Συλλογικό κείμενο
Το κείμενο που ακολουθεί, με πρωτότυπο τίτλο Ανοιχτή επιστολή προς την επιτροπή αναθεώρησης του Ποινικού Κώδικα σχετικά με την αναθεώρηση ορισμένων νομοθετικών κειμένων που αφορούν τις σχέσεις μεταξύ ενηλίκων και ανηλίκων, υπογεγραμμένο από σχεδόν το σύνολο των στοχαστ(ρι)ών που σήμερα συνηθίζουμε να συνοψίζουμε υπό την ομπρέλα τής French theory, δημοσιεύθηκε στον Μonde στις 23 Μαΐου 1977.
Οι σχέσεις μεταξύ παιδιών, εφήβων και ενηλίκων υποβάλλονται από το νόμο σε σημαντικούς περιορισμούς: είτε μέσω της έννοιας της «σεξουαλικής παρενόχλησης» (η οποία μπορεί να συνίσταται στην απλή φιλοξενία ενός ανηλίκου για μια νύχτα), είτε μέσω της γενικής απαγόρευσης να διατηρεί κανείς σεξουαλικές σχέσεις με όσους είναι κάτω των 15 ετών, ή μέσω της ειδικής απαγόρευσης που αφορά τις ομοφυλόφιλες σχέσεις στις οποίες εμπλέκονται ανήλικοι από 15 ως 18 ετών, τις οποίες ορίζει ως «ακόλαστες» ή «παρά φύσιν».
Η αχρηστία των εννοιών που θεμελιώνουν αυτά τα εγκλήματα ή πλημμελήματα («αιδώς», «φύση»), η εξέλιξη των ηθών στην νεολαία που βιώνει ως καταπιεστικές τις υπερβολές ενός σχολαστικού διαχωρισμού, κάνουν αυτά τα νομικά κείμενα να μην είναι πια παρά ένα εργαλείο εξαναγκασμού αντί για τη διασφάλιση κάποιου δικαιώματος.
Μια πρόσφατη υπόθεση μόλις απέδειξε ξεκάθαρα τη δυσαναλογία που υπάρχει ανάμεσα στο ποινικό μηχανισμό και τη φύση των πράξεων που αυτός τιμωρεί. Μετά από τρία και πλέον έτη προφυλάκισης, τρία άτομα που κατηγορούνταν για «προσβολή ή απόπειρα προσβολής της αιδούς χωρίς βία σε παιδιά οιουδήποτε φύλου ηλικίας κάτω των 15 ετών», πράξη που ο νόμος (άρθρο 331 του Ποινικού Κώδικα) χαρακτηρίζει κακούργημα, καταδικάστηκαν από το Κακουργιοδικείο της Ιβελίν σε 5 έτη φυλάκισης με αναστολή. Μια κράτηση τριών ετών και τριών μηνών, σε μια υπόθεση η οποία κατέληξε σε καταδίκη με αναστολή, κατέστη δυνατή μόνο και μόνο επειδή ο νόμος χαρακτηρίζει κακούργημα αυτή τη πράξη και έτσι δικαιολογείται η δυσβάσταχτη διαδικασία του κακουργιοδικείου, ενώ αν είχε χαρακτηριστεί πλημμέλημα, αυτό αμέσως αμέσως θα επέτρεπε να κριθεί η υπόθεση από το πλημμελειοδικείο με πιο σύντομη διαδικασία. Από την έκδοση του νόμου της 6ης Αυγούστου 1975 και μετά, η προφυλάκιση για τα πλημμελήματα δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 6 μήνες.
Αλλά κυρίως, πέρα από την υπόθεση των κατηγορούμενων, η υπόθεση της Ιβελίν, που εκδικάστηκε δημοσίως, έθεσε το πρόβλημα σε ποια ηλικία τα παιδιά ή οι έφηβοι μπορούν να θεωρούνται ικανοί να δίνουν ελεύθερα τη συναίνεσή τους σε μια σεξουαλική σχέση. Αυτό είναι ένα πρόβλημα της κοινωνίας. Ανήκει στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Ποινικού Κώδικα η ευθύνη να δώσει την απάντηση της εποχής μας, αφού αυτή είναι επιφορτισμένη να προτείνει στη κυβέρνηση ανανεωμένα και επίκαιρα κείμενα τα οποία να υποβληθούν εν συνεχεία στο Κοινοβούλιο.
Όσοι υπογράφουμε την παρούσα επιστολή, θεωρούμε ότι η πλήρης ελευθερία των συντρόφων σε μια σεξουαλική σχέση είναι αναγκαία και επαρκής προϋπόθεση της νομιμότητας αυτής της σχέσης.
Ο Ποινικός Κώδικας του 1810, που θεσπίστηκε από τον Ναπολέοντα τον Πρώτο, δεν τιμωρούσε τις σεξουαλικές πράξεις που δεν συνοδεύονταν από βία, όποιοι και αν ήταν οι συμμετέχοντες. Ρύθμιζε μόνο την περίπτωση του βιασμού ή της προσβολής της αιδούς όταν διαπράττεται με βία.
Ο νόμος του Απριλίου του 1832 ήταν αυτός που δημιούργησε το αδίκημα της «προσβολής της αιδούς τελεσθείσης άνευ βίας εις βάρος ατόμου παιδικής ηλικίας κάτω των 11 ετών». Το νομοθέτημα εκείνο ήταν που καθιστούσε αυτή την πράξη κακούργημα, και παραμένει σε ισχύ μέχρι σήμερα. Η ηλικία της ανηλικότητας έχει ανέβει σε δύο αναθεωρήσεις: πρώτα πήγε στα 13 έτη (το 1863), και έπειτα, με Διάταγμα της Προσωρινής Κυβέρνησης το 1945, στα 15.
Αυτός ο ποινικός χαρακτηρισμός καταλήγει σήμερα σε αποκλίνοντα αποτελέσματα. Αν μείνουμε προσηλωμένοι στο γράμμα του νόμου, οποιοσδήποτε, είτε ενήλικος είτε ανήλικος, συνάψει ή επιχειρήσει να συνάψει μια οποιαδήποτε σεξουαλική σχέση με ανήλικο κάτω των 15 ετών, διαπράττει κακούργημα, που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του κακουργιοδικείου και επισύρει ποινή από 5 ως 10 έτη κάθειρξης.
Ο νόμος αυτός ήταν αδύνατο να εφαρμοστεί και πράγματι δεν εφαρμόστηκε στην πλειοψηφία των περιπτώσεων. Διότι αν εφαρμοζόταν, θα βλέπαμε κάθε μέρα εκατοντάδες αγόρια να εμφανίζονται ενώπιον του κακουργιοδικείου επειδή διασκέδαζαν με κάποια δεκατετράχρονη φιλενάδα τους σε κάποια παραλία ή στο υπόγειο κάποιας εργατικής κατοικίας. Ο νομοθέτης ο ίδιος θα μπορούσε να κατηγορηθεί ως «συναυτουργός του εγκλήματος», αφού πρόσφατα επέτρεψε την πώληση αντισυλληπτικών σε κοπέλες κάτω των 15 ετών, πράγμα που συνεπάγεται σεξουαλικές σχέσεις, άρα κακούργημα από τη πλευρά του συντρόφου τους.
Γίνεται λοιπόν προφανές ότι ενδείκνυται να αποποινικοποιήσουμε τουλάχιστον αυτό το αδίκημα και να λάβουμε ουσιαστικά υπόψη τη συγκατάθεση του ανηλίκου.
Σε ό,τι αφορά εξάλλου τους εφήβους και τις έφηβες από 15 ως 17 ετών, ο νόμος από δω και πέρα τους αναγνωρίζει την ικανότητα και την ελευθερία να επιδίδονται σε σεξουαλικές σχέσεις, αλλά υπό την επιφύλαξη να πρόκειται για ετεροφυλόφιλες σχέσεις –πράγμα που συνιστά εμφανώς διακριτική μεταχείριση. Ο σύντροφός τους, ενήλικος ή ανήλικος, δεν διαπράττει κανένα αδίκημα διατηρώντας σεξουαλικές σχέσεις μαζί τους, από τη στιγμή που έχει διαφορετικό φύλο και δεν προτίθεται να τους αποσπάσει από την εξουσία των γονέων ή των κηδεμόνων τους.
Αντίθετα, ο σύντροφος αυτός, ενήλικος ή ανήλικος, αν είναι του ίδιου φύλου, καθίσταται ένοχος αδικήματος που επισύρει φυλάκιση από 6 μήνες ως 3 έτη και πρόστιμο από 60 ως 15.000 φράγκα (άρθρο 331 παράγραφος 3 ΠΚ).
Μάλιστα, ενώ, από το 1790 ως το 1942, το οπλοστάσιο των γαλλικών ποινικών νόμων, εμπνευσμένο από το Διαφωτισμό του 18ου αιώνα, αγνοούσε παντελώς οποιοδήποτε αδίκημα ομοφυλοφιλίας, το αδίκημα αυτό θεσπίστηκε με το νόμο του Βισύ της 6ης Αυγούστου 1942, και καταλαμβάνει οποιονδήποτε διαπράξει «μία ή περισσότερες ακόλαστες ή παρά φύσιν πράξεις με ανήλικο του ιδίου φύλου». Η διάταξη αυτή, που εξακολουθεί να ισχύει και να εφαρμόζεται καθημερινά, διατηρεί στη χώρα μας την ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας, τη στιγμή που στην πλειοψηφία των δυτικών χωρών από το τέλος του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου η εξέλιξη των ηθών και των ιδεών οδήγησε τους νομοθέτες να το εξαλείψουν από το νόμο.
Όσοι υπογράφουμε την παρούσα επιστολή καταγγέλλουμε την αδικία και τη διακριτική μεταχείριση που συνιστά το άρθρο 331 του ΠΚ. Εκτιμούμε ότι η διάταξη αυτή πρέπει να καταργηθεί, όπως έχουν – ευτυχώς- καταργηθεί οι διατάξεις που τιμωρούν τη μοιχεία, τη διακοπή της κύησης και την αντισύλληψη. Εκτιμούμε τέλος, κατά γενικό τρόπο, ότι οι διατάξεις που επαγγέλλονται την «προστασία» της παιδικής ηλικίας και της νεότητας, όπως το άρθρο 334 περί «παρακίνησης ανηλίκων εις ακολασίαν» το οποίο επιτρέπει την ενοχοποίηση οιουδήποτε «ευνοεί» ή «διευκολύνει» σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ ανηλίκων, ή το άρθρο 336 περί «αποπλάνησης ανηλίκων», είναι, όπως και το άρθρο 331, όλο και περισσότερο ασυμβίβαστες με την εξέλιξη της κοινωνίας μας, δικαιολογώντας παρεμβάσεις και ελέγχους καθαρά αστυνομικής φύσεως, και πρέπει να καταργηθούν ή να τροποποιηθούν βαθιά, προς την κατεύθυνση αναγνώρισης του δικαιώματος του παιδιού και του εφήβου να διατηρεί σχέσεις με τα άτομα της επιλογής του.
Μεταξύ άλλων, υπογράφουν: Λουί Αλτουσέρ, Ρολάν Μπαρτ, Σιμόν ντε Μπωβουάρ, Κριστίν Μπυσί-Γκλυκσμάν, Φρανσουά Σατελέ, Πατρίς Σερώ, Φανύ και Ζιλ Ντελέζ, Ζακ Ντερριντά, Ζαν-Τουσσαίν Ντεσαντί, Φρανσουάζ Ντολτό, Μισέλ Φουκώ, Φελίξ Γκουατταρί, Πιερ Κλοσσοβσκί, Ντομινίκ Λεκούρ, Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ, Ζακ Ρανσιέρ, Αλαίν Ρομπ-Γκριγέ, Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Το πρωτότυπο κείμενο και ο πλήρης κατάλογος υπογραφών εδώ. Μετάφραση: ανώνυμος. Θεώρηση Α.Γ.