του Άκη Γαβριηλίδη
Έχει ήδη επισημανθεί, και επικριθεί, η ιδιοκτησιακή αντίληψη για την εξουσία την οποία μαρτυρεί η αντίδραση του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη στην αναγγελία ότι η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες ζήτησε από τέσσερις ελληνικές τράπεζες να της αποστείλουν αναλυτική κίνηση των τραπεζικών λογαριασμών του ιδίου, της συζύγου του, του αδελφού του και κάποιων στενών συνεργατών του. Πράγματι, όποιος μιλά περί «περιστασιακών ενοίκων της εκτελεστικής εξουσίας» θεωρεί ότι υπάρχουν, ή θα έπρεπε να υπάρχουν, μόνιμοι ένοικοι της εξουσίας, και ότι ο ίδιος προφανώς είναι ένας από τους άξιους για αυτή τη μονιμότητα –αν όχι ο κατεξοχήν άξιος.
Κάτι όμως εξίσου αξιοπερίεργο είναι η δραστηριότητα την οποία αποδίδει η δήλωση σε αυτούς τους «μόνιμους ενοίκους». Αυτοί, μας λέγεται εξ αντιδιαστολής, είναι εκείνοι από τους οποίους γράφεται «Η Ιστορία». Με το οριστικό άρθρο στον ενικό και, ιδίως, με κεφαλαίο αρχικό γράμμα.
Η ιστορία με γιώτα κεφαλαίο είναι ένας αρκετά περίεργος συνειρμός προκειμένου για μια διαδικαστική πράξη διερεύνησης τραπεζικών συναλλαγών. Όταν δε εμφανίζεται ως μια ιστορία την οποία κανείς –και μάλιστα κανείς «περιστασιακός»- δεν δικαιούται να «αγγίζει», είναι μία ιστορία εμφανώς θεολογική και όχι κοσμική. Είναι μια ιστορία τέλεια, περαιωμένη, μη υποκείμενη σε καμία αναθεώρηση και επανεξέταση. Δηλαδή είναι ένα Ευαγγέλιο, μία χαρμόσυνη είδηση περί της σωτηρίας μας, την οποία εμείς καλούμαστε να πιστέψουμε και να μην ερευνούμε.
O Kώστας Σημίτης, ενόσω κυβερνούσε, και οι θαυμαστές και νοσταλγοί του ακόμη τώρα, προβάλλουν τη διακυβέρνησή του ως απαύγασμα του «εκσυγχρονισμού», του «εξευρωπαϊσμού» και του «διαφωτισμού». Ωστόσο, σύμφωνα με την ίδια την αυτοπαρουσίασή του, ο διαφωτισμός υποτίθεται ότι συνδέεται με την εκκοσμίκευση, την ορθολογικότητα και την κατάργηση των κληρονομικών αξιωμάτων. Ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος συνέδεσε τη θητεία του με μία εντυπωσιακή και τελικά νικηφόρα αντιπαράθεση με την εκκλησία. Η αγιογραφία όμως αυτή περί της «άπαξ και διά παντός» γραμμένης «Ιστορίας», που δεν μπορούν να πιάσουν στα χέρια τους οι κοινοί θνητοί, φαίνεται να επαναφέρει από το παράθυρο το l’état c’est moi και την ελέω θεού μοναρχία. Σύμφωνα με τα ίδια τα ιδρυτικά του σλόγκαν, ο διαφωτισμός είναι ταυτόσημος με τη δημοσιότητα και τη διαφάνεια, και σημαίνει να υπακούμε σε νόμους και όχι σε ανθρώπους. Γιατί να θεωρήσουμε ότι η εφαρμογή μιας νομικής διαδικασίας κατατείνει να «ξαναγράψει την ιστορία»; Αλλά και γιατί είναι άραγε προβληματικό να ξαναγράφεις την ιστορία; Η ιστορία, όπως κάθε ανθρώπινο έργο, δεν κλείνει ποτέ, μένει –και πρέπει να μένει- πάντοτε ανοικτή σε καινούριες ερμηνείες και θεωρήσεις.
Ακόμη μια φορά, λοιπόν, αποδεικνύεται ότι οι αυτόκλητοι φιλελεύθεροι-ευρωπαϊστές εν Ελλάδι είναι ανειλικρινείς και ανακόλουθοι προς τις δεδηλωμένες αρχές τους· ή ίσως είναι συνεπείς εκφραστές τής πιο αντιδραστικής εκδοχής του ρεύματος που επικαλούνται. Μέρος, ή πάντως μία δυνατή εκδοχή, της ευρωπαϊκής πολιτικής και θεωρητικής κληρονομιάς των τελευταίων δύο-τριών αιώνων τουλάχιστον, είναι ότι την ιστορία (με μικρό γιώτα) την γράφουν μόνο οι περιστασιακοί ένοικοι, διότι μόνο τέτοιοι υπάρχουν. Όποιος πιστεύει και σε άλλους, μη περιστασιακούς, ίσως θα ήταν ειλικρινέστερο να παραδεχόταν ότι βλέπει τον εαυτό του ως υιό του θεού και ότι η βασιλεία του δεν είναι του κόσμου τούτου.