του Άκη Γαβριηλίδη
Τα τελευταία χρόνια, ο Κορνήλιος Καστοριάδης χαίρει ιδιαίτερης φήμης και αναγνώρισης στην Ελλάδα, τόσο όσο ποτέ άλλοτε και πουθενά αλλού.
Ισχυρίζομαι ότι η δημοτικότητα αυτή οφείλεται στο ότι ο συγκεκριμένος στοχαστής μπορεί να διαβαστεί, και πράγματι διαβάζεται, κατά δύο τρόπους, είτε εναλλακτικά είτε σωρευτικά, που και οι δύο καλύπτουν αντίστοιχες έντονες ανάγκες και μια ισχυρή ζήτηση στο εσωτερικό της αγοράς των ιδεών: την ανάγκη να πειστούμε ότι το ελληνικό έθνος είναι κάτι απόλυτα ξεχωριστό, ιδιαίτερο (και φυσικά ανώτερο) σε σχέση με τα άλλα, αφενός, αλλά και αφετέρου ότι αυτή η ιδιαιτερότητα όχι μόνο δεν το απομακρύνει από την «πολιτισμένη Δύση», αλλά ακριβώς αυτή είναι που το κάνει να αποτελεί ουσιώδες τμήμα της –και μάλιστα το ουσιωδέστερο, αυτό που κάνει την Ευρώπη να είναι αυτό που είναι. Σε συνδυασμό με έναν τρίτο, εξωτερικό ευνοϊκό παράγοντα –ή μάλλον με την απουσία ενός δυσμενούς παράγοντα: το γεγονός ότι ο Καστοριάδης ως όνομα καταγράφεται από όλους στην παράδοση της αυτονομίας και των χειραφετητικών κινημάτων, άρα δεν βαρύνεται από καμία σύνδεση με τη συντηρητική ή την εθνικιστική σκέψη –πράγμα που, αν συνέτρεχε, θα καθιστούσε πολύ λιγότερο αξιόπιστα τα λεγόμενά του.
Το ότι σε αυτούς δύο τους παράγοντες οφείλεται η πρωτοφανής δημοφιλία του, γίνεται φανερό και από το γεγονός ότι, στον κυβερνοχώρο, μεταξύ των διαφόρων «αποφθεγμάτων» του Καστοριάδη που δίνουν και παίρνουν, ιδιαίτερη διάδοση γνωρίζουν δύο, εκ των οποίων το καθένα καλύπτει αντιστοίχως τη μία και την άλλη ανάγκη. Και τα δύο είναι απρόσμενα χαμηλού διανοητικού επιπέδου, ενώ επιπλέον το ένα είναι σαφώς πέραν των ορίων του ακαδημαϊκού ήθους, αλλά και της τυπικής ευγένειας. Θα παραθέσω καταρχάς αυτό το δεύτερο στο σύνολό του, καθότι δεν είναι ιδιαίτερα εκτεταμένο. Πρόκειται για ένα απόσπασμα από ομιλία στο Βόλο το 1989 που αφορά το μονοτονικό:
Αν δεν θέλετε, κύριοι του υπουργείου, να κάνετε φωνητική ορθογραφία, τότε πρέπει ν’ αφήσετε τους τόνους και τα πνεύματα, γιατί αυτοί που τους βάλανε ξέρανε τι κάνανε. Δεν υπήρχαν στα αρχαία ελληνικά, γιατί απλούστατα υπήρχαν μέσα στις ίδιες τις λέξεις. Αυτοί, οι Κριαράς και οι άλλοι, τα κτήνη τα τετράποδα που έκαναν αυτές τις μεταρρυθμίσεις –αυτό παρακαλώ να γραφεί στις εφημερίδες- δεν ξέρουν τι είναι γλώσσα. Δεν ξέρουν αυτό που γνώριζε η κόρη μου στα τρία της χρόνια. Μάθαινε μια λέξη και μετά έψαχνε για τις συγγενείς της. Αυτό είναι μια γλώσσα. Ένα μάγμα, ένα πλέγμα όπου οι λέξεις παράγονται οι μεν από τις δε, όπου οι σημασίες γλιστράνε από τη μία στην άλλη, είναι μια οργανική ενότητα από την οποία δεν μπορείς να βγάλεις και να κολλήσεις πράγματα, δυνάμει μιας ψευτοκυβερνήσεως, καθισμένος σ’ ένα γραφείο στο υπουργείο Παιδείας. Η κατάργηση των τόνων και των πνευμάτων είναι η κατάργηση της ορθογραφίας, που είναι τελικά η κατάργηση της συνέχειας. Ήδη, τα παιδιά δεν μπορούν να καταλάβουν Καβάφη, Σεφέρη, Ελύτη, γιατί αυτοί είναι γεμάτοι από τον πλούτο των αρχαίων Eλληνικών. Δηλαδή, πάμε να καταστρέψουμε ό,τι κτίσαμε. Αυτή είναι η δραματική μοίρα του σύγχρονου Eλληνισμού.
Δεν σκοπεύω να επισημάνω εδώ μία μία τις αστοχίες και τις επιπολαιότητες αυτής της τοποθέτησης. Αυτό έχει ήδη γίνει με πληρότητα από άλλους. Μου αρκεί να αναδείξω ότι αυτή αποτελεί όχι ιδιαίτερα πρωτότυπη παραλλαγή ενός αγαπημένου θέματος της αντιδραστικής σκέψης στο δημόσιο λόγο στην Ελλάδα κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Μία άλλη ατυχέστατη τοποθέτηση του Καστοριάδη είναι αυτή που αφορά το κατ’ αυτόν «βαρύ προνόμιο της Δύσης». Για την ακρίβεια, πρόκειται για συρραφή απαντήσεων σε μία συνέντευξη, οι οποίες περιλήφθηκαν με αυτόν τον τίτλο ως ενιαίο κείμενο και εκδόθηκαν στα ελληνικά ως τμήμα του τόμου Η άνοδος της ασημαντότητας. Έχουν αναδημοσιευθεί ηλεκτρονικά σε πολλά σημεία, εν μέρει ή στο σύνολό τους· ενδεικτικά, εδώ.
Η τοποθέτηση αυτή συνιστά μία απροκάλυπτη (ή με «αυτοκριτικό» προκάλυμμα) απολογία της δυτικής αποικιοκρατίας. Ξεκινώντας ήδη από τον τίτλο: η επιλογή του όρου «προνόμιο» προφανώς ακυρώνει εκ των προτέρων οποιαδήποτε ελευθεριακή-εξισωτική πρόθεση, εάν υποτεθεί ότι υπήρχε. Δεν έχω υπόψη μου κανένα παράδειγμα από τη χειραφετητική παράδοση όπου να χρησιμοποιήθηκε με θετική έννοια ο όρος αυτός· αντίθετα, τα απελευθερωτικά κινήματα, πάντα και παντού (ακόμη και εκτός της «Δύσης», μη προς κακοφανισμόν του κ. Καστοριάδη) απ’ ό,τι ξέρω πάλευαν για την κατάργηση των προνομίων. Μία χειραφέτηση που είναι προνόμιο ορισμένων λαών, και από την οποία είναι ουσιοκρατικά και εκ προοιμίου αποκλεισμένοι οι Άραβες, οι Ινδοί, οι Κινέζοι, αλλά και οι … Αζτέκοι (ή οι απόγονοί τους), απλούστατα δεν είναι χειραφέτηση.
Δεν θα επεκταθώ στην αναλυτική επισήμανση όλων των ιστορικών και νοηματικών ανακριβειών και προχειρολογιών αυτού του κειμένου, διότι και αυτό έχει ήδη γίνει. Θα περιοριστώ να αναδείξω ότι, και σε αυτό το κείμενο, αναπαράγεται η ευρωκεντρική/ αρχαιολατρική (βαμπιρική) θεωρία περί της αρχαίας Ελλάδας ως του τελειότερου πολιτισμού που υπήρξε ποτέ στον κόσμο και της δυτικής Ευρώπης ως παλιγγενεσίας/ επανεμφάνισής του μετά από μια «σκοτεινή» παρένθεση μερικών αιώνων.
Υπάρχει βέβαια ένα στοιχείο στο οποίο δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι ο Καστοριάδης προσφέρει απολύτως την (αυτο)επιβεβαίωση που χρειάζεται ο μενουμεευρωπαϊσμός: στα λεγόμενά του, η σύγχρονη ελληνική κοινωνία δεν είναι σίγουρο αν μπορεί να θεωρηθεί ως πλήρες μέλος αυτής της προνομιούχας ράτσας (συγνώμη, πολιτισμού)· συχνά είναι ύποπτη για «παθογένειες», καθυστερήσεις και άλλα συμπτώματα της «ασιατικής» ασθένειας, ή της βαλκανικής παραλλαγής της[1]. Αυτό όμως τελικά δεν συνιστά παρέκκλιση, αλλά μάλλον ταύτιση με τον αυτο/κρυπτο-αποικιοκρατικό χαρακτήρα του ευρωκεντρικού βλέμματος: το «ανήκομεν εις την Δύσιν» ήδη επί Καραμανλή δεν εκφερόταν ως πραγματολογική διαπίστωση, αλλά ως κανονιστική εξαγγελία ενός καθήκοντος.
Από αυτή την άποψη, η άνοδος της σημαντικότητας του Κορνήλιου Καστοριάδη στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας οφείλεται στο ότι διαβάζεται ως ένας αριστερός εκσυγχρονιστής. Πράγμα που φυσικά δεν εξαντλεί το σύνολο των νοημάτων που μπορούν να συναχθούν από το έργο του, αλλά σίγουρα είναι κάτι που ανήκει σε αυτό και για το οποίο ο ίδιος δεν μπορεί να θεωρηθεί άμοιρος ευθυνών. Στο κάτω κάτω, αυτός είναι που «παρακάλεσε να γραφεί στις εφημερίδες» η χυδαία επίθεσή του κατά του Κριαρά «και των άλλων». Μολονότι λοιπόν σε φραστικό επίπεδο συμμεριζόταν τις θρηνωδίες και το σκανδαλισμό των «σοβαρών φιλοσόφων» μπροστά στην ανυπόφορη «φλυαρία και περιέργεια» που κυριαρχεί στα «επιφανειακά ΜΜΕ», δεν απαξιούσε να τα χρησιμοποιεί ο ίδιος όταν επρόκειτο να τον βοηθήσουν να διαδώσει τις απόψεις του. Και δη αυτές ειδικά τις απόψεις και όχι άλλες. Άρα δεν μπορεί κανείς να ζητά να μην του χρεωθούν.
[1] Π.χ.: «η πολιτική ζωή του ελληνικού λαού τελειώνει περίπου το 404 π.χ.» (!). Ή: «Ο ελληνικός λαός δεν μπόρεσε έως τώρα να δημιουργήσει μια στοιχειώδη πολιτική κοινωνία» (ό.π.). Αρκετές άλλες αποικιοκρατικού τύπου διατυπώσεις απαντούν στην ίδια συνέντευξη.
Πολύ ενδιαφέρον κείμενο.
Αν και συχνά ο Καστοριάδης προσπαθούσε να απομακρυνθεί από την εξιδανίκευση του πολιτεύματος της αρχαίας Αθήνας, τονίζοντας πως μόνο το σπέρμα της αυτοθέσμισης που γεννήθηκε τότε πρέπει να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση και όχι το πολίτευμα/καθεστώς αυτό καθαυτό, εντούτοις η σημαντικότητα που απέδιδε στα δύο κύρια ιστορικά γεγονότα αμφισβήτησης (αρχαία Αθήνα, Διαφωτισμός) έχει σίγουρα οριενταλιστικό χαρακτήρα.
Το πρόβλημα είναι ότι σπαταλάει πολύ λίγες σελίδες για να επιχειρηματολογήσει πάνω στην απουσία αυτοκριτικής στον αραβικό κόσμο, επιδιώκοντας ουσιαστικά να γίνει ο ισχυρισμός του αποδεκτός at face value. Το ίδιο έκανε και με την κριτική του στον αναρχισμό, όπου σχεδόν κάθε φορά που εγκαλούνταν από αναρχικούς να δικαιολογήσει την κριτική του προέτασσε την άγνοια του για τη θεωρία της αναρχίας και έκοβε τη συζήτηση (τουλάχιστον εδώ είχε τη διανοητική ειλικρίνεια να το κάνει).
Τα αποτελέσματα αυτής της πρακτικής στα τελευταία έργα του, παρόλο που δεν ανταποκρίνεται στο σύνολο της διανοητικής του κληρονομιάς, μπορούν να γίνουν εμφανή και από την αλλαγή της σύνθεσης του κοινού των διαλέξεών του. Ενώ στις πρώτες του ομιλίες υπήρχαν κατά κύριο λόγο άτομα από τον κινηματικό χώρο οι τελευταίες του ήταν γεμάτες με προέδρους, δημάρχους, καθηγητές και δεσπότες. Η αυτονομία δλδ, πήγε περίπατο και τη θέση της πήρε η τόσο πρόσφορη στα ελληνικά αυτιά ελληνική ιδιαιτερότητα.
Τα αρχικά του έργα νομίζω έχουν πολύτιμες αναλύσεις. Στα ύστερα, η συντηρητική καταγγελτικότητα του γίνεται κουραστική και ανυπόφορη.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Να προσθέσουμε, μεταξύ άλλων, τη βαριά ισλαμοφοβία του (πολύ «μπροστά» από την εποχή του για τα δεδομένα της τότε γαλλικής αριστεράς), την απροκάλυπτη περιφρόνησή του για τον «ανατολικό δεσποτισμό» του Βυζαντίου, την σταθοκαλύβεια εκτίμησή του για τα Δεκεμβριανά του 44 («σταλινικό πραξικόπημα»), την ψυχροπολεμική υστερία του (έσκουζε περί θανάσιμης Σοβιετικής στρατιωτικής απειλής παπαγαλίζοντας επιχειρήματα αμερικανών νεοσυντηρητικών -τότε στα νιάτα τους- λίγα χρόνια πριν… την κατάρρευση της ΕΣΣΔ), καθώς και τις χυδαίες και χαμηλού επιπέδου προσβολές που κατά καιρούς εξαπέλυε ενάντια σε άλλους Γάλλους στοχαστές που δεν συμπαθούσε και που δεν μπορούσε να καταλάβει (Sartre, Foucault, Althusser, Deleuze κ.α.).
Μου αρέσει!Μου αρέσει!