της Σάλλυ ΜακΚή
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μετάφραση του τελευταίου τμήματος του άρθρου τής Sally McKee «The Revolt of St Tito in fourteenth‐century Venetian Crete: A reassessment», Mediterranean Historical Review 1994 9:2, 173-204. Μετάφραση-σημειώσεις Α.Γ. Ευχαριστώ τον Γιάννη Μηλιό που τράβηξε την προσοχή μου στο άρθρο αυτό και γενικότερα στο θέμα στο οποίο αναφέρεται.
Μέχρι τώρα, η Εξέγερση του Αγίου Τίτου του 1363 γινόταν αντιληπτή από τους μελετητές ως μια εξέγερση των Λατίνων φεουδαρχών, οι οποίοι συνέπηξαν προσωρινή συμμαχία με τους Έλληνες του νησιού κατά της Κοινότητας [Commune] της Βενετίας. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, απ’ τη στιγμή που η συμμετοχή των Ελλήνων άρχισε να επικρατεί στον ξεσηκωμό, πολλοί Λατίνοι αποστασιοποιήθηκαν από την ανταρσία που εκείνοι είχαν ξεκινήσει και ο χαρακτήρας της εξέγερσης εξελίχθηκε σε έναν εθνοτικό αγώνα για ανεξαρτησία από τη βενετοκρατία. Κατά έναν ιστορικό, η εξέγερση δεν σηματοδοτούσε κάποια προσέγγιση μεταξύ των Λατίνων εξεγερμένων και των Ελλήνων ευγενών, αλλά μια σύγκλιση συμφερόντων μεταξύ των δύο ομάδων κατά την αρχική στιγμή του ξεσηκωμού[1].
Αναμφίβολα, στις πηγές δεν υπάρχει τίποτε που να αποκλείει αυτή τη θεώρηση. Αλλά, όπως δείξαμε ως τώρα, υπάρχουν πολλά ακόμα να ειπωθούν.
Μπορούμε τώρα να πούμε ότι η εξέγερση προέκυψε σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία η ηγεσία των φεουδαρχικών συμβουλίων υφίστατο μία σημαντική αλλαγή. Από τους πέντε ηγέτες τους με τη μεγαλύτερη επίδραση, οι τρεις είχαν πεθάνει τη διετία πριν από το καλοκαίρι τού 1363. Οι άλλες δύο εξέχουσες μορφές που ανήκαν στην παλαιότερη γενιά έγιναν ηγέτες των επαναστατών. Τα στοιχεία δείχνουν μια διαπάλη μερίδων μεταξύ των φεουδαρχών, η φύση της οποίας παραμένει ασαφής. Σε αυτό μπορεί να προστεθεί η κατανόηση ότι στη Βενετική Κρήτη αναπτύχθηκε μία κοινωνία που τα λατινικής καταγωγής μέλη της, κατά την αρχή της ύπαρξης της αποικίας, ήταν ευδιάκριτα από τον ελληνικό πληθυσμό με βάση ορατές πολιτισμικές διαφορές. Τα συμβολαιογραφικά έγγραφα δείχνουν ότι, το 1363, η λατινική και η ελληνική κοινότητα είχαν, σε ποικίλους βαθμούς, απορροφήσει πολλές από τις πολιτισμικές πρακτικές η μία της άλλης, χωρίς κάποια απ’ αυτές να αφομοιώσει πλήρως την άλλη. Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό ότι η πολιτισμική προσέγγιση μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων περιέλαβε και τους Λατίνους φεουδάρχες, εφόσον η βενετική κυβέρνηση είχε ως βασική απαίτηση απ’ αυτούς να της μένουν πιστοί και να μη δημιουργούν δεσμούς συγγένειας με Έλληνες.
Οι εθνοτικές διαιρέσεις στο νησί παρέμεναν, αλλά η εξέγερση του Αγίου Τίτου αναδεικνύει διαιρέσεις στην κρητική κοινωνία που η δυναμική τους θα μπορούσε να μετασχηματίσει την αποικία κατά έναν τρόπο χωρίς προηγούμενο.
Ως έθνος συχνά ορίζουμε μια εθνοτική ομάδα η οποία διαθέτει πολιτική αυτονομία ή, αν όχι, επιθυμεί να αποκτήσει. Ωστόσο, πολλά έθνη, ιδίως όσα έχουν αποικιακό παρελθόν, προέκυψαν από τη συνένωση δύο ή περισσότερων εθνοτικών ομάδων εντός πολιτικώς ορισμένων συνόρων. Στην αποικία της Κρήτης, η προσπάθεια να εντοπίσουμε συγκεκριμένα τον άξονα που σηματοδότησε τις διεργασίες δημιουργίας έθνους και εθνικού αισθήματος μεταξύ των Λατίνων και των Ελλήνων Κρητών τον δέκατο τέταρτο αιώνα θέτει ερωτήματα, για τα οποία το καλύτερο παράδειγμα είναι η σκηνή που περιγράφει ο Λορέντζο ντε Μόνατσις [καγκελάριος της Κρήτης από το 1380 και χρονικογράφος] σχετικά με το ζήτημα του νέου εμβλήματος της αποικίας. Τις πρώτες μέρες της εξέγερσης, οι επαναστάτες συνήλθαν στο παλάτι του δούκα για να αρχίσουν να ασχολούνται με την υπόθεση της διακυβέρνησης.
Στο παλάτι, οι εξεγερμένοι συζήτησαν εάν θα ύψωναν την συνήθη σημαία του Αγίου Μάρκου, ή εκείνη του Αγίου Τίτου. Ένα πλήθος έσπευσε στην πλατεία κραυγάζοντας, Ζήτω ο Άγιος Τίτος! Και έτσι αποφασίστηκε το λάβαρο να απεικονίζει τη μορφή του Αγίου Τίτου, σε ξηρά και θάλασσα, και να υψωθεί δημόσια παντού. Την ίδια μέρα, και ενώ είχε συγκεντρωθεί ένα εξημμένο πλήθος, η σημαία του Αγίου Τίτου υψώθηκε πάνω από το καμπαναριό, αλλά η μορφή του Αγίου είχε γυρίσει ανάποδα, με το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω. Πολλοί από τους πιστούς τρομοκρατήθηκαν[2].
Βάζοντας κατά μέρος τον κακό οιωνό, αξίζει τον κόπο να διερωτηθούμε: η ύψωση του λαβάρου του Αγίου Τίτου εξέφραζε άραγε μία πολιτική βούληση που περίμενε τη στιγμή της; Ή μήπως ήταν αντίθετα μια ενστικτώδης πράξη, με σκοπό να πυροδοτήσει μια αίσθηση πολιτικής βούλησης και, κατ’ επέκταση, την επιθυμία πολιτικής ανεξαρτησίας, διά της οποίας οι δύο εθνοτικές κοινότητες θα ενώνονταν; Λάβαρα, διακριτικά και άλλα εξωτερικά σύμβολα πολιτειακής ή αυτοκρατορικής ενότητας δεν ήταν κάτι νέο στους Μέσους Χρόνους. Μάλιστα, η ίδια η αντικατάσταση του λέοντος του Αγίου Μάρκου από το έμβλημα των επαναστατών δείχνει ότι ήδη αναγνώριζαν τη συμβολική δύναμη των διακριτικών ενός κράτους. Ωστόσο, η ύψωση του λαβάρου του Αγίου Τίτου ενσαρκώνει κάτι που ήταν πολύ ασυνήθιστο σε αυτή την εξέγερση και στην αποικία ως τέτοια. Η αποτίναξη της βενετικής αποικιακής διοίκησης, η καθιέρωση ενός νέου καθεστώτος και η επίδειξη δημόσιων εμβλημάτων που συμβολίζουν τη διακοπή των δεσμών με τη Βενετία, όλα αυτά συνιστούν μία μοναδική επίδειξη πολιτικής βούλησης από τη μεριά των αποικιακών εκπροσώπων μιας ξένης δύναμης.
Εδώ, το σημερινό
λεξιλόγιο αποδεικνύεται χαρακτηριστικά ανεπαρκές, διότι είναι δύσκολο να περιγράψουμε
τη σημασία της εξέγερσης του 1363 χωρίς να προσφύγουμε σε νεωτερική,
αναχρονιστική ορολογία. Η νεότερη ιστοριογραφία στερείται το κατάλληλο λεξιλόγιο
για να ορίσει τη φύση του δεσμού που άλλοτε συνέδεε τη Βενετική Γερουσία, τους Βενετούς
εν γένει, και τους Λατίνους φεουδάρχες. Ο όρος «εθνικό» περιγράφει άραγε ικανοποιητικά το αίσθημα που μοιράζονταν οι Λατίνοι Κρήτες
και οι Βενετοί της μητρόπολης, ή μήπως περιγράφει ακριβέστερα το αίσθημα που ώθησε τους Λατίνους
Κρήτες να αποσχισθούν από τη Βενετία και να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τους Έλληνες
Κρήτες; Όσο και αν τελικά υπήρξε βραχύβια η εξέγερση, η ύψωση του λαβάρου του Αγίου Τίτου υπήρξε μία έκλαμψη
ευφάνταστης πολιτικής βούλησης η οποία κατέτεινε στο να ανακαθορίσει τους ανθρώπους αυτής της αποικίας
όχι ως Έλληνες ούτε ως Λατίνους, αλλά ως Κρήτες.
[1] Jacoby, ‘Social Evolution in Latin Greece’, in K.M. Setton (ed.), A History of the Crusades, Vol. 6 (Madison, WI, 1989), p. 204.
[2] Laurentius de Monacis, Chronicon de rebus venetis, Βενετία 1758 [γραμμένο κάπου μεταξύ 1380 και 1428], σ. 175.

Η Σάλλυ ΜακΚή είναι καθηγήτρια ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Ντέιβις της Καλιφόρνια. Έκανε το διδακτορικό της στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο με τίτλο “Uncommon Dominion: The Latins and Greeks in the Venetian Colony of Crete in the Fourteenth Century”. Πιο πρόσφατη δημοσίευσή της το βιβλίο The Exile’s Song: Edmond Dédé and the Unfinished Revolutions of the Atlantic World (New Haven and London: Yale University Press, 2016).