Διαδίκτυο,Ιστορία,αναρχισμός

Παλιές σκοτογραφίες της Θεσσαλονίκης

του Άκη Γαβριηλίδη

Σύμφωνα με την ορολογία που τείνει να καθιερωθεί τελευταία στην αργκό του διαδικτύου, η έκφραση «νόμος του Μέφρυ» δηλώνει το φαινόμενο κατά το οποίο, όποιος ψέγει κάποιον άλλο για κάποιο σφάλμα, σύντομα υποπίπτει και ο ίδιος στο ίδιο σφάλμα.

Θύμα μιας από τις πιο διασκεδαστικές περιπτώσεις εφαρμογής αυτού του νόμου έπεσε πρόσφατα μια ομάδα που υπάρχει στο facebook με την επωνυμία «Παλιές φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης», και ειδικότερα ένα εκ των μελών της διαχειριστικής της ομάδας ονόματι Demi Tzivopoulou.

Στις 26/3/18, η κα Tzivopoulou, ομιλώντας εκ μέρους όλης της διαχειριστικής ομάδας, ανακοίνωσε τη διαγραφή μου από την εν λόγω ομάδα, λόγω μιας ανταλλαγής σχετικά με τους Βαρκάρηδες της Θεσσαλονίκης. Η ανακοίνωση έκλεινε με τα εξής λόγια: «λόγω της εκμετάλλευσης την Ομάδας ως πεδίου άσκησης της επίμονης προπαγανδιστικής σας στάσης όσον αφορά σε ιστορικά γεγονότα που έχουν καταρριφθεί έχετε εξαντλήσει τα περιθώρια παραμονής σας στην Ομάδα. Σας ευχόμαστε καλή συνέχεια σε άλλα πεδία».

Ως προς την ουσία της υπόθεσης, είμαι πεπεισμένος ότι η διαγραφή ήταν τελείως αδικαιολόγητη και μεροληπτική. Ωστόσο, δεν σκοπεύω εδώ να αναφερθώ στα καθέκαστα και στα μου είπε – του είπα. Όποια έχει την περιέργεια και θέλει να μορφώσει ίδϊα γνώμη, μπορεί να κοιτάξει μόνη της. Αυτό όμως που βρίσκω διασκεδαστικό είναι να αναφερθώ λίγο στην –όχι και τόσο καλή- συνέχεια που προέκυψε για τους διαγράφοντες, όχι σε κάποιο «άλλο πεδίο» αλλά στο δικό τους. Λίγες μόλις ώρες νωρίτερα, στην ίδια ομάδα και, κατά ειρωνική σύμπτωση, από την ίδια ακριβώς διαχειρίστρια, είχε αναρτηθεί ένα μελοδραματικό κείμενο περί σφαγών και εκτελέσεων αθώων Χριστιανών από αιμοσταγείς Τούρκους στη Θεσσαλονίκη το 1821 ως αντίποινα για την εξέγερση στο Μοριά, τις οποίες υποτίθεται ότι περιέγραψε «ο ιεροδίκης Χαϊρουλάχ Αγάς». Όπως μπορεί να αντιληφθεί κανείς, η ανάρτηση καταρχάς τυπικά ήταν εκτός της θεματολογίας της ομάδας, εφόσον δεν περιλάμβανε καμία απολύτως φωτογραφία (ως γνωστόν, το 1821 δεν είχε ακόμα ανακαλυφθεί η φωτογραφία). Περιλάμβανε έναν οριενταλιστικό ζωγραφικό πίνακα μη κατονομαζόμενου ζωγράφου με θέμα τον «Απαγχονισμό των Ελλήνων προκρίτων της Θεσσαλονίκης στο Καπάνι (1821)», παρμένον από το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, και ένα εκτενές κείμενο που περιέγραφε τα υποτιθέμενα γεγονότα, αντλημένο από άρθρο κάποιου Αβραάμ Ν. Παπάζογλου δημοσιευμένο το 1940 στο περιοδικό Μακεδονικά.

Όπως προέκυψε στη συνέχεια από τη συζήτηση, και ειδικότερα από σχόλιο και σχετική παραπομπή τού ιστορικού Βασίλη Γούναρη, οι πληροφορίες αυτές (και άρα ο ψευδοϊστορικός πίνακας που τις αναπαριστούσε) ήταν απολύτως ψευδείς και ανυπόστατες. Η πηγή τους, το υπόμνημα που φέρεται να συνέταξε ο «Χαϊρουλάχ ιμπν Σινασί Μεχμέτ Αγάς», είναι πλαστογραφημένο· δεν υπήρξε τέτοιο υπόμνημα, αλλά ούτε και κανένας Χαϊρουλάχ Αγάς, όπως έχει αποδείξει από το 2015 ο Μαρίνος Σαρηγιάννης σε άρθρο του στο περιοδικό Μνήμων (τ. 34) με τον –εύγλωττο- τίτλο «Μια πλαστή πηγή για τις σφαγές του 1821 στη Θεσσαλονίκη: ο ‘Χαϊρουλλάχ Εφέντης’ του Αβραάμ Ν. Παπάζογλου».

Το άρθρο του Σαρηγιάννη, όπως και όλο αυτό το περιστατικό, είναι καταρχάς τρομερά ενδιαφέρον και διδακτικό για το πώς συγκροτήθηκε η επίσημη μνήμη στην «εθνικά ευαίσθητη περιοχή» της Μακεδονίας και του υποτιθέμενου «Αγώνα» της, καθώς και για το ρόλο των μουσείων και άλλων ανάλογων κρατικών ή/ και ημι-παρακρατικών ευαγών ιδρυμάτων, των οποίων οι εκπρόσωποι με την παραμικρή ευκαιρία αρχίζουν να καταγγέλλουν μεγαλοφώνως διάφορους «πλαστογράφους της ιστορίας», ενώ –όπως συχνά συμβαίνει- οι πλαστογράφοι είναι οι ίδιοι.

Ως προς τη συγκεκριμένη φεϊσμπουκική μικρο-διαμάχη, τώρα, το γεγονός ότι την πλαστογραφία τού Παπάζογλου την κατάπιε μέχρι και ο Μαρκ Μαζάουερ, αποτελεί ίσως δικαιολογία για το ότι παρασύρθηκε και η κα Τζιβοπούλου. Το γεγονός ότι η δημοσίευση, ακόμη και μετά την αποκάλυψη της αναλήθειάς της, παραμένει αναρτημένη, επίσης μπορούμε να δεχθούμε ότι δικαιολογείται με τη λογική ότι έτσι οι χρήστες μπορούν –εάν βεβαίως μπούνε στον κόπο να παρακολουθήσουν τη συζήτηση που ακολουθεί- να διαπιστώσουν αυτή την αναλήθεια. Αυτή όμως που δεν μπορεί καθόλου να θεωρηθεί δικαιολογημένη, αντιθέτως ξεπροβάλλει ακόμα πιο προκλητική, σχεδόν κωμική, στο φόντο αυτής της αναλήθειας, είναι η τακτική των δύο μέτρων και δύο σταθμών που ακολουθείται στην ομάδα: όσοι υποστηρίζουν ότι οι βαρκάρηδες της Θεσσαλονίκης δεν ήταν Βούλγαροι εθνικιστές αλλά Μακεδόνες/ άεθνοι αναρχικοί, διαγράφονται με την κατηγορία της «εκμετάλλευσης την Ομάδας ως πεδίου άσκησης της επίμονης προπαγανδιστικής τους στάσης όσον αφορά σε ιστορικά γεγονότα που έχουν καταρριφθεί» –μολονότι η σχέση των Βαρκάρηδων με τον αναρχισμό δεν είναι, με τη συμβατική έννοια, «γεγονός», και από κανέναν δεν έχει «καταρριφθεί» . Όσοι όμως αποδεδειγμένα εκμεταλλεύονται την Ομάδα (τους) για να ασκήσουν «επίμονη προπαγανδιστική στάση» και να εμφανίσουν ως γεγονότα περιστατικά που δεν συνέβησαν ποτέ, βασισμένοι σε ανύπαρκτα έγγραφα, παραμένουν δόξη και τιμή διαχειριστές και στερούν από άλλους το λόγο για παραπτώματα που έκαναν οι ίδιοι σε πολλαπλάσιο βαθμό.

26910654_1632464896847229_99088931282001864_o.jpg

Κλασσικό

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.