του Άκη Γαβριηλίδη
Η κατά υπερήφανη δήλωσή της «στρέιτ και Ελληνίδα» Ουρανία Μιχαλολιάκου, με το γνωστό βίντεο που γύρισε, έκανε μία φιλότιμη απόπειρα να απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο ακροατήριο πέρα από τους γνωστούς ηλιθίους με τα φουσκωμένα μπράτσα και μυαλά στους οποίους μέχρι τώρα περιοριζόταν η απήχησή της. Ωστόσο, το μόνο που κατάφερε ήταν να μας δώσει ακόμα ένα παράδειγμα για τις ανυπέρβλητες δυσκολίες και αδιέξοδα που συναντά ο ρατσιστικός/ σεξιστικός λόγος κάθε φορά που επιχειρεί να υποδυθεί την καθολικότητα, ενώ είναι ο ορισμός του ιδιομορφισμού [particularism]. Αυτός ο «διπλός δεσμός» του ρατσιστικού λόγου έχει ως αποτέλεσμα ένα αρνητικό δίπορτο: προσπαθώντας να γίνει κάπως γενικότερα αποδεκτός, αναγκάζεται να αποδεχθεί κάποιες γενικότερες αρχές και κριτήρια, τα οποία όμως διαλύουν και ακυρώνουν την ουσία του.
Στο λογύδριό της, η κα Μιχαλολιάκου απευθύνει παράπονο προς τις Ελληνίδες αντιρατσίστριες που δεν την αγαπάνε όσο αγαπάνε τις μετανάστριες, και τις καταγγέλλει για «υποκρισία» (αυτό είναι μάλιστα το τρίτο χαρακτηριστικό που επιλέγει για την αυτοπαρουσίασή της: ότι «δεν γουστάρει την υποκρισία»). Ποια είναι αυτή η υποκρισία; Ότι, κατ’ αυτήν, ο αντιρατσισμός δεν συμβιβάζεται με τον αντισεξισμό. Και γιατί δεν συμβιβάζεται; Διότι οι ίδιοι οι πρόσφυγες είναι σεξιστές· πάντως δεν αισθάνονται άνετα εάν πάμε και μιλήσουμε, σε αυτούς και τα παιδιά τους, για το πώς είναι «να νιώθεις και άντρας και γυναίκα».
Το πρόβλημα όμως είναι ότι, με αυτή την κίνηση, ανοίγει ένα ρήγμα στο εσωτερικό του ρατσιστικού λόγου, μεγαλύτερο απ’ αυτό που φιλοδοξούσε να αναδείξει στο λόγο των αντιπάλων του.
Το αντιρατσιστικό/ αντισεξιστικό κίνημα, γνωρίζει ήδη, και μάλιστα αποδέχεται ως καταστατική αρχή του, ότι οι ταυτότητες δεν είναι ομοιογενείς και στεγανές, αλλά ρευστές· έχει μάθει ότι η συναρμογή και η συμβίωση των ετερογενών προελεύσεων και επιθυμιών των ανθρώπων, εάν και όποτε επιτυγχάνεται, είναι πάντοτε ένα (εύθραυστο) αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης και συνεννόησης. Και σχεδόν πάντα αφήνει κάτι απέξω, ένα υπόλοιπο. Και αυτή την αρχή το αντιρατσιστικό κίνημα προσπαθεί να εφαρμόσει, άλλοτε με λιγότερη και άλλοτε με περισσότερη επιτυχία.
Ο ρατσισμός, όμως, δεν γνωρίζει και δεν αποδέχεται αυτή τη συνθήκη. Μπορεί φραστικά να δηλώνει ότι «δε γουστάρει την υποκρισία», αλλά αυτό το οποίο γουστάρει ακόμα λιγότερο είναι η ρευστότητα των ταυτοτήτων: ο ρατσισμός γουστάρει «ξεκάθαρα πράματα»· άσπρο ή μαύρο.
Όταν λοιπόν αποδίδει φαντασιακά την ίδια απολυτότητα και τον ίδιο σεξισμό στους «πρόσφυγες», όπως τους έχει κατασκευάσει στο μυαλό της, η Μιχαλολιάκου δεν αντιλαμβάνεται ότι εκφράζει όχι πλέον (μόνο) μίσος και απόρριψη γι’ αυτούς, αλλά μάλλον φθόνο και θαυμασμό· δηλαδή ταύτιση, ή πάντως οικειότητα και επιδοκιμασία. «Δες ρε παιδί μου τι λεβέντες και τι ξεκάθαροι που είναι οι μουσουλμάνοι! Σε αυτούς ο άντρας είναι άντρας και η γυναίκα γυναίκα, όχι αυτά τα αδερφίστικα που μας λέτε εσείς».
Έτσι, η Μιχαλολιάκου πέφτει η ίδια στο λάκκο που νομίζει ότι σκάβει για τους άλλους: εκφράζεται θετικά για ξένους πρόσφυγες, και απορριπτικά για Έλληνες. Καταγγέλλει την υποκριτική «μεταναστολαγνεία» των αντιρατσιστών, αλλά αντιπροτείνει τη δική της, γνήσια μεταναστολαγνεία.
Παράθεμα: Η μεταναστολαγνεία της Ουρανίας Μιχαλολιάκου — Nomadic universality – radicalsubjectivityblog
Παράθεμα: Η μεταναστολαγνεία της Ουρανίας Μιχαλολιάκου … « απέραντο γαλάζιο