του Άκη Γαβριηλίδη
Εδώ και χρόνια, αναλύοντας το μόρφωμα του νεοποντιο-μακεδονισμού που έχει αναπτυχθεί και εδραιωθεί τις τελευταίες δυο-τρεις δεκαετίες με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη, είχα επισημάνει ότι οι επιτελέσεις του χαρακτηρίζονται από μία πολύ σαφή ομοσεξουαλικότητα/ ομοκοινωνικότητα, συνδυασμένη με μία έκδηλη ή λανθάνουσα διάσταση παρωδίας, μια ηθελημένη ή ακούσια κωμικότητα. Και είχα επιχειρήσει να αναλύσω αυτή τη διάσταση με επίκεντρο δύο εμβληματικές φιγούρες Ποντιομακεδονιστών, τον Παναγιώτη Ψωμιάδη και τον Χάρρυ Κλυνν.
Η σουρεαλιστική εμφάνιση ενός άνδρα αγνώστων στοιχείων και προθέσεων ο οποίος, συμμετέχοντας στο αντι-μακεδονικό συλλαλητήριο της 8ης Σεπτεμβρίου, επέδειξε με υπερηφάνεια γυμνό το κάτω ήμισυ του σώματός του, ανεβάζει σε νέα επίπεδα τη διάσταση αυτή και θέτει ένα ενδιαφέρον ζήτημα –ή ίσως περισσότερα- για την κοινωνική σκέψη.
Εξ όσων γνωρίζω, δεν φαίνεται να ενδιαφέρθηκε κανείς να αναζητήσει τον άνθρωπο αυτόν και να τον ρωτήσει γιατί προέβη σε αυτή την πράξη, τι ακριβώς νόμιζε ότι πετυχαίνει έτσι. Έτσι, δεν έχουμε τη δική του εκδοχή –σε αντίθεση, π.χ., με τον καλοντυμένο κύριο που είχε εμφανιστεί προ ολίγων ετών με ένα κοκτέιλ στο χέρι σε μία άλλη δημόσια διαδήλωση και η φωτογραφία του είχε επίσης αναπαραχθεί και σχολιαστεί ευρύτατα (συνήθως ειρωνικά).
Σε χειριστές κοινωνικών μέσων που διάκεινται φιλικά προς το σκοπό του αντι-μακεδονικού συλλαλητηρίου, η εμφάνιση του επιδειξία –ορθότερα, της φωτογραφίας του- προκάλεσε στην αρχή μάλλον αμηχανία. Για αρκετή ώρα, κάποιοι αμφισβήτησαν τη γνησιότητα της φωτογραφίας, μη θέλοντας να δεχθούν ότι κάτι τέτοιο πράγματι συνέβη. Όταν έγινε σαφές ότι είναι γνήσια, σε μία πρώτη αντίδραση κάποιοι ζήτησαν «να μην δημιουργούνται εντυπώσεις εις βάρος της εκδήλωσης από τις ενέργειες ενός εμφανώς διαταραγμένου ατόμου». Σύντομα μετά, εμφανίστηκαν και κάποιοι που επιχείρησαν να υπερασπιστούν την γυμνική αυτή επιτέλεση, παραλληλίζοντάς την με ανάλογες επιτελέσεις που αποδίδονται στον Καραϊσκάκη κατά τις μάχες με τον οθωμανικό στρατό στον ελληνικό πόλεμο της ανεξαρτησίας.
Σχετικές αφηγήσεις πράγματι κυκλοφορούν στη σφαίρα της δημόσιας και της ημι-δημόσιας ιστορίας, και επαναλαμβάνονται –με ένα μείγμα σκανδαλισμού, θαυμασμού και θυμηδίας· ακριβώς με ένα πνεύμα πολιτισμικής οικειότητας, που λέει και ο Χέρτσφελντ- ιδίως σε διάφορα σάιτ που αρέσκονται να καταγγέλλουν τη «νέα τουρκοκρατία/ κατοχή» στην οποία υποτίθεται ότι βρίσκεται η χώρα μας. Από εκεί δεν αποκλείω να είχαν εισέλθει στο φαντασιακό του συγκεκριμένου ανθρώπου και να συνέβαλαν στην πράξη του. Ωστόσο, μία τέτοια γενεαλογία δεν μου φαίνεται να μπορεί να διεκδικήσει την αποκλειστικότητα. Και αυτό διότι, πέρα από την αφήγηση ενός γεγονότος που φέρεται ότι συνέβη πριν από σχεδόν δύο αιώνες, στον δημόσιο χώρο (μεταξύ άλλων και) της Θεσσαλονίκης, υπάρχει τα τελευταία χρόνια ένα συμβάν πολύ πιο παρόν και ορατό: αυτό είναι τα gay pride, ή τα σκέτα pride.
Κατά την πρόσφατη, προ μηνών, δολοφονική επίθεση των Ποντίων Γομαριστών κατά του Γιάννη Μπουτάρη, μία από τις βασικές δικαιολογίες που διακίνησαν εκ των υστέρων οι απολογητές της επίθεσης ήταν ότι ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης «είχε δώσει άδεια» να γίνει gay pride (κατ’ άλλους μάλιστα, το είχε ο ίδιος οργανώσει) την ίδια μέρα με την «τελετή μνήμης για την ποντιακή γενοκτονία», πράγμα που αποτελούσε απαράδεκτη ασέβεια προς την δεύτερη.
Παράλληλα, κάθε φορά πριν και μετά την πραγματοποίηση του πραγματικού pride, οι εκπρόσωποι του ίδιου πάνω-κάτω ιδεολογικού χώρου ξεσαλώνουν στα κοινωνικά μέσα για τους «ξεβράκωτους» που παρελαύνουν ξεδιάντροπα και βγάζουν σε δημόσια θέα αυτά που θα έπρεπε να παραμείνουν εν οίκω και να μην «προκαλούν», με αποτέλεσμα να «χάνουν το δίκιο τους» το οποίο οι επικριτές –τουλάχιστον οι πιο ανεκτικοί απ’ αυτούς- δηλώνουν ότι δεν θα είχαν κατά τα λοιπά καμία αντίρρηση να αναγνωρίσουν.
Η εμφάνιση ενός μακεδονομάχου ξεβράκωτου, τώρα, νομίζω ότι σίγουρα μπορεί να ειδωθεί ως ένα φαινόμενο «μόλυνσης», μετάδοσης μεταξύ διαφορετικών έως και αντίπαλων τύπων διαμαρτυρίας. Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο να τείνουμε να μιμηθούμε ό,τι μισούμε. Αφού οι γκέι εμφανίζονται «άσεμνα» στο δημόσιο χώρο για να βρουν το δίκιο που δεν τους αναγνωρίζεται αλλιώς, δεν είναι απίθανο ένας Θεσσαλονικιός εθνικιστής/ τοπικιστής να σκεφτεί ότι και για τον ίδιο αυτή μόνο η αντίδραση απομένει όταν νιώθει ότι του τρώνε το δίκιο και δεν μπορεί αλλιώς να ακουστεί και να γνωστοποιήσει την αγανάκτησή του (ας σκεφτούμε και την έκφραση «βγαίνω απ’ τα ρούχα μου» που σημαίνει, ακριβώς, εξοργίζομαι, θεωρώ κάτι απαράδεκτο).
Οι υποθέσεις αυτές δεν εξαντλούν το θέμα, και εξακολουθώ να θεωρώ ότι θα ήταν χρήσιμο να αναζητηθεί ο άνθρωπος αυτός και να μας έλεγε πώς το σκέφτεται ο ίδιος. Το σίγουρο πάντως είναι ότι πλέον, με αυτόν τον τρόπο, το μαύρο μέτωπο της Θεσσαλονίκης, το στρατόπεδο του «σκοτεινού Βαρδάρη», έχασε πλέον το χαρτί του σκανδαλισμού και της ηθικής αγανάκτησης απέναντι στα κινήματα της έμφυλης ισότητας και τις παρελάσεις τους. Θα μπορούσαμε μάλιστα να προσκαλέσουμε όσους δηλώνουν θαυμαστές του Καραϊσκάκη ως επίτιμους διοργανωτές στο επόμενο πράιντ, ώστε να έχουν την ευκαιρία να πειραματιστούν περισσότερο σε ανάλογες πατροπαράδοτες επιδείξεις λαϊκής-εθνικής υπερηφάνειας και ποιητικής του ανδρισμού.
Reblogged στις agelikifotinou.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!