του Δημήτρη Δημούλη
Θα διατυπώσουμε ορισμένα ερωτήματα που θα καθοδηγήσουν την έρευνά μας για τις εθνικές μειονότητες στο ελληνικό δίκαιο.
Πρόβλημα 1. Έλληνας πολίτης, ομιλητής σε δημόσια συγκέντρωση, δηλώνει: α) «Είμαι Τούρκος γιατί ομιλώ τουρκικά όπως και οι γονείς μου και ανετράφην με βάση τις αξίες του τουρκικού πολιτισμού, πράγμα για το οποίο είμαι υπερήφανος», β) «είμαι μέλος της τουρκικής μειονότητας στην Ελλάδα», γ) «η τουρκική μειονότητα στην Ελλάδα καταπιέζεται».
Πρόβλημα 2. Έλληνες πολίτες ιδρύουν σωματείο με επωνυμία «Προοδευτική Ένωση Τούρκων» και σκοπό τη μελέτη, προαγωγή και διάδοση του τουρκικού πολιτισμού καθώς και την ελληνοτουρκική φιλία.
Πρόβλημα 3. Η Βουλή (των Ελλήνων) ψηφίζει νόμο που ποινικοποιεί τις αναφορές σε ύπαρξη τουρκικής μειονότητας στην Ελλάδα.
Πώς πρέπει να κριθούν αυτά τα συμβάντα από συνταγματικής πλευράς; Οι απαντήσεις δείχνουν πώς ορίζει το ελληνικό δίκαιο την εθνική μειονότητα, ήτοι ποια νομική σημασία της αποδίδει.
Eίναι συνταγματικά δικαιολογήσιμο να απαγορευθεί το σωματείο «Τουρκική Ένωση Ξάνθης» λόγω προβολής της τουρκικής εθνικής ένταξης (και δράσης) των μελών του, τη στιγμή που τίποτε δεν δείχνει ότι κάποιο ελληνικό δικαστήριο θα απαγόρευε ως αντίθετο στη δημόσια τάξη σωματείο υπό την επωνυμία «Ελληνική Ένωση Ξάνθης», καίτοι η συνθήκη της Λωζάνης δεν αναγνωρίζει ελληνική ομάδα («πλειονότητα») στη Θράκη, ακριβώς όπως δεν αναγνωρίζει αντίστοιχη τουρκική μειονότητα. Και βέβαια κανένα δικαστήριο δεν απαγόρευσε τον «Γαλλικό σύλλογο φιλίας μηχανικών και στελεχών» που έχει έδρα την Αθήνα και μέλη Γάλλους υπηκόους και κατ’ εξαίρεση γαλλόφωνους ελληνικής ή άλλης υπηκοότητας, καίτοι δεν γνωρίζουμε να ισχύουν διεθνείς συνθήκες για την προστασία της γαλλικής κοινότητας στην Ελλάδα.
Μπορούμε δε να διακινδυνεύσουμε την πρόβλεψη ότι ο Άρειος Πάγος δεν θα απαγόρευε μια ενδεχόμενη «Πομακική Ένωση Ξάνθης».
Η απάντηση είναι προφανώς αρνητική όταν το συνταγματικό δικαίωμα αναγνωρίζεται σε «πάντες» ή τουλάχιστον σε Έλληνες πολίτες, ανεξαρτήτως εθνικής ένταξης-συνείδησης. Στην περίπτωσή μας, το Σύνταγμα του 1975 αναγνωρίζει το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι σε Έλληνες ενώ οι αλλοδαποί ασκούν το ίδιο δικαίωμα στην Ελλάδα με βάση σειρά διεθνών συμβάσεων, μεταξύ των οποίων το άρθρο 11 της ΕΣΔΑ.
Αυτό δεν εμποδίζει την απαγόρευση λειτουργίας σωματείου που με τη συγκεκριμένη δράση του αντιστρατεύεται τη δημόσια τάξη ή παραβαίνει άλλη νομοθετική πρόβλεψη. Αλλά αυτό προϋποθέτει απόδειξη in concreto και όχι αοριστολογίες και εικασίες.
Το ελληνικό δίκαιο περιλαμβάνει διατάξεις αναφερόμενες σε Έλληνες το γένος, σε ομογενείς και αλλογενείς (π.χ. το άρθρο 5 του Κώδικα της Ελληνικής Ιθαγένειας). Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν, κατά το νομοθέτη, Έλληνες πολίτες και αλλοδαποί απόγονοι Ελλήνων πολιτών μη ελληνικού γένους. Εάν όμως οι μουσουλμάνοι της Θράκης δεν είναι Τούρκοι, Βούλγαροι ή έστω Ιάπωνες το γένος ούτε ανήκουν στο ελληνικό γένος, τότε πρέπει να δεχθούμε ότι ανήκουν στο γένος του Μωάμεθ. Βεβαίως στα μειονοτικά σχολεία της Θράκης διδάσκονται τουρκικά (και όχι μωαμεθανικά) και απαγορεύεται η φοίτηση Ελλήνων το γένος (Κ. Τσιτσελίκης, (2004), «Ο κανόνας δικαίου ως έκφραση εθνικής ιδεολογίας», In Μειονότητες στην Ελλάδα. Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού, 470). Αλλά αυτό δεν εμποδίζει το να λησμονείται σε άλλες περιπτώσεις η τουρκική ταυτότητα της μειονότητας, με τίμημα και τη δημιουργία όρων που στην προσπάθειά τους να ανταποκριθούν σε επιταγές «πολιτικής ορθότητας» που επιβάλλει η κυρίαρχη περί μειονοτήτων αντίληψη στην ελληνική έννομη τάξη, υπερβαίνουν τα όρια της γελοιότητας, όπως «Μουσουλμανόπαιδα» ή «Τουρκογενείς» (σε αντιδιαστολή προς τα πολυσυζητημένα Χριστιανόπαιδα Ελληνογενών γονέων).
Εκτός αυτού, αν υπάρχει μόνον μουσουλμανική μειονότητα στην Ελλάδα χωρίς εθνικό προσδιορισμό και ένδειξη καταγωγής, τότε εντάσσεται στη μειονότητα και απολαμβάνει σχετικών δικαιωμάτων, εν όψει της αρχής της ισότητας, οποιοσδήποτε μουσουλμάνος (ή «μουσουλμανόπαιδο») κατοικεί στην Ελλάδα. Αν θεωρήσουμε δηλαδή ότι οι συμβαλλόμενοι στη Λωζάνη επιθυμούσαν να προστατεύσουν Σουδανούς μουσουλμάνους που θα εγκαθίσταντο στην Ελλάδα έναν αιώνα αργότερα και γι αυτό αναφέρονται σε μουσουλμάνους χωρίς εθνικό προσδιορισμό (ή πάντως ότι αυτό είναι σήμερα νομικώς αναγκαίο), τότε ίσως μπορούμε να μην ενδιαφερθούμε για την εθνική ταυτότητα των πληθυσμών της «μουσουλμανικής» μειονότητας που εγκαταστάθηκαν προ αιώνων σε συγκεκριμένες περιοχές της Ελλάδας, ομιλούν στη συντριπτική πλειοψηφία τους την τουρκική γλώσσα και έχουν ιδιαίτερα πολιτιστικά χαρακτηριστικά.
Από την ανταλλαγή πληθυσμών του Μεσοπολέμου εξαιρέθηκαν οι μουσουλμάνοι αλβανικής καταγωγής που δεν επιθυμούσαν να μεταβούν στην Τουρκία. Αυτό ομολογείται από Έλληνες και Τούρκους αξιωματούχους και εφαρμόσθηκε σε πάνω από 30.000 κατοίκους της Μακεδονίας και της Ηπείρου (Κ. Τσιτσελίκης (2006), «Εισαγωγή του επιμελητή», In Τσιτσελίκης Κ. (επιμ.), Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών, Αθήνα: Κριτική, 28). Αν όμως η εξαίρεση οφείλεται στο ότι τα άτομα αυτά ήταν μουσουλμάνοι κατοικούντες στην Ελλάδα, αλλά όχι Τούρκοι και αν αυτό αποτέλεσε κριτήριο εφαρμογής των διεθνών συνθηκών, πότε και πώς επήλθε ο εθνικός αποχρωματισμός των (επίσης εξαιρεθέντων από την ανταλλαγή) Τούρκων της Θράκης;
Η θέση ότι η ελληνική συνταγματική τάξη προστατεύει μόνον μειονότητες που έχουν αναγνωρισθεί ως τέτοιες διά νόμου αγνοεί τη συνταγματική προοπτική υιοθετώντας τον ομοθύμως επικρινόμενο από τη θεωρία αλλά συχνά συναντώμενο στην πράξη έλεγχο νομιμότητας του Συντάγματος. Βάση του συλλογισμού είναι το ότι δεν υπάρχει στην Ελλάδα τουρκική μειονότητα διότι ουδείς νόμος αναγνωρίζει την ύπαρξή της. Εάν αυτό είναι ορθό, ο Άρειος Πάγος θα έπρεπε να νομολογήσει ότι η άσκηση συνταγματικού δικαιώματος εξαρτάται από πρότερη νομοθετική άδεια, καταργώντας την κανονιστική υπεροχή του Συντάγματος.
Απαντώντας στο Πρόβλημα 1 που θέσαμε προηγουμένως: οι αναφορές σε τουρκική ταυτότητα και ύπαρξη μειονότητας είναι απόλυτα προστατευόμενες από το Σύνταγμα. Ενδέχεται βέβαια οι εν λόγω ισχυρισμοί να είναι αναληθείς, π.χ. ο ενδιαφερόμενος να μην ομιλεί επαρκώς την τουρκική γλώσσα ή να μην υπάρχει «όντως» καταπίεση της τουρκικής μειονότητας στην Ελλάδα. Ωστόσο, η ελεύθερη έκφραση πεποιθήσεων, σκέψεων και συναισθημάτων δεν υπόκειται σε προηγούμενο έλεγχο αληθείας ή σε καθήκον θεμελιώσεως. Διαφορετικά θα συρρικνωνόταν στο δικαίωμα-καθήκον να εκφράζουμε αυτό που το κράτος θεωρεί αλήθεια. Έχω το δικαίωμα να δηλώνω ότι καταπιέζομαι, όχι όταν και διότι κάποιος πραγματογνώμονας διαπίστωσε την καταπίεση, αλλά διότι έτσι μου αρέσει.
Παρόμοιο είναι το πνεύμα απάντησης στα Προβλήματα 2 και 3. Από τη στιγμή που το Σύνταγμα προστατεύει την εκδήλωση της εθνικής ταυτότητας ως έκφανση ατομικής ελευθερίας, η ίδρυση σωματείου με σκοπό την δράση σε αντίστοιχη εθνική κατεύθυνση δεν αντιβαίνει στη δημόσια τάξη ή σε άλλη νομική αρχή. Διατυπωμένο αρνητικά: Η μη αναγνώριση ή η απαγόρευση λειτουργίας του σωματείου πρέπει να βασίζεται σε λόγους που δεν συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την εν λόγω ταυτότητα.
Ομοίως αντισυνταγματική είναι η ποινικοποίηση της αναφοράς σε εθνικές ταυτότητες ατόμων και ομάδων στην Ελλάδα διότι συνιστά ακραία μορφή λογοκρισίας χωρίς συνταγματική δικαιολόγηση. Το ίδιο ισχύει για την έμμεση απαγόρευση της έκφρασης ταυτότητας, π.χ. μέσω της ποινικής διάταξης περί διασποράς ψευδών ειδήσεων και φημών. Δεν αποτελεί ψευδή είδηση ή φήμη η έκφραση γνώμης και η αναφορά προσωπικών στοιχείων («πρέπει να επιστραφούν οι περιουσίες των Τσάμηδων», «είμαι Τούρκος», «μιλώ μακεδονικά», «αισθάνομαι καταπίεση») που προστατεύεται από το Σύνταγμα ως έκφραση στοχασμού (άρθρο 14) και ελευθερία της προσωπικότητας (άρθρο 5), ανεξάρτητα από τον αληθή ή εθνικώς συμφέροντα χαρακτήρα αυτών των στοχασμών και δηλώσεων.
Γνωρίζουμε ότι το αστικό κράτος δημιουργεί τα έθνη εθνικοποιώντας τον πληθυσμό με ήπιους και βίαιους τρόπους, σε αντίθεση προς τους νατουραλιστικούς μύθους του εθνικισμού σχετικά με τη δημιουργία των εθνών. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να αναλυθούν τα ζητήματα των μειονοτήτων ως τμήματα της διαδικασίας εθνικοποίησης στην οποία συναντώνται δύο αντίπαλοι εθνικισμοί. Σε αυτό το πεδίο σύγκρουσης παρεμβαίνει η νομική ρύθμιση που στα περισσότερα συνταγματικά κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, αγνοεί το φαινόμενο των μειονοτήτων. Τις αορατοποιεί για να τις εξουσιάσει αποτελεσματικότερα. Επικαλούμενη ενίοτε και τον φιλελευθερισμό.
Αποσπάσματα κειμένου που δημοσιεύθηκε το 2008 στον συλλογικό τόμο με επιμέλεια Δ. Χριστόπουλου, Το ανομολόγητο ζήτημα των μειονοτήτων στην ελληνική έννομη τάξη, εκδ. Κριτική, Αθήνα.
Ο Δημήτρης Δημούλης είναι καθηγητής συνταγματικού δικαίου στο πανεπιστήμιο του Σάο Πάουλο της Βραζιλίας.