Γλώσσα,Εθνικισμός,Μετάφραση

Πώς λέγεται στα ελληνικά η Μακεδονία;

του Άκη Γαβριηλίδη

 

Η ταινία του Άκι Καουρισμάκι «Η Άλλη Όψη της Ελπίδας» αφηγείται την ιστορία ενός Σύριου πρόσφυγα που ζητά πολιτικό άσυλο στη Φινλανδία. Σε μια σκηνή, ο ήρωας, καταθέτοντας ενώπιον της αρμόδιας υπαλλήλου, εξηγεί μεταξύ άλλων πώς έφτασε στο Ελσίνκι· αναφέρει λοιπόν τη γνωστή μας διαδρομή τού «βαλκανικού διαδρόμου». Στους ελληνικούς υποτίτλους, ο θεατής διαβάζει: «από την Τουρκία διασχίσαμε το Αιγαίο, φτάσαμε στην Ελλάδα και μετά περάσαμε στα Σκόπια …».

Όποιος όμως έχει ανοιχτά τα αυτιά του, αντιλαμβάνεται ότι λέξη «Σκόπια» δεν ακούγεται στους διαλόγους. Αντιθέτως, πολύ καθαρά και ευδιάκριτα ακούγεται η λέξη Μακεδονία. Επιπλέον, μολονότι δεν γνωρίζω αραβικά, θεωρώ σχεδόν σίγουρο ότι πριν από τη λέξη αυτή δεν προηγείται η έκφραση «πρώην Γιουγκοσλαβική …» κ.λπ. Ο ήρωας λοιπόν αναφέρεται στην ακατονόμαστη χώρα με το ανυπόφορο για τους Έλληνες εθνικιστές όνομα, αυτό που χρησιμοποιούν όλοι οι άνθρωποι οπουδήποτε στον κόσμο όποτε συζητούν χωρίς να υπάρχει κάποιος Έλληνας εθνικιστής τριγύρω.

Η επιλογή του Έλληνα μεταφραστή να ενεργήσει ως αυτόκλητος λογοκριτής και να «διορθώσει» σιωπηρά το σενάριο της ταινίας, προσαρμόζοντάς το στο εν Ελλάδι politically correct, συνιστά βεβαίως χονδροειδή παραβίαση της μεταφραστικής δεοντολογίας. Δουλειά του μεταφραστή δεν είναι να χαϊδεύει τα αυτιά των αποδεκτών παραλείποντας ή εξωραΐζοντας ό,τι μπορεί να τους ενοχλήσει. Είναι απλώς να παραγάγει στη γλώσσα-στόχο ένα μετάφρασμα που να αντιστοιχεί όσο το δυνατόν περισσότερο στο προς μετάφραση κείμενο.

Η δουλειά αυτή ασφαλώς δεν είναι πάντοτε απλή. Κατ’ ουδένα τρόπο όμως δεν μπορεί να περιλαμβάνει αλλοίωση και παραμόρφωση του εν λόγω κειμένου. Κάτι τέτοιο είναι όχι μόνο αντιδεοντολογικό, αλλά και επιβλαβές για τον αποδέκτη: διότι τον παραπληροφορεί, τον αφήνει σε ένα πέπλο άγνοιας για τις γλωσσικές πρακτικές που πραγματικά ακολουθούν οι ομιλούντες και γράφοντες σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Εν προκειμένω, η λογοκρισία αυτή έχει προφανή και κρίσιμα πολιτική σημασία, καθότι καλλιεργεί και εμπεδώνει στην ελληνική κοινωνία την παραπλανητική εντύπωση ότι, όταν συνομιλούν ένας Σύριος και μία Φινλανδή και χρειάζεται να αναφερθούν στη Δημοκρατία της Μακεδονίας, δεν την λένε Δημοκρατία της Μακεδονίας, αλλά συμμορφώνονται και αυτοί προς τη συνεκδοχική ιδιοτροπία των Ελλήνων εθνικιστών να βάζουν το μέρος αντί του όλου.

large-screenshot1

Αυτά όσον αφορά τη γλωσσική και πολιτική ηθική τής (παρα)μετάφρασης. Επειδή όμως η γλώσσα, ή ορθότερα οι γλώσσες, είναι φαινόμενο μυστήριο και κομμουνιστικό, σε αυτή την αυθαίρετη υποκατάσταση μπορούμε να διαβάσουμε και μία άλλη διάσταση, η οποία επιτρέπει μία επιπλέον ανάγνωση.

Η υποκατάσταση της «κακής λέξης» από την αποδεκτή ήταν βέβαια αυθαίρετη από την οπτική της μεταφραστικής δεοντολογίας, αλλά δεν ήταν καθόλου αυθαίρετη με την πρακτική έννοια του όρου: δεν ήταν μία στιγμιαία έμπνευση ή μια ατομική παραξενιά του υποτιτλιστή, αλλά αποτελεί μια επιλογή που τηρείται συστηματικά και με συνέπεια από τις Ελληνίδες μεταφράστριες σε κάθε άλλη ανάλογη περίπτωση. Με τον τρόπο αυτό, η παρέκκλιση παρήγαγε τη δική της κανονικότητα· έγινε η ίδια μία νέα κανονικότητα. Όπως ξέρουμε από τον Φερντινάν ντε Σωσσύρ, το γλωσσικό σημείο είναι αυθαίρετο. Η επανειλημμένη και πιστή τήρηση της αυθαιρεσίας αυτής, επί αρκετές ήδη δεκαετίες, παρήγαγε ένα νέο σημείο, μία νέα αντιστοίχιση ενός σημαίνοντος προς ένα σημαινόμενο: υπάρχει ήδη μία ευμεγέθης γλωσσική κοινότητα για την οποία η λέξη «Σκόπια» σημαίνει «Δημοκρατία της Μακεδονίας».

Αφήνοντας κατά μέρος το πρόβλημα που προκύπτει για την κοινότητα αυτή από τη χρήση του ίδιου σημαίνοντος για δύο διαφορετικά σημαινόμενα (τη χώρα και την πρωτεύουσά της), οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι η καθολικότητα αυτή συνεπάγεται επίσης αντιστρεψιμότητα. Με άλλα λόγια, εάν στα ελληνικά η συντριπτική πλειοψηφία των χρηστών λέει «Σκόπια» και εννοεί «Μακεδονία», και εάν οι μεταφραστές, κάθε φορά που βρίσκουν σε ένα ξενόγλωσσο κείμενο τον δεύτερο όρο, τον αποδίδουν παγίως στα ελληνικά με τον πρώτο, τότε η γλωσσική αυτή κοινότητα εμπράκτως παραδέχεται ότι την αντίστροφη πορεία θα πρέπει να ακολουθήσουν οι μεταφράστριες οποιασδήποτε άλλης γλώσσας σε περίπτωση που συναντήσουν τον όρο «Σκόπια» σε ελληνικό κείμενο: θα πρέπει να τον αποδώσουν ως «Μακεδονία». Αυτή η συμμετρική και αντίστροφη «αυθαιρεσία» είναι επιβεβλημένη και αναπότρεπτη γι’ αυτές κατά πραγματολογική αναγκαιότητα· διότι, αν διατηρήσουν στη γλώσσα τους τον όρο Skopje, οι αναγνώστριες θα σχηματίσουν ένα άλλο νόημα από αυτό που περιέχει το προς μετάφραση κείμενο· θα πιστέψουν ότι γίνεται λόγος για την πόλη και όχι για το κράτος.

 

Βλέπουμε λοιπόν ότι, ενώ το ελληνικό κράτος επισήμως παραμένει αμετακίνητο στην απαίτηση να «βρεθεί ένα κοινά συμφωνημένο όνομα που να ισχύει erga omnes», η ελληνική κοινωνία, με τη μεταφραστική της πολιτική, ντε φάκτο έχει παραιτηθεί από αυτή την απαίτηση και έχει ήδη δεχθεί διπλή ονομασία: μία προς ενδοελληνική χρήση και μία άλλη για τον υπόλοιπο κόσμο.

Νομίζω ότι αργά η γρήγορα θα ήταν καλό να προσαρμοστεί και η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας στις κατακτήσεις που, έστω αθέλητα και απρογραμμάτιστα, σημειώθηκαν στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας όλα αυτά τα χρόνια. Να καταγράψει δηλαδή το γεγονός ότι η διαμάχη για την ονομασία της Μακεδονίας είναι πλέον άνευ αντικειμένου, και να αντλήσει τα αναγκαία συμπεράσματα από την παραδοχή αυτή. Διότι ο στόχος να βρεθεί και να χρησιμοποιείται μία άλλη ονομασία, εάν μεν αφορά όλη την υφήλιο, είναι μη ρεαλιστικός και έχει εδώ και καιρό χαθεί· εάν πάλι αφορά την ελληνική κοινωνία, έχει ήδη εδώ και καιρό επιτευχθεί. Τόσο η μία, όσο και η άλλη γλωσσική πρακτική είναι απίθανο να αλλάξουν, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι αύριο οι αρχές της Ελλάδας και της Μακεδονίας συναντιούνται και συμφωνούν ως κοινά αποδεκτό και υποχρεωτικό έναντι όλων το όνομα ΑΒΓΔΕΖΗ. Το πιθανότερο είναι ότι οι Έλληνες εθνικιστές θα συνεχίσουν παρόλα αυτά να λένε «Σκόπια», ενώ όλη η υπόλοιπη υφήλιος «Μακεδονία».

 

Πρώτη δημοσίευση: Ενθέματα Αυγής, 26/11/17

Κλασσικό

2 σκέψεις σχετικά με το “Πώς λέγεται στα ελληνικά η Μακεδονία;

  1. Ο/Η ilia43 λέει:

    Χωρίς να έχω δει την ταινία, θα πρότεινα λίγη κατανόηση για τον υποτιτλιστή, γιατί η τέχνη του είναι δύσκολη και πρέπει να συμβιβάσει πολλά ζητούμενα, μεταξύ των οποίων η σαφήνεια και η ταχύτητα.
    Οι υπότιτλοι απευθύνονται στον μέσο Έλληνα θεατή, που όταν ακούει Μακεδονία αντιλαμβάνεται Βόρεια Ελλάδα. Εννοιολογικά είναι εύστοχη επιλογή, καθώς για πολλά χρόνια συνηθίσαμε να λέμε «Σκόπια» όταν μιλάμε για τη γείτονα (καλώς ή κακώς είναι μια άλλη συζήτηση).
    Βέβαια, ο υποτιτλιστής θα μπορούσε, αντί για Σκόπια, να πει «Βόρεια Μακεδονία», αλλά τότε διατρέχει τον κίνδυνο να καταλάβει ο θεατής ότι πρόκειται για περιοχή κοντά στα σύνορα. Αν μάλιστα υπάρχει και θέμα οικονομίας χώρου (εύλογο, μια και μιλάμε για υπότιτλους), τότε είναι ακόμα πιο αναμενόμενη η επιλογή του υποτιτλιστή.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.