του Άκη Γαβριηλίδη
Παρακολουθώντας τυχαία ειδήσεις σε κάποιο κανάλι, πληροφορήθηκα ότι προχθές, στην Τρίπολη (της Αρκαδίας), εορτάστηκε πανηγυρικά η επέτειος … «απελευθέρωσης» της πόλης. Αυτό προφανώς θα γίνεται κάθε χρόνο, αλλά δεν κατάφερα να πληροφορηθώ εδώ και πόσα ακριβώς χρόνια. Μάλλον όχι πάρα πολλά, όμως, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι η σχετική μνεία σε ημιεπίσημο –ή πάντως φιλικό προς την εκδήλωση- σάιτ, από την πρώτη πρόταση, σπεύδει να κουνήσει το δάχτυλο προς όσους τυχόν θα είχαν την τάση να κάνουν άλλες ορολογικές επιλογές:
Με ιδιαίτερη λαμπρότητα γιορτάζεται, την πρώτη Κυριακή μετά την 23η Σεπτεμβρίου, η απελευθέρωση της Τρίπολης και όχι η άλωση όπως κακώς έχει επικρατήσει να λέγεται (η υπογράμμιση δική μου).
Η επιμονή αυτή δείχνει ότι η αλλαγή είναι σχετικά πρόσφατη και συναντά δυσκολίες να επιβληθεί.
Και πώς να μη συναντά; Αφού το 1821 δεν είναι τόσο μακριά ώστε να έχει ο κόσμος ξεχάσει ότι, από όσους ζούσαν τότε, και όλους τους μεταγενέστερους μέχρι πρόσφατα, κανείς δεν είχε χρησιμοποιήσει αυτόν τον όρο. Το 1821, κανείς στην Τριπολιτσά δεν απελευθερώθηκε, όσο καλή θέληση και αν επιδείξουμε και όσο και αν διαστείλουμε και τραβήξουμε από τα μαλλιά τις έννοιες, ενώ αντίθετα εσφάγησαν δεκάδες χιλιάδες άμαχοι Τούρκοι (=Μωαμεθανοί) και Εβραίοι, που δεν είχαν φταίξει σε απολύτως τίποτε.
Κάτι όχι ιδιαίτερα απελευθερωτικό ομολογουμένως, εκτός κι αν εννοούμε ότι όποιος σφάζεται απελευθερώνεται μια και καλή από τα βάσανα και τις αγωνίες αυτού του κόσμου.
Εξάλλου, η λεγόμενη «Τρίπολη» δεν υπήρξε ποτέ υπόδουλη ώστε να απελευθερωθεί. Ούτε ελληνική υπήρξε ποτέ.
Ούτε καν Τρίπολη υπήρξε ποτέ, άλλωστε.
Στο σημείο που υπάρχει σήμερα η λεγόμενη Τρίπολη, δεν είχε υπάρξει στην αρχαιότητα κάποια πόλη (πολλώ δε μάλλον τρεις πόλεις). Σε αντίθεση με άλλες Τριπόλεις, όπως αυτές που υπάρχουν στην ανατολική και τη νότια ακτή της Μεσογείου, η Τριπολιτσά δεν προέκυψε από την συνένωση τριών προηγουμένως ανεξάρτητων πόλεων. Σύμφωνα με όσα λέει η ίδια η ελληνική wikipedia,
To αρχικό της όνομα ήταν Δρομπολιτσά ή Δροπολτσά ή Δορβογλίτζα [·] η ονομασία αυτή είτε προέρχεται από το ελληνικό «Υδροπολιτσά» (υδρόπολις) έιτε πιθανόν από κάποιο νότιο σλαβικό ιδίωμα και μεταφράζεται ως «η πόλη με τους δρυς».
Το υδρόπολις κάνει μπαμ από ένα χιλιόμετρο ότι είναι εκ των υστέρων παρετυμολόγηση τύπου Γκας Πορτοκάλος. Εάν υπήρχε παλαιότερα τέτοιο όνομα, θεωρώ δεδομένο ότι οι εξελληνιστές θα επέλεγαν αυτό αντί του «Τρίπολις».
Το ίδιο παραπάνω λήμμα, στην ενότητα «Ιστορία», έχει ως πρώτο κεφάλαιο την «Τουρκοκρατία»· για τα προ της «Τουρκοκρατίας» δεν αναφέρεται απολύτως τίποτε. Το λήμμα γενικώς τα μασάει στα σχετικά με την ίδρυση της πόλης, άρα μπορούμε να θεωρήσουμε δεδομένο ότι αυτή δεν ιδρύθηκε από πληθυσμούς που να μπορούν με οποιονδήποτε τρόπο να χαρακτηριστούν «Έλληνες»· προφανώς από Οθωμανούς, ή ίσως από Σλάβους. Πάντως είναι σαφές ότι οι ελληνοορθόδοξοι πληθυσμοί, εάν και όποτε υπήρχαν, ήταν ασήμαντη μειοψηφία στην πόλη (στο λήμμα αναφέρεται ότι «Κατά τα τελευταία χρόνια του 17ου αιώνα η Τριπολιτσά είναι μια μεγάλη πόλη με πληθυσμό πάνω από 20.000 κατοίκους, μόνο που αυτή τη φορά οι Τούρκοι και οι Αλβανοί μουσουλμάνοι ήταν πλειοψηφία» –χωρίς όμως να έχει αναφέρει πουθενά προηγουμένως αν υπήρξε κάποια άλλη «φορά» κατά την οποία η πλειοψηφία να είναι κάποιου άλλου θρησκεύματος, και ποια ήταν αυτή).
Άρα, το μόνο που επιτρέπει στους Έλληνες εθνικιστές να αρχίζουν, διακόσια χρόνια μετά, να χρησιμοποιούν –με δισταγμό και δοκιμαστικά- τον όρο «απελευθέρωση», είναι μόνο η εδραιωμένη στον μέσο απόφοιτο του ελληνικού σχολείου πεποίθηση ότι εδώ είναι «Ελλάδα», και ήταν πάντοτε, από αρχαιοτάτων χρόνων, η όποια παρουσία ξένων ήταν πάντοτε αθέμιτη και περιστασιακή, «το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους», και άρα όταν εκδιώχθηκαν η «υπόδουλη» Ελλάδα «απελευθερώθηκε».
Αν όμως δούμε καθαυτά τα γεγονότα των οποίων η επέτειος εορτάζεται, θα διαπιστώσουμε απλώς ότι το 1821 ο στρατός και οι άτακτοι της ελληνικής επανάστασης κατέλαβαν μία ξένη πόλη και κατέσφαξαν τους κατοίκους της. Πράγμα το οποίο κατέγραψαν όλοι οι παρατηρητές, αλλά και οι πρωταγωνιστές της σφαγής, με πρώτο τον ίδιο τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Στους τωρινούς εορτασμούς, ο εν λόγω ήρωας αναπαρίσταται από κάποιον ηλικιωμένο άνδρα μεταμφιεσμένο με τη γνωστή στολή που περιλαμβάνει αρβανίτικη φουστανέλα και κράνος βρετανού χωροφύλακα, ο οποίος εισέρχεται πανηγυρικά και ξεδιάντροπα στην πόλη καβάλα σε ένα άσπρο άλογο.
Η καβαλαρία όμως αυτή δεν είναι απλώς γραφική. Καταντά πραγματικά χυδαία και προσβλητική. Διότι είναι ο ίδιος ο επιλεγόμενος «Γέρος του Μοριά» που με ειλικρίνεια –ή με κυνισμό, όπως το δει κανείς- μας άφησε την εξής λιτή περιγραφή για την ορίτζιναλ, δική του έφιππη είσοδο στην πόλη:
Το ασκέρι όπου ήτον μέσα, το ελληνικό, έκοβε και εσκότωνε, από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άντρες, τριάντα δύο χιλιάδες. Το άλογό μου από τα τείχη έως τα σαράγια δεν επάτησε γη.
Ίσως θα μπορούσαμε λοιπόν, για περισσότερο ρεαλισμό, εφόσον θέλουμε σώνει και καλά να αναπαραστήσουμε αυτή την είσοδο, να στρώνουμε κάθε χρόνο μερικές χιλιάδες κομπάρσους που να παριστάνουν τους νεκρούς, ώστε να μην πατούν πράγματι την άσφαλτο των κεντρικών οδών της σημερινής πόλης οι οπλές του αλόγου.
Οι εθνικές εορτές έχουμε συνηθίσει ότι ενέχουν πάντοτε μια διάσταση καρναβαλιού, άρα όλα αυτά μπορούμε να τα παραβλέψουμε. Το παντός καιρού «Άξιον Εστί» που είναι κατάλληλο διά πάσαν νόσον και πάσαν μαλακία, μπορούμε και αυτό να το αγνοήσουμε. Η αναπαράσταση της πολιορκίας ως … χορόδραμα (!!), όμως, αρχίζει να γίνεται μια ιδέα γκροτέσκα και ασεβής. Το ίδιο, και ακόμη περισσότερο, η ανερυθρίαστη δήλωση ότι «η ιστορία δεν είναι για να μας διχάζει, αλλά για να μας διδάσκει», έστω και όταν προέρχεται από κάποιον που δεν φημίζεται για τις μεστές νοήματος και πρωτοτυπίας δηλώσεις του όπως ο Προκόπης Παυλόπουλος, ο οποίος έσπευσε να «υπενθυμίσει» αυτή τη φρονηματιστική λειτουργία της ιστορίας προς την «φίλη και γείτονα Τουρκία».
Κι ωστόσο, θα μπορούσαμε, αν θέλουμε να πάρουμε στα σοβαρά αυτό το στόχο της διδαχής από την ιστορία, καταρχάς να πάψουμε να την διαστρεβλώνουμε οργουελικά και, κατά δεύτερον, ει δυνατόν, να επινοήσουμε έναν τρόπο ανάγνωσης που πράγματι να μην διχάζει: να διδαχθούμε, από το περιστατικό τού 1821, ότι το έθνος κράτος δολοφονεί. Η Τριπολιτσά τού 1821 δεν είναι ένα «αρχαϊκό κατάλοιπο» ή ένα δείγμα κάποιας εγγενούς «βαλκανικής βαρβαρότητας»· ακριβώς αντίθετα, είναι εφαρμογή του ευρωπαϊκού ιδεώδους. Ή, πάντως, ενός ορισμένου ευρωπαϊκού ιδεώδους· της αρχής των εθνικών (δηλαδή εθνικά καθαρών) κρατών. Η Τριπολιτσά εγκαινιάζει μια μακρά σειρά σφαγών που συνεχίζεται μεταξύ άλλων με το Κιλκίς τού 1913, τη Σμύρνη τού 1922 και τη Σρεμπρένιτσα τού 1995. Και ίσως ακόμα να μην τελείωσε.
Σε ένα άλλο σύμπαν, μπορούμε να ονειρευτούμε ότι ίσως στις 23 Σεπτεμβρίου να τιμάται με σεβασμό η μνήμη των πρώτων αθώων θυμάτων της διείσδυσης της εθνικής ιδέας στην (ήδη πρώην) Οθωμανική Αυτοκρατορία.