Ελληνικός εμφύλιος πόλεμος,Ιστορία,Πολιτική

Η παρεξηγημένη συμβολή της πηγάδας του Μελιγαλά στον εκσυγχρονισμό της χώρας

του Άκη Γαβριηλίδη

Η δράση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού περιγράφεται συχνά ως μια απόπειρα των σκληροπυρηνικών στοιχείων της αριστεράς να κατακτήσουν την εξουσία και να εκδιώξουν τη μοναρχία, με σκοπό την υιοθέτηση ενός σύγχρονου λαϊκοδημοκρατικού μοντέλου. Συχνά χρησιμοποιείται συναφώς ο κωδικός όρος «κόκκινη βία».

Υπήρχε όμως εναλλακτική διαδρομή; και ποια θα ήταν αυτή; Μια πειστική αντίληψη διαβλέπει στην αδυναμία των πολιτικών ελίτ και των Άγγλων να λειτουργήσουν δημοκρατικά και συναινετικά στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’40 το βασικό αίτιο της ένοπλης σύγκρουσης. Στη λογική αυτή, ο ομαλός εκδημοκρατισμός ήταν ανέφικτος την εποχή εκείνη για μια σειρά λόγων και, επομένως, η ένοπλη δράση ήταν αναπόφευκτη, αλλά επίσης συνιστούσε εκ των πραγμάτων τον πιο πιθανό δρόμο προς τη δημοκρατία.

Ένα από τα πιο απλά ζητήματα που σχετίζονται με την ερμηνεία και την αποτίμηση της δράσης του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ είναι το θέμα της λαϊκής αποδοχής της. Υπάρχουν ασφαλείς δείκτες για να μετρηθεί, και όλοι οι αντικειμενικοί ή υποκειμενικοί παρατηρητές της εποχής κάνουν λόγο για μια βαθιά και ευρεία αποδοχή. Πράγματι, η περίοδος της αντίστασης και του ένοπλου αγώνα, παρά την πείνα, τους θανάτους και τις καταστροφές, ταυτίστηκε με μια εποχή μεγάλης έξαρσης, πίστης και αισιοδοξίας. Η χώρα εκδημοκρατίστηκε, μεγάλες μάζες πληθυσμού μπήκαν στην πολιτική, αυτενέργησαν, δημιούργησαν εναλλακτικά δίκτυα επικοινωνίας και οικονομικής δραστηριότητας και γλίτωσαν από την πείνα και τις εκτελέσεις.

Παρά τις ενίοτε αυταρχικές πρακτικές του ΚΚΕ, όλες οι τέχνες άνθησαν και η νεολαία, ιδίως οι γυναίκες, προσέγγισαν μαζικά νεωτερικούς τρόπους ζωής και διαχείρισης των προσωπικών σχέσεων, σε πλήρη ρήξη με τον παραδοσιακό κοινωνικό και ηθικό συντηρητισμό.

Η κοινωνία του 1944 καμία απολύτως σχέση δεν είχε με αυτή του 1936.

Είμαι σίγουρος ότι ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας θα συμφωνούσε πλήρως με όλα αυτά και θα τα προσυπέγραφε.

Εάν όχι, ίσως θα πρέπει να αναρωτηθεί τι δεν έκανε σωστά ώστε από τα γραφόμενά του να είναι κάλλιστα θεμιτό να συναχθούν όλα τα ανωτέρω συμπεράσματα.

Αν δυσκολεύεται να το βρει, θα μπορούσα να τον βοηθήσω λίγο εγώ.

Είναι μη παραδεκτό, τόσο λογικά όσο και ηθικά, να πιστώνουμε στην «κληρονομιά» μιας περιόδου, και, ακόμη περισσότερο, του πολιτικού υποκειμένου που κατείχε την εξουσία την περίοδο εκείνη, φαινόμενα και συμβεβηκότα τα οποία προέκυψαν ανεξάρτητα από τη δράση και τις επιδιώξεις του υποκειμένου αυτού, αν όχι και σε πείσμα αυτής της δράσης –όπως ο ίδιος ανερυθρίαστα ομολογεί στο κείμενό του:

η δικτατορία ταυτίστηκε με μια εποχή μεγάλης οικονομικής ανόδου και αισιοδοξίας, με την κορύφωση ουσιαστικά του μεταπολεμικού ελληνικού οικονομικού θαύματος. Η χώρα αστικοποιήθηκε, η οικοδομική δραστηριότητα γνώρισε δόξες, το οδικό δίκτυο επεκτάθηκε, ο εξηλεκτρισμός της χώρας ολοκληρώθηκε και πραγματοποιήθηκαν μεγάλης κλίμακας ξένες επενδύσεις. Παρά τις αυταρχικές πρακτικές του καθεστώτος, πολλές τέχνες άνθησαν και η νεολαία προσέγγισε μαζικά τα δυτικά πρότυπα διασκέδασης, κατανάλωσης και ζωής (οι υπογραμμίσεις δικές μου).

Οι διατυπώσεις αυτές δεν ανήκουν σε έναν επιστημονικό, αλλά μάλλον σε έναν δικανικό τύπο λόγου. Για να μην πω ότι ανήκουν στο λογοτεχνικό είδος της προπαγάνδας –ή της διαφήμισης. Διότι εδώ ο συγγραφέας συσσωρεύει φύρδην μίγδην διάφορα γεγονότα, ασύνδετα μεταξύ τους αλλά όλα προφανώς θετικά και αξιέπαινα κατ’ αυτόν, χωρίς όμως και να αναλαμβάνει ρητά την ευθύνη να αποδώσει αιτιωδώς έστω και ένα από αυτά στην αυτενέργεια [agency] των συνταγματαρχών. Όλα τα ρήματα των προτάσεων αυτών είναι στη μέση φωνή, άρα χωρίς υποκείμενο· ακόμα και ο κοινός τόπος όλων των επίδοξων συνηγόρων της δικτατορίας, το «ναι, αλλά έφτιαξε δρόμους», εδώ διατυπώνεται ως το οδικό δίκτυο επεκτάθηκε –χωρίς να προσδιορίζεται ποίος, πώς και γιατί το επεξέτεινε. Έτσι, ο κάθε αναγνώστης μπορεί να κρατήσει ό,τι τον βολεύει, ο δε καθηγητής του Γέιλ έχει τα νώτα του καλυμμένα.

Στην δε τελευταία πρόταση, πάντως, ίσως συνειδητοποιεί ότι σε μερικά κραυγαλέα ζητήματα δεν μπορεί να κρύβεται, και ομολογεί ότι η θετική αυτή επενέργεια συνέβη ενάντια στις προθέσεις της χούντας και όχι εξαιτίας τους.

Η παραδοχή αυτή, όμως, διαρρηγνύει το πλαίσιο του όλου ισχυρισμού. Το οποίο έτσι χάνει πλέον κάθε νοηματική αυστηρότητα και γίνεται μπάτε σκύλοι αλέστε. Με αυτή τη μέθοδο, μπορούμε βέβαια να συμπεράνουμε ότι η δικτατορία «είχε και θετικά στοιχεία». Το πρόβλημα όμως είναι ότι, κατ’ ανάλογο τρόπο, το ίδιο ακριβώς μπορούμε να αποδείξουμε για οποιαδήποτε άλλη περίοδο της ιστορίας της Ελλάδας (ή οποιασδήποτε άλλης χώρας). Διότι δεν υπάρχει περίοδος στην ανθρώπινη ιστορία στην οποία να μην έτυχε να συμβούν και κάποια θετικά –με οποιονδήποτε ορισμό του όρου- γεγονότα. Δεν υπάρχει λοιπόν καμία λογική αναγκαιότητα που να μας οδηγεί να επιλέξουμε ειδικά τη δικτατορία των ετών 1967-74 ως πεδίο εφαρμογής αυτής της άσκησης, και όχι οποιονδήποτε άλλο τόπο ή χρόνο.

Αν υπάρχει μία αναγκαιότητα στην επιλογή αυτή, είναι επιθυμητικής και όχι επιστημονικής τάξεως.

R-6466052-1419927651-8294

Κλασσικό

3 σκέψεις σχετικά με το “Η παρεξηγημένη συμβολή της πηγάδας του Μελιγαλά στον εκσυγχρονισμό της χώρας

  1. Ο/Η aftercrisis λέει:

    Υπάρχει ένα μάλλον απίθανο ενδεχόμενο, που άν κατά λάθος συνέβαινε, θα μπορούσε εκ των υστέρων να πιστωθεί ως θετική συμβολή του κ. Καλύβα :
    To 1989, σαράντα χρόνια μετά το τέλος του Χίτλερ και του Ναζισμού, ξέσπασε στη Γερμανία η περίφημη «Διαμάχη των Ιστορικών» (Historikerstreit), με αντικείμενο την διερεύνηση των αιτίων και της φύσης του Ναζισμού. Την διαμάχη την πυροδότησαν οι λεγόμενοι αναθεωρητές της επικρατούσας ερμηνείας του (ένα είδος ιστορικής αναθεώρησης επιχειρεί και ο κ. Καλύβας, τηρουμένων των αναλογιών, σαράντα χρόνια μετά το τέλος της χούντας).
    Η διαμάχη εκείνη έκανε πολύ καλό στη γερμανική κοινωνία, αλλά και στην τεκμηριωμένη πρόσβαση στην ιστορική αλήθεια, κυρίως επειδή οι αντίπαλοι των «αναθεωρητών» την χειρίστηκαν με επιστημονική ακρίβεια και με πολιτική-ηθική ευθυβολία, χωρίς αυτολογοκρισίες.
    Να ελπίσουμε ότι η αναθεωρητική παρέμβαση του κ. Καλύβα θα πυροδοτήσει μια ελληνική δημόσια διαμάχη των ιστορικών; Μάλλον μάταιη η ελπίδα· όμως άν κατά λάθος συνέβαινε, θα ήταν κάτι ακόμη καλύτερο και από μια έντονη ακαδημαϊκή αντιπαράθεση περί ελληνικής ιστορίας στο Γέηλ και στο Πρίνστον. Και σίγουρα, θα ήταν κάτι πολύ καλύτερο από τους συνήθεις παράλληλους μονολόγους ειδημόνων για χάρη της ικανοποίησης ιδεολογικά περιχαρακωμένων ομάδων κοινού ή από το βρισίδι στο ελληνικό διαδίκτυο για χάρη της αυτο-ικανοποίησης και των χαμηλών ενστίκτων του εγχώριου πολιτικού πρωτογονισμού.

  2. Ο/Η kierkegaard λέει:

    Φοβαμαι οτι αυτο που επιχειρειται συστηματικα τον τελευταιο καιρο, απο τα δεξια ΜΜΕ, ειναι αθωωση η καλυτερα η ταση να ριξουνε στα ¨μαλακα¨ τα αισχη της Κατοχης, οπως επισης και τη περιοδο της χουντας. Αυτα, διοτι εχει ακομη στους κολπους της, στοιχεια αμετανοητα αλλα και προεξεχοντα. Δεν μπορουν να κανουν εκλογες με ακροδεξιο προφιλ. Θα πρεπει να πεισουν τον ελληνα, οτι….ενταξει, μωρε, περασμενα ξεχασμενα….Οχι, δεν θα αθωωθουν, τουλαχιστον στη συνειδηση οσων εχουν υποστει τις πραξεις των.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.