό: αφού όποιος βεβαιώνει ότι ένα συμβούλιo είναι αρκετά μεγάλο, την ίδια στιγμή αρνείται ότι είναι ανίκανο να σηκώσει το βάρος του κράτους. ΄Ενας βασιλιάς λοιπόν χρειάζεται οπωσδήποτε συμβούλους, ένα τέτοιο συμβούλιo όμως καθόλου. ΄Επειτα, οι βασιλείς είναι θνητοί, ενώ τα συμβούλια αιώνια: έτσι, η κρατική εξουσία, άπαξ και μεταβιβαστεί σε ένα αρκετά μεγάλο συμβούλιo, δεν επανέρχεται ποτέ στο πλήθος· πράγμα που δεν συμβαίνει στο μοναρχικό κράτος, όπως δείξαμε στην παρ. 25 του προηγ. κεφ. Τρίτον, η εξουσία του βασιλιά είναι συχνά αβέβαιη λόγω ανηλικότητας, ασθένειας ή γήρατος, ή για άλλους λόγους· ενώ η ισχύς ενός τέτοιου συμβουλίου μένει πάντα μία και η αυτή. Τέταρτον, η θέληση ενός ανθρώπου είναι εξαιρετικά ευμετάβλητη και ασταθής: και γι’ αυτό το λόγο, στο μοναρχικό κράτος κάθε νόμος είναι η εκφρασμένη θέληση του βασιλιά, (όπως είπαμε στην παρ. 1 του προηγ. κεφ.), αυτό όμως δεν σημαίνει ότι κάθε θέλημα του βασιλιά πρέπει να γίνεται νόμος· πράγμα που δεν μπορεί να ειπωθεί προκειμένου για έν α αρκετά μεγάλο συμβούλιo. Διότι, καθώς ένα τέτοιο συμβούλιo (όπως μόλις τώρα δείξαμε) δεν χρειάζεται καθόλου συμβούλους, πρέπει αναγκαία κάθε εκφρασμένη θέλησή του να είναι νόμος. ΄Ωστε καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η εξουσία που μεταβιβάζεται σε ένα αρκετά μεγάλο συμβούλιo είναι απόλυτη, ή έστω προσεγγίζει στο απόλυτο περισσότερο από κάθε άλλη. Διότι αν υπάρχει κάποια πραγματικά απόλυτη εξουσία, αυτή είναι η εξουσία την οποία κατέχει το σύνολο του πλήθους.

4. Ωστόσο, στο βαθμό που η εξουσία στο αριστοκρατικό κράτος δεν επανέρχεται ποτέ (όπως μόλις δείξαμε) στο πλήθος, ούτε ζητείται ποτέ η γνώμη του πλήθους, αλλά όλες ανεξαιρέτως οι βουλήσεις του συμβουλίου αυτού είναι νόμος, το κράτος αυτό πρέπει να θεωρηθεί απόλυτο· και συνεπώς τα θεμέλιά του πρέπει να βασίζονται μόνο στη βούληση και στην κρίση του συμβουλίου, και όχι στην επαγρύπνηση του πλήθους, εφόσον το τελευταίο είναι αποκλεισμένο τόσο από το να δίνει τη γνώμη του όσο και από το να ψηφίζει. Η αιτία λοιπόν για την οποία στην πράξη η εξουσία δεν είναι απόλυτη δεν μπορεί να είναι άλλη από το γεγονός ότι το πλήθος είναι επίφοβο στους κατόχους της εξουσίας· γι’ αυτό και διατηρεί για τον εαυτό του κάποια ελευθερία, την οποία διεκδικεί και κατακτά –αν όχι νομικά εκφρασμένη, πάντως σιωπηρά.

5. Φαίνεται λοιπόν καθαρά ότι η κατάσταση αυτού του κράτους θα είναι η καλύτερη αν εγκαθιδρυθεί έτσι που να πλησιάζει περισσότερο στο απόλυτο, πράγμα που σημαίνει, έτσι που το πλήθος να προκαλεί όσο γίνεται λιγότερο το φόβο, και να μην διατηρεί καμία ελευθερία –πέρα απ’ αυτή που πρέπει αναγκαία να του απονέμεται σύμφωνα με τον τρόπο συγκρότησης του κράτους αυτού, η οποία βέβαια δεν θα είναι τόσο δικαίωμα του πλήθους όσο δίκαιο ολόκληρου του κράτους, που μόνο οι αριστοκράτες θα το υπερασπίζονται σαν δικό τους και θα φροντίζουν για τη διατήρησή του. Διότι αυτό μόνο θα συναρμόσει στο μέγιστο βαθμό την πρακτική με τη θεωρία, όπως φαίνεται από την προηγούμ. παρ. και όπως εξάλλου είναι φανερό από μόνο του: διότι δεν μπορούμε να αμφιβάλλουμε ότι η εξουσία τόσο λιγότερο ανήκει στους ευγενείς, όσο περισσότερα δικαιώματα διεκδικεί το πλήθος για τον εαυτό του· όπως για παράδειγμα αυτά που είθισται να έχουν οι ενώσεις των χειροτεχνών στην Κάτω Γερμανία, που λέγονται κοινώς Gilden.

6. Και ούτε θα πρέπει από το γεγονός αυτό, το ότι δηλαδή η εξουσία παραδίδεται κατ’ απόλυτο τρόπο στο συμβούλιo, να γεννηθεί κανένας φόβος στο λαό ότι υπάρχει κίνδυνος να υποδουλωθεί σε αυτό. Διότι η θέληση ενός τόσο μεγάλου συμβουλίου δεν μπορεί να καθορίζεται τόσο από τις ορέξεις, όσο από το Λόγο· πραγματικά, οι άνθρωποι έλκονται προς διαφορετικές κατευθύνσεις από τα αρνητικά πάθη, και δεν μπορούν να ενεργούν σαν να καθοδηγούνται από μια σκέψη παρά μόνο στο βαθμό που επιθυμούν τις λύσεις που είναι –ή, έστω, φαίνονται- οι τιμιότερες.

7. Καθορίζοντας λοιπόν τα θεμέλια του αριστοκρατικoύ κράτους πρέπει κυρίως να φροντίσουμε ώστε αυτά να στηρίζονται μόνο στη θέληση και τη δύναμη του υπέρτατου συμβουλίου· ούτως ώστε το συμβούλιo αυτό να είναι όσο γίνεται αυτόνομο και να μην έχει κανένα κίνδυνο από το πλήθος. Για να καθορίσουμε λοιπόν αυτά τα θεμέλια, τα οποία όπως είπαμε στηρίζονται μόνο στη θέληση και τη δύναμη του υπέρτατου συμβουλίου, ας δούμε ποια από τα θεμέλια της ειρήνης είναι ίδια του μοναρχικού κράτους και ξένα προς το είδος κράτους που τώρα εξετάζουμε. Διότι αν αντικαταστήσουμε τα θεμέλια αυτά με άλλα ισοδύναμα και κατάλληλα για το αριστοκρατικό κράτος, και αφήσουμε τα υπόλοιπα έτσι όπως έχουν ήδη τεθεί, θα έχει αναμφίβολα εκλείψει κάθε αιτία στάσεων ή, πάντως, το κράτος αυτό δεν θα είναι λιγότερο ασφαλές απ’ ό,τι το μοναρχικό. Αντίθετα μάλιστα, θα είναι περισσότερο ασφαλές, και η κατάστασή του θα είναι καλύτερη, στο βαθμό που θα πλησιάζει στο απόλυτο περισσότερο από το μοναρχικό, χωρίς να καταστρέφει την ειρήνη και την ελευθερία (βλ. παρ. 3 και 6 αυτού του κεφ.). διότι όσο μεγαλύτερο είναι το δικαίωμα της υπέρτατης εξουσίας, τόσο περισσότερο η μορφή του κράτους συμφωνεί με τις υπαγορεύσεις του Λόγου (σύμφωνα με την παρ. 5 του κεφ. 3), και συνεπώς είναι πρόσφορο για τη διαφύλαξη της ειρήνης και της ελευθερίας. Ας διατρέξουμε λοιπόν όσο είπαμε στο κεφ. 6 από την παρ. 9 κ.ε., για να απορρίψουμε όσα είναι ξένα προς το αριστοκρατικό κράτος και να δούμε ποια αρμόζουν προς αυτό.

8. Το ότι, πρώτον, είναι αναγκαίο να χτιστούν και να οχυρωθούν μία ή περισσότερες πόλεις, δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς. Προπαντός όμως πρέπει να οχυρωθεί η πόλη εκείνη που είναι πρωτεύουσα όλου του κράτους, και επιπλέον εκείνες που βρίσκονται στα όρια του κράτους. Διότι η πρωτεύουσα του κράτους έχει το υπέρτατο δικαίωμα και πρέπει να είναι η ισχυρότερη απ’ όλες. Από την άλλη, είναι τελείως περιττό σ’ αυτό το κράτος να διαιρούνται όλοι οι κάτοικοι σε φυλές.

9. Όσο αφορά το στράτευμα, δεδομένου ότι σ’ αυτό το κράτος δεν πρέπει να επιδιώκεται η ισότητα όλων, αλλά μόνο των ευγενών, και κυρίως ότι η δύναμη των ευγενών είναι μεγαλύτερη απ’ αυτή του λαού, είναι βέβαιο ότι δεν προσήκει στους θεμελιώδεις νόμους και στο δίκαιο αυτού του κράτους το να σχηματίζεται το στράτευμα από τους υπηκόοους και μόνο. Αυτό όμως που είναι οπωσδήποτε απαραίτητο, είναι το να μην γίνεται κανείς δεκτός στις τάξεις των ευγενών αν δεν κατέχει καλά την πολεμική τέχνη. Το να αποκλείονται πάντως οι υπήκοοι από τη στρατιωτική υπηρεσία, ενώ οι ίδιοι θέλουν να υπηρετήσουν, αυτό σίγουρα είναι ανοησία. Διότι, πέρα από το γεγονός ότι η στρατιωτική αμοιβή που καταβάλλεται στους υπηκόους μένει μέσα στο βασίλειο, ενώ αντίθετα αυτή που καταβάλλεται σε έναν ξένο χάνεται για πάντα, επιπλέον με τη δεύτερη λύση η ευρωστία του κράτους εξασθενεί σημαντικά. Διότι είναι βέβαιο ότι όσοι αγωνίζονται υπέρ βωμών και εστιών, αγωνίζονται με μοναδική ευψυχία. Εξ ού και είναι επίσης φανερό ότι όσοι υποστηρίζουν πως οι στρατηγοί, οι χιλίαρχοι, οι εκατόνταρχοι κ.ο.κ. πρέπει να επιλέγονται μόνο μεταξύ των ευγενών, κάνουν εξίσου μεγάλο λάθος. Διότι με ποια ανδρεία θα αγωνίζονται οι στρατιώτες, όταν έχουν χάσει κάθε ελπίδα να αποκτήσουν δόξα και αξιώματα; Από την άλλη, πάντως, το να απαγορεύσουμε με νόμο στους ευγενείς να καλούν ξένους στρατιώτες όταν το απαιτεί ο βασιλιάς, είτε για την προστασία του και για την καταστολή στάσεων, είτε για οποιουσδήποτε άλλους λόγους, εκτός του ότι δεν θα ήταν συνετό, θα προσέκρουε επίσης στο υπέρτατο δικαίωμα των ευγενών. περί αυτού βλέπε τις παρ. 3, 4 και 5 αυτού του κεφ. Αλλά ο διοικητής ενός σώματος ή ολόκληρου του στρατεύματος πρέπει να επιλέγεται μόνο σε περίοδο πολέμου και αποκλειστικά μεταξύ των ευγενών, να έχει θητεία ενός έτους το πολύ και να μην μπορεί να παραμείνει στην αρχή ή να επανεκλεγεί· ο νόμος αυτός είναι εξίσου –και ακόμα περισσότερο- απαραίτητος σ’ αυτό το κράτος, όπως και στο μοναρχικό. Διότι, παρόλο που είναι πολύ ευκολότερο, όπως ήδη είπαμε προηγουμένως, να μεταβιβαστεί η εξουσία από έναν άνθρωπο σε κάποιον άλλο παρά από ένα ελεύθερο συμβούλιo σε έναν άνθρωπο, συμβαίνει συχνά οι ευγενείς να υποδουλώνονται στους αρχηγούς τους, προς μέγιστη ζημία των δημοσίων πραγμάτων· καθότι όταν ένας μονάρχης βγαίνει από τη μέση δεν αλλάζει η μορφή του κράτους, αλλά μόνο του τυράννου. Σε ένα αριστοκρατικό κράτος ωστόσο μια τέτοια αλλαγή δεν μπορεί να γίνει χωρίς την ανατροπή του ίδιου του κράτους και τον αφανισμό των καλύτερων ανδρών του. Η Ρώμη δίνει θλιβερότατα παραδείγματα γι’ αυτό. Από την άλλη, ο λόγος για τον οποίο είπαμε ότι στο αριστοκρατικό κράτος η στρατιωτική υπηρεσία δεν πρέπει να αμείβεται δεν υφίσταται σε ένα τέτοιο κράτος. Διότι, αφού οι υπήκοοι αποκλείονται από το δικαίωμα γνώμης και ψήφου, η θέση τους εξομοιώνεται με αυτή των αλλοδαπών, και άρα πρέπει να καλούνται στο στρατό υπό συνθήκες ανάλογες με αυτές των αλλοδαπών. Ούτε υπάρχει κίνδυνος αυτοί που καλούνται να ευνοούνται από το συμβούλιo εις βάρος των υπολοίπων. Για να μην καταλήξουμε όμως στο σημείο να εκτιμά ο καθένας τις δικές του υπηρεσίες ως ανώτερες από των άλλων, όπως συμβαίνει συχνά, θα ήταν σκόπιμο οι ευγενείς να ορίσουν στους στρατιώτες μια συγκεκριμένη αμοιβή για τα καθήκοντά τους.

10. Επιπλέον, για την ίδια αιτία, ότι όλοι εκτός των ευγενών λογίζονται ως αλλοδαποί, δεν μπορεί οι αγροί, οι οικίες και το σύνολο του εδάφους να παραμείνει δημόσια ιδιοκτησία και να παραχωρείται στους κατοίκους με ετήσιο μίσθωμα, χωρίς κίνδυνο ολόκληρου του κράτους. Διότι υπήκοοι οι οποίοι δεν παίρνουν καθόλου μέρος στην άσκηση της εξουσίας, με την πρώτη δυσκολία θα εγκατέλειπαν μαζικά τις πόλεις, ιδίως αν τους επιτρεπόταν να μεταφέρουν όπου θέλουν τα αγαθά που κατέχουν. Άρα οι αγροί και τα κτήματα αυτού του κράτους δεν πρέπει να εκμισθώνονται, αλλά να πωλούνται στους υπηκόους· υπ’ αυτή όμως την προϋπόθεση, ότι θα πρέπει επίσης να καταβάλλουν κάθε χρόνο ένα μέρος της ετήσιας συγκομιδής τους, καθώς και άλλες εισφορές, όπως συμβαίνει στην Ολλανδία.

11. Μετά την εξέταση αυτού του ζητήματος, προχωρώ στα θεμέλια πάνω στα οποία πρέπει να βασιστεί και να σταθεροποιηθεί το ανώτατο συμβούλιo. Το ότι τα μέλη αυτού του συμβουλίου σε ένα μετρίου μεγέθους κράτος πρέπει να είναι πέντε περίπου χιλιάδες, το δείξαμε στην παρ. 2 αυτού του κεφ. Γι’ αυτό πρέπει να αναζητηθεί ένας τρόπος με τον οποίο η εξουσία να μην περνά σιγά σιγά στα χέρια λιγότερων ανθρώπων, αλλά αντίθετα ο αριθμός τους να αυξάνει σε αναλογία με την αύξηση του ίδιου του κράτους· έπειτα, να τηρείται όσο γίνεται περισσότερο η ισότητα μεταξύ των ευγενών· επίσης, στα συμβούλια να υπάρχει ταχεία αντιμετώπιση των ζητημάτων· να επιδιώκεται το κοινό καλό· και τέλος η δύναμη των ευγενών, δηλαδή του συμβουλίου, να είναι μεγαλύτερη από αυτή του πλήθους, αλλά έτσι ώστε το πλήθος να μην υφίσταται καμία ζημία απ’ αυτό.

12. Για την επίτευξη του πρώτου, όμως, γεννιέται μια μέγιστη δυσκολία από το φθόνο. Διότι οι άνθρωποι, όπως είπαμε, είναι φύσει εχθροί· έτσι ώστε, ακόμα και όταν συνενώνονται και συνέχονται με νόμους, ωστόσο διατηρούν τη φύση τους. Και νομίζω ότι έτσι συμβαίνει τα δημοκρατικά κράτη να μεταβάλλονται σε αριστοκρατικά, και αυτά τέλος σε μοναρχικά. Διότι είμαι πλήρως πεπεισμένος ότι τα περισσότερα αριστοκρατικά κράτη υπήρξαν προηγουμένως δημοκρατικά: όταν ένα πλήθος αναζητά νέο χώρο εγκατάστασης και, τελικά, τον βρίσκει και αρχίζει να τον καλλιεργεί, διατηρεί ακέραιο το δικαίωμα της ίσης κυριαρχίας, καθότι κανείς δεν παραδίδει την εξουσία σε κάποιον άλλο με τη θέλησή του. Αλλά παρόλο που ο καθένας από αυτούς κρίνει δίκαιο να έχει ως προς τον άλλο το ίδιο δικαίωμα, που έχει και ο άλλος ως προς αυτόν, ωστόσο θεωρεί ότι είναι άδικο να έχουν οι ξένοι, οι οποίοι συρρέουν στη χώρα τους, το ίδιο με αυτούς δικαίωμα σε ένα κράτος για το οποίο αυτοί αγωνίστηκαν και κοπίασαν, και το οποίο κατέκτησαν με τίμημα το ίδιο τους το αίμα. Αυτό βέβαια ούτε οι ξένοι το αρνούνται· γιατί αυτοί μεταναστεύουν όχι φυσικά για να κυβερνήσουν, αλλά για να φροντίσουν τα ιδιωτικά τους συμφέροντα· και θεωρούν ότι τους παραχωρούνται αρκετά, αν τους παραχωρηθεί μόνο η ελευθερία να διαχειρίζονται με ασφάλεια τις υποθέσεις τους. Αλλά στο μεταξύ το πλήθος αυξάνει από τη συρροή των ξένων, οι οποίοι σιγά σιγά υιοθετούν τα ήθη της φυλής αυτής, μέχρι που, τελικά, δεν διακρίνονται από καμία άλλη διαφορά, εκτός μόνο από το ότι στερούνται το δικαίωμα να καταλάβουν αξιώματα· και όσο ο αριθμός τους καθημερινά αυξάνει, ο αριθμός των πολιτών αντίθετα για πολλούς λόγους μειώνεται: συχνά επειδή κάποιες οικογένειες σβήνουν, άλλοι αποκλείονται λόγω εγκλημάτων, και πολλοί αδιαφορούν για τα δημόσια πράγματα λόγω ιδιωτικής στενότητας, ενώ την ίδια στιγμή οι ισχυρότεροι το μόνο που σκέπτονται είναι το πώς μόνοι αυτοί να κυβερνήσουν· και έτσι σιγά σιγά η εξουσία συγκεντρώνεται στα χέρια λίγων, και τελικά, μέσω διασπάσεων, στα χέρια ενός. Πέρα απ’ αυτές θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και άλλες αιτίες για τις οποίες καταστρέφονται κράτη αυτού του είδους· αλλά καθότι αυτές είναι αρκετά γνωστές, τις παραλείπω, και τώρα θα δείξω κατά σειρά τους νόμους με τους οποίους πρέπει να διατηρηθεί το κράτος αυτό το οποίο πραγματευόμαστε.

13. Ο πρωταρχικός νόμος αυτού του κράτους πρέπει να είναι αυτός με τον οποίο καθορίζεται η αναλογία του αριθμού των ευγενών ως προς το πλήθος. Διότι (σύμφωνα με την παρ. 1 [ορθό: 2;] αυτού του κεφ.) πρέπει να υπάρχει μία αναλογία μεταξύ αυτού και εκείνων, έτσι ώστε με την αύξηση του πλήθους να μεγαλώνει και ο αριθμός των ευγενών. Αυτή λοιπόν (σύμφωνα με όσα είπαμε στην παρ. 2 αυτού του κεφ.) πρέπει να είναι περίπου 1 προς 50, με άλλα λόγια, η ανισότητα μεταξύ του αριθμού των ευγενών και του πλήθους ποτέ δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερη. Διότι (σύμφωνα με την παρ. 1 αυτού του κεφ.) ο αριθμός των ευγενών μπορεί κάλλιστα να είναι πολύ μεγαλύτερος από αυτόν του πλήθους, χωρίς απ’ αυτό να αλλάζει η μορφή του κράτους. Αντίθετα, ο μόνος κίνδυνος έγκειται στο ολιγάριθμο των ευγενών. Με ποιον τρόπο τώρα μπορούμε να εξασφαλίσουμε ότι θα διατηρηθεί απαραβίαστος αυτός ο νόμος, αυτό θα το δείξω σύντομα στον κατάλληλο τόπο.

14. Σε κάποιους τόπους οι ευγενείς επιλέγονται από ορισμένες μόνο οικογένειες. Το να καθιερωθεί όμως αυτό ρητά με νόμο είναι ολέθριο. Διότι εκτός του ότι oι οικογένειες συχνά σβήνουν, και ότι οι υπόλοιπες σίγουρα θα θεωρούσαν ταπεινωτικό τον αποκλεισμό τους, επιπλέον απάδει και προς τη μορφή του κράτους το να είναι κληρονομικό το αξίωμα του ευγενούς, σύμφωνα με την παρ. 1 αυτού του κεφ. Αλλά το κράτος κατ’ αυτό τον τρόπο θα έμοιαζε περισσότερο με ένα δημοκρατικό σαν αυτό που περιγράψαμε στην παρ. 12 αυτού του κεφ., στο οποίο δηλαδή ελάχιστοι πολίτες κατέχουν την εξουσία. Από την άλλη, όμως, το να αποτρέψουμε τους ευγενείς από του να επιλέγουν τους γιούς και τους συγγενείς τους (και, συνεπώς, το δικαίωμα διακυβέρνησης από του να παραμείνει στα χέρια ορισμένων οικογενειών), αυτό είναι αδύνατο –αλλά και παράλογο, όπως θα δείξω στην παρ. 39 αυτού του κεφ. Ωστόσο, αν δεν υπάρχει κάποιος νόμος που να παρέχει ρητά αυτό το δικαίωμα στους ευγενείς και να το στερεί από τους υπόλοιπους, (εννοώ αυτούς που έχουν γεννηθεί στο κράτος, που χρησιμοποιούν την πάτρια γλώσσα, που δεν έχουν σύζυγο αλλοδαπή, που δεν έχουν εγκληματήσει, που δεν είναι δούλοι και που, τέλος, δεν κερδίζουν τη ζωή τους με κάποια δουλοπρεπή απασχόληση –και σ’ αυτούς πρέπει να συμπεριληφθούν οι ζυθοπώλες, οι καπηλείς και άλλοι αυτού του είδους), η μορφή του κράτους δεν παύει να παραμένει η ίδια και η αναλογία μεταξύ των ευγενών και του πλήθους θα μπορεί πάντα να διατηρείται.

15. Εάν επιπλέον οριστεί με νόμο ότι οι νέοι στην ηλικία δεν μπορούν να επιλέγονται, δεν θα είναι δυνατό ποτέ λίγες οικογένειες να μονοπωλούν το δικαίωμα διακυβέρνησης· συνεπώς θα πρέπει να οριστεί με νόμο ότι δεν θα μπορεί κανείς να συμπεριληφθεί στον κατάλογο των εκλόγιμων αν δεν έχει φτάσει το τριακοστό έτος της ηλικίας του.

16. Τρίτο, πρέπει να προβλέπεται ότι όλοι οι ευγενείς οφείλουν να συνέρχονται σε κάποιο συγκεκριμένο μέρος της πόλης σε τακτά χρονικά διαστήματα, και ότι όποιος δεν παρίσταται στο συμβούλιο, αν δεν κωλύεται από ασθένεια ή από κάποια δημόσια υπόθεση, θα τιμωρείται με σημαντική χρηματική ποινή. Διότι αν αυτό δεν γίνει, οι περισσότεροι θα αμελούν τα δημόσια συμφέροντα προς όφελος τών ιδιωτικών τους.

17. Αποστολή αυτού του συμβουλίου θα είναι να συντάσσει και να καταργεί τους νόμους, να εκλέγει τους νέους ευγενείς και όλους τους αξιωματούχους του κράτους. Διότι δεν μπορεί αυτός που έχει το ύψιστο δικαίωμα –όπως υποστηρίξαμε ότι συμβαίνει με αυτό το συμβούλιo- να δώσει σε κάποιον την εξουσία να συντάσσει και να καταργεί τους νόμους, χωρίς να εκχωρεί την ίδια στιγμή το δικαίωμά του και να το μεταβιβάζει σε αυτόν, στον οποίο δίνει αυτή την εξουσία· καθότι όποιος έχει έστω και για μία μόνο μέρα την εξουσία να συντάσσει και να καταργεί τους νόμους, αυτός μπορεί να αλλάξει ολόκληρη τη μορφή του κράτους. Μπορεί πάντως το συμβούλιο να αναθέτει σε άλλους προσωρινά να διαχειρίζονται τις καθημερινές υποθέσεις του κράτους σύμφωνα με τεθειμένους νόμους, διατηρώντας το ύψιστο δικαίωμά του. Από την άλλη, αν οι αξιωματούχοι του κράτους εκλέγονταν από άλλο και όχι από αυτό το συμβούλιo, θα έπρεπε μάλλον να αποκαλούνται ανήλικοι υπό κηδεμονία παρά ευγενείς.

18. Επικεφαλής αυτού του συμβουλίου είθισται να τοποθετούν κάποιο διοικητή ή πρόεδρο, είτε ισόβιο, όπως οι Ενετοί, είτε προσωρινά, όπως οι Γενοβέζοι, πάντα όμως με μεγάλες προφυλάξεις, ώστε να γίνεται αρκετά σαφές ότι αυτό συνεπάγεται μεγάλους κινδύνους για το κράτος. Και πραγματικά δεν μπορούμε να αμφιβάλλουμε ότι μ’ αυτό τον τρόπο το κράτος πλησιάζει προς το μοναρχικό· και, όσο μπορούμε να εικάσουμε από την ιστορία τους, ο μόνος λόγος που γίνεται αυτό είναι ότι πριν καθιερωθούν αυτά τα συμβούλια, τα κράτη αυτά τα κυβερνούσε σαν βασιλιάς ένας διοικητής ή Δόγης· οπότε η τοποθέτηση διοικητή είναι απλώς μία παράδοση του γένους, και όχι ένα απαραίτητο στοιχείο του αριστοκρατικού κράτους αν θεωρηθεί απόλυτα.

19. Παρόλα αυτά, καθότι η υπέρτατη εξουσία σ’ αυτό το κράτος ανήκει στο σύνολο του συμβουλίου αυτού και όχι στο καθένα από τα μέλη του ξεχωριστά (διότι αλλιώς θα ήταν συνάθροιση ενός άτακτου πλήθους), είναι άρα αναγκαίο να δεσμεύονται όλοι οι ευγενείς από τους νόμους ώστε να συγκροτούν τρόπον τινά ένα σώμα που να κυβερνάται από ένα πνεύμα. Βέβαια οι νόμοι από μόνοι τους είναι ανίσχυροι, και εύκολα παραβιάζονται εκεί όπου φύλακές τους είναι εκείνοι ακριβώς που είναι σε θέση να τους παραβούν, και εκείνοι που πρέπει μόνοι αυτοί να παραδειγματιστούν από την τιμωρία, και γι’ αυτό το λόγο να τιμωρούν τους συναδέλφους τους προκειμένου να χαλιναγωγήσουν τις δικές τους ορέξεις με το φόβο της τιμωρίας· πράγμα που είναι τελείως παράλογο. Συνεπώς πρέπει να αναζητηθεί ένα μέσο με το οποίο η τάξη αυτού του ύψιστου συμβουλίου και οι νόμοι του κράτους να παραμείνουν απαραβίαστα, έτσι όμως ώστε να υπάρχει όσο γίνεται μεγαλύτερη ισότητα μεταξύ των ευγενών.

20. Καθώς, τώρα, με την τοποθέτηση ενός διοικητή ή προέδρου, ο οποίος μάλιστα να μπορεί να ψηφίζει στα συμβούλια, δημιουργείται αναγκαία μεγάλη ανισότητα, κυρίως λόγω της εξουσίας που πρέπει αναγκαία να του παραχωρηθεί για να ασκεί με ασφαλή τρόπο τα καθήκοντά του, γι’ αυτό το λόγο λοιπόν, αν σταθμίσουμε τα πάντα ορθά, το πλέον χρήσιμο για τη δημόσια ωφέλεια θα ήταν σε αυτό το υπέρτατο συμβούλιo να υπαχθεί ιεραρχικά ένα άλλο, αποτελούμενο από έναν αριθμό ευγενών, των οποίων το μόνο καθήκον θα είναι να φροντίζουν ώστε οι νόμοι του κράτους που αφορούν τα συμβούλια και τους υπουργούς του κράτους να παραμένουν απαραβίαστοι. Οι ευγενείς αυτοί θα έχουν την εξουσία να καλούν ενώπιον του δικαστηρίου τους και να καταδικάζουν σύμφωνα με τους τεθειμένους νόμους οποιον δήποτε αξιωματούχο του κράτους ο οποίος έχει παραβεί τους νόμους που αφορούν το αξίωμά του: αυτούς στο εξής θα τους αποκαλούμε συνδίκους.

21. Αυτοί θα εκλέγονται ισοβίως. Διότι αν εκλέγονταν προσωρινά, ούτως ώστε να μπορούν έπειτα να κληθούν σε άλλα κρατικά αξιώματα, θα πέφταμε στο παράλογο το οποίο επισημάναμε μόλις προηγουμένως στην παρ. 19 αυτού του κεφ. Αλλά για να μην τους κάνει αλαζονικούς η τόσο μακροχρόνια παραμονή τους στην αρχή, κανείς δεν πρέπει να επιλέγεται γι’ αυτό το συμβούλιo αν δεν έχει φτάσει το εξηκοστό –ή και περισσότερο- έτος της ηλικίας του και αν δεν έχει διατελέσει στο αξίωμα του γερουσιαστή (περί του οποίου κατωτέρω).

22. Τον αριθμό τους τώρα μπορούμε εύκολα να τον καθορίσουμε, αν θεωρήσουμε ότι οι σύνδικοι αυτοί θα έχουν ως προς τους ευγενείς όπως όλοι οι ευγενείς μαζί ως προς το πλήθος, το οποίο δεν μπορούν να κυβερνήσουν αν είναι λιγότεροι από τον ορθό αριθμό· συνεπώς ο αριθμός των συνδίκων πρέπει να έχει ως προς τον αριθμό των ευγενών όπως ο αριθμός αυτών ως προς τον αριθμό του πλήθους, με άλλα λόγια (σύμφωνα με την παρ. 13 αυτού του κεφ.) όπως το 1 προς το 50.

23. Επιπλέον, για να μπορεί το συμβούλιo αυτό να ασκεί με ασφαλή τρόπο τα καθήκοντά του, πρέπει να αποσπαστεί ένα μέρος του στρατεύματος το οποίο να τεθεί απόλυτα υπό τις διαταγές του.

24. Στους συνδίκους και σε όλους τους αξιωματούχους του κράτους δεν πρέπει να καταβάλλεται μισθός, αλλά μόνο μία αποζημίωση, τέτοια που να μην μπορούν, χωρίς μεγάλη δική τους ζημία, να κακοδιαχειριστούν τα δημόσια πράγματα. Διότι δεν μπορούμε να αμφιβάλλουμε ότι είναι δίκαιο στους αξιωματούχους αυτού του κράτους να καταβάλλεται κάποια αμοιβή για την προσφορά τους, καθότι το μεγαλύτερο μέρος αυτού του κράτους είναι οι άνθρωποι του λαού, για την ασφάλεια των οποίων επαγρυπνούν οι ευγενείς, ενώ οι ίδιοι έχουν τη φροντίδα μόνο των ιδιωτικών τους υποθέσεων και όχι των δημόσιων. Από την άλλη, όμως, καθότι κανείς (όπως είπαμε στην παρ. 4 του κεφ. 7) δεν υποστηρίζει την υπόθεση του άλλου παρά μόνο εφόσον πιστεύει ότι την ίδια στιγμή εδραιώνει τα δικά του συμφέροντα, τα πράγματα πρέπει αναγκαία να οργανωθούν έτσι, ώστε οι αξιωματούχοι που έχουν τη φροντίδα των δημοσίων πραγμάτων τόσο περισσότερο να ωφελούν τους εαυτούς τους, όσο περισσότερο επαγρυπνούν για το κοινό καλό.

25. Στους συνδίκους λοιπόν, που καθήκον τους είναι, όπως είπαμε, να φροντίζουν ώστε οι νόμοι του κράτους να παραμένουν απαραβίαστοι, πρέπει να καταβάλλεται η εξής αποζημίωση: ο κάθε αρχηγός οικογένειας, σε όποιο σημείο του κράτους και αν κατοικεί, οφείλει κάθε χρόνο να καταβάλλει στους συνδίκους ένα νόμισμα μικρής αξίας, έστω ενός τετάρτου της ουγγιάς αργύρου· μ’ αυτό τον τρόπο θα μπορούν να γνωρίζουν και τον αριθμό των κατοίκων και, έτσι, να διαπιστώνουν ποιο ποσοστό τους αποτελούν οι ευγενείς. ΄Επειτα, κάθε νέος ευγενής, μόλις εκλέγεται, θα πληρώνει στους συνδίκους κά ποιο μεγάλο ποσό, π. χ. είκοσι ή είκοσι πέντε λίβρες* αργύρου. Επιπλέον, οι χρηματικές ποινές, στις οποίες καταδικάζονται οι απόντες ευγενείς (εκείνοι δηλαδή που δεν παρίστανται κατά τη σύγκληση του συμβουλίου) θα καταβάλλονται επίσης στους συνδίκους, και ακόμα μέρος της περιουσίας των αξιωματούχων που παρανομούν, εκείνων δηλαδή που υποχρεώνονται να υποβληθούν στην κρίση του δικαστηρίου των συνδίκων και τιμωρούνται με κάποια χρηματική ποινή ή με δήμευση των αγαθών τους, θα αποδίδεται σε αυτούς· όχι βέβαια σε όλους, αλλά μόνο σε εκείνους που συνεδριάζουν καθημερινά, και που καθήκον τους είναι να συγκαλούν το συμβούλιo των συνδίκων, περί των οποίων βλέπε την παρ. 28 αυτού του κεφ. Για να περιλαμβάνει εξάλλου πάντα το συμβούλιo τον απαιτούμενο αριθμό συνδίκων, πρέπει σε κάθε τακτική σύγκληση του ανώτατου συμβουλίου να εξετάζεται πριν απ’ όλα το ζήτημα αυτό [ενν. του αριθμού]. Αν οι σύνδικοι αμελήσουν να το θέσουν, τότε είναι πλέον καθήκον εκείνου που προεδρεύει της γερουσίας (περί της οποίας θα κάνουμε λόγο σύντομα) να το υπενθυμίσει στο ανώτατο συμβούλιo, να απαιτήσει από τον πρόεδρο των συνδίκων εξηγήσεις για αυτή τη σιωπή τους και να ερωτήσει ποια είναι η απόφαση του ανώτατου συμβουλίου για αυτό το ζήτημα. Εάν και αυτός σιωπά, την υπόθεση θα αναλαμβάνει ο προεδρεύων του ανώτατου δικαστηρίου, και αν ακόμα και αυτός αμελεί, ένας οποιοσδήποτε από τους άλλους ευγενείς, o oποίος θα απαιτεί το λόγο από τους προέδρους τόσο των συνδίκων, όσο και της γερουσίας και του δικαστηρίου. Τέλος, για να τηρείται επίσης αυστηρά και ο νόμος με τον οποίο αποκλείονται οι νέοι στην ηλικία, πρέπει να θεσπιστεί ότι όλοι όσοι φτάνουν το τριακοστό έτος της ηλικίας τους και δεν έχουν αποκλειστεί με ρητή διάταξη νόμου από τη συμμετοχή στη διακυβέρνηση, θα πρέπει να μεριμνούν ώστε να εγγραφεί το όνομά τους σε έναν κατάλογο που θα τηρούν οι σύνδικοι και να παραλαμβάνουν απ’ αυτούς έναντι κάποιου καθορισμένου τιμήματος κάποιο διακριτικό σημείο της τιμής που τους έγινε. μετά απ’ αυτό θα δικαιούνται, μόνοι αυτοί, να φέρουν μία συγκεκριμένη ενδυμασία με την οποία θα διακρίνονται και θα τιμώνται από τους υπόλοιπους. Και στο μεταξύ πρέπει να καθιερωθεί με νόμο ότι στις εκλογές κανείς ευγενής δεν επιτρέπεται να προτείνει κάποιον ως υποψήφιο αν το όνομά του δεν είναι εγγεγραμμένο στον κοινό κατάλογο, και αυτό με απειλή βαριάς ποινής· και επιπλέον κανείς δεν επιτρέπεται να αποποιηθεί το λειτούργημα ή το καθήκον στο οποίο επιλέγεται να υπηρετήσει. Tέλος, για να παραμείνουν αιώνιοι όλοι οι απολύτως θεμελιώδεις νόμοι του κράτους πρέπει να θεσπιστεί ότι, αν κάποιος εγείρει ζήτημα στο ανώτατο συμβούλιo σχετικά με κάποιο θεμελιώδη νόμο, φερ’ ειπείν εάν ζητήσει την παράταση της θητείας κάποιου διοικητή του στρατού, ή τη μείωση του αριθμού των ευγενών, και τα παρόμοια, να παραπέμπεται για εσχάτη προδοσία, και όχι μόνο να καταδικάζεται σε θάνατο και σε δήμευση των αγαθών του, αλλά να τίθεται και κάποιο σημείο της καταδίκης του σε δημόσιο χώρο που να διατηρεί αιώνια την ανάμνηση του γεγονότος. Όσο για την εξασφάλιση της σταθερότητας των υπόλοιπων, κοινών νόμων του κράτους, αρκεί απλώς να θεσπιστεί ότι δεν μπορεί να καταργηθεί κανένας νόμος, ούτε να τεθεί νέος, παρά μόνο εάν σ’ αυτό συμφωνήσει πρώτα το συμβούλιo των ευγενών και έπειτα τα τρία τέταρτα ή τα τέσσερα πέμπτα του ανώτατου συμβουλίου.

26. Το δικαίωμα σύγκλησης του ανώτατου συμβουλίου και πρότασης των ζητημάτων που θα συζητηθούν σ’ αυτό θα ανήκει στους συνδίκους, στους οποίους επίσης θα παραχωρείται τιμητική θέση στο συμβούλιo, χωρίς όμως δικαίωμα ψήφου. Πάντως, πριν καταλάβουν τη θέση τους, θα ορκίζονται στη σωτηρία του ανώτατου αυτού συμβουλίου και στην κοινή ελευθερία ότι θα προσπαθήσουν με όλες τους τις δυνάμεις να διατηρήσουν τους πάτριους νόμους απαραβίαστους και ότι θα επιδιώκουν το κοινό καλό· αφού γίνει αυτό, θα θέτουν κατά σειρά τα ζητήματα που έχουν να προτείνουν προς συζήτηση μέσω ενός υπαλλήλου που θα ενεργεί ως γραμματέας τους.

27. Για να έχουν τώρα όλοι οι ευγενείς ίση εξουσία ως προς τη λήψη αποφάσεων και την επιλογή των αξιωματούχων του κράτους, και για να εξασφαλίζεται ταχεία αντιμετώπιση όλων των ζητημάτων, είναι απολύτως ενδεδειγμένο το σύστημα που ακολουθούν οι Ενετοί, οι οποίοι, για την ανακήρυξη των αξιωματούχων του κράτους, επιλέγουν με κλήρωση ένα μέρος των μελών του συμβουλίου και, αφού αυτοί ανακηρύξουν κατά σειρά τους υποψήφιους αξιωματούχους, ο κάθε ευγενής εκφέρει την κρίση του υπέρ ή κατά της εκλογής του κάθε προτεινόμενου υποψηφίου με μυστική ψήφο, ούτως ώστε αργότερα να είναι άγνωστο από ποιους προήλθε αυτή ή η άλλη απόφαση. Αυτό γίνεται όχι μόνο για να έχουν την ίδια ισχύ οι γνώμες όλων των ευγενών και να αντιμετωπίζονται γρήγορα τα ζητήματα, αλλά επίσης και για να έχει ο καθένας απόλυτη ελευθερία –πράγμα που στα συμβούλια είναι εξαιρετικά απαραίτητο- να εκφέρει τη γνώμη του χωρίς κανένα κίνδυνο να γίνει μισητός.

28. Επίσης και στο συμβούλιo των συνδίκων, και στα υπόλοιπα συμβούλια, θα ακολουθείται το ίδιο σύστημα, δηλαδή οι γνώμες να εκφράζονται μυστικά, με ψήφους. Το δικαίωμα σύγκλησης όμως του συμβουλίου των συνδίκων και πρότασης των θεμάτων για τα οποία θα αποφασίσει, θα πρέπει να ανήκει στον πρόεδρό τους, ο οποίος μαζί με άλλους δέκα ή δεκαπέντε συνδίκους θα συνεδριάζουν καθημερινά για να ακροώνται τα παράπονα και τις μυστικές κατηγορίες του λαού κατά των αξιωματούχων, να διατάσσει, αν η κατάσταση το επιβάλλει, την κράτηση των κατηγορουμένων, και να συγκαλεί το συμβούλιo ακόμα και πριν από τον καθορισμένο χρόνο κατά τον οποίο είθισται να συνέρχεται, εάν κάποιος από αυτούς κρίνει ότι δημιουργείται κίνδυνος από την καθυστέρηση. Αυτός ο πρόεδρος και όσοι συνεδριάζουν καθημερινά μαζί του θα επιλέγονται από το ανώτατο συμβούλιo και θα προέρχονται από τις τάξεις των συνδίκων· θα διορίζονται όχι βέβαια ισόβια, αλλά για έξι μήνες, και δεν θα μπορούν να ξαναδιοριστούν παρά μόνο μετά από τρία ή τέσσερα χρόνια: σε αυτούς, όπως είπαμε παραπάνω, θα αποδίδονται τα δημευμένα αγαθά και οι χρηματικές ποινές, ή ένα μέρος τους. Τα υπόλοιπα που αφορούν τους συνδίκους θα τα πούμε στον κατάλληλο τόπο.

29. Το δεύτερο συμβούλιo, που υπάγεται ιεραρχικά στο ανώτατο, θα το ονομάσουμε γερουσία· αποστολή του θα είναι να διαχειρίζεται τις δημόσιες υποθέσεις, π.χ. να δημοσιεύει τους νόμους του κράτους, να ρυθμίζει την οχύρωση των πόλεων σύμφωνα με τους νόμους, να δίνει εντολές στο στράτευμα, να επιβάλλει εισφορές στους υπηκόους και να τις κατανέμει αφού εισπραχθούν, να δέχεται ξένους πρεσβευτές και να κρίνει πού θα αποσταλούν πρεσβευτές. Η επιλογή όμως των πρεσβευτών αυτών θα είναι έργο του ανώτατου συμβουλίου· διότι πρέπει προπαντός να ληφθεί πρόνοια ώστε κανείς ευγενής να μην καλείται σε οποιοδήποτε αξίωμα του κράτους παρά μόνο από το ανώτατο συμβούλιo, ούτως ώστε να μην καταλήξουν οι ίδιοι οι ευγενείς να διεκδικούν την εύνοια της γερουσίας. Στο ανώτατο συμβούλιo πρέπει επίσης να παραπέμπονται όλα εκείνα τα ζητήματα που πρόκειται κατά οποιοδήποτε τρόπο να μεταβάλουν την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων, όπως είναι οι αποφάσεις σχετικά με τον πόλεμο και την ειρήνη· γι’ αυτό οι αποφάσεις της γερουσίας σχετικά με τον πόλεμο και την ειρήνη, για να είναι έγκυρες, πρέπει να επικυρώνονται από την υπέρτατη αρχή τού συμβουλίου: γι’ αυτό το λόγο επίσης θα έκρινα ότι η επιβολή νέων φόρων είναι αρμοδιότητα μόνο του ανώτατου συμβουλίου και όχι της γερουσίας.

30. Κατά τον καθορισμό του αριθμού των γερουσιαστών πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τα εξής: πρώτον, ότι η ελπίδα όλων των ευγενών να αναδειχθούν στην τάξη των γερουσιαστών θα είναι εξίσου μεγάλη· έπειτα, ότι θα πρέπει παρ’ όλα αυτά οι ίδιοι οι γερουσιαστές, όταν εκπνέει ο χρόνος για τον οποίο είχαν εκλεγεί, να μπορούν να αναλαμβάνουν και πάλι μετά από όχι μεγάλο διάστημα, ώστε το κράτος έτσι να κυβερνάται πάντα από άνδρες ικανούς και έμπειρους· και τέλος ότι μεταξύ των γερουσιαστών θα πρέπει να βρίσκονται πολλοί που να διακρίνονται για τη σοφία και την αρετή τους. Για να πληρωθούν λοιπόν όλες αυτές οι προϋποθέσεις, η μόνη λύση που μπορούμε να σκεφτούμε είναι η εξής: να καθιερωθεί με νόμο ότι κανείς δεν μπορεί να γίνει δεκτός στις τάξεις των γερουσιαστών αν δεν έχει φτάσει το πεντηκοστό έτος της ηλικίας του, και ότι τετρακόσιοι, δηλαδή περίπου το ένα δωδέκατο των ευγενών, θα διορίζονται για ένα χρόνο, και μετά την παρέλευση του χρόνου αυτού θα μπορούν να επανεκλεγούν για δεύτερη φορά μετά από μια διετία. Κατ’ αυτό τον τρόπο, περίπου το ένα τέταρτο των ευγενών θα υπηρετούν πάντα, με σύντομα μόνο διαλείμματα, ως γερουσιαστές· ένας αριθμός που, αν προστεθεί σε εκείνον των συνδίκων, σίγουρα δεν υπολείπεται πολύ του αριθμού των ευγενών που έχουν συμπληρώσει το πεντηκοστό έτος της ηλικίας τους. ΄Ετσι όλοι οι ευγενείς θα έχουν πάντα πολλές ελπίδες να αναδειχθούν στο αξίωμα του γερουσιαστή ή του συνδίκου, και ταυτόχρονα το αξίωμα του γερουσιαστή θα το κατέχουν πάντα, με σύντομα μόνο, όπως είπαμε, διαλείμματα, οι ίδιοι ευγενείς, και (σύμφωνα με όσα είπαμε στην παρ. 2 αυτού του κεφ.) ποτέ δεν θα λείψουν από τη σύγκλητο εξαιρετικοί άνδρες που να διακρίνονται για τη φρόνηση και τις ικανότητές τους. Και καθώς αυτός ο νόμος δεν μπορεί να παραβιαστεί χωρίς την έντονη δυσφορία πολλών ευγενών, για να παραμείνει πάντα σε ισχύ δεν χρειάζεται καμία άλλη προφύλαξη, εκτός από το ότι κάθε ευγενής, που φτάνει στην ηλικία που είπαμε, θα πρέπει να υποβάλλει τα αποδεικτικά στοιχεία για το γεγονός αυτό στους συνδίκους, οι οποίοι θα καταγράφουν το όνομά του στον κατάλογο των προοριζόμενων να αναδειχθούν στο αξίωμα του γερουσιαστή και θα το αναγιγνώσκουν στο ανώτατο συμβούλιo· έτσι, ο ευγενής θα καταλαμβάνει στα πλαίσια του συμβουλίου αυτού τη θέση που του αρμόζει, ανάμεσα στους υπολοίπους της σειράς του και δίπλα στις θέσεις των γερουσιαστών.

31. Η αποζημίωση των γερουσιαστών πρέπει να είναι τέτοια, ώστε αυτοί να ωφελούνται περισσότερο από την ειρήνη παρά από τον πόλεμο· θα τους καταβάλλεται λοιπόν το ένα εκατοστό ή το ένα πεντηκοστό της αξίας των εμπορευμάτων τα οποία μεταφέρονται από το κράτος προς άλλες περιοχές, ή από άλλες περιοχές προς το κράτος. Διότι δεν μπορούμε να αμφιβάλλουμε ότι μ’ αυτό τον τρόπο θα κάνουν ό, τι μπορούν για να διαφυλάξουν την ειρήνη και ποτέ δεν θα επιδιώξουν να προκαλέσουν τον πόλεμο. Από την καταβολή αυτού του τέλους δεν θα απαλλάσονται ούτε οι ίδιοι οι γερουσιαστές, εάν κάποιοι από αυτούς είναι έμποροι: γιατί μία τέτοια απαλλαγή δεν μπορεί να παραχωρηθεί χωρίς μεγάλη ζημία του επορίου, πράγμα που δεν πιστεύω να διαφεύγει από κανένα. Και μάλιστα πρέπει να θεσπιστεί επίσης με νόμο ότι οι γερουσιαστές ή όσοι διατέλεσαν στο αξίωμα του γερουσιαστή δεν θα μπορούν να αναλάβουν κανένα στρατιωτικό καθήκον· και επίσης ότι κανείς δεν θα επιτρέπεται να ανακηρυχθεί στρατηγός ή διοικητής, (οι οποίοι, όπως είπαμε στην παρ. 9 αυτού του κεφαλαίου, θα διορίζονται μόνο σε καιρό πολέμου), εάν ο πατέρας του ή ο παππούς του είναι γερουσιαστής ή εάν κατείχε θέση γερουσιαστή την τελευταία διετία. Και ούτε μπορούμε να αμφιβάλλουμε ότι οι ευγενείς που είναι εκτός της γερουσίας θα υπερασπιστούν με όλες τους τις δυνάμεις αυτούς τους νόμους· μ’ αυτό τον τρόπο οι γερουσιαστές θα έχουν περισσότερα να κερδίσουν από την ειρήνη παρά από τον πόλεμο· γι’ αυτό ποτέ δεν θα προτείνουν πόλεμο, παρά μόνο αν αυτό επιβάλλουν λόγοι ύψιστης σπουδαιότητας για το κράτος. Θα μπορούσε όμως κανείς να μας αντιτείνει ότι μ’ αυτό τον τρόπο, αν δηλαδή στους συνδίκους και στους γερουσιαστές καταβάλλονται τόσο υψηλές αμοιβές, το αριστοκρατικό κράτος δεν θα είναι λιγότερο απεχθές για τους υπηκόους από ό,τι οποιοδήποτε μοναρχικό. Αλλά πέρα απ’ το ότι οι βασιλικές αυλές απαιτούν μεγαλύτερα έξοδα, τα οποία ωστόσο δεν συμβάλλουν στη διατήρηση της ειρήνης, και το ότι κανένα τίμημα δεν είναι ποτέ υπερβολικά υψηλό για την ειρήνη, θα είχα να προσθέσω και τα εξής: πρώτον, ότι όλα όσα στο μοναρχικό κράτος ανατίθενται σε έναν ή σε λίγους, σε αυτό ανατίθενται σε περισσότερους. ΄Επειτα, εκεί οι βασιλείς και οι υπουργοί τους δεν μοιράζονται τα βάρη του κράτους με τους υπηκόους, πράγμα που εδώ αντίθετα συμβαίνει· γιατί οι ευγενείς, που πάντα επιλέγονται μεταξύ των πλουσιότερων, είναι αυτοί που συνεισφέρουν το μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας περιουσίας. Τέλος, τα βάρη του μοναρχικού κράτους προέρχονται όχι τόσο από τα επίσημα έξοδα του βασιλιά, όσο από τις μυστικές του δαπάνες. Διότι τα κρατικά βάρη τα οποία επιβάλλονται στους πολίτες με σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ελευθερίας, όσο μεγάλα και να είναι, αυτοί ωστόσο τα υπομένουν και η ωφέλεια που πηγάζει από την ειρήνη τούς κάνει να τα καταβάλλουν. Ποιο έθνος είχε ποτέ να πληρώσει τόσο πολλούς και βαρείς φόρους όσο το ολλανδικό; Κι ωστόσο το έθνος αυτό όχι μόνο δεν εξαντλήθηκε, αλλά αντίθετα αύξησε τόσο τα πλούτη του ώστε όλοι ζήλευαν την τύχη του. Αν λοιπόν τα βάρη στο μοναρχικό κράτος επιβάλλονταν με σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης, δεν θα συνέθλιβαν τους πολίτες· αλλά, όπως είπα, η αδιαφάνεια αυτού του κράτους είναι που κάνει τους υπηκόους να γονατίζουν κάτω από το βάρος της. Καθότι η αρετή των βασιλέων αξίζει περισσότερο στον πόλεμο παρά στην ειρήνη και όσοι θέλουν να κυβερνούν μόνοι αυτοί, πρέπει να προσπαθούν με όλη τους τη δύναμη να κρατούν φτωχούς τους υπηκόους τους· για να μην αναφέρω εδώ τις υπόλοιπες παρατηρήσεις που έκανε κάποτε ένας εξαιρετικά συνετός Βέλγος, ο V. H., καθότι αυτές δεν αφορούν το δικό μου σκοπό, που είναι μόνο να σκιαγραφήσω την καλύτερη κατάσταση για κάθε κράτος.

32. Ορισμένοι από τους συνδίκους, εκλεγμένοι από το ανώτατο συμβούλιo, πρέπει να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της γερουσίας, αλλά χωρίς δικαίωμα ψήφου· απλώς για να εποπτεύουν εάν οι νόμοι που αφορούν το συμβούλιo τηρούνται ορθά και για να επιμελούνται της σύγκλησης του ανώτατου συμβουλίου όταν υπάρχει κάποιο ζήτημα που πρέπει να παραπεμφθεί από τη γερουσία στο ανώτατο αυτό συμβούλιo. Διότι στους συνδίκους ανήκει, όπως είπαμε, το δικαίωμα να συγκαλούν το ανώτατο συμβούλιo και να προτείνουν τα ζητήματα για τα οποία αυτό πρέπει να αποφασίσει. Πριν όμως τα ζητήματα αυτά τεθούν σε ψηφοφορία, ο προεδρεύων της γερουσίας θα εξηγεί ποια είναι η κατάσταση των πραγμάτων, ποια η απόφαση της ίδιας της γερουσίας για το προτεινόμενο ζήτημα και για ποιούς λόγους· μετά απ’ αυτό θα γίνεται η ψηφοφορία κατά το συνηθισμένο τρόπο.

33. Ολόκληρη η γερουσία θα συνέρχεται όχι καθημερινά, αλλά, όπως όλα τα μεγάλα συμβούλια, σε κάποιο καθορισμένο χρόνο. Καθότι όμως στο μεταξύ οι κρατικές υποθέσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται, είναι λοιπόν ανάγκη να επιλεγεί ένα μέρος των γερουσιαστών οι οποίοι να αναπληρώνουν τη γερουσία όταν δεν είναι παρούσα· καθήκον των γερουσιαστών αυτών θα είναι να συγκαλούν την ίδια τη γερουσία όταν αυτό είναι αναγκαίο, να εκτελούν τα διατάγματά της σχετικά με τα δημόσια πράγματα, να αναγιγνώσκουν τις επιστολές που αποστέλλονται στη γερουσία και στο ανώτατο συμβούλιo και, τέλος, να συζητούν για τα θέματα που πρέπει να υποβληθούν στη γερουσία. Αλλά προκειμένου όλα αυτά, και η συνολική οργάνωση αυτού του συμβουλίου, να γίνουν ευκολότερα αντιληπτά, θα περιγράψω ακριβέστερα το όλο πράγμα.

34. Οι γερουσιαστές, οι οποίοι, όπως ήδη είπαμε, θα επιλέγονται για ένα έτος, θα διαιρούνται σε τέσσερις ή σε έξι τάξεις· η πρώτη από αυτές θα έχει την προεδρία της γερουσίας για τους πρώτους τρεις ή δύο μήνες. Μετά την παρέλευση αυτών, η δεύτερη τάξη θα καταλαμβάνει τη θέση της πρώτης, και ούτω καθεξής· όλες οι τάξεις με τη σειρά τους θα κατέχουν την πρώτη θέση στη γερουσία για ίσο χρονικό διάστημα, έτσι ώστε αυτή που τους πρώτους μήνες ήταν πρώτη, τους αμέσως επόμενους να είναι τελευταία. Επίσης για κάθε τάξη θα εκλεγούν ισάριθμοι πρόεδροι και αντιπρόεδροι, οι οποίοι να τους αναπληρώνουν όταν είναι ανάγκη· από κάθε τάξη δηλαδή θα εκλεγούν δύο, από τους οποίους ο ένας θα είναι ο πρόεδρος και ο άλλος ο αντιπρόεδρος της τάξης· και αυτός που είναι πρόεδρος της πρώτης τάξης, τους πρώτους μήνες θα είναι επίσης πρόεδρος της γερουσίας, ή, αν απουσιάζει, ο αντιπρόεδρος της τάξης του θα τον αναπληρώνει· και ούτω καθεξής και με τους υπόλοιπους, σύμφωνα με την τάξη που περιγράψαμε παραπάνω. ΄Επειτα, από την πρώτη τάξη θα επιλεγούν κάποιοι με κλήρωση ή με ψηφοφορία, οι οποίοι, μαζί με τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο της τάξης αυτής, θα αναπληρώνουν τη γερουσία όταν αυτή δεν βρίσκεται πλέον σε σύνοδο, για το χρονικό διάστημα που η τάξη τους θα κατέχει την πρώτη θέση στη γερουσία· διότι όταν αυτό παρέλθει, ισάριθμοι γερουσιαστές πρέπει πάλι να εκλεγούν από τη δεύτερη τάξη με κλήρωση ή με ψηφοφορία, οι οποίοι, μαζί με τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρό της θα καταλαμβάνουν τη θέση τής πρώτης και θα αναπληρώνουν τη γερουσία· και ούτω καθεξής για τους υπόλοιπους. Και ούτε είναι ανάγκη οι γερουσιαστές αυτοί, που όπως είπα θα εκλέγονται με κλήρωση ή με ψηφοφορία μόνο για τρεις ή δύο μήνες, και που στο εξής θα αποκαλώ υπάτους, να εκλέγονται από το ανώτατο συμβούλιo. Διότι το σκεπτικό που αναφέραμε στην παρ. 29 αυτού του κεφ. εδώ δεν ισχύει, και πολύ λιγότερο εκείνο του κεφ. 17. Αρκεί λοιπόν να εκλέγονται από τη γερουσία και από όσους συνδίκους είναι παρόντες.

35. Τον αριθμό τους βέβαια δεν μπορώ να τον καθορίσω με τόση ακρίβεια. Ωστόσο ένα πράγμα είναι σίγουρο, ότι πρέπει να είναι τόσο πολλοί, ώστε να μην είναι εύκολο να δωροδοκηθούν. Διότι, παρόλο που δεν αποφασίζουν τίποτε μόνοι τους σχετικά με τα δημόσια πράγματα, μπορούν ωστόσο να παρελκύσουν τις διαδικασίες στη γερουσία, ή –ακόμα χειρότερα- να την εξαπατήσουν προτείνοντας ζητήματα χωρίς καμιά σημασία και αποσιωπώντας τα σηματικότερα: για να μην πω ότι αν ήταν πολύ λίγοι, η απλή απουσία ενός από αυτούς θα μπορούσε να προκαλέσει καθυστέρηση στη διαχείριση των κοινών υποθέσεων. Αλλά καθώς από την άλλη αυτοί οι ύπατοι τοποθετούνται ακριβώς επειδή τα μεγάλα συμβούλια δεν μπορούν να ασχολούνται καθημερινά με τις δημόσιες υποθέσεις, εδώ είναι απαραίτητο να αναζητηθεί μία μέση λύση, και η αριθμητική έλλειψη να αντισταθμιστεί από το σύντομο της θητείας. Γι’ αυτό, αν εκλέγονται μόνο τριάντα –ή περίπου- για δύο ή τρεις μήνες, θα είναι τόσο πολλοί που να μην μπορούν να διαφθαρούν σε τόσο σύντομο χρόνο· και γι’ αυτόν επίσης το λόγο επισήμανα ότι αυτοί που θα τους διαδεχθούν δεν πρέπει κατά κανένα τρόπο να εκλεγούν πριν από τη στιγμή που εκείνοι αποχωρούν και οι ίδιοι αναλαμβάνουν καθήκοντα.

36. Καθήκον τους λοιπόν είπαμε ότι θα είναι να συγκαλούν τη γερουσία όποτε κάποιοι από αυτούς, έστω και λίγοι, κρίνουν ότι είναι αναγκαίο, και να προτείνουν σε αυτή ζητήματα προς απόφαση, να λύουν τις συνεδριάσεις της και να εκτελούν τα διατάγματά της σχετικά με τις δημόσιες υποθέσεις. Για το πώς τώρα πρέπει να γίνεται αυτό ώστε να μην δαπανάται χρόνος σε ασήμαντα ζητήματα, θα πω τώ ρα λίγα πράγματα. Οι ύπατοι λοιπόν θα συζητούν σχετικά με το ποιο θέμα πρέπει να προταθεί στη γερουσία και τι είναι ανάγκη να γίνει· και αν όλοι έχουν την ίδια γνώμη πάνω σ’ αυτό τότε συγκαλούν τη γερουσία και, αφού εκθέσουν με τάξη πώς έχει το ζήτημα, αναγγέλουν τη δική τους απόφαση και, χωρίς να περιμένουν καμία άλλη άποψη, το θέτουν κανονικά σε ψηφοφορία. Αν όμως οι ύπατοι έχουν περισσότερες από μία απόψεις, τότε στη γερουσία θα πρέπει να αναφερθεί πρώτη η άποψη εκείνη που υποστηρίζεται από το μεγαλύτερο αριθμό υπάτων· και αν αυτή δεν εγκριθεί από το μεγαλύτερο μέρος της γερουσίας και των υπάτων, αλλά βρεθεί ότι το σύνολο των αναποφάσιστων και των αρνητικών ψήφων είναι μεγαλύτερο –πράγμα που διαπιστώνεται, όπως ήδη υποδείξαμε, με ψήφους- τότε ανακοινώνουν την άποψη που συγκέντρωσε τον αμέσως μικρότερο αριθμό ψήφων μεταξύ των υπάτων· και ούτω καθεξής και με τις υπόλοιπες. Αν καμία δεν εγκριθεί από το μεγαλύτερο μέρος όλης της γερουσίας, τότε η συνεδρίαση θα λύεται μέχρι την επόμενη μέρα ή για κάποιο σύντομο χρονικό διάστημα, για να δουν οι ύπατοι αν στο διάστημα αυτό μπορούν να ανακαλύψουν άλλες λύσεις ευκολότερα αποδεκτές. Αν δεν βρουν καμία άλλη λύση, ή αν αυτή που βρήκαν δεν εγκριθεί από το μεγαλύτερο μέρος της γερουσίας, τότε θα πρέπει να ακουσθεί η γνώμη των γερουσιαστών. Αν και από αυτές καμία δεν πείσει το μεγαλύτερο μέρος της γερουσίας, τότε θα πρέπει να διεξαχθεί εκ νέου ψηφοφορία για κάθε μία πρόταση· και σε αυτήν θα καταμετρούνται όχι μόνο οι θετικές ψήφοι, όπως γινόταν μέχρι τώρα, αλλά και οι αρνητικές και οι αναποφάσιστες. Kαι αν βρεθούν περισσότερες που καταφάσκουν παρά που επιφυλάσσονται ή αρνούνται, τότε η απόφαση θα είναι έγκυρη· και αντιθέτως άκυρη εάν προκύψουν περισσότερες που αρνούνται παρά που επιφυλάσσονται ή καταφάσκουν. Αν όμως ο αριθμός των αναποφάσιστων ψήφων σε όλες τις προτάσεις είναι μεγαλύτερος από αυτόν των αρνητικών ή των θετικών, τότε θα πρέπει να γίνει μία κοινή συνεδρίαση της γερουσίας με το συμβούλιo των συνδίκων, οι οποίοι και θα ψηφίσουν μαζί με τους γερουσιαστές είτε θετικά είτε αρνητικά· οι ψήφοι που δείχνουν αναποφασιστικότητα θα αγνοούνται. Σχετικά με τα ζητήματα που διαβιβάζονται από τη γερουσία στο ανώτατο συμβούλιo θα τηρείται η ίδια διαδικασία. Αυτά περί της γερουσίας.

37. Όσο αφορά το δικαστήριο, αυτό δεν μπορεί να βασιστεί στα ίδια θεμέλια με εκείνο που υπάρχει σε μία μοναρχία, όπως το περιγράψαμε στο κεφ. 6 παρ. 26 και επ. Διότι (σύμφωνα με την παρ. 14 αυτού του κεφ.) δεν συμβιβάζεται με τα θεμέλια αυτού του κράτους να λαμβάνονται υπόψη φυλές ή οικογένειες. Και ακόμα, επειδή δικαστές οι οποίοι θα επιλέγονταν μόνο μεταξύ των ευγενών θα μπορούσαν, σκεπτόμενοι τους ευγενείς που θα τους διαδεχθούν, να φοβούνται συνεχώς μήπως εκδώσουν κάποια άδικη απόφαση εις βάρος ευγενούς, και έτσι πιθανώς να μην τιμωρήσουν κάποιον όπως θα του άξιζε· ενώ αντίθετα δεν θα είχαν κανένα δισταγμό προκειμένου για ανθρώπους του απλού λαού, και θα καταλήστευαν καθημερινά τους ευπορότερους από αυτούς. Γνωρίζω ότι γι’ αυτό το λόγο επιδοκιμάζεται από πολλούς η τακτική των Γενοβέζων, το ότι δηλαδή επιλέγουν για δικαστές όχι ευγενείς, αλλά αλλοδαπούς· αν όμως θεωρήσουμε αφηρημένα τα πράγματα, μου φαίνεται παράλογο το να καλούνται αλλοδαποί και όχι ευγενείς να ερμηνεύσουν τους νόμους. Διότι τι άλλο είναι οι δικαστές αν όχι ερμηνευτές των νόμων; ΄Ωστε έχω την πεποίθηση ότι οι Γενοβέζοι, και σε αυτό το ζήτημα, ακολούθησαν μάλλον αυτό που υπαγόρευε ο χαρακτήρας της φυλής τους παρά η φύση αυτού του κράτους. Εμείς λοιπόν πρέπει να θεωρήσουμε αφηρημένα τα πράγματα για να ανακαλύψουμε τα μέσα που ταιριάζουν καλύτερα με τη μορφή αυτού του καθεστώτος.

38. Όσο αφορά εξάλλου τον αριθμό των δικαστών, η λογική που διέπει αυτό το είδος κράτους δεν επιβάλλει κάποιο συγκεκριμένο αριθμό· όπως και στο μοναρχικό κράτος, πάντως, έτσι και σ’ αυτό πρέπει πριν απ’ όλα να ληφθεί πρόνοια ώστε οι δικαστές να είναι τόσο πολλοί, που να μην μπορούν να δωροδοκηθούν από έναν ιδιώτη. Διότι το καθήκον τους είναι μόνο να φροντίζουν ώστε κανείς ιδώτης να μην αδικήσει κάποιον άλλο· δηλαδή να επιλύουν αντιδικίες μεταξύ ιδιωτών, τόσο ευγενών όσο και ανθρώπων του λαού, και να επιβάλλουν ποινές στους παραβάτες, ακόμα και σε ευγενείς, συνδίκους ή γερουσιαστές, εφόσον αυτοί ενεργούν αντίθετα με τους νόμους –οι οποίοι είναι δεσμευτικοί για όλους. Αντιδικίες εξάλλου που μπορεί να γεννηθούν μεταξύ πόλεων που ανήκουν στο κράτος θα επιλύονται στο ανώτατο συμβούλιo.

39. Επιπλέον, η λογική που διέπει το χρόνο εκλογής των δικαστών είναι η ίδια σε οποιοδήποτε κράτος, όπως επίσης και εκείνη που επιβάλλει την αποχώρηση ενός αριθμού δικαστών κάθε χρόνο· και τέλος, αν και δεν είναι ανάγκη ο καθένας από αυτούς να είναι από διαφορετική οικογένεια, είναι ωστόσο απαραίτητο να μην συμπεριλαμβάνονται δύο εξ αίματος συγγενείς στην ίδια σύνθεση. Αυτό πρέπει να τηρείται στα υπόλοιπα συμβούλια, εκτός από το ανώτατο, για το οποίο αρκεί μόνο να προβλέπει ο νόμος ότι στις εκλογές δεν επιτρέπεται να προτείνει κανείς ένα συγγενή του ως υποψήφιο, ούτε, εάν αυτός προταθεί από άλλον, να τον ψηφίσει, και επιπλέον ότι δεν μπορούν δύο συγγενείς να τραβήξουν τον κλήρο από την κληρωτίδα για την εκλογή κάποιου αξιωματούχου του κράτους. Αυτό, λέγω, αρκεί προκειμένου για ένα συμβούλιo που συντίθεται από ένα τόσο μεγάλο αριθμό ανθρώπων, και που τα μέλη του δεν εισπράττουν καμία αμοιβή. ΄Ετσι το κράτος δεν βλάπτεται καθόλου απ’ αυτό, και θα ήταν παράλογο να τεθεί νόμος με τον οποίο να αποκλείονται από το ανώτατο συμβούλιo οι συγγενείς όλων των ευγενών, όπως είπαμε στην παρ. 14 αυτού του κεφ. Το ότι εξάλλου αυτό θα ήταν παράλογο, είναι προφανές. Διότι έναν τέτοιο νόμο δεν θα μπορούσαν να τον θεσπίσουν οι ίδιοι οι ευγενείς, χωρίς απ’ αυτό και μόνο να εκχωρήσουν ένα απόλυτο δικαίωμά τους, οπότε υπερασπιστές αυτού του νόμου θα ήταν όχι οι ίδιοι οι ευγενείς, αλλά ο λαός. Πράγμα που αντιβαίνει ευθέως σε όσα δείξαμε στις παρ. 5 και 6 αυτού του κεφ. Ο νόμος ωστόσο εκείνος που προβλέπει ότι πρέπει να τηρείται μία και η αυτή αναλογία μεταξύ του αριθμού των ευγενών και του πλήθους, αποβλέπει κυρίως στο να διατηρηθεί το δικαίωμα και η δύναμη των ευγενών, στο να μην είναι δηλαδή λιγότεροι απ’ όσο απαιτείται για να μπορούν να κυβερνούν το πλήθος.

40. Εξάλλου τους δικαστές πρέπει να τους επιλέγει το ανώτατο συμβούλιo μεταξύ των ευγενών, δηλαδή (σύμφωνα με την παρ. 17 αυτού του κεφ.) των ίδιων των συντακτών των νόμων, και οι αποφάσεις που αυτοί θα παίρνουν τόσο στις αστικές όσο και στις ποινικές υποθέσεις θα είναι ισχυρές αν λήφθηκαν σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία και χωρίς μεροληψία. Γι’ αυτό το τελευταίο ζήτημα ο νόμοι θα παρέχει στους συνδίκους την εξουσία να λαμβάνουν γνώση των υποθέσεων, να κρίνουν και να αποφαίνονται σχετικά.

41. Οι αμοιβές των δικαστών πρέπει να είναι οι ίδιες με αυτές που ορίσαμε στην παρ. 29 του κεφ. 6· ήτοι από κάθε απόφαση που εκδίδουν για αστικές υποθέσεις θα εισπράττουν ένα συγκεκριμένο ποσοστό τού συνολικού ποσού από εκείνον που έχασε τη δίκη. Όσο για τις αποφάσεις σε ποινικές υποθέσεις, η μόνη διαφορά θα είναι η εξής: ότι τα αγαθά που θα δημεύουν και τα πρόστιμα που θα επιβάλλουν σε ελάσσονα εγκλήματα θα αποδίδονται σε αυτούς μόνο· υπ’ αυτήν όμως την προϋπόθεση, ότι ποτέ δεν θα τους επιτραπεί να εξαναγκάσουν κάποιον με βασανιστήρια να ομολογήσει οτιδήποτε. Και αυτές οι ρυθμίσεις θα είναι αρκετές ώστε οι δικαστές να μην είναι άδικοι απέναντι στους ανθρώπους του λαού και να μην ευνοούν υπερβολικά τους ευγενείς από φόβο. Διότι πέρα από το ότι αυτός ο φόβος θα μπορούσε να μετριαστεί μόνο από τη φιλαργυρία, έστω και καλυμμένη υπό το σεπτό όνομα της δικαιοσύνης, επιπλέον θα είναι πολυάριθμοι, και θα εκφέρουν γνώμη όχι φανερά αλλά με ψήφους· έτσι ώστε αν κανείς χολωθεί επειδή έχασε κάποια δίκη, δεν θα έχει κάτι συγκεκριμένο να προσάψει σε κανένα. Εκείνο εξάλλου που θα τους αποτρέπει από το να πάρουν κάποια άδικη ή πάντως παράλογη απόφαση, και να ενεργήσουν με δόλο, είναι ο σεβασμός τους προς τους συνδίκους· πέρα από το ότι σε έναν τόσο μεγάλο αριθμό δικαστών πάντα θα βρίσκονται ένας ή δύο που να προκαλούν το φόβο στους αδίκους. Όσο αφορά τέλος τους ανθρώπους του απλού λαού, κι αυτοί επίσης θα έχουν επαρκή προστασία αν τους επιτρέπεται να προσφεύγουν στους συνδίκους, οι οποίοι, όπως είπα, θα δικαιούνται από το νόμο να εξετάζουν, να κρίνουν και να αποφαίνονται σχετικά με τις κρίσεις των δικαστών. Διότι είναι σίγουρο ότι οι σύνδικοι δεν θα μπορούν να αποφύγουν να γίνουν μισητοί σε πολλούς από τους ευγενείς, και αντιθέτως θα είναι πάντα δημοφιλέστατοι στον απλό λαό, του οποίου την επιδοκιμασία θα προσπαθούν και οι ίδιοι με κάθε τρόπο να αποσπάσουν. Γι’ αυτό και δεν θα παραλείπουν, όταν τους δίνεται η ευκαιρία, να ανακαλούν αποφάσεις που λήφθηκαν κατά παράβαση της διαδικασίας, ή να ελέγχουν κάποιο δικαστή και να επιβάλλουν ποινές σε όσους είναι άδικοι· διότι τίποτε δεν συγκινεί το πλήθος περισσότερο από αυτό. Ούτε αποτελεί εμπόδιο το γεγονός ότι σπανίως εμφανίζονται παρόμοια παραδείγματα· αντιθέτως, αυτό είναι ένα τεράστιο πλεονέκτημα. Διότι πέρα από το ότι μια πολιτεία, στην οποία θα εμφανίζονταν καθημερινά δείγματα παραβάσεων, θα ήταν κακά οργανωμένη (όπως δείξαμε στο κεφ. 5 παρ. 2), είναι επίσης φανερό ότι ένα γεγονός, για να ακουστεί η φήμη του όσο γίνεται περισσότερο, πρέπει να είναι σπανιότατο.

42. Αυτοί που τοποθετούνται διοικητές πόλεων ή επαρχιών θα έπρεπε να προέρχονται από την τάξη των γερουσιαστών, καθότι έργο της γερουσίας είναι να έχει την επιμέλεια της οχύρωσης των πόλεων, του ταμείου, του στρατεύματος κ.ο.κ. Αυτοί όμως που τοποθετούνται σε περιοχές κάπως απομακρυσμένες δεν θα μπορούν να παρίστανται στις συνεδριάσεις της γερουσίας· γι’ αυτό το λόγο από την ίδια τη γερουσία πρέπει να προέρχονται εκείνοι μόνο, οι οποίοι προορίζονται για πόλεις χτισμένες στο πάτριο έδαφος. Εκείνοι που πρόκειται να αποσταλούν σε πιο απομακρυσμένους τόπους θα επιλέγονται μεταξύ αυτών που έχουν συμπληρώσει την ηλικία, η οποία απαιτείται για το βαθμό του γερουσιαστή. Νομίζω όμως ότι ούτε και μ’ αυτό τον τρόπο εξασφαλίζεται σε ικανοποιητικό βαθμό η ειρήνη ολό κληρου του κράτους, εάν οι πόλεις της περιφέρειας στερούνται παντελώς του δικαιώματος ψήφου· εκτός και αν είναι όλες τόσο αδύναμες που να μπορεί κανείς να τις αγνοήσει ανοιχτά –πράγμα που βέβαια είναι αδιανόητο. ΄Ετσι, είναι ανάγκη να δοθούν πολιτικά δικαιώματα στις πόλεις της περιφέρειας, και από την κάθε μια να επιλεγούν είκοσι, τριάντα ή σαράντα πολίτες (ο αριθμός θα ποικίλλει ανάλογα με το μέγεθος της πόλης) οι οποίοι να ενταχθούν στις τάξεις των ευγενών· από αυτούς τρεις, τέσσερις ή πέντε θα εκλέγονται κάθε χρόνο ως γερουσιαστές και ένας εφ’ όρου ζωής ως σύνδικος. Αυτοί τώρα που είναι γερουσιαστές θα τοποθετούνται διοικητές και θα αποστέλλονται μαζί με το σύνδικο στην πόλη από την οποία εκλέχθηκαν.

43. Οι δικαστές εξάλλου που θα τοποθετηθούν σε κάθε πόλη πρέπει να επιλέγονται μεταξύ των ευγενών της πόλης αυτής. Κρίνω όμως ότι δεν είναι ανάγκη να αναφερθώ εκτενέστερα στα ζητήματα αυτά, καθότι δεν προσιδιάζουν ειδικά σ’ αυτό το είδος κράτους και τα θεμέλιά του.

44. Οι γραμματείς των διαφόρων συμβουλίων και οι άλλοι αξιωματούχοι αυτού του είδους πρέπει να προέρχονται από τον απλό λαό, καθότι δεν έχουν δικαίωμα ψήφου. Καθότι όμως οι αξιωματούχοι αυτοί, από τη μακροχρόνια ενασχόλησή τους με τα πράγματα, αποκτούν μια πλατιά γνώση των κρατικών υποθέσεων, συμβαίνει συχνά η γνώμη τους να αποκτά δυσανάλογα μεγάλη βαρύτητα, και τελικά η τύχη ολόκληρου του κράτους να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις κατευθύνσεις που αυτοί θα δώσουν· πράγμα που υπήρξε η καταστροφή της Ολλανδίας. Διότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί παρά να προκαλέσει μεγάλο φθόνο σε πολλούς από τους αρίστους. Και δεν μπορούμε να αμφιβάλλουμε ότι μία γερουσία, της οποίας η σωφροσύνη οφείλεται στις συμβουλές των διοικητικών της υπαλλήλων, και όχι στην πρωτοβουλία των ίδιων των γερουσιαστών, σίγουρα θα πρέπει να αποτελείται από εξαιρετικά αδρανή μέλη· και η κατάσταση ενός τέτοιου κράτους δεν θα ήταν πολύ καλύτερη από αυτή ενός μοναρχικού κράτους που κυβερνάται από λίγους βασιλικούς συμβούλους· περί αυτού βλέπε κεφ. 6 παρ. 5, 6 και 7. Αλλά βέβαια ένα κράτος, ανάλογα με το πόσο ορθά ή λανθασμένα είναι εγκαθιδρυμένο, τόσο ευκολότερα ή δυσκολότερα θα μπορεί να προσβληθεί απ’ αυτό το κακό. Διότι η υπεράσπιση της ελευθερίας ενός κράτους, όταν αυτή δεν έχει ισχυρά θεμέλια, δεν μπορεί παρά να περικλείει κινδύνους. Για να αποφύγουν λοιπόν παρόμοιους κινδύνους, οι ευγενείς επιλέγουν από τον απλό λαό αξιωματούχους διψασμένους για δόξα, οι οποίοι, όταν τα πράγματα πάρουν άλλη τροπή, σφαγιάζονται σαν εξιλαστήρια θύματα για να κατασιγάσει η οργή εκείνων που επιβουλεύονται την ελευθερία. Όπου όμως τα θεμέλια της ελευθερίας είναι αρκετά ισχυρά, εκεί οι ίδιοι οι ευγενείς θεωρούν τιμή τους να την προστατεύουν, και επιδιώκουν η συνετή αντιμετώπιση των πραγμάτων να οφείλεται στη δική τους πρωτοβουλία. Θέτοντας λοιπόν τα θεμέλια αυτού του κράτους προσέξαμε δύο κυρίως πράγματα, ήτοι ότι ο απλός λαός πρέπει να στερείται του δικαιώματος τόσο γνώμης, όσο και ψήφου (βλ. παρ. 3 και 4 αυτού του κεφ.), και συνεπώς ότι η ύψιστη κρατική εξουσία πρέπει να ανήκει σε όλους τους ευγενείς, η κυριαρχία στους συνδίκους και τη γερουσία, και τέλος το δικαίωμα να συγκαλούν τη γερουσία, να προτείνουν σε αυτή τα ζητήματα που σχετίζονται με την κοινή σωτηρία, να τα εξετάζουν και να τα διαχειρίζονται πρέπει να ανήκει στους υπάτους, οι οποίοι εκλέγονται από την ίδια τη γερουσία. Αν επιπλέον θεσπιστεί ότι οι γραμματείς της γερουσίας ή των άλλων συμβουλίων θα επιλέγονται για τέσσερα ή πέντε το ανώτερο χρόνια, και μάλιστα ότι θα διοριστεί και ένας δεύτερος γραμματέας για το ίδιο διάστημα, ώστε να επιτελεί αυτός ένα μέρος της εργασίας, ή ότι η γερουσία δεν θα έχει έναν, αλλά πολλούς γραμματείς, από τους οποίους ο καθένας να ασχολείται με διαφορετικές υποθέσεις, τότε η δύναμη των διοικητικών υπαλλήλων ποτέ δεν θα φτάσει να έχει κάποια σημασία.

45. Οι υπάλληλοι του δημόσιου ταμείου πρέπει επίσης να προέρχονται από τον απλό λαό και οφείλουν να δίνουν λόγο όχι μόνο στη γερουσία, αλλά και στους συνδίκους.

46. Όλα όσα σχετίζονται με τη θρησκεία τα εκθέσαμε διεξοδικά στη Θεολογικο-Πολιτική Πραγμ. Τότε όμως είχαμε παραλείψει να αναφερθούμε σε κάποια ζητήματα για τα οποία δεν ήταν εκεί ο κατάλληλος τόπος. ήτοι ότι όλοι οι ευγενείς πρέπει να έχουν την ίδια θρησκεία, αυτή την απλούστατη και οικουμενική θρησκεία την οποία σκιαγραφήσαμε στην πραγματεία αυτή. Διότι δεν θα πρέπει επ’ ουδενί λόγω να διαιρεθούν σε μερίδες οι ίδιοι οι ευγενείς και να ευνοούν οι μεν τη μία και οι δε την άλλη, ούτε επίσης να κυριευθούν από τις προλήψεις και να προσπαθήσουν να στερήσουν από τους υπηκόους τους την ελευθερία να λένε αυτά που πιστεύουν. ΄Επειτα, αν και πρέπει να δοθεί στον καθένα η ελευθερία να λέει αυτά που πιστεύει, ωστόσο οι μεγάλες συναθροίσεις πρέπει να απαγορεύονται· έτσι, σε όσους πιστεύουν κάποια άλλη θρησκεία πρέπει μεν να επιτραπεί να οικοδομήσουν όσους ναούς θέλουν, αλλά οι ναοί αυτοί πρέπει να είναι μικροί, με καθορισμένες διαστάσεις, και να βρίσκονται σε κάποια απόσταση μεταξύ τους. Αντίθετα οι ναοί που είναι αφιερωμένοι στην πάτρια θρησκεία είναι πολύ σημαντικό να είναι μεγάλοι και επιβλητικοί, και κυρίως τις λειτουργίες της θρησκείας αυτής να μην επιτρέπεται να τις τελούν παρά μόνο ευγενείς ή γερουσιαστές· ώστε μόνο στους ευγενείς θα επιτρέπεται να βαπτίζουν, να τελούν γάμους, να χειροτονούν και γενικά μόνοι αυτοί θα αναγνωρίζονται ως ιερείς στους ναούς και ως θεματοφύλακες και ερμηνευτές της πάτριας θρησκείας. Τους ιεροκήρυκες όμως και τους υπευθύνους για το ταμείο και τις καθημερινές υποθέσεις της εκκλησίας θα τους επιλέγει η γερουσία από τον απλό λαό· αυτοί θα ενεργούν τρόπον τινά ως αντιπρόσωποί της, και γι’ αυτό το λόγο θα υποχρεούνται να δίνουν λόγο σε αυτή για τα πάντα.

47. Αυτά λοιπόν όσο αφορά τα θεμέλια αυτού του κράτους· σε αυτά θα προσθέσω λίγα ακόμα, όχι βέβαια τόσο πρωταρχικά αλλά μεγάλης επίσης σπουδαιότητας· ήτοι ότι οι ευγενείς πρέπει να κυκλοφορούν με κάποια ειδική στολή ή κάποιο ένδυμα, ώστε να διακρίνονται, και να χαιρετούνται με κάποιο ειδικό τίτλο, και ότι οι άνθρωποι του λαού πρέπει πάντα να παραμερίζουν για να περάσουν· και αν κάποιος ευγενής χάσει τα αγαθά του από κάποια κακοτυχία που δεν μπορούσε να αποφύγει, και αυτό μπορέσει να το αποδείξει αδιαμφισβήτητα, θα αποζημιώνεται στο ακέραιο από τη δημόσια περιουσία. Αν όμως αντίθετα διαπιστωθεί ότι την περιουσία του την ξόδεψε σε σπατάλες, πολυτέλειες, τυχερά παιχνίδια, πόρνες κ.τ.τ., ή ότι οφείλει σημαντικά περισσότερα από όσα μπορεί να πληρώσει, θα στερείται την ιδιότητα του ευγενούς και θα θεωρείται ανάξιος κάθε τιμής και αξιώματος. Διότι όποιος είναι ανίκανος να φροντίσει τον εαυτό του και τις ιδιωτικές του υποθέσεις, πολύ λιγότερο θα μπορεί να δώσει συμβουλές για τις δημόσιες.

48. Όσοι υποχρεούνται από το νόμο να δώσουν όρκο, θα είναι πολύ πιο προσεκτικοί να μην παραβιάσουν τον όρκο αν διατάσσονταν να ορκιστούν στη σωτηρία της πατρίδας και στην ελευθερία, ή στο ανώτατο συμβούλιo, παρά στο Θεό. Διότι όποιος ορκίζεται στο Θεό διακυβεύει ένα ιδιωτικό αγαθό, του οποίου εκτιμητής είναι ο ίδιος: εκείνος όμως που με τον όρκο του διακυβεύει την ελευθερία και τη σωτηρία της πατρίδας, ορκίζεται σε κάποιο κοινό σε όλους αγαθό του οποίου εκτιμητής δεν είναι ο ίδιος, και αν παραβεί τον όρκο του, με αυτό και μόνο ανακηρύσσει τον εαυτό του εχθρό της πατρίδας.

49. Οι ακαδημίες που ιδρύονται με έξοδα της πολιτείας αποβλέπουν όχι τόσο στο να καλλιεργούν τα πνεύματα, όσο στο να τα δεσμεύουν. Σε μία ελεύθερη πολιτεία οι επιστήμες και οι τέχνες τότε θα καλλιεργούνται κατά τον καλύτερο τρόπο, όταν στον καθένα που το ζητάει παραχωρείται η άδεια να διδάσκει δημόσια, με δικά του έξοδα και διακινδυνεύοντας τη δική του φήμη. Αυτά όμως και άλλα παρόμοια επιφυλάσσομαι να τα εξετάσω σε άλλο τόπο: διότι εδώ η μόνη πρόθεσή μου είναι να πραγματευθώ αυτά που προσιδιάζουν μόνο στο αριστοκρατικό κράτος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ

1. Mέχρι τώρα είχαμε υπόψη μας ένα κράτος που παίρνει το όνομά του από μία μόνο πόλη, η οποία είναι πρωτεύουσα ολόκληρου του κράτους. Τώρα είναι καιρός να εξετάσουμε το κράτος εκείνο, στο οποίο πολλές πόλεις είναι εξίσου κυρίαρχες, και το οποίο εγώ θεωρώ προτιμότερο. Αλλά για να κατανοήσουμε πού έγκειται η διαφορά και η υπεροχή του ενός έναντι του άλλου, θα επαναθεωρήσουμε ένα προς ένα τα θεμέλια του προηγούμενου είδους κράτους, απορρίπτοντας αυτά που είναι ξένα προς αυτό και θέτοντας στη θέση τους άλλα στα οποία να μπορεί να βασιστεί.

2. Οι πόλεις λοιπόν που απολαύουν πολιτικών δικαιωμάτων πρέπει να είναι έτσι χτισμένες και οχυρωμένες, ώστε η κάθε μια να μην μπορεί να διατηρηθεί μόνη της χωρίς τις υπόλοιπες, αλλά και αντίστροφα να μην μπορεί να αποσχιστεί από τις υπόλοιπες χωρίς μεγάλο κίνδυνο καταστροφής ολόκληρου του κράτους· μ’ αυτό τον τρόπο θα παραμείνουν πάντα ενωμένες. Πόλεις βέβαια που είναι έτσι φτιαγμένες ώστε να μην μπορούν ούτε να διατηρηθούν μόνες τους ούτε να καταστούν επίφοβες στις υπόλοιπες, οπωσδήποτε δεν είναι αυτόνομες αλλά εξαρτώνται απόλυτα από τις υπόλοιπες.

3. ‘Oσα τώρα εκθέσαμε στις παρ. 9 και 10 του προηγ. κεφ. συνάγονται από την κοινή φύση του αριστοκρατικού κράτους, όπως και η αριθμητική αναλογία των ευγενών ως προς το πλήθος, και ακόμα η ηλικία και η κατάσταση στην οποία πρέπει να βρίσκονται αυτοί που θα ανακηρυχθούν ευγενείς· έτσι ώστε από αυτά τα ζητήματα δεν μπορεί να προκύψει καμία διαφορά είτε στο κράτος κυριαρχεί μία είτε πολλές πόλεις. Ως προς το ανώτατο συμβούλιo, όμως, η λογική που το διέπει πρέπει εδώ να είναι διαφορετική. Διότι αν κάποια από τις πόλεις του κράτους oριζόταν ως τόπος συνεδριάσεων αυτού του ανώτατου συμβουλίoυ, τότε στην ουσία θα γινόταν αυτή η πρωτεύουσα του κράτους· συνεπώς είτε θα πρέπει να εναλλάσονται, είτε ως έδρα του συμβουλίου πρέπει να οριστεί ένας τόπος που να μην έχει πολιτικά δικαιώματα, και ο οποίος να ανήκει εξίσου σε όλους. Αλλά τόσο το ένα όσο και το άλλο, όσο εύκολα λέγονται, άλλο τόσο δύσκολα γίνονται· δεν μπορείς φυσικά να απαιτείς από τόσες χιλιάδες ανθρώπους να αφήνουν κάθε τόσο τις πόλεις τους, ή να συνέρχονται πότε σ’ αυτό και πότε στο άλλο μέρος.

4. Για να μπορέσουμε να διαγνώσουμε τελικά ποια λύση είναι η προσφορότερη γι’ αυτό το ζήτημα και με ποιόν τρόπο πρέπει να οργανωθούν τα συμβούλια του κράτους αυτού, σύμφωνα με τη φύση του και τις συνθήκες που επικρατούν σε αυτό, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τα εξής: πρώτον, ότι μία πόλη έχει τόσο περισσότερα δικαιώματα από έναν ιδιώτη, όσο ισχυρότερη είναι σε σχέση με αυτόν (σύμφωνα με την παρ. 4 του κεφ. 2). και συνεπώς η κάθε πόλη αυτού του κράτους (βλέπε παρ. 2 αυτού του κεφ.) στο εσωτερικό των τειχών της, δηλαδή μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας της, έχει τόσα δικαιώματα όση και ισχύ. Δεύτερον, ότι όλες οι πόλεις ενώθηκαν και δεσμεύτηκαν αμοιβαία για να συστήσουν όχι μια συμμαχία αλλά ένα ενιαίο κράτος, κατά τρόπο όμως ώστε η κάθε πόλη στο εσωτερικό του κράτους να αποκτήσει τόσο περισσότερα δικαιώματα έναντι των υπολοίπων, όσο ισχυρότερη απ’ αυτές είναι· γιατί όποιος ζητά την ισότητα μεταξύ ανίσων, ζητά κάτι παράλογο. Οι πολίτες βέβαια δικαίως θεωρούνται ίσοι, καθότι η ισχύς του καθενός, συγκρινόμενη με την ισχύ ολόκληρου του κράτους, είναι μηδαμινή. Η ισχύς όμως μιας πόλης συνιστά ένα μεγάλο μέρος της ισχύος του ίδιου του κράτους, και μάλιστα τόσο μεγαλύτερο όσο μεγαλύτερη είναι η ίδια η πόλη· ούτως ώστε όλες οι πόλεις δεν μπορεί να θεωρούνται ίσες, αλλά το δικαίωμα της καθεμιάς, όπως ακριβώς και η ισχύς της, πρέπει να εκτιμάται ανάλογα με το μέγεθός της. Οι δεσμοί, τώρα, με τους οποίους πρέπει να συνδέονται ώστε να συναποτελούν ένα κράτος, είναι κυρίως (σύμφωνα με την παρ. 1 του κεφ. 4) η γερουσία και το δικαστήριο. Με ποιο τρόπο λοιπόν πρέπει να συγκρατούνται όλες οι πόλεις με αυτούς τους δεσμούς ώστε ταυτόχρονα η κάθε μία να παραμένει όσο γίνεται αυτόνομη, θα το δείξω τώρα με συντομία.

5. Όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, λοιπόν, οι ευγενείς της κάθε πόλης, ο αριθμός των οποίων (σύμφωνα με την παρ. 3 αυτού του κεφ.) θα καθορίζεται ανάλογα με το μέγεθος της πόλης, θα έχουν το υπέρτατο δικαίωμα στην πόλη τους, και θα συγκροτούν το ανώτατο συμβούλιo της πόλης αυτής, το οποίο θα έχει απόλυτη εξουσία να οχυρώνει την πόλη, να επεκτείνει τα τείχη της, να επιβάλλει φόρους, να θέτει και να καταργεί νόμους και γενικά να ενεργεί oτιδήποτε κρίνει απαραίτητο για τη διατήρηση και την ανάπτυξη της πόλης. Για τη διαχείριση όμως των κοινών υποθέσεων του κράτους πρέπει να δημιουργηθεί μία γερουσία, υπό τις ίδιες ακριβώς συνθήκες με αυτές που εκθέσαμε στο προηγ. κεφ.· έτσι ώστε μεταξύ αυτής και εκείνης της γερουσίας να μην υπάρχει καμία άλλη διαφορά, πέρα από το ότι αυτή θα έχει επίσης δικαιοδοσία να επιλύει ζητήματα που μπορεί να γεννηθούν μεταξύ πόλεων. Διότι αυτό, σε ένα κράτος του οποίου καμία πόλη δεν είναι πρωτεύουσα, δεν μπορεί να γίνει από το ανώτατο συμβούλιo όπως στο πρώτο είδος αριστοκρατικού κράτους. Βλέπε παρ. 28 του προηγ. κεφ.

6. Aφετέρου στο κράτος αυτό το ανώτατο συμβούλιo δεν πρέπει να συγκαλείται παρά μόνο όταν τίθεται ζήτημα αναμόρφωσης του ίδιου του κράτους, ή όταν υπάρχει κάποια δυσχερής υπόθεση την οποία οι γερουσιαστές κρίνουν ότι οι ίδιοι είναι ανίκανοι να φέρουν σε πέρας· κατ’ αυτό τον τρόπο θα είναι εξαιρετικά σπάνιο να καλούνται σε συμβούλιo όλοι οι ευγενείς. Διότι είπαμε (παρ. 17 του προηγ. κεφ.) ότι κύριο καθήκον του ανώτατου συμβουλίου είναι να θέτει και να καταργεί τους νόμους, και κατά δεύτερο λόγο να επιλέγει τους αξιωματούχους του κράτους. Αλλά οι νόμοι, με άλλα λόγια οι κοινές για όλο το κράτος διατάξεις, από τη στιγμή που θεσπίζονται δεν πρέπει να τροποποιούνται. Αν όμως παρόλα αυτά ο χρόνος και η συγκυρία το φέρει έτσι που κάποια νέα διάταξη να πρέπει να θεσπιστεί, ή κάποια ήδη τεθειμένη να τροποποιηθεί, τότε το ζήτημα αυτό μπορεί να το εξετάσει η γερουσία· και αφού η γερουσία συμφωνήσει σ’ αυτό, στη συνέχεια θα αποστέλλει στις πόλεις αντιπροσώπους της, οι οποίοι θα ανακοινώνουν στους ευγενείς της κάθε πόλης την απόφασή της. Αν οι περισσότερες πόλεις συμφωνούν με την απόφαση, τότε αυτή θα θεωρείται ισχυρή· εάν όχι, ανίσχυρη. Η ίδια αυτή διαδικασία, μάλιστα, μπορεί να ακολουθείται και για την εκλογή των στρατιωτικών διοικητών και των πρεσβευτών που θα αποσταλούν στα ξένα βασίλεια, καθώς και για τα διατάγματα σχετικά με την κήρυξη πολέμου ή με την αποδοχή όρων ειρήνης. Για την εκλογή όμως των λοιπών αξιωματούχων του κράτους, καθότι (όπως δείξαμε στην παρ. 4 αυτού του κεφ.) κάθε πόλη πρέπει να παραμένει όσο γίνεται αυτόνομη, και να αποκτά μέσα στο κράτος τόσο περισσότερα δικαιώματα όσο ισχυρότερη σε σχέση με τις άλλες είναι, πρέπει απαραίτητα να ακολουθείται μία άλλη διαδικασία. Συγκεκριμένα, οι γερουσιαστές πρέπει να εκλέγονται από τους ευγενείς της κάθε πόλης· οι ευγενείς δηλαδή μιας πόλης στο συμβούλιό τους θα επιλέγουν ένα συγκεκριμένο αριθμό γερουσιαστών από τους συναδέλφους τους της πόλης αυτής· ο αριθμός αυτός θα βρίσκεται σε αναλογία 1 προς 12 με τον αριθμό των ευγενών της πόλης (βλέπε παρ. 30 του προηγ. κεφ.). Επίσης θα ορίζουν ποιοι από αυτούς θα υπηρετήσουν πρώτοι, ποιοι δεύτεροι, τρίτοι κ.ο.κ. Και έτσι οι ευγενείς των υπολοίπων πόλεων θα επιλέγουν λιγότερους ή περισσότερους γερουσιαστές, ανάλογα με τον αριθμό τους, και θα τους κατανέμουν σε τόσες τάξεις, σε όσες είπαμε ότι πρέπει να διαιρείται η γερουσία (βλέπε παρ. 34 του προηγ. κεφ.): έτσι, σε κάθε τάξη της γερουσίας κάθε πόλη θα έχει λιγότερους ή περισσότερους γερουσιαστές, ανάλογα με το μέγεθός της. Όσο για τους προέδρους των τάξεων και τους αναπληρωτές τους, των οποίων ο αριθμός είναι μικρότερος από τον αριθμό των πόλεων, αυτούς πρέπει να τους επιλέγει με κλήρωση η γερουσία μεταξύ αυτών που έχουν επιλεγεί ως ύπατοι. Για την επιλογή επίσης των ανώτατων δικαστών του κράτους πρέπει να ακολουθείται η ίδια διαδικασία, δηλαδή οι ευγενείς κάθε πόλης να επιλέγουν μεταξύ των συναδέλφων τους εκείνον τον αριθμό δικαστών που αναλογεί στον αριθμό τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο, όσον αφορά την εκλογή των αξιωματούχων κάθε πόλη θα παραμένει όσο γίνεται αυτόνομη, και η κάθε μια θα αποκτά τόσο περισσότερα δικαιώματα στη γερουσία και στο δικαστήριο, όσο ισχυρότερη είναι. Εννοείται, βέβαια, ότι η διαδικασία που θα ακολουθείται στη γερουσία και στο δικαστήριο για τη ρύθμιση των κρατικών υποθέσεων και για την επίλυση των αντιδικιών θα είναι ίδια ακριβώς με εκείνη που περιγράψαμε στις παρ. 33 και 34 του προηγ. κεφ.

7. Οι αρχηγοί των λόχων και οι χιλίαρχοι θα επιλέγονται επίσης από τους ευγενείς. Διότι, όπως είναι δίκαιο η κάθε πόλη να υποχρεούται να συνεισφέρει ανάλογα με το μέγεθός της έναν ορισμένο αριθμό στρατιωτών για την κοινή ασφάλεια ολόκληρου του κράτους, κατά τον ίδιο τρόπο είναι δίκαιο οι ευγενείς κάθε πόλης, ανάλογα με τον αριθμό των λεγεώνων που είναι υποχρεωμένοι να διατηρούν, να δικαιούνται να ορίσουν τόσους χιλίαρχους, λοχαγούς, σημαιοφόρους κ.ο.κ. όσοι απαιτούνται για τη διοίκηση του μέρους αυτού του στρατεύματος το οποίο θέτουν στη διάθεση του κράτους.

8. Καμία εισφορά επίσης δεν θα επιβάλλεται στους υπηκόους από τη γερουσία. Στην κάλυψη των εξόδων που απαιτούνται γαι τη διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων σύμφωνα με τις αποφάσεις της γερουσίας πρέπει να καλούνται όχι οι υπήκοοι, αλλά οι ίδιες οι πόλεις, έτσι ώστε η κάθε πόλη ανάλογα με το μέγεθός της να οφείλει να συνεισφέρει ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο μέρος των εξόδων. Το μέρος αυτό στη συνέχεια θα το απαιτούν οι ευγενείς από τους κατοίκους της πόλης τους με όποιον τρόπο θέλουν, δηλαδή είτε φορολογώντας ανάλογα με την περιουσία του καθενός είτε, πράγμα που είναι πολύ δικαιότερο, επιβάλλοντας τέλη.

9. ΄Επειτα, αν και οι πόλεις αυτού του κράτους δεν είναι όλες παραθαλάσσιες, ούτε οι γερουσιαστές προέρχονται όλοι από τέτοιες πόλεις, ωστόσο η αμοιβή τους μπορεί να καθορίζεται με τον τρόπο που είπαμε στην παρ. 31 του προηγ. κεφ.· για το σκοπό αυτό θα μπορούσε κανείς να επινοήσει μέσα σύμφωνα με τον τρόπο συγκρότησης του κάθε κράτους τα οποία να συνδέουν στενότερα τις πόλεις μεταξύ τους. Κατά τα άλλα, όλα όσα εξέθεσα στο προηγ. κεφ. σχετικά με τη γερουσία και το δικαστήριο και γενικά με το κράτος ως σύνολο έχουν και εδώ εφαρμογή. Βλέπουμε λοιπόν ότι σε ένα κράτος όπου πολλές πόλεις είναι κυρίαρχες δεν είναι ανάγκη να καθοριστεί ένας συγκεκριμένος χρόνος ή τόπος για τη σύγκληση του ανώτατου συμβουλίου· όσο για τη γερουσία και το δικαστήριο, ως έδρα τους πρέπει να οριστεί μια επαρχία ή μία πόλη που να μην έχει δικαίωμα ψήφου. Αλλά επανέρχομαι σε όσα αφορούν τις κατιδίαν πόλεις.

10. Η διαδικασία που πρέπει να ακολουθεί το ανώτατο συμβούλιo μιας πόλης για την εκλογή των αξιωματούχων της πόλης και του κράτους και για τη λήψη αποφάσεων είναι η ίδια με αυτή που εξέθεσα στις παρ. 27 και 36 του προηγ. κεφ.. διότι οι ίδιοι λόγοι ισχύουν εδώ όσο κι εκεί. ΄Επειτα, στο συμβούλιo αυτό θα υπάγεται ιεραρχικά ένα συμβούλιo συνδίκων, το οποίο ως προς το συμβούλιo της πόλης θα έχει την ίδια σχέση με εκείνη που είχε το συμβούλιo των συνδίκων του προηγούμ. κεφ. ως προς το συμβούλιo ολόκληρου του κράτους. Τα καθήκοντα του συμβουλίου αυτού θα είναι τα ίδια μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας της πόλης· ίδιες επίσης θα είναι και οι αμοιβές που θα εισπράττουν τα μέλη του. Αν η πόλη και, συνεπώς, ο αριθμός των ευγενών είναι τόσο μικρός που να μην είναι δυνατό να διοριστούν παρά μόνο ένας ή δύο σύνδικοι, (οι οποίοι βέβαια δεν μπορούν να συγκροτήσουν συμβούλιo), τότε το ανώτατο συμβούλιo της πόλης θα διορίζει κάποιους δικαστές ως βοηθούς των συνδίκων στην έρευνα των ζητημάτων που τυχόν θα γεννιούνται, άλλως το ζήτημα θα παραπέμπεται στο ανώτατο συμβούλιo των συνδίκων. Διότι από κάθε πόλη θα πρέπει επίσης να αποστέλλονται κάποιοι σύνδικοι στον τόπο όπ ου εδρεύει η γερουσία, οι οποίοι θα εποπτεύουν ώστε να τηρούνται απαραβίαστοι οι νόμοι του κράτους ως συνόλου και θα συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της γερουσίας χωρίς δικαίωμα ψήφου.

11. Οι ευγενείς κάθε πόλης θα επιλέγουν επίσης τους υπάτους της πόλης τους, οι οποίοι θα αποτελούν τρόπον τινά τη γερουσία της πόλης αυτής. Τον αριθμό τους βέβαια δεν μπορώ να τον καθορίσω, και ούτε πιστεύω ότι είναι αναγκαίο να το κάνω, εφόσον οι υποθέσεις που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία γι’ αυτή την πόλη ρυθμίζονται από το ανώτατο συμβούλιό της, ενώ εκείνες που αφορούν το κράτος ως σύνολο από τη μεγάλη γερουσία. Αν εξάλλου είναι λίγοι, στο συμβούλιό τους οι γνώμες θα είναι αναγκαίο να εκφράζονται φανερά και όχι με ψήφους, όπως στα μεγάλα συμβούλια. Διότι στα μικρά συμβούλια, όταν οι ψηφοφορίες είναι μυστικές, όποιος είναι λίγο πιο πονηρός από τους άλλους εύκολα καταλαβαίνει από ποιον προήλθε η κάθε ψήφος και μπορεί να ξεγελά με χίλιους τρόπους τους λιγότερο προσεκτικούς.

12. Σε κάθε πόλη επίσης οι δικαστές πρέπει να διορίζονται από το ανώτατο συμβούλιo της πόλης· κατά των αποφάσεών τους όμως θα επιτρέπεται να ασκηθεί έφεση στο ανώτατο δικαστήριο του κράτους, εκτός εάν η ενοχή του καταδικασθέντος έχει αποδειχθεί πλήρως ή εάν αυτός έχει ομολογήσει το χρέος του. Αλλά δεν είναι ανάγκη να επεκταθούμε περισσότερο επ’ αυτού.

13. Μένει τώρα να μιλήσουμε για τις πόλεις που δεν είναι αυτόνομες. Αυτές, αν είναι χτισμένες στο έδαφος ή στην επικράτεια του ίδιου του κράτους, και οι κάτοικοί τους ανήκουν στο ίδιο γένος και μιλούν την ίδια γλώσσα, πρέπει απαραίτητα να θεωρούνται μέρος των γειτονικών πόλεων, όπως ακριβώς και η ύπαιθρος, έτσι ώστε η κάθε μια απ’ αυτές να υπάγεται διοικητικά σε κάποια αυτόνομη πόλη. Και αυτό διότι οι ευγενείς επιλέγονται από το ανώτατο συμβούλιo όχι του κράτους, αλλά της κάθε πόλης, και ο αριθμός τους είναι ανάλογος με τον αριθμό των κατοίκων που βρίσκονται μέσα στα όρια της δικαιδοσίας αυτής της πόλης (σύμφωνα με την παρ. 5 αυτού του κεφ.). Οπότε είναι αναγκαίο το πλήθος από τις πόλεις που δεν είναι αυτόνομες να εγγράφεται στον πληθυσμιακό κατάλογο μιας άλλης πόλης που είναι αυτόνομη και να υπάγεται στη διοίκησή της. Οι πόλεις όμως που καταλήφθηκαν με το δικαίωμα του πολέμου και προσαρτήθηκαν στο κράτος πρέπει να αντιμετωπίζονται ως σύμμαχοι, τους οποίους το κράτος πρέπει να κατακτήσει και να υποχρεώσει με ευεργεσίες· διαφορετικά θα πρέπει ο πληθυσμός τους να μεταφερθεί αλλού και στη θέση τους να ιδρυθούν αποικίες που να απολαύουν πολιτικών δικαιωμάτων, ή να καταστραφούν ολοκληρωτικά.

14. Αυτά λοιπόν όσο αφορά τα θεμέλια αυτού του κράτους. Όσο για το ότι η κατάστασή του είναι καλύτερη από ό,τι εκείνου που παίρνει το όνομά του από μία μόνο πόλη, αυτό το συμπεραίνω από τα εξής: ότι οι ευγενείς της κάθε πόλης, οδηγημένοι από τη συνήθη ανθρώπινη φιλοδοξία, θα επιδιώκουν να διατηρήσουν και, ει δυνατόν, να επεκτείνουν τα δικαιώματά τους τόσο στην πόλη, όσο και στη γερουσία· οπότε θα προσπαθούν όσο μπορούν να πάρουν με το μέρος τους το πλήθος, και συνεπώς θα ασκούν την εξουσία εμπνέοντας περισσότερο την ευγνωμοσύνη παρά το φόβο, για να αυξήσουν τον αριθμό του πλήθους· αφού όσο περισσότεροι αριθμητικά είναι οι κάτοικοι, τόσο περισσότεροι (σύμφωνα με την παρ. 6 αυτού του κεφ.) γερουσιαστές θα εκλέγονται από το συμβούλιό τους και έτσι (σύμφωνα με την ίδια παρ.) οι ευγενείς της πόλης αυτής θα αποκτούν περισσότερα δικαιώματα στο κράτος. Ούτε ευσταθεί το αντεπιχείρημα ότι, όταν κάθε πόλη μεριμνά για το δικό της καλό και φθονεί τις υπόλοιπες, συχνά ξεσπούν διχόνοιες μεταξύ τους και αναλώνουν το χρόνο τους σε διαφωνίες. Διότι αν είναι αλήθεια ότι, ενώ οι Ρωμαίοι διαβουλεύονται, χάνεται η Ζάκανθα, ωστόσο όταν από την άλλη μεριά για τα πάντα αποφασίζουν λίγοι σύμφωνα με τις διαθέσεις τους και μόνο, τότε χάνεται η ελευθερία και το κοινό καλό. Το μυαλό των ανθρώπων δεν είναι τόσο οξύ ώστε να μπορεί να διεισδύει μεμιάς στην καρδιά όλων των προβλημάτων· όταν όμως οι άνθρωποι συζητούν, ακούνε ο ένας τον άλλο και διαφωνούν, οξύνεται, και όταν δοκιμάζουν όλους τους τρόπους, τελικά βρίσκουν τη λύση που ζητούσαν, η οποία γίνεται αποδεκτή από όλους και την οποία κανείς δεν θα είχε σκεφτεί προηγουμένως. Για το γεγονός αυτό έχουμε δει πολλά παραδείγματα στην Ολλανδία. Και αν κανείς αντιτείνει ότι το κράτος αυτό των Ολλανδών δεν διατηρήθηκε για πολύ χωρίς κάποιον έπαρχο ή κάποιον αναπληρωτή που να ασκεί αντ’ αυτού τα καθήκοντά του, αυτό θα είχα να του απαντήσω: ότι οι Ολλανδοί, για να αποκτήσουν την ελευθερία τους, πίστεψαν ότι ήταν αρκετό να αποσχισθούν από τον έπαρχό τους και να αποκόψουν την κεφαλή από το σώμα του κράτους, και ούτε καν διανοήθηκαν να αναμορφώσουν το ίδιο το κράτος, παρά άφησαν όλα τα υπόλοιπα μέλη του όπως ήταν διαμορφωμένα μέχρι τότε. έτσι ώστε η Ολλανδία έμεινε επαρχία χωρίς έπαρχο, σαν σώμα χωρίς κεφαλή, και το ίδιο το κράτος έμεινε χωρίς όνομα. Μετά απ’ αυτά, δεν είναι καθόλου περίεργο το γεγονός ότι οι περισσότεροι από τους υπηκόους ούτε καν ήξεραν σε ποιον ανήκε η ανώτατη κρατική εξουσία. Αλλά και αν αυτό δεν συνέβαινε, πάντως εκείνοι που κατείχαν πράγματι την εξουσία ήταν σημαντικά λιγότεροι από όσους χρειάζονται για να κυβερνήσουν το πλήθος και να συντρίψουν τους ισχυρούς τους αντιπάλους. ΄Ετσι φτάσαμε στο σημείο οι τελευταίοι να συνωμοτούν συχνά ατιμώρητα εναντίον τους και τελικά να κατορθώσουν να τους ανατρέψουν. ΄Ωστε η αιφνίδια ανατροπή της πολιτείας αυτής δεν οφείλεται στο γεγονός ότι αναλώθηκε χρόνος σε ανώφελες συζητήσεις, αλλά στην άσχημη κατάσταση του ίδιου του κράτους και στον μικρό αριθμό των κυβερνώντων.

15. ΄Ενας άλλος λόγος, για τον οποίο αυτό το αριστοκρατικό κράτος, στο οποίο την εξουσία μοιράζονται πολλές πόλεις, είναι προτιμότερο από το άλλο, είναι το ότι σε αυτό (σε αντίθεση με το προηγούμενο) δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας μήπως ολόκληρο το ανώτατο συμβούλιό του καταλυθεί με αιφνιδιαστική έφοδο, εφόσον (σύμφωνα με την παρ. 9 αυτού του κεφ.) δεν προσδιορίζεται κανένας χρόνος και τόπος σύγκλησής του. Επιπλέον, οι ισχυροί πολίτες σε αυτό το κράτος είναι λιγότερο επίφοβοι. Διότι όπου περισσότερες πόλεις απολαμβάνουν την ελευθερία τους, σε κάποιον που επιδιώκει να καταλάβει την εξουσία δεν είναι αρκετό να έχει υπό τον έλεγχό του μία πόλη, ώστε να αποκτήσει εξουσία και επί των υπολοίπων. Τέλος, σε αυτό το κράτος την ελευθερία τη μοιράζονται περισσότεροι. Διότι όπου κυριαρχεί μία μόνο πόλη, το συμφέρον των υπολοίπων λαμβάνεται υπόψη τότε μόνο, όταν αυτό εξυπηρετεί την κυρίαρχη αυτή πόλη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ

1. ΄Εχοντας εκθέσει και αποδείξει ποια είναι τα θεμέλια του καθενός από τα δύο είδη αριστοκρατικού κράτους, απομένει να εξετάσουμε μήπως τα κράτη αυτά έχουν κάποιο αδύνατο σημείο που να μπορεί να τα οδηγήσει στη διάλυση ή στην αλλαγή της μορφής τους. Πρωταρχική αιτία για την οποία τα κράτη αυτού του είδους διαλύονται είναι αυτή την οποία επισημαίνει ο οξυδερκέστατος Φλωρεντινός στον 1ο Λόγο του 3ου βιβλίου του για τον Τίτο Λίβιο, δηλαδή ότι στο κράτος, όπως και στο ανθρώπινο σώμα, καθημερινά προστίθενται κάποια νέα στοιχεία, τα οποία κάποτε απαιτούν θεραπεία. Γι’ αυτό, συνεχίζει, είναι κάποτε απαραίτητη κάποια παρέμβαση, η οποία να επαναφέρει το κράτος στη βασική του αρχή, στην πρώτη αιτία της σταθερότητάς του. Αν αυτό δεν συμβεί τη στιγμή που πρέπει, τότε το κακό παίρνει τέτοιες διαστάσεις που να μην μπορεί να εξαλειφθεί παρά μαζί με ολόκληρο το κράτος. Αυτή λοιπόν η παρέμβαση, μας λέει, μπορεί να προέλθει είτε από την τύχη είτε από ανθρώπινη ενέ ργεια, και από τη σωφροσύνη των νόμων ή από την αρετή ενός εξαιρετικού άνδρα. Και δεν μπορούμε να αμφιβάλλουμε ότι τα ζητήματα αυτά έχουν εξαιρετική σημασία, και ότι όπου δεν γίνεται τίποτε για να προληφθεί το κακό, εκεί το κράτος δεν θα μπορεί να διατηρηθεί παρά μόνο χάρη στην τύχη, και όχι στη δική του αρετή. και αντίστροφα, όπου χρησιμοποιηθεί το κατάλληλο αντίδοτο γι’ αυτό το κακό, δεν θα μπορεί να καταρρεύσει από κάποιο δικό του ελάττωμα, παρά μόνο από κάποιο αναπόφευκτο εξωτερικό συμβάν, όπως θα δείξουμε καθαρότερα σε λίγο. Η πρώτη ιδέα που εμφανίστηκε ως αντίδοτο γι’ αυτό το κακό ήταν η εξής: κάθε πέντε χρόνια να διορίζεται κάποιος δικτάτορας με έκτακτες εξουσίες για ένα ή δύο μήνες· αυτός θα έχει το δικαίωμα να λαμβάνει γνώση των πεπραγμένων των γερουσιαστών και του κάθε αξιωματούχου, να κρίνει και να αποφαίνεται σχετικά, και έτσι να ξαναστήνει το κράτος στην αρχική του βάση. Όποιος όμως επιδιώκει να αποφύγει τις δυσλειτουργίες ενός κράτους, πρέπει να χρησιμοποιεί αντίδοτα που να αρμόζουν στη φύση του κράτους αυτού, και που να μπορούν να συναχθούν από τα ίδια τα θεμέλιά του· διαφορετικά θέλοντας να αποφύγει τη Σκύλλα θα πέφτει στη Χάρυβδη. Είναι αλήθεια ότι όλοι, τόσο αυτοί που κυβερνούν όσο και αυτοί που κυβερνώνται, πρέπει να συγκρατούνται με το φόβο της τιμωρίας ή της ζημίας, ώστε να μην μπορούν να παρανομούν και να μένουν ατιμώρητοι ή και να βγαίνουν και κερδισμένοι· από την άλλη όμως είναι επίσης σίγουρο ότι αν αυτός ο φόβος απειλούσε αδιακρίτως δικαίους και αδίκους, τότε αναπόφευκτα το κράτος θα βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο. Καθώς λοιπόν η δικτατορική εξουσία είναι απόλυτη, δεν μπορεί παρά να είναι επίφοβη για όλους, προπαντός αν ο δικτάτορας ορίζεται, όπως απαιτείται, κατά τακτά διαστήματα· καθότι τότε ο κάθε διψασμένος για δόξα θα επιζητά με όλες του τις δυνάμεις το αξίωμα αυτό για τον εαυτό του. Kαι είναι σίγουρο ότι σε καιρό ειρήνης δεν αποδίδεται τόση σημασία στην αρετή του καθενός αλλά στα πλούτη του· έτσι ώστε όσο πιο μεγαλόσχημος είναι κανείς, τόσο πιο εύκολα θα αποκτά αξιώματα. Και ίσως γι’ αυτό το λόγο οι Ρωμαίοι συνήθιζαν να ορίζουν δικτάτορα όχι σε κάποιο καθορισμένο χρόνο, αλλά όποτε τους το επέβαλλε κάποια συγκυριακή ανάγκη. Και ωστόσο οι φήμες για δικτατορία δεν έπαυαν, για να αναφερθώ στα λόγια του Κικέρωνα, να είναι δυσάρεστες στους καλούς πολίτες. Και ασφαλώς, δεδομένου ότι η δικτατορική εξουσία είναι απολύτως όμοια με τη βασιλική, δεν μπορεί ένα κράτος να μετατρέπεται σε μοναρχικό χωρίς μεγάλους κινδύνους για την πολιτεία, όσο βραχύς και αν είναι ο χρόνος για τον οποίο γίνεται αυτό. Ας προστεθεί ότι, αν δεν προσδιοριστεί κάποιος συγκεκριμένος χρόνος για την εκλογή δικτάτορα, τότε δεν θα υπολογίζεται καθόλου ο χρόνος που πρέπει να μεσολαβεί από τον ένα δικτάτορα στον άλλο, πράγμα στο οποίο, όπως είπαμε, πρέπει να αποδίδεται μεγάλη προσοχή· μέχρι που, μ’ αυτό τον τρόπο, η διάταξη αυτή θα γινόταν τόσο ασαφής που θα ήταν εύκολο να αγνοηθεί παντελώς. Αν λοιπόν η δικτατορική εξουσία δεν πρόκειται να είναι αιώνια και σταθερή, –οπότε όμως δεν θα μπορούσε να παραχωρηθεί σε έναν και ταυτόχρονα να διατηρηθεί η μορφή του κράτους-, τότε δεν μπορεί παρά να παραμείνει εξαιρετικά αβέβαιη –τόσο αυτή όσο και, κατά συνέπεια, η σωτηρία και η διατήρηση της πολιτείας.

2. Αντίθετα όμως δεν μπορούμε να αμφιβάλλουμε καθόλου (σύμφωνα με την παρ. 3 του κεφ. 6) ότι αν μπορούσε η σπάθη του δικτάτορα να υπάρχει μονίμως και να απειλεί μόνο τους αδίκους, χωρίς αυτό να μεταβάλλει τη μορφή του κράτους, τότε το κακό ποτέ δεν θα μπορούσε να πάρει τέτοιες διαστάσεις που να μην μπορεί να εξαλειφθεί ή να διορθωθεί. Για να καλύψουμε λοιπόν όλες αυτές τις προϋποθέσεις, είπαμε ότι το συμβούλιo των συνδίκων πρέπει να υπάγεται ιεραρχικά στο ανώτατο συμβούλιo· έτσιδηλαδή ώστε η δικτατορική αυτή σπάθη να υφίσταται μόνιμα, στα χέρια όμως όχι κάποιου φυσικού πρ οσώπου, αλλά ενός οργάνου, τα μέλη του οποίου να είναι τόσο πολλά που να μην είναι δυνατό να διαμοιράσουν μεταξύ τους την εξουσία (σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του κεφ. 8), ή ώστε να προβούν από κοινού σε κάποια άλλη ατιμία. Επιπρόσθετα, δεν θα τους επιτρέπεται να καταλάβουν οποιαδήποτε άλλη κρατική θέση, δεν θα καταβάλλουν αυτοί τις αμοιβές στο στράτευμα, και τέλος θα είναι σε μια ηλικία που θα προτιμούν την ασφάλεια του υπάρχοντος από τον κίνδυνο του νέου. ΄Ετσι για το κράτος δεν δημιουργείται κανένας κίνδυνος από την ύπαρξή τους, και συνεπώς δεν μπορεί να είναι επίφοβοι στους καλούς, αλλά μόνο στους κακούς πολίτες· και πραγματικά θα είναι. Διότι όσο ανίκανοι θα είναι στο να διαπράξουν κάποια ατιμία, άλλο τόσο ισχυροί θα είναι στο να καταπολεμούν την κακία: διότι, πέρα από το ότι θα μπορούν να χτυπούν το κακό στη γέννησή του (καθότι το συμβούλιό τους είναι μόνιμο), είναι επίσης αρκετά πολυάριθμοι ώστε να έχουν το θάρρος να κατηγορούν και να καταδικάζουν κάποιον από τους ισχυρούς χωρίς να φοβούνται μήπως προκαλέσουν το φθόνο τους· ακόμα περισσότερο καθώς θα ψηφίζουν μυστικά και θα απαγγέλλουν την απόφαση στο όνομα ολόκληρου του συμβουλίου.            

       3. Βέβαια και οι δήμαρχοι στη Ρώμη ήταν επίσης μόνιμοι· στάθηκαν όμως ανίσχυροι να εξουδετερώσουν τη δύναμη του Σκιπίωνα. Εξάλλου, κάθε μέτρο που οι ίδιοι έκριναν ότι οδηγεί στη σωτηρία της πόλης, έπρεπε να το υποβάλλουν στη γερουσία, η οποία μάλιστα συχνά τους ενέπαιζε και κατόρθωνε να στρέψει την εύνοια του λαού σε εκείνον που οι γερουσιαστές φοβούνταν λιγότερο. Σ’ αυτό ας προσθέσουμε ότι η ισχύς των δημάρχων έναντι των ευγενών στηριζόταν στην εύνοια του λαού, και όποτε συγκαλούσαν το λαό σε συνέλευση, αντιμετωπίζονταν σαν να καλούν σε εξέγερση μάλλον παρά να συγκαλούν ένα συμβούλιo. Γι’ αυτές τις δυσλειτουργίες φυσικά δεν υπάρχει έδαφος στο κράτος το οποίο περιγράψαμε στα δύο προηγ. κεφ.

4. Ωστόσο η εξουσία αυτή των συνδίκων το μόνο που θα μπορεί να εγγυηθεί είναι η διατήρηση της μορφής του κράτους· θα έχει λοιπόν τη δυνατότητα να αποτρέπει την παραβίαση των νόμων και δεν θα επιτρέπει σε κανένα να ωφελείται από τα αδικήματά του. Ποτέ όμως δεν θα μπορέσει να εμποδίσει την εξάπλωση των ελαττωμάτων, τα οποία είναι αδύνατο να απαγορευτούν με νόμο, όπως είναι αυτά που εμφανίζονται σε ανθρώπους αργόσχολους, και που όχι σπάνια οδηγούν το κράτος στην καταστροφή. Διότι οι άνθρωποι, σε καιρό ειρήνης, ξεχνούν το φόβο και λίγο λίγο από άγριοι και βάρβαροι γίνονται πιο ανθρώπινοι και πολιτισμένοι, και από πολιτισμένοι γίνονται μαλθακοί και αδρανείς, και συναγωνίζονται ο ένας τον άλλο όχι στην αρετή, αλλά στη ματαιοδοξία και τη χλιδή· γι’ αυτό αρχίζουν να περιφρονούν τα πάτρια ήθη και να υιοθετούν ξένα, με άλλα λόγια, να υποδουλώνονται.

5. Για να αποφύγουν αυτά τα κακά πολλοί προσπάθησαν να θεσπίσουν νόμους κατά της πολυτέλειας· μάταια όμως. Διότι νόμοι που να μπορεί κανείς να τους παραβιάσει χωρίς να βλάψει κάποιον άλλο, θεωρούνται καταγέλαστοι και κάθε άλλο παρά θέτουν φρένο στις ορέξεις και τις επιθυμίες των ανθρώπων· αντιθέτως, τις εξάπτουν περισσότερο: διότι μας έλκει πάντα το απαγορευμένο και επιθυμούμε αυτό που μας αρνούνται. Ούτε θα λείψει ποτέ από τους αργόσχολους ανθρώπους η ευστροφία προκειμένου να αποφύγουν τους νόμους που θεσπίζονται για πράγματα τα οποία δεν μπορούν να απαγορευτούν απόλυτα, όπως είναι τα συμπόσια, τα τυχερά παιχνίδια, ο καλλωπισμός και άλλα αυτού του είδους, τα οποία είναι κακά μόνο όταν φτάνουν στην υπερβολή· και η υπερβολή πρέπει να εκτιμάται ανάλογα με την περιουσία του καθενός, άρα δεν μπορεί να καθοριστεί με έναν καθολικό νόμο.

6. Συμπεραίνω λοιπόν ότι αυτά τα κοινά ελαττώματα της ειρήνης, για τα οποία μιλάμε εδώ, δεν μπορούν να απαγορευτούν άμεσα, αλλά μόνο έμμεσα· με το να θέσουμε δηλαδή τα θεμέλια του κράτους κατά τέτοιο τρόπο, ώστε οι περισσότεροι να ζουν όχι βέβαια με σοφία –διότι αυτό είναι αδύνατο-, αλλά πάντως οδηγημένοι από τα πάθη εκείνα, από τα οποία να προκύπτει η μεγαλύτερη ωφέλεια για την πολιτεία. ΄Ετσι, θα πρέπει να επιδιωχθεί με κάθε τρόπο οι πλούσιοι να είναι αν όχι εγκρατείς, τότε τουλάχιστο φιλάργυροι. Διότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αν αυτό το πάθος της φιλαργυρίας, το οποίο είναι καθολικό και μόνιμο, ενδυναμώνεται και από την επιθυμία της δόξας, οι περισσότεροι θα καταβάλλουν κάθε προσπάθεια να αυξήσουν την περιουσία τους με όχι αθέμιτα μέσα, ούτως ώστε να αποκτήσουν τιμές και να αποφύγουν το έσχατο όνειδος.

7. Αν τώρα αποβλέψουμε στα θεμέλια του καθενός από τα δύο αριστοκρατικά κράτη που εκθέσαμε στα δύο προηγ. κεφ., θα δούμε ότι απ’ αυτά προκύπτει αυτό ακριβώς. Διότι ο αριθμός των κυβερνώντων στο καθένα είναι τόσο μεγάλος, ώστε στο μεγαλύτερο μέρος των πλουσίων να είναι ανοικτή η πρόσβαση στη διακυβέρνηση και στην απόκτηση κρατικών αξιωμάτων. Και αν προβλέπεται επίσης (όπως είπαμε στην παρ. 47 του κεφ. 8) ότι οι ευγενείς που είναι υπερχρεωμένοι θα εκδιώκονται από την τάξη των ευγενών και εκείνοι που χάνουν την περιουσία τους από κάποια κακοτυχία θα αποζημιώνονται στο ακέραιο, τότε δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλοι θα προσπαθούν όσο μπορούν να διατηρούν την περιουσία τους. Επιπλέον, ποτέ δεν θα νιώσουν ζήλεια για τις ξένες συνήθειες ούτε περιφρόνηση για τις πάτριες, αν θεσπιστεί με νόμο ότι οι ευγενείς και οι υποψήφιοι για αξιώματα θα διακρίνονται με ένα ιδιαίτερο ένδυμα: περί αυτού βλέπε τις παρ. 25 και 47 του κεφ. 8. Και εκτός από τα παραπάνω, σε κάθε κράτος μπορεί κανείς να επινοήσει και άλλες λύσεις σύμφωνες με τη φύση του τόπου και το χαρακτήρα των ανθρώπων· με αυτές πρέπει κυρίως να εξασφαλίζεται ότι οι υπήκοοι θα κάνουν το καθήκον τους με τη θέλησή τους και όχι αναγκασμένοι από το νόμο.

8. Διότι ένα κράτος, το οποίο δεν θα απέβλεπε σε τίποτε άλλο παρά στο να κρατά τους ανθρώπους υπό την κυριαρχία του φόβου, θα ήταν μάλλον ένα κράτος χωρίς ελαττώματα παρά ένα κράτος με αρετές. Οι άνθρωποι όμως πρέπει να κυβερνώνται έτσι, που να πιστεύουν ότι δεν κυβερνώνται, αλλά ζουν σύμφωνα με το δικό τους χαρακτήρα και με τη δική τους ελεύθερη απόφαση· δηλαδή έτσι, που να δεσμεύονται μόνο από την αγάπη της ελευθερίας και την προσπάθεια να αυξήσουν τα αγαθά τους και να αποκτήσουν κρατικά αξιώματα. Όσο για τα αγάλματα, τους θριάμβους και άλλα παρόμοια κίνητρα της αρετής, είναι σημεία δουλείας μάλλον παρά ελευθερίας. Διότι έπαθλα αρετής απονέμονται στους δούλους, όχι στους ελεύθερους. Ομολογώ βέβαια ότι oι άνθρωποι παρακινούνται πάρα πολύ από παρόμοια ερεθίσματα· αλλά ενώ αυτά στην αρχή απονέμονται σε μεγάλους άνδρες, στη συνέχεια, καθώς εντείνεται ο φθόνος, αρχίζουν να δίνονται σε ανθρώπους δειλούς και επηρμένους από τα πλούτη τους, προς μεγάλη αγανάκτηση όλων των καλών πολιτών. ΄Επειτα, όσοι επιδεικνύουν τους θριάμβους και τα αγάλματα των προγόνων τους, θέλουν να αντιμετωπίζονται προνομιακά από τους υπόλοιπους –και πιστεύουν ότι αδικούνται όταν αυτό δεν συμβαίνει. Τέλος, για να παραλείψω τα άλλα, ένα πράγμα είναι σίγουρο, ότι η ισότητα, με την εγκατάλειψη της οποίας χάνεται αναγκαία την ίδια στιγμή και η κοινή ελευθερία, δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο να διατηρηθεί όταν με δημόσια απόφαση απονέμονται ιδιαίτερες τιμές σε κάποιον άντρα γνωστό για την αρετή του.

9. Με αυτά δεδομένα, ας δούμε τώρα αν αυτού του είδους τα κράτη βαρύνονται με κάποιο ελάττωμα που να μπορεί να γίνει αιτία της καταστροφής τους. Προφανώς εάν κάποιο κράτος μπορούσε να είναι αιώνιο, αυτό αναγκαία θα ήταν το κράτος εκείνο, του οποίου οι νόμοι, άπαξ και εγκαθιδρυθούν ορθά, παραμένουν απαραβίαστοι. Διότι οι νόμοι είναι η ψυχή του κράτους: όσο διατηρούνται αυτοί, διατηρείται αναγκαία και το κράτος. Οι νόμοι όμως δεν μπορούν να παραμείνουν άθικτοι αν δεν υποστηρίζονται τόσο από το Λόγο, όσο και από το κοινό πάθος των ανθρώπων· διαφορετικά, δηλαδή αν βασίζονται μόνο στη βοήθεια του Λόγου, θα είναι σίγουρα ανίσχυροι και εύκολα θα υπερνικώνται. Καθώς λοιπόν έχουμε δείξει ότι οι θεμελιώδεις νόμοι του καθενός από τα δύο αριστοκρατικά κράτη συμβιβάζονται με το Λόγο και με το κοινό πάθος των ανθρώπων, μπορούμε άρα να βεβαιώσουμε ότι, εάν υπάρχουν αιώνια κράτη, τότε αυτά τα δύο θα είναι αναγκαία τέτοια, ή ότι δεν θα μπορούν να καταστραφούν λόγω κάποιας δικής τους αδυναμίας αλλά μόνο χάρη σε κάποιο αναπόφευκτο εξωτερικό γεγονός.

10. Θα μπορούσε όμως να μας υποβληθεί η εξής αντίρρηση: ότι, παρόλο που οι νόμοι του κράτους που εκθέσαμε στα προηγούμενα υποστηρίζονται από το Λόγο και από το κοινό πάθος των ανθρώπων, μπορούν ωστόσο κάποτε να νικηθούν. Διότι δεν υπάρχει κανένα πάθος που να μην υπερνικάται κάποτε από ένα ισχυρότερο και αντίθετο πάθος. Βλέπουμε για παράδειγμα το φόβο του θανάτου να υπερνικάται συχνά από τη σφοδρή επιθυμία κάποιου ξένου πράγματος. Αυτοί που τρέπονται σε φυγή τρομοκρατημένοι από τον εχθρό δεν μπορούν να συγκρατηθούν από το φόβο κανενός άλλου πράγματος, αλλά πηδούν σε ποτάμια ή ρίχνονται στη φωτιά για να ξεφύγουν από τα ξίφη των εχθρών. Οσοδήποτε ορθά λοιπόν και αν είναι οργανωμένη η πολιτεία, ακόμα και αν έχει θεσπίσει τους καλύτερους νόμους, ωστόσο όταν το κράτος βρίσκεται σε επικίνδυνες στενωπούς, όταν όλοι, όπως συμβαίνει κάποτε, καταλαμβάνονται από πανικό, τότε όλοι θα προσπαθούν να κάνουν αυτό που τους υπαγορεύει ο τωρινός φόβος τους, χωρίς να νοιάζονται καθόλου ούτε για το μέλλον ούτε για τους νόμους· τα βλέμματα όλων στρέφονται προς τον άνδρα εκείνο που έχει γίνει διάσημος για τις νίκες του στον πόλεμο καιτον άνδρα αυτόν τον αποδεσμεύουν από τους νόμους, παρατείνουν –δίνοντας το χειρότερο παράδειγμα- την παραμονή του στην εξουσία και εμπιστεύονται το σύνολο των δημοσίων πραγμάτων στην καλή του πίστη· στο γεγονός αυτό ασφαλώς οφείλεται η κατάλυση του Ρωμαϊκού κράτους. Για να απαντήσω όμως στην αντίρρηση αυτή, έχω να πω πρώτον ότι σε μία σωστά συγκροτημένη πολιτεία ένας παρόμοιος τρόμος δεν γεννιέται παρά από κάποια εύλογη αιτία· συνεπώς ο τρόμος αυτός, και η σύγχυση που αυτός προκαλεί, δεν μπορεί να αποδοθεί σε κάποια αιτία από εκείνες που η ανθρώπινη προνοητικότητα θα μπορούσε να προλάβει. ΄Επειτα, σημειωτέον ότι στην πολιτεία που περιγράψαμε προηγουμένως είναι αδύνατο (σύμφωνα με την παρ. 9 του κεφ. 8) κάποιος να αποκτήσει μια τόσο εξαιρετική φήμη για την ανδρεία του, ώστε όλοι να στραφούν προς αυτόν: αντίθετα, θα έχει αναγκαία αρκετούς ανταγωνιστές, οι οποίοι θα συγκεντρώνουν και την εύνοια πολλών ακόμα πολιτών. Παρόλο λοιπόν που ο τρόμος θα προκαλέσει πράγματι κάποια σύγχυση στα δημόσια πράγματα, κανείς ωστόσο δεν θα μπορεί να καταστρατηγήσει τους νόμους ή να αναδείξει κάποιον σε ένα στρατιωτικό αξίωμα κατά παράβαση του δικαίου χωρίς να προκαλέσει αυτόματα την αντίδραση των άλλων διεκδικητών· και για να επιλυθεί η αντιδικία θα ήταν τελικά αναγκαία η προσφυγή σε νόμους που να έχουν τεθεί κάποτε και να έχουν εγκριθεί από όλους, καθώς και η ρύθμιση των κρατικών υποθέσεων σύμφωνα με θετούς νόμους. Μπορώ λοιπόν να βεβαιώσω κατά απόλυτο τρόπο ότι τόσο το κράτος με μία πόλη κυρίαρχη όσο και –κυρίως- εκείνο με πολλές ισοδύναμες, είναι αιώνια, χωρίς καμία εσωτερική αιτία που να μπορεί να τα διαλύσει ή να τα κάνει να μεταβάλουν τη μορφή τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ

1. Περνώ τέλος στο τρίτο και από κάθε άποψη απόλυτο κράτος το οποίο αποκαλούμε δημοκρατικό. Η διαφορά του κράτους αυτού από το αριστοκρατικό είπαμε ότι συνίσταται κατά κύριο λόγο στο εξής: ότι στο τελευταίο, το αν αυτός ή εκείνος θα γίνει ευγενής εξαρτάται από μόνη τη βούληση και την ελεύθερη επιλογή του ανώτατου συμβουλίου· έτσι ώστε κανείς δεν κατέχει κληρονομικά το δικαίωμα να ψηφίζει και να αναλαμβάνει κρατικές θέσεις, ούτε μπορεί να το διεκδικήσει νομικά, όπως συμβαίνει στο κράτος το οποίο εξετάζουμε τώρα. Διότι όλοι όσοι γεννήθηκαν από γονείς πολίτες, ή μέσα στο πάτριο έδαφος, ή όσοι έχουν προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στην πολιτεία, ή για οποιαδήποτε άλλη αιτία που προβλέπει ο νόμος απολαύουν πολιτικών δικαιωμάτων, όλοι αυτοί λέγω μπορούν να διεκδικήσουν νομικά το δικαίωμα να ψηφίζουν στο ανώτατο συμβούλιo και να αναλαμβάνουν κρατικές θέσεις· και δεν επιτρέπεται να τους το αρνηθεί κανείς, παρά μόνο αν έχουν εγκληματήσει ή ατιμαστεί.

2. Αν λοιπόν σε κάποια κράτη οριζόταν με νόμο ότι μόνο όσοι έχουν φτάσει κάποια ορισμένη ηλικία, ή οι πρωτότοκοι μόλις ενηλικιωθούν, ή όσοι συνεισφέρουν ένα ορισμένο χρηματικό ποσό στo δημόσιο θα έχουν το δικαίωμα να ψηφίζουν και να διαχειρίζονται τις υποθέσεις του κράτους, τότε, παρόλο που μ’ αυτό τον τρόπο θα ήταν δυνατό στο ανώτατο συμβούλιo να συμμετέχουν λιγότεροι πολίτες από ό,τι σ’ εκείνο του αριστοκρατικού κράτους το οποίο εξετάσαμε παραπάνω, ωστόσο τα κράτη αυτά δεν θα έπαυαν να αποκαλούνται δημοκρατικά· και αυτό διότι οι πολίτες τους που προορίζονται για τη διακυβέρνηση της πολιτείας δεν επιλέγονται, όπως οι αριστοκράτες, από το ανώτατο συμβούλιo, αλλά ορίζονται με νόμο. Και παρόλο που μ’ αυτό τον τρόπο τα κράτη αυτά, όπου δηλαδή για τη διακυβέρνηση της πολιτείας προορίζονται όχι οι άριστοι, αλλά όσοι είχαν την τύχη να είναι πλούσιοι ή να γεννηθούν πρώτοι, φαίνονται να υστερούν έναντι του αριστοκρατικού κράτους, ωστόσο, αν αποβλέψουμε στην πρακτική ή την κοινή συνθήκη των ανθρώπων, ουσιαστικά πρόκειται για το ίδιο πράγμα. Διότι οι ευγενείς θεωρούν πάντα ως αρίστους εκείνους που είναι πλούσιοι, ή που συνδέονται μαζί τους με εξ αίματος συγγένεια ή με φιλία. Και, ασφαλώς, εάν οι ευγενείς ήταν έτσι πλασμένοι που να επιλέγουν τους συναδέλφους τους ελεύθεροι από κάθε πάθος και κινούμενοι μόνο από έγνοια για τη δημόσια σωτηρία, τότε κανένα κράτος δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με το αριστοκρατικό. Η ίδια η εμπειρία όμως διδάσκει –και με το παραπάνω- ότι στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, κα προπαντός στις ολιγαρχίες, όπου η βούληση των ευγενών, ελλείψει ανταγωνιστών, είναι σε μεγάλο βαθμό αδέσμευτη από νόμους. Διότι εκεί οι ευγενείς επιμελώς αποκλείουν από το συμβούλιo τους αρίστους και ως εταίρους τους σε αυτό αναζητούν ανθρώπους που να είναι απόλυτα πειθήνιοι σε αυτούς· έτσι ώστε σε ένα τέτοιο κράτος τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα, επειδή ακριβώς η εκλογή των ευγενών επαφίεται στην ελεύθερη βούληση ορισμένων ανθρώπων, η οποία δεν δεσμεύεται από κανένα νόμο. Αλλά επιστρέφω σε αυτό που είχα αρχίσει.

3. Απ’ όσα ειπώθηκαν στην προηγ. παρ. είναι φανερό ότι μπορούμε να συλλάβουμε διάφορα είδη δημοκρατικού κράτους. Η δική μου πρόθεση όμως δεν είναι να τα εξετάσω όλα, αλλά μόνο εκείνο, στο οποίο όλοι ανεξαιρέτως οι οποίοι δεσμεύονται από τους πάτριους νόμους, παραμένοντας κατά τα άλλα αυτόνομοι, και οι οποίοι ζουν έντιμα, θα έχουν το δικαίωμα να ψηφίζουν στο ανώτατο συμβούλιo και να αναλαμβάνουν κρατικές θέσεις. Λέω ρητά οι οποίοι δεσμεύονται από τους πάτριους νόμους, για να αποκλείσω τους αλλοδαπούς, οι οποίοι θεωρούνται υπήκοοι κάποιου άλλου κράτους. Προσέθεσα εξάλλου ότι πέρα από τη δέσμευσή τους από τους νόμους του κράτους, κατά τα άλλα είναι αυτόνομοι, για να αποκλείσω τις γυναίκες και τους υπηρέτες, που βρίσκονται υπό την εξουσία των ανδρών και των κυρίων τους και, επίσης, τα παιδιά και τους ανήλικους υπό επιτροπεία, εφ’ όσον βρίσκονται υπό την εξουσία των γονέων και των επιτρόπων τους. Είπα τέλος και οι οποίοι ζουν έντιμα, ώστε να αποκλειστούν κυρίως όσοι ατιμάστηκαν από κάποιο έγκλημα ή από την άσωτη ζωή τους.

4. ΄Ισως όμως κάποιος ρωτήσει αν οι γυναίκες βρίσκονται φύσει ή θέσει υπό την εξουσία των ανδρών. Διότι αν αυτό προέκυψε από κάποια θέσμιση, τότε κανένας λόγος δεν μας υποχρεώνει να αποκλείσουμε τις γυναίκες από τη διακυβέρνηση. Αν όμως συμβουλευτούμε την ίδια την εμπειρία, θα δούμε ότι αυτό πηγάζει από τη δική τους αδυναμία. Διότι πουθενά δεν συνέβη να κυβερνούν άνδρες και γυναίκες από κοινού· σε όλα τα σημεία της γης όπου υπάρχουν άνδρες και γυναίκες, εκεί βλέπουμε τους άνδρες να κυβερνούν και τις γυναίκες να κυβερνώνται, και μ’ αυτό τον τρόπο και τα δύο φύλα ζουν αρμονικά. Αντίθετα οι Αμαζόνες, που ο μύθος τις φέρει να είχαν κάποτε κυβερνήσει, δεν επέτρεπαν στους άνδρες να παραμένουν στο πάτριο έδαφος· ανέτρεφαν μόνο τις γυναίκες, ενώ τα αρσενικά παιδιά που γεννούσαν τα θανάτωναν. Αν οι γυναίκες ήτανε από τη φύση ίσες με τους άνδρες, και εξίσου προικισμένες με αυτούς με ψυχικές και πνευματικές αρετές, στις οποίες σε μεγάλο βαθμό συνίσταται η δύναμη και, συνεπώς, το δικαίωμα των ανθρώπων, τότε ασφαλώς ανάμεσα σε τόσα διαφορετικά έθνη θα βρίσκονταν και κάποια στα οποία και τα δύο φύλα να κυβερνούν εξίσου, και κάποια άλλα όπου οι άνδρες να κυβερνώνται από τις γυναίκες και να ανατρέφονται έτσι ώστε να είναι πνευματικά ασθενέστεροι. Καθώς όμως αυτό δεν συνέβη πουθενά, έχουμε κάθε δικαίωμα να βεβαιώσουμε ότι οι γυναίκες δεν έ χουν από τη φύση τα ίδια δικαιώματα με τους άνδρες, αλλά αναγκαία υστερούν έναντι των ανδρών· οπότε δεν είναι δυνατό και τα δύο φύλα να κυβερνούν εξίσου, και πολύ λιγότερο οι άνδρες να κυβερνώνται από τις γυναίκες. Εξάλλου, αν λάβουμε υπόψη μας και τα ανθρώπινα συναισθήματα, και συγκεκριμένα το ότι οι άνδρες ως επί το πλείστον αγαπούν τις γυναίκες μόνο από αισθησιακή επιθυμία και ότι εκτιμούν το χαρακτήρα και τη σοφία τους ανάλογα με την καλλονή τους, και επιπλέον ότι οι άνδρες πολύ δύσκολα ανέχονται οι γυναίκες που αγαπάνε να επιδεικνύουν κατά οποιονδήποτε τρόπο εύνοια σε κάποιον άλλο, και άλλα παρόμοια, θα βλέπαμε χωρίς κόπο ότι δεν είναι δυνατό οι άνδρες και οι γυναίκες να κυβερνούν εξίσου χωρίς μεγάλη ζημία της ειρήνης. Αλλά αρκετά περί αυτών.

Η συνέχεια ελλείπει

Related image
Κλασσικό

Μια σκέψη σχετικά μέ το “BENEDICTUS DE SPINOZA: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.