του Άκη Γαβριηλίδη
Η πρόσφατη άσκηση δίωξης εναντίον της πεζογράφου και αρθρογράφου Σώτης Τριανταφύλλου με βάση τον αντιρατσιστικό νόμο, προκάλεσε αντιρρήσεις ή επιφυλάξεις από πολλές πλευρές.
Πέρα από διαφορές ύφους και έντασης, το κύριο αντεπιχείρημα ήταν ότι δεν πρέπει να διώκονται οι λόγοι, αλλά μόνο οι πράξεις, διότι κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει σε καταχρήσεις, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν, και ότι οι τυχόν διαφορές απόψεων πρέπει να επιλύονται με δημόσιο διάλογο και επιχειρήματα, όχι στα δικαστήρια.
Η επιχειρηματολογία αυτή είναι αναμφίβολα σοβαρή και βάσιμη. Ωστόσο, στο παρόν σημείωμα θα ήθελα να εξετάσω μήπως οι φόβοι που γεννιούνται από ιστορικά προηγούμενα καμιά φορά μας τυφλώνουν μπροστά σε τωρινές απειλές. Στο κάτω κάτω, ζούμε σε μια περίοδο κατά την οποία πολλοί –μεταξύ αυτών και κάποιοι από τους πιο ένθερμους πολέμιους της δίωξης- μας διαβεβαιώνουν ότι έχει έρθει «το τέλος της μεταπολίτευσης» και ότι καιρός είναι να αφήσουμε πίσω μας το «αφήγημα» (ή τις «ιδεοληψίες») που φέρεται να είχε επιβάλει μέχρι τώρα στην κοινωνία η «ηγεμονία της αριστεράς». Ο φόβος όμως μήπως κάποια παντοδύναμη εξουσία εργαλειοποιήσει το δικαστικό μηχανισμό με σκοπό να φιμώσει ιδέες που κρίνει ως αποδοκιμαστέες και επικίνδυνες, είναι κατεξοχήν γέννημα και συστατικό μέρος του «αριστερού αφηγήματος» της περιόδου 44-74 (για τον προφανή λόγο ότι αυτό πράγματι συνέβαινε συστηματικά την περίοδο εκείνη).
Σήμερα όμως δεν συμβαίνει.
Καθώς η πίεση από τη σχετική απειλή έχει χαλαρώσει, νομίζω ότι υπάρχει περιθώριο να αναρωτηθούμε μήπως το σκεπτικό με το οποίο απορρίπτεται η δίωξη βασίζεται σε έναν απλουστευτικό θετικιστικό δυισμό μεταξύ «λόγων» και «έργων».
Κατά τον δυισμό αυτό, η παραπομπή σε δίκη εγγράφεται στον αστερισμό της «καταστολής», καθόσον δυνάμει οδηγεί στην επιβολή ποινικής ή/ και χρηματικής κύρωσης, άρα μετασχηματίζει άμεσα τον υλικό κόσμο, τη ζωή και τα σώματα των ανθρώπων· ένα άρθρο σε περιοδικό, αντιθέτως, δεν κάνει τίποτε απ’ όλα αυτά καθόσον «είναι απλώς λόγια», ανήκει τρόπον τινά στο «εποικοδόμημα».
Η θεώρηση όμως αυτή είναι ημιτελής και μερική, εφόσον λαμβάνει υπόψη αποκλειστικά την περιγραφική/ αναπαραστατική διάσταση της γλώσσας και όχι την επιτελεστική. Και αυτό ισχύει και για τα δύο σκέλη του σκεπτικού: ως προς το πρώτο, παραγνωρίζεται ότι το ίδιο το δικαιικό φαινόμενο δεν βρίσκεται κάπου έξω από τη γλώσσα, αλλά αντιθέτως εξελίσσεται και αυτό εξ ολοκλήρου εντός της· στις σχετικές αναλύσεις γλωσσολόγων και σημειολόγων, ένα τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα για το «πώς να κάνουμε πράγματα με λόγια»[1] αποτελούν οι δικαστικές αποφάσεις. Και, αντίστροφα, στις σχετικές αναλύσεις φιλοσόφων για την επιτελεστικότητα, ένα τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα για τα υλικά αποτελέσματα που παράγουν οι λόγοι πάνω στα σώματα αποτελεί η ρητορική μίσους (excitable speech)[2].
Εάν θεωρήσουμε το λόγο της Σώτης και τον λόγο της έγκλησης εναντίον της όχι ως εγγεγραμμένους σε δύο τελείως διακριτά και άσχετα επίπεδα, εκ των οποίων το ένα είναι ανώτερο και αποτελεί την «μεταγλώσσα» του άλλου, αλλά ως μετέχοντες στην ίδια ομοιότροπη επιτελεστικότητα, ως δύο διαφορικές μεθόδους να επάγουμε υλικές συνέπειες, να μετασχηματίζουμε τον κόσμο, τότε ίσως αρχίζαμε να διαβλέπουμε ότι η διάκριση στην οποία βασίζονται οι ενστάσεις κατά της δίωξης δεν είναι στεγανή αλλά μπάζει. Η έκκληση να λύνονται οι διαφορές «με δημόσιο διάλογο και όχι στα δικαστήρια» αρχίζει να χάνει το νόημά της εάν αναλογιστούμε ότι και τα δικαστήρια, από μια άποψη, δεν είναι και αυτά τίποτε άλλο από μια ειδική μορφή δημόσιου διαλόγου. Όποιος έχει παρακολουθήσει κάποια ποινική δίκη, έστω και από τον κινηματογράφο, δεν μπορεί να μην έχει προσέξει ότι αυτή συνίσταται εξ ολοκλήρου σε μια ρυθμισμένη διαδοχή δημόσιων αγορεύσεων, προφορικών καταθέσεων και συγγραφής ή/ και μεγαλόφωνης ανάγνωσης εγγράφων, διά των οποίων ακριβώς ανταλλάσσονται, προβάλλονται ή καταρρίπτονται επιχειρήματα.
Δεν είναι όμως μόνο οι αγορεύσεις εντός, αλλά και πέριξ της δίκης. Οι ποινικές δίκες, ιδίως αυτές που αφορούν προβεβλημένα πρόσωπα, καθώς προκαλούν εντύπωση, πυροδοτούν μία σειρά από δημόσιες αγορεύσεις και τοποθετήσεις πριν ακόμα αρχίσει η επ’ ακροατηρίω διαδικασία.
Όπως άλλωστε συμβαίνει εν προκειμένω.
Πράγμα που δείχνει ότι μερικές τουλάχιστον διώξεις δεν οδηγούν σε περιορισμό, αλλά αντιθέτως σε πολλαπλασιασμό και ευδοκίμηση των λόγων.
Σε μία από αυτές τις σχετικές τοποθετήσεις, το σημείωμα του Δημήτρη Ψυχογιού με τίτλο Απαράδεκτο μίσος, μολονότι επί του πρακτέου επικρίνεται τη δίωξη, υποστηρίζονται παράλληλα και τα εξής (οι υπογραμμίσεις δικές μου):
δεν είναι δυνατόν (…) να λέμε ότι η κ. Τριανταφύλλου απλώς διέπραξε «αστοχία» ή «παρασύρθηκε» ή «υπερέβαλε», αποδίδοντας στον Μάρκο Πόλο την άποψή της για να της δώσει βαρύτητα, για να τεκμηριώσει το τρομερό μίσος κατά του Ισλάμ και των μουσουλμάνων που αποπνέει το κείμενο. Προφανώς δεν πρέπει να διωχθεί, πολύ περισσότερο να καταδικαστεί, για το μίσος της αυτό – αλλά δεν πρέπει να το ονοματίσουμε; (…) Να την υπερασπιστούμε ενώπιον του δικαστηρίου, απολύτως σύμφωνοι, επισημαίνοντας όμως την απόλυτη διαφωνία μας με την κειμενογραφία της, που επιπλέον αποπνέει βαθύτατο συντηρητισμό, μισαλλοδοξία, ελιτισμό, αντιδημοκρατικότητα …
Η επιχειρηματολογία αυτή είναι σεβαστή και ακριβοδίκαιη. Το μόνο πρόβλημα είναι το εξής: μέχρι να γίνει η δίωξη, οι περισσότεροι –είτε από ατολμία, είτε από αδιαφορία, είτε από άλλους λόγους- απέφευγαν να ονοματίσουν αυτό το μίσος, το συντηρητισμό, τη μισαλλοδοξία και τις λοιπές ιδιότητες του λόγου της Τριανταφύλλου. Κάποιοι όμως –όπως εδώ ο κ. Ψυχογιός- παρακινήθηκαν να το κάνουν μόνο ενώπιον του πιεστικού γεγονότος της δίωξης, το οποίο θέτει επιτακτικά το ζήτημα στον δημόσιο χώρο και μας αναγκάζει να πάρουμε θέση.
Αυτό είναι μία ένδειξη για τη χρησιμότητα και την παραγωγικότητα της κίνησης.
Η άσκηση της συγκεκριμένης δίωξης, λοιπόν, πιστεύω ότι θα μπορούσε να αποβεί ευεργετική, στο βαθμό που τη νοήσουμε έξω από το φαντασιακό περί υπερβατικότητας του κράτους και του δικαίου, και στο βαθμό που νοήσουμε τη δικαιοσύνη όχι ως κυρίαρχη εξαίρεση που ρυθμίζει εκ των έξω και εκ των άνω τη ροή των λόγων, αλλά ως μία εκ πολλών περιπτώσεων που υπάγονται στους νόμους της δημόσιας ανταλλαγής λόγων.
Αυτή η υπό ίσους όρους αντιμετώπιση του δικανικού λόγου θα μας επιτρέψει να αποφύγουμε και μία άλλη κινδυνολογία, ότι η δίωξη –ιδίως εάν δεν οδηγήσει σε καταδίκη- είναι πιθανό να γίνει μπούμερανγκ διότι θα «ηρωοποιήσει» την κατηγορουμένη και θα της εξασφαλίσει συμπαράσταση εκ μέρους ομοϊδεατών της.
Ότι υπάρχουν πολλοί που συμμερίζονται την (εθελούσια) άγνοια και το μίσος της κας Τριανταφύλλου κατά του Ισλάμ, είναι γεγονός. Ωστόσο, οι άνθρωποι αυτοί δεν θα γίνουν ούτε περισσότεροι, ούτε πιο επίμονοι εξαιτίας της δίωξης. Εάν είναι πιθανό να υπάρξει υποστήριξη προς την Τριανταφύλλου στη δίκη, εξίσου πιθανό είναι να υπάρξει και στην τυχόν «αντιμετώπιση μέσω επιχειρημάτων» εκτός της δίκης.
Αν σκεφτούμε π.χ. το παράδειγμα της δίκης κατά του Γερμανού ιστορικού Ρίχτερ, θα δούμε εκεί ότι ο κατηγορούμενος, μολονότι αθωώθηκε στο δικαστήριο, ουδόλως ηρωοποιήθηκε. Και αυτό διότι οι περισσότεροι θεωρούσαν ότι έχει άδικο, και το ίδιο συνέχισαν να θεωρούν μετά και παρά την αθώωσή του.
Επίσης, προϋπόθεση για μια θετική λειτουργία της δίωξης είναι να λάβουμε υπόψη τις πραγματολογικές συνθήκες μέσα στις οποίες τελείται αυτή η επικοινωνία. Μέρος των συνθηκών αυτών είναι η επίγνωση ότι η πιθανότητα να οδηγηθεί πραγματικά στη φυλακή η κα Τριανταφύλλου είναι ελάχιστη. Ως γνωστόν, στην Ελλάδα οι μόνοι που σίγουρα εγκλείονται στη φυλακή εφόσον καταδικαστούν –ή ακόμα και χωρίς να καταδικαστούν- είναι κάτι ταλαίπωροι αναρχικοί, αλλοδαποί ή οροθετικές εργάτριες του σεξ. Επίσης, μέρος των πραγματολογικών συνθηκών είναι το δεδομένο ότι η κα Τριανταφύλλου είναι ένα άτομο που ανήκει στη λευκή πλειονότητα και έχει προνομιακή και διαρκή δυνατότητα πρόσβασης στα ελληνικά ΜΜΕ. Κανείς μουσουλμάνος δεν είχε ποτέ έστω το ένα δέκατο αυτής της δυνατότητας μέχρι τώρα, ούτε μπορεί να ονειρεύεται ότι θα αποκτήσει στο προβλέψιμο μέλλον. Υπάρχουν μερικοί λόγοι που φιμώνουν περισσότερο από απαγορεύσεις, και ο «ευερέθιστος λόγος» της Τριανταφύλλου σίγουρα ανήκει σε αυτούς.
Η κίνηση λοιπόν της εισαγγελίας θα μπορούσε να αποδειχθεί γόνιμη, εφόσον λειτουργήσει ως καταλύτης, ως αιφνιδιασμός και ως μετατόπιση που να μας κάνει να δούμε αυτή την συνήθως αθέατη ασυμμετρία ισχύος μεταξύ πλειονοτικού είναι και μειονοτικού γίγνεσθαι· να προβληματοποιήσουμε το μέχρι τώρα αυτονόητο του προνομίου. Εφόσον δηλαδή εμείς την αξιοποιήσουμε με σκοπό να ανοίξουμε το δικαστικό θεσμό σε μία νέα χρήση η οποία δεν προβλεπόταν μέχρι τώρα, και να τον χρησιμοποιήσουμε για να επιτύχουμε ένα λεκτικό αποτέλεσμα: να αναδείξουμε ότι υπάρχει ένα πρόβλημα με τη ρητορική μίσους και διαστρέβλωσης, ότι πρέπει να τεθεί ένα όριο και να τερματιστεί η ασυδοσία, η αίσθηση ότι κάποιοι/ κάποιες μπορούν να λένε ό,τι τους περάσει απ’ το μυαλό χωρίς συνέπειες.
[1] How to Do Things with Words ήταν ο τίτλος του κλασικού βιβλίου τού J. L. Austin.
[2] Πρβλ. Judith Butler, Excitable Speech. A Politics of the Performative, Routledge, New York & London 1997.