του Γρηγόρη Ιωάννου
Θα ήταν καλύτερα να ήμουν εδώ για να μιλήσω για κάποιο άλλο θέμα αντί για το Κυπριακό. Όπως λέμε συχνά στη Κύπρο, «εμείς παλεύουμε για το δικαίωμα ζωής στη Κύπρο χωρίς κυπριακό πρόβλημα». Αλλά επειδή δεν το έχουμε κερδίσει ακόμα αυτό το δικαίωμα, οφείλουμε ως αριστεροί ακτιβιστές να ασχολούμαστε και να παρεμβαίνουμε στο κυπριακό για την προώθηση της υπόθεσης της ειρήνης.
Το Κυπριακό είναι ένα ζήτημα που πάει σχεδόν ένα αιώνα και έχει πολλές πτυχές και δεδομένα, κάποια από τα οποία είναι υπερβολικά γνωστά και κάποια υπερβολικά άγνωστα με αποτέλεσμα συχνά να δημιουργούνται στρεβλές εικόνες για το τι είναι το Κυπριακό και το πώς μπορεί να λυθεί. Το Κυπριακό δεν είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής –αυτή είναι μόνο μια από τις διαστάσεις του και όχι η κεντρική του. Το Κυπριακό είναι πρόβλημα διαμοιρασμού της εξουσίας μεταξύ των δυο κύριων κοινοτήτων που συγκρούστηκαν στα μέσα του 20ου αιώνα για την κατεύθυνση και το μέλλον της χώρας.
Η άνοδος του ε/κ εθνικισμού προκάλεσε την άνοδο του τ/κ εθνικισμού που απάντησε στο «Ένωσις και μόνον Ένωσις» της ε/κ ηγεσίας, την προσάρτηση δηλαδή της χώρας στο ελληνικό κράτος με το «Για Ταξίμ για Ολούμ» (διχοτόμηση ή θάνατος), την διαίρεση δηλαδή του νησιού μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας. Όταν οι ηγεσίες των κοινοτήτων δοκίμασαν να επιβάλουν με ένοπλα μέσα τους ανταγωνιστικούς τους στόχους προς το τέλος της αποικιακής περιόδου με την ΕΟΚΑ και την ΤΜΤ, ξεκίνησε τότε και η πορεία της καταστροφής. Οι δυο εθνικισμοί στη Κύπρο και η δράση τους αποτέλεσαν ταυτόχρονα το όχημα και για τις ελληνο-τουρκικές επεμβάσεις της περιόδου 1955-1974. Και φυσικά το εργαλείο υλοποίησης και ανοχής της τυφλής εθνοτικής βίας σε διάφορες στιγμές ιδιαίτερα το 1958, το 1963-67 και αυτό που αποκαλούμε στη Κύπρο το δίδυμο έγκλημα του 1974 με το ελληνικό πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή.
Η ομοσπονδία τώρα προκύπτει ως τρόπος αναίρεσης της ντε φάκτο διχοτόμησης όπως διαμορφώθηκε το 1974. Ο δικοινοτισμός ήταν ήδη απόλυτα ενσωματωμένος στο σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας του 1960 – θα αναφερθεί σε αυτό ο σύντροφος Ορχάν[1]. Αυτό που αλλάζει με την συμφωνία για την ομοσπονδία ως μοντέλο της λύσης του κυπριακού που συμφωνείται το 1977 και επαναβεβαιώνεται το 1979 είναι η προσθήκη της διζωνικότητας. Η σύνδεση δηλαδή της αυτό-διοίκησης της κάθε κοινότητας με συγκεκριμένη εδαφική περιοχή. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της ανασφάλειας που προκάλεσε κυρίως στην μικρότερη τ/κ κοινότητα η εικοσαετία της βίας και οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών. Η συζήτηση της εδαφικής διάστασης της αυτονομίας με κάποια μορφή (διευρυμένη τοπική αυτοδιοίκηση, καντόνια κλπ) προηγήθηκε του πολέμου του 1974 αλλά ήταν το 1977 που η ε/κ ηγεσία αποδέχτηκε επί της αρχής και τελεσίδικα την έννοια της διζωνικότητας ως εσωτερική πολιτική περιφέρεια.
Η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία (ΔΔΟ) είναι ο μόνος τρόπος να επιτευχθεί η επανένωση της χώρας. Η μόνη άλλη επιλογή είναι κάποια μορφή διχοτόμησης. Κάτι που αρχίζει ήδη να αρθρώνεται καθώς η παγίωση της διαίρεσης δημιουργεί τάσεις κανονικοποίησης του στάτους κβο όπως αυτό διαμορφώθηκε το 1974. Ως εκ τούτου εμείς θεωρούμε ότι η ΔΔΟ δεν πρέπει να τίθεται με όρους «οδυνηρού συμβιβασμού» όπως το θέτει η ε/κ ηγεσία, αλλά ως η καλύτερη επιλογή μέσα στις ιστορικά διαμορφωμένες συνθήκες. Επειδή για εμάς η διχοτόμηση δεν αποτελεί και δεν μπορεί να αποτελεί λύση, καθώς δεν υπηρετεί την υπόθεση της ειρήνης. Η ντε φάκτο κατάσταση, της πολεμικής εκεχειρίας, δεν είναι αποδεκτή καθότι βασίζεται σε μια ισορροπία του τρόμου. Θεωρούμε ότι μια συμφωνία θα απελευθερώσει κοινωνικές δυνάμεις, θα επιτρέψει συνθήκες ομαλότητας και σταδιακά μέσα από την διακοινοτική συνύπαρξη και συνεργασία να οικοδομηθεί η εμπιστοσύνη και η επανένωση του λαού.
Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2003 αποτελεί την πιο σημαντική εξέλιξη μετά το 1974. Επειδή επέτρεψε αφενός την μαζική κοινωνική επαφή ε/κ και τ/κ, υπονομεύοντας την άγνοια, τα εθνικιστικά στερεότυπα, την μονόπλευρη προπαγάνδα, τις τερατολογίες (πχ για τους έποικους) και επειδή επέτρεψε σε πολιτικό επίπεδο την διεύρυνση της συνεργασίας μεταξύ φορέων και ομάδων από τις δυο κοινότητες. Το κίνημα της επαναπροσέγγισης που ξεκίνησε από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 (με συναντήσεις στο εξωτερικό και διακεκομμένα στο μοναδικό μικτό χωριό Πύλα [μέσα στην ουδέτερη ζώνη] και στο Λήδρα Πάλας του ΟΗΕ) μπόρεσε να δυναμώσει περισσότερο μετά το άνοιγμα του 2003 και να υπάρξουν αυξημένες επαφές και μερικές συνεργασίες κόντρα πάντα στο ρεύμα της εμπεδωμένης διαίρεσης.
Το κίνημα της ειρήνης και της συνεργασίας μεταξύ των 2 κοινοτήτων δεν είναι πλειοψηφικό, είναι όμως διευρυμένο και πολύμορφο και εκφράζεται με διάφορους τρόπους και δράσεις. Από τη συνεργασία επαγγελματικών φορέων, οργανώσεων και συνδικάτων, τις επαφές μερικών κομμάτων και τις εκδηλώσεις οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, νεολαιών μέχρι και τη πληθώρα διακοινοτικών σχέσεων σε κοινωνικό επίπεδο, ιδιαίτερα στη Λευκωσία. Από τις πρωτοβουλίες για τα θέματα της ιστορίας, της γλώσσας και της εκπαίδευσης όπως πχ οι ανταλλαγές επισκέψεων εκπαιδευτικών και μαθητών μέχρι πιο άμεσα κοινές πολιτικές δράσεις όπως κινητοποιήσεις για την επανένωση, την ειρηνική συμβίωση και την αποστρατιωτικοποίηση. Πιο πρόσφατα καθιερώθηκε τα τελευταία χρόνια και η χρήση της νεκρής ζώνης ως το επίκεντρο των δικοινοτικών δράσεων, ενίοτε και εκτός της ομαλότητας μέσα από παραβιάσεις και καταλήψεις σημείων της πράσινης γραμμής στη Λευκωσία ως συμβολική αμφισβήτηση του στάτους κβο. Η κοινή πρωτομαγιά, και η 1η Σεπτεμβρίου, το κίνημα του Occupy the Buffer Zone το 2011 και η ετήσια αντι-μιλιταριστική δράση είναι τέτοια παραδείγματα.
Και δυο λόγια για τις συνομιλίες. Βρισκόμαστε σε μια στιγμή που υπάρχει η δυνατότητα λύσης. Σε κάποιο βαθμό είμαστε πιο μπροστά από το Σχέδιο Ανάν και λόγω βελτίωσης κάποιων προνοιών που προήλθαν από τα δεδομένα της επόμενης φάσης των διαπραγματεύσεων και επειδή τώρα δεν θα υπάρξει επιδιαιτησία από τον ΟΗΕ και άρα είτε θα υπάρξει συμφωνία είτε ναυάγιο με ό,τι συνεπάγεται. Δεν μπορούν να γίνουν προβλέψεις, παρά μόνο ανάλυση των διαφόρων παραγόντων που σπρώχνουν προς την μια και την άλλη κατεύθυνση. Αυτό που θέλουμε να σημειώσουμε είναι το ότι τα θέματα έχουν συζητηθεί εξαντλητικά και έχουν επιτευχθεί σημαντικές συγκλίσεις. Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι η πολιτική βούληση για τελικές αποφάσεις από όλες τις πλευρές.
Για το θέμα του στρατού και των εγγυήσεων. Δεν τίθεται θέμα παραμονής ούτε του Τουρκικού στρατού ούτε του δικαιώματος μονομερούς επέμβασης. Αυτό που συζητείται είναι το χρονικό διάστημα παραμονής του μικρού αγήματος της ΕΛΔΥΚ και της ΤΟΥΡΔΥΚ και ο τρόπος συμμετοχής της Τουρκίας και της Ελλάδας στο νέο σύστημα ασφάλειας που θα εγκαθιδρυθεί με νέες παραμέτρους, διαφορετικές από αυτές του 1960, όπως τη συμμετοχή του ΟΗΕ και της ΕΕ, ίσως και του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Ιδιαίτερη σημασία θεωρούμε ότι έχει η εκ περιτροπής προεδρία με τη διασταυρούμενη ψήφο καθότι αυτό παρέχει κίνητρα στους πολιτικούς της κάθε κοινότητας να μην καταφέρονται ενάντια στην άλλη. Αυτό γιατί στο ανώτατο ομοσπονδιακό επίπεδο η εκλογή του ε/κ συμπροέδρου θα εξαρτάται κατά 20% από τους ψήφους των τ/κ και αντίστοιχα του τ/κ συμπροέδρου (με μικρότερη θητεία) κατά 20% από τους ψήφους των ε/κ. Επίσης σημαντική θεωρούμε την σύγκλιση για την ισχύ των 4 ελευθεριών (διακίνησης, εγκατάστασης, ιδιοκτησίας και εργασίας/οικονομικής δραστηριότητας) από την πρώτη μέρα της λύσης σε όλη τη Κύπρο, χωρίς μεταβατικές περιόδους και ποσοστώσεις.
Ναι, προφανώς δεν θα φέρουν οι αστοί την ειρήνη. Την ειρήνη εμείς θα την κτίσουμε, μέσα από τους καθημερινούς αγώνες ενάντια στην μισαλλοδοξία και τον εθνικισμό. Αλλά και οι αστοί χρειάζεται να καταλήξουν σε ένα συμβιβασμό που θα επιτρέψει την δημιουργία του ομόσπονδου κράτους. Ο αγώνας για την επανένωση είναι βαθιά ανεξαρτησιακός αγώνας. Η Κύπρος δεν θα γίνει προτεκτοράτο με την επανένωση. Τώρα στις συνθήκες διχοτόμησης είναι που αποτελεί στην ουσία προτεκτοράτο της Ελλάδας και της Τουρκίας με διαφορετικούς τρόπους. Τώρα είναι που στον ανταγωνισμό τους οι δυο κοινότητες καταφεύγουν στις «μητέρες πατρίδες» στην Βρετανία, στις ΗΠΑ και άλλες ξένες δυνάμεις έτσι ώστε να αντλήσουν πλεονέκτημα η μια κοινότητα έναντι της άλλης.
Ο Γρηγόρης Ιωάννου είναι μέλος της «Αριστερής Κίνησης Θέλουμεν Ομοσπονδία». Το παραπάνω κείμενο συνοψίζει τα βασικά σημεία της παρέμβασής του σε συζήτηση του 20ού Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ Αθήνας (2/7/2017), με αρχικό τίτλο Θέλουμε Ομοσπονδία: η πολιτική της επανένωσης της Κύπρου.
[1] Ο Ορχάν Ερονέν, μέλος της κίνησης Dayanışma [Αλληλεγγύη] από τη Λευκωσία/ Lefkoşa, ο οποίος επίσης μίλησε στην εκδήλωση.
Pempoun mas spoudazoun mas jai en touta pou ekatalavame……? lypoumai ti genia twn goniwn mas pou eperasan eisvoli kai ti via tou polemou, en exoume ypothesi i nea genia, en giafto pou en tha evroun dikaiwsi prin to perasma tous
Το Κυπριακό είναι πρόβλημα διπλής αποικιοκρατίας, της οθωμανικής και της βρετανικής. Όποιος υιοθετεί μια μεταμοντέρνα και αναχρονιστική αντίληψη πως ένας λαός που μάχεται για την ελευθερία του είναι «εθνικιστής» (με την αρνητική χροιά που έχει αυτός ο ιστορικός όρος τού 19ου αιώνα σήμερα) και πως η τουρκική εισβολή τού 1974 είναι αποτέλεσμα του ξεσηκωμού των Ελλήνων της Κύπρου (του 80% του πληθυσμού του νησιού, προ εισβολής), δηλαδή ενοχοποιώντας τον επαναστάτη («εκάμαμεν τζι εμείς πολλά»), τότε απλώς παίζει τον ρόλο του «χρήσιμου ηλίθιου» της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού. Τα περί «αριστεράς» τα ακούω βερεσέ. Τι αριστερά είναι αυτή που ταυτίζεται με τη δύναμη των όπλων, και πιστεύει πως η αγάπη ενός λαού για την ελευθερία του και το δικαίωμα ενός λαού να ζει ελεύθερος στη γη του πρέπει να φιλτράρεται μέσα από τα «θέλω» των δύο από τις πλέον αιμοσταγείς αυτοκρατορίες που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα;
H oθωμανική αυτοκρατορία, όπως λέει και η λέξη, ήταν αυτοκρατορία. Δεν ήταν αποικιοκρατία, όπως δεν ήταν αποικιοκρατία ούτε η ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία την οποία διαδέχθηκε.
Το Κυπριακό είναι πρόβλημα εμπλοκής μίας αποικιοκρατικής δύναμης, της βρετανικής, και δύο αντίπαλων εθνικισμών, του ελληνικού και του τουρκικού.
Η τουρκική εισβολή τού 1974 είναι αποτέλεσμα της ιμπεριαλιστικής επέμβασης και εισβολής της Ελλάδας, η οποία ανέτρεψε τη νόμιμη κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως είχε πει και ο Μακάριος στα Ηνωμένα Έθνη.
Ποιος είναι αυτός ο «επαναστάτης»; Καμία επανάσταση δεν υπήρξε στην Κύπρο. Υπήρξε ένοπλος αγώνας μίας εσωστρεφούς κλειστής ομάδας υπό την ηγεσία ενός ακροδεξιού πρώην συνεργάτη των Ναζί, η οποία δολοφόνησε ουκ ολίγους Ελληνοκύπριους επαναστάτες, μέλη του ΑΚΕΛ. Για τις δολοφονίες αυτές δεν έχει ζητήσει κανείς συγνώμη μέχρι σήμερα.
Ο εθνικισμός είναι μία απόλυτα δόκιμη και σύγχρονη έννοια της πολιτικής επιστήμης. Εκτός από την «αρνητική χροιά», έχει ένα καθαρά επιστημονικό (μη αξιολογικό) νόημα, αυτό με το οποίο χρησιμοποιούν την έννοια αυτή μεταξύ άλλων ο Έρικ Χόμπσμπωμ, ο Πέρρυ Άντερσον, ο Ετιέν Μπαλιμπάρ, ο Ιμμάνουελ Ουώλλερστιν, ο Έρνστ Γκέλλνερ και άλλοι πολλοί αναλυτές, κανείς εκ των οποίων δεν είναι «μεταμοντέρνος», ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. (Αλλά και να ήταν, αυτό δεν θα ήταν από μόνο του πρόβλημα).
Με το νόημα αυτό, δηλώνουμε την επιθυμία και την τάση να σχηματίζονται κράτη «καθαρά» και μονοεθνικά.
Στην Κύπρο όμως αυτό δεν είναι δυνατό, επειδή υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι εγκαλούνται από (τουλάχιστον) δύο εθνικές ιδεολογίες.
Η προοπτική να υπάρξει στην Κύπρο ένα «καθαρό» εθνικό κράτος έχει ματαιωθεί εδώ και δεκαετίες. Κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό (παρά μόνο μετά από πόλεμο και εθνοκάθαρση), ούτε επιθυμητό.
Αν πάλι εσείς νομίζετε ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατό και επιθυμητό, δεν έχετε παρά να συγκροτήσετε ένα στράτευμα και να αρχίσετε να σφάζετε μέχρι να επιτύχετε την απαραίτητη εθνική καθαρότητα.
Αν όχι. οι εναλλακτικές είναι δύο: είτε να γίνει ντε γιούρε η διχοτόμηση που ήδη υπάρχει ντε φάκτο, είτε ομοσπονδία.
Η αριστερά την οποία εκφράζει η «Αριστερή Κίνηση Θέλουμεν Ομοσπονδία», επιλέγει το δεύτερο, επειδή ακριβώς εμπνέεται από την αγάπη των κυπριακών λαών για την ελευθερία τους και από το δικαίωμά τους να ζουν ελεύθεροι, τόσο αυτοί όσο και οι μετανάστες. Και έχει αγωνιστεί έμπρακτα γι’ αυτό.
Εσείς δεν κατάλαβα τι ακριβώς επιλέγετε.
Συμφωνώ και επαυξάνω ως προς τη φύση του Ενωτικού Αγώνα και της ιστορικής κληρονομιάς του, αλλά είναι προφανές ότι η ρητορική και λογική που υιοθετεί ο αυτο-προσδιοριζόμενος ως «αριστερός ακτιβιστής» συγγραφέας της πιο πάνω ανάρτησης, και το αμερικανίζον Occupy Ledras (or whatever, talking about globalization!), δεν ξεφεύγει από αυτή την παράδοση, μιας και επιμένουν να μιλούν για εθνότητες και κοινότητες, αποκλείοντας τη δυνατότητα της συνειδητοποίησης των περιπλοκών της λύσης που προτείνουν στην ολότητά της.
Συγχρόνως, η λογική της αποδοχής και περιγραφής του πολιτικού μας προβλήματος ως περίπτωση «παράνομης εισβολής και κατοχής», και το αντικείμενο επίθεσης της ανάρτησης, προσφέρει άμεσες αναφορές – και κατά αυτό τρόπο, επιχειρήματα – στο rule of law (αδυνατώ να μεταφράσω ευθέως) και στο λεκτικό σύστημα (discourse) περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και τη δυνατότητα της χρησιμοποίησης τους σε ένα διάλογο που επιτελείται σε ένα επίπεδο πέρα και πάνω από οποιαδήποτε δεδομένη μορφολογία σχέσεων μεταξύ και εντός κρατών ανά συγκεκριμένες χρονικές περιόδους. Κατανοώ ότι οι αναγνώστες του Ντεριντά θα ένιωθαν την ανάγκη να αντιδράσουν διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, αλλά σαν ένας από αυτούς προτείνω να εξασκούμαστε στην αποδόμηση αντικειμένων (θεωρητικών και μη) που έχουν ήδη κατασκευαστεί και εδραιοποιηθεί. Στην υπό συζήτηση περίπτωση, υπάρχει ακόμα χώρος για να σχολιάσει κανείς την αναγκαιότητα της ιστορικής γνώσης, η οποία εκδηλώνεται στην επιμονή ότι η σημερινή λύση μπορεί και πρέπει να έχει ως σημείο εκκίνησης και αναφοράς το δοτό σύνταγμα του 1960. Πότε επιτέλους θα παραδεχθούμε ότι η εικόνα της ειρηνικής συμβίωσης μεταξύ των δύο κοινοτήτων είναι ένας προσεκτικά καλλιεργημένος μύθος της πρόσφατης μοντερνικότητας, και τίποτα περισσότερο από τον διαλεκτικά τέλειο αντιμύθο και συμπλήρωμά της περί εθνικής καθαρότητας. Εν κατακλείδι, πιστεύω ότι πρέπει επιτέλους να διευρύνουμε τους ορίζοντές μας και να κατανοήσουμε τη θέση μας μέσα σε ένα απόλυτα διασυνδεδέμενο κόσμο, υπό την έννοια του ότι οι νεοφιλελεύθερες οικονομικές αξίες είναι αυτές που θα κληθούν να ορίσουν το οποιοδήποτε σχέδιο.
Πού να ξέρουμε εμείς πότε θα παραδεχτείτε το Α ή το Β;
Αν δεν ξέρετε εσείς, δεν είναι πιθανό να ξέρει κανείς άλλος.
Κατά τα λοιπά, δεν έχουμε καμία αντίρρηση να διευρύνετε επιτέλους τους ορίζοντές σας.
Αδυνατώ να συλλάβω το νόημα της ειρωνίας, και πέρα από τους φαινομενολογικούς μας ορίζοντες και αυτοί της φαντασίας φαίνονται να χρειάζονται διεύρυνση αν πραγματικά δύο μόνο λύσεις, απόψεις και όψεις ενός θέματος μπορούμε να διαμορφώσουμε και να αποδεκτούμε.
Eφόσον αδυνατείτε να συλλάβετε το νόημα της ειρωνίας, να σας βοηθήσω.
Καταρχάς, έχω μία αλλεργία γενικώς σε αφ’ υψηλού ηθικολογικές διατυπώσεις του τύπου «πότε θα παραδεχθούμε επιτέλους’, «είναι καιρός να διευρύνουμε τους ορίζοντές μας» (οι οποίες είναι και υποκριτικές, διότι αυτός/-ή που τις απευθύνει χρησιμοποιεί πρώτο πληθυντικό αλλά στην ουσία βγάζει τον εαυτό του/ της απέξω: στην ουσία προφανώς εννοεί «εγώ έχω ήδη διευρύνει τους ορίζοντές μου, καιρός να τους διευρύνετε κι εσείς»). Οι διατυπώσεις λοιπόν αυτές είναι ανισωτικές: εμφανίζουν την ανταλλαγή ως επαφή κάποιου που ξέρει με κάποιους που δεν ξέρουν. Αυτό όμως δεν είναι διάλογος, γιατί διάλογος γίνεται μόνο μεταξύ ίσων.
Κατά δεύτερον, για λόγους που έχουν να κάνουν και με την συγκεκριμένη απόφανση την οποία καλούμαστε να «παραδεχθούμε επιτέλους». Δηλαδή την απόφανση ότι «η εικόνα της ειρηνικής συμβίωσης μεταξύ των δύο κοινοτήτων είναι ένας προσεκτικά καλλιεργημένος μύθος της πρόσφατης μοντερνικότητας».
Τα δασκαλίστικα αυτά πυρά είναι άσφαιρα, καθόσον κανείς στη μέχρι τώρα συζήτηση δεν αναφέρθηκε σε κάποιο ιδανικό παρελθόν ειρηνικής συμβίωσης μεταξύ των δύο κοινοτήτων.
Ευχαριστώ για το μήνυμά σας γιατί επεξηγεί την ανάγκη σας να καταφεύγετε σε ειρωνικούς (άσχημα χρησιμοποιημένους) μηχανισμούς με αυτά που δεν γράψατε παρά με αυτά που αραδιάσατε. Θα το εκτιμούσα αν δεν καταφεύγατε επίσης σε υποθέσεις για το ποιόν και τις σκέψεις ατόμων που δεν γνωρίζετε, όχι τόσο γιατί προσβάλατε κανένα αλλά γιατί προβάλετε τα δικά σας συμπλέγματα κατωτερότητας τα οποία δεν προσφέρουν τίποτα στη συγκεκριμένη συζήτηση. Λυπάμαι αν αισθανθήκατε άνισος. Το «επιτέλους» εκφράστηκε από ένα άνθρωπο που έχει βαρεθεί να βλέπει ότι ούτε η ιστορική γνώση, ούτε η βιωμένη βία της εισβολής, ούτε το άνοιγμά μας σε χώρες πέρα των συνόρων μας (με τη προσωρινή μετανάστευση τεράστιου αριθμού φοιτητών) ήταν αρκετή για να αλλάξει την μετα-αποικιακή ταυτότητα που άλλοι καλλιέργησαν για τους Κύπριους. Θα σας βοηθήσω και με τα σχόλια που βρήκατε άπυρα – ορίστε τι γράφει ο ακτιβιστής: ¨Ο δικοινοτισμός ήταν ήδη απόλυτα ενσωματωμένος στο σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας του 1960 – θα αναφερθεί σε αυτό ο σύντροφος Ορχάν[1]. Αυτό που αλλάζει με την συμφωνία για την ομοσπονδία ως μοντέλο της λύσης του κυπριακού που συμφωνείται το 1977 και επαναβεβαιώνεται το 1979 είναι η προσθήκη της διζωνικότητας.» Βλέπετε τώρα την λογική του επιχειρήματος; Κατανοήτε ότι αναφέρεται σε μία κανονιστική λογική που ψάχνει για συνέχειες με το παρελθόν, κληρονομημένη από την προ-κράτους εποχή; Και αν όντως δεν, τότε το αντίθετο επιχείρημα του ότι ποτέ δεν υπήρξε ιδανική συμβίωση είναι αρκετό για να αποδείξει το «μανιφέστο» υπό συζήτηση λανθασμένο στην ολότητά του, και ως ένα ασυνεπές παράδειγμα ευχόντως συλλογισμού.
Κρίνοντας από το κοινό ενδιαφέρον για το συγκεγκριμένο «μανιφέστο» και τον τρόπο που εξελίσσεται η συζήτηση, δεν επιθυμώ να συνεχίσω τον διάλογο γιατί είναι προφανές ότι κανείς δεν έχει τη διάθεση να αμφισβητήσει τις θέσεις που ήδη υιοθέτησε. Όσο για τον τίτλο του μανιφέστου, ο οποίος προκάλεσε την αντίδρασή μου, είναι ένα θλιβερό παράδειγμα του που έχουμε καταντήσει (sorry to any precious snowflakes)
Σε αυτό το εκτενές κείμενο, βρίσκουμε ακόμα μια φορά άφθονους ψυχολογικούς χαρακτηρισμούς, υποθέσεις και δίκες προθέσεων, αλλά μόνο μία ευθεία αναφορά στο κείμενο. Και αυτή η αναφορά είναι ξεκάθαρα λάθος.
Παρατίθεται η φράση κατά την οποία «Ο δικοινοτισμός ήταν ήδη απόλυτα ενσωματωμένος στο σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας του 1960» ως παράδειγμα … εξιδανίκευσης κάποιου συμβιοτικού παρελθόντος.
Μα η φράση αυτή, κυρία μου, μιλάει για το σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας του 1960. Ξέρετε τι είναι ένα σύνταγμα; Το σύνταγμα είναι ένα νομικό κείμενο, ο καταστατικός χάρτης ενός κράτους. Το σύνταγμα είναι πράγματι ένα κανονιστικό κείμενο, και όποιος αναφέρεται σε αυτό δεν είναι δυνατόν να αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο πραγματικά ζουν οι άνθρωποι.
Το σύνταγμα λοιπόν του 1960 πράγματι βασίζεται στον δικοινοτισμό και τον θεσμοποιεί.
Το κυριότερο όμως είναι ότι το συγκεκριμένο σύνταγμα δεν είναι «παρελθόν». Τυπικά ισχύει ακόμη. Είναι αυτό το οποίο [υποτίθεται ότι] ρυθμίζει ακόμα και σήμερα τη λειτουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δεν έχει αντικατασταθεί από άλλο.
Ελπίζω λοιπόν να κατανοείτε ότι η δική σας λογική είναι αυτή που είναι συνολικά λάθος.
Και κάτι ακόμη. Το κείμενο αυτό του Γρηγόρη Ιωάννου δεν είναι … μανιφέστο (!). Όπως αναφέρεται ήδη στην αρχική ανάρτηση, είναι απλώς μία προφορική παρουσίαση του συγγραφέα σε μία δημόσια συζήτηση στο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ της Αθήνας. Ως τέτοιο, μεταξύ άλλων δεν απευθύνεται σε Κυπρίους, αλλά σε Έλληνες ή/ και σε μετανάστες (στην Ελλάδα), οι οποίοι δεν είναι αυτονόητο ότι είναι εξοικειωμένοι με όλες τις λεπτομέρειες και τις πτυχές του ζητήματος.
Εάν δεν επιθυμείτε να συνεχίσετε τον διάλογο, κανείς δεν σας υποχρεώνει. Εάν όμως αποφασίστε να συνεχίσετε, προειδοποιώ του λοιπού ότι ψυχολογισμοί και bullying του τύπου «προβάλετε τα δικά σας συμπλέγματα κατωτερότητας» δεν πρόκειται να γίνουν άλλη φορά ανεκτοί και αποτελούν λόγο μη έγκρισης τυχόν σχολίου που τους περιέχει.
Kai vreite mou ena paradeigma opou o dikointotismos doulepse logw tis thesmopoiisis tou mesw tou syntagmatos, giati exw 10 proxeira kai etoima me tin eisvoli ws to xeirotero opou aftos o mythos apodiktike oxi mono avasimos alla kai katastrofikos. Anoitoi.