του Τζόρτζιο Αγκάμπεν[i]
Οι τσιγγάνοι κάνουν την εμφάνισή τους στη Γαλλία κατά τις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα, σε μια περίοδο πολέμων και αταξίας, υπό μορφή συμμοριών[ii] που έλεγαν ότι προέρχονται από την Αίγυπτο και υπό την ηγεσία ατόμων που αυτοπροσδιορίζονταν ως ηγεμόνες in Egypto parvo ή κόμητες in Egypto minori:
Το 1419 μαρτυρούνται οι πρώτες ομάδες τσιγγάνων στο έδαφος της σημερινής Γαλλίας … στις 22 Αυγούστου 141, εμφανίζονται στην κωμόπολη του Σατιγιόν-αν-Ντόμπ, την επομένη η ομάδα φτάνει στο Σαιν Λωράν ντε Μακόν, σε απόσταση έξι λευγών, υπό τις διαταγές κάποιου Αντρέα, δούκα της μικρής Αιγύπτου … Τον Ιούλιο του 1422 μία ακόμα πιο πολυμελής συμμορία κατεβαίνει προς την Ιταλία … τον Αύγουστο του 1427, οι τσιγγάνοι εμφανίζονται για πρώτη φορά στις πύλες του Παρισιού, έχοντας διασχίσει την εμπόλεμη Γαλλία … Η πρωτεύουσα έχει καταληφθεί από τους Άγγλους, και όλο το Ιλ ντε Φρανς κατακλύζεται από ληστές. Κάποιες ομάδες τσιγγάνων, οδηγημένοι από δούκες ή κόμητες in Egypto parvo ή in Egypto minori διασχίζουν τα Πυρηναία και φτάνουν μέχρι τη Βαρκελώνη (François de Vaux de Foletier, Les Tsiganes dans l‘ancienne France).
Στην ίδια λίγο πολύ περίοδο τοποθετούν οι ιστορικοί τη γέννηση της αργκό, ως μυστικής γλώσσας των coquillards και άλλων συμμοριών κακοποιών που ευημερούν κατά τα ταραγμένα χρόνια που σημαδεύουν το πέρασμα από τη μεσαιωνική κοινωνία στο νεωτερικό κράτος: «Και είναι αληθές ότι οι προαναφερθέντες coquillards χρησιμοποιούν μεταξύ τους μία μυστική γλώσσα [langage exquis], την οποία οι άλλοι δεν μπορούν να καταλάβουν εάν δεν τους την διδάξει κανείς και μέσω αυτής της γλώσσας αναγνωρίζουν όσους ανήκουν στην εν λόγω Coquille» (κατάθεση του Περρενέ στη δίκη των coquillards).
Βάζοντας απλώς δίπλα δίπλα τις πηγές που αφορούν τα δύο αυτά γεγονότα, η Άλις Μπέκερ-Χο κατόρθωσε να πραγματοποιήσει το πρόταγμα του Μπένγιαμιν να γράψει ένα πρωτότυπο έργο που να αποτελείται σχεδόν στο σύνολό του από παραθέματα. Η θέση του βιβλίου είναι εκ πρώτης όψεως ανώδυνη: όπως δείχνει ο υπότιτλος (Ένας παραγνωρισμένος παράγοντας στις πηγές των αργκό των επικίνδυνων τάξεων), το ζητούμενο είναι να δειχθεί η προέλευση ενός τμήματος του λεξιλογίου της αργκό από τα ρομ, τη γλώσσα των τσιγγάνων. Ένα σύντομο, αλλά απαραίτητο «γλωσσάρι» στο τέλος του τόμου απαριθμεί τους όρους της αργκό που έχουν «προφανείς συνηχήσεις, αν όχι βέβαιη προέλευση, στις τσιγγανικές διαλέκτους της Ευρώπης».
Η θέση αυτή, που δεν εξέρχεται από το πεδίο της κοινωνιογλωσσολογίας, υπονοεί ωστόσο μία άλλη πολύ σημαντικότερη: όπως η αργκό δεν είναι κατά κυριολεξία μια γλώσσα, αλλά μια συνωμοτική ιδιόλεκτος, έτσι και οι τσιγγάνοι δεν είναι ένας λαός, αλλά οι τελευταίοι απόγονοι μίας τάξης ανθρώπων εκτός νόμου από μία άλλη εποχή:
Οι τσιγγάνοι είναι ο Μεσαίωνάς μας διατηρημένος· μία επικίνδυνη τάξη μιας άλλης εποχής. Οι τσιγγανικοί όροι που πέρασαν στις διάφορες αργκό είναι όπως οι ίδιοι οι τσιγγάνοι, οι οποίοι, από την πρώτη τους εμφάνιση, υιοθέτησαν τα πατρώνυμα των χωρών που διασχίζουν –gadjesko nav- χάνοντας κατά κάποιο τρόπο την ταυτότητά τους στο χάρτη, στα μάτια όλων όσων πιστεύουν ότι ξέρουν να διαβάζουν.
Αυτό εξηγεί γιατί οι μελετητές δεν κατάφεραν ποτέ να αποσαφηνίσουν την προέλευση των τσιγγάνων, ούτε να γνωρίσουν πραγματικά τη γλώσσα και τα έθιμά τους: η εθνογραφική έρευνα κατέστη εδώ αδύνατη εκ του γεγονότος ότι οι πληροφορητές ψεύδονται συστηματικά.
Γιατί αυτή η υπόθεση, που είναι ασφαλώς πρωτότυπη αλλά αφορά μία λαϊκή και γλωσσική πραγματικότητα μάλλον περιθωριακή, είναι σημαντική; Ο Μπένγιαμιν έγραψε κάποτε ότι, στις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας, το αποφασιστικό πλήγμα το επιφέρουμε με το αριστερό χέρι, δρώντας πάνω σε αρμούς και κόμβους της κοινωνικής μηχανής των γνώσεων. Μολονότι η Άλις Μπέκερ-Χο κρατιέται διακριτικά εντός των ορίων της θέσης της, πιθανότατα έχει πλήρη επίγνωση ότι τοποθέτησε μία νάρκη σε ένα κομβικό σημείο της πολιτικής μας θεωρίας, που απομένει μόνο να πυροδοτηθεί. Πραγματικά, δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα για το τι είναι ένας λαός, ούτε για το τι είναι μια γλώσσα (είναι γνωστό ότι οι γλωσσολόγοι μπορούν να κατασκευάσουν μια γραμματική, δηλ. αυτό το ενιαίο σύνολο που αποτελείται από περιγράψιμες ιδιότητες και που αποκαλείται γλώσσα, λαμβάνοντας απλώς ως δεδομένο το factum loquendi, δηλ. το απλό γεγονός ότι οι άνθρωποι μιλούν και συνεννοούνται μεταξύ τους, το οποίο παραμένει απροσπέλαστο για την επιστήμη), και, παρ’ όλα αυτά, ολόκληρη η πολιτική μας κουλτούρα βασίζεται στη συσχέτιση των δυο αυτών εννοιών. Η ρομαντική ιδεολογία, που εγκαθίδρυσε συνειδητά αυτή τη σύνδεση και, με τον τρόπο αυτό, επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τόσο τη σύγχρονη γλωσσολογία όσο και την ακόμα και τώρα κυρίαρχη πολιτική θεωρία, προσπάθησε να αποσαφηνίσει κάτι ασαφές (την έννοια του λαού) με κάτι ακόμα πιο ασαφές (την έννοια της γλώσσας). Μέσω της αμφιμονοσήμαντης αντιστοιχίας που εγκαθιδρύθηκε έτσι, δύο ενδεχομενικές πολιτιστικές οντότητες με ακαθόριστο περίγραμμα μετασχηματίζονται σε οργανισμούς σχεδόν φυσικούς, προικισμένους με ίδϊους και αναγκαίους χαρακτήρες και νόμους. Διότι, αν η πολιτική θεωρία οφείλει να προϋποθέτει –χωρίς να μπορεί να εξηγήσει- το factum pluralitatis (ας αποκαλέσουμε έτσι, μ’ έναν όρο που συνδέεται ετυμολογικά με τον όρο populus, το απλό γεγονός ότι οι άνθρωποι σχηματίζουν κοινότητες), η δε γλωσσολογία να προϋποθέτει –χωρίς να διερευνά- το factum loquendi, η απλή αντιστοιχία αυτών των δυο γεγονότων θεμελιώνει τον νεωτερικό πολιτικό λόγο.
Η σχέση τσιγγάνων-αργκό ακυρώνει ριζικά αυτή την αντιστοιχία, την ίδια στιγμή που την επαναλαμβάνει ως παρωδία. Οι τσιγγάνοι είναι για το λαό ό,τι είναι η αργκό για τη γλώσσα· όμως, τη σύντομη στιγμή που διαρκεί η αναλογία, φωτίζει σαν αστραπή την αλήθεια την οποία η αντιστοιχία γλώσσα-λαός προοριζόταν μυστικά να καλύψει: όλοι οι λαοί είναι συμμορίες και «coquilles», όλες οι γλώσσες είναι ιδιόλεκτοι και αργκό.
Δεν είναι εδώ ζητούμενο να αξιολογήσουμε την επιστημονική ορθότητα αυτής της θέσης, όσο να μην αφήσουμε να μας διαφύγει η απελευθερωτική της δύναμη. Για όποιον μπόρεσε να κρατήσει το βλέμμα του πάνω της, οι διεστραμμένες και άτεγκτες μηχανές που διέπουν το πολιτικό μας φαντασιακό χάνουν ξαφνικά την ισχύ τους. Το ότι κατά τα λοιπά πρόκειται για ένα φαντασιακό, θα έπρεπε ήδη να είναι προφανές σε όλους, σήμερα που η ιδέα του λαού έχει εδώ και καιρό χάσει κάθε ουσιώδη πραγματικότητα. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι η ιδέα αυτή είχε ποτέ κάποιο πραγματικό περιεχόμενο, πέρα από τον ανούσιο κατάλογο χαρακτηριστικών που κατέγραφαν οι παλαιές φιλοσοφικές ανθρωπολογίες, πάντως σήμερα την έχει εκκενώσει από κάθε νόημα το ίδιο το νεωτερικό κράτος το οποίο εμφανιζόταν ως ο θεματοφύλακας και ο εκφραστής της: παρά τις φλυαρίες των καλοπροαίρετων, σήμερα ο λαός δεν είναι παρά το κενό υποστήριγμα της κρατικής ταυτότητας, και μόνο ως τέτοιο αναγνωρίζεται. Για όποιον τρέφει ακόμα αμφιβολίες περί αυτού, μια ματιά σε όσα συμβαίνουν γύρω μας είναι συναφώς διδακτική: αν οι ισχυροί της γης κινούν ένοπλοι να υπερασπιστούν ένα κράτος χωρίς λαό (το Κουβέιτ), οι λαοί χωρίς κράτος (Κούρδοι, Αρμένιοι, Παλαιστίνιοι, Βάσκοι, Εβραίοι της διασποράς) μπορούν αντιθέτως να καταπιέζονται και να εξοντώνονται ατιμώρητα, για να είναι σαφές ότι το πεπρωμένο ενός λαού μπορεί μόνο να είναι μία κρατική ταυτότητα και ότι η έννοια λαός έχει νόημα μόνο αν ανακωδικοποιηθεί μέσα σε εκείνη της ιθαγένειας. Εξ ου, επίσης, το περίεργο καθεστώς των γλωσσών χωρίς κρατική περιωπή (καταλανική, βασκική, γαελική κ.λπ.) τις οποίες οι γλωσσολόγοι πραγματεύονται φυσικά ως γλώσσες, αλλά οι οποίες εκ των πραγμάτων λειτουργούν μάλλον ως ιδιώματα ή διάλεκτοι και σχεδόν πάντοτε αποκτούν μία σημασία άμεσα πολιτική. Η φαύλη διαπλοκή μεταξύ γλώσσας, λαού και κράτους καθίσταται ιδιαιτέρως εμφανής στην περίπτωση του σιωνισμού. Ένα κίνημα το οποίο ήθελε να συγκροτήσει σε κράτος τον κατεξοχήν λαό (το Ισραήλ), αισθάνθηκε εξ αυτού και μόνο υποχρεωμένο να ενεργοποιήσει εκ νέου μία γλώσσα καθαρά τελετουργική (την εβραϊκή) που είχε αντικατασταθεί στην καθημερινή χρήση από άλλες γλώσσες και διαλέκτους (την λαδίνο, την γίντις). Αλλά, στα μάτια των θεματοφυλάκων της παράδοσης, ακριβώς αυτή η νέα ενεργοποίηση της ιερής γλώσσας εμφανιζόταν ως χονδροειδής βεβήλωση, για την οποία η γλώσσα μια μέρα θα εκδικηθεί («ζούμε μέσα στη γλώσσα μας», έγραφε από την Ιερουσαλήμ ο Σόλεμ στον Ρόζεντσβάιχ στις 26 Δεκεμβρίου 1926, «όπως οι τυφλοί βαδίζουν πάνω από μία άβυσσο … θα έρθει η μέρα που η γλώσσα θα εξεγερθεί ενάντια σε αυτούς που τη μιλάνε»).
Η θέση κατά την οποία όλοι οι λαοί είναι τσιγγάνοι και όλες οι γλώσσες ιδιόλεκτοι διαρρηγνύει αυτή τη διαπλοκή και μας επιτρέπει να δούμε με άλλα μάτια τις ποικίλες αυτές εμπειρίες της γλώσσας που αναφύονται περιοδικά μέσα στην κουλτούρα μας, μόνο και μόνο για να παρερμηνευθούν και να υπαχθούν βίαια στην κυρίαρχη σύλληψη. Διότι όταν ο Ντάντε, αφηγούμενος στο De vulgari eloquentia [Περί της ευφράδειας στην δημώδη γλώσσα] το μύθο της Βαβέλ, λέει πως σε κάθε κατηγορία οικοδόμων του πύργου δόθηκε μία δική της γλώσσα ακατανόητη για τις άλλες, και ότι από αυτές τις γλώσσες της Βαβέλ προέρχονται οι γλώσσες που μιλιούνται στον καιρό του, τι άλλο κάνει παρά να παρουσιάζει κάθε γλώσσα επί της γης ως ιδιόλεκτο; (Η επαγγελματική γλώσσα είναι η κατεξοχήν μορφή ιδιολέκτου). Και ενάντια σε αυτή την μύχια ιδιολεξία κάθε γλώσσας, ο Ντάντε δεν προτείνει (όπως θέλει μία μακραίωνη παραποίηση της σκέψης του) το αντίδοτο μιας εθνικής γραμματικής και γλώσσας, αλλά έναν μετασχηματισμό της ίδιας της εμπειρίας των λέξεων, τον οποίο αποκαλεί «λαμπρή δημώδη». Ένα είδος χειραφέτησης –όχι γραμματικής, αλλά ποιητικής και πολιτικής- των ίδιων των ιδιολέκτων προς την κατεύθυνση του factum loquendi.
Έτσι, το trobar clus[iii] των επαρχιακών τροβαδούρων είναι ακριβώς αυτό, κατά κάποιο τρόπο, ο μετασχηματισμός της γλώσσας τού Oc σε μία μυστική ιδιόλεκτο (όχι και πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι έκανε ο Βιγιόν, γράφοντας στην αργκό των coquillards κάποιες από τις μπαλλάντες του)· αλλά αυτό για το οποίο μιλά αυτή η ιδιόλεκτος δεν είναι παρά μία άλλη μορφή της γλώσσας, σημαδεμένη ως τόπος και ως αντικείμενο μίας αγαπητικής εμπειρίας. Και, για να έρθουμε σε καιρούς πιο κοντινούς σ’ εμάς, σε αυτή την οπτική δεν είναι περίεργο που για τον Βιτγκενστάιν η εμπειρία της καθαρής ύπαρξης της γλώσσας (του factum loquendi) συμπίπτει με την ηθική, ούτε που ο Μπένγιαμιν συνδέει με μία «καθαρή γλώσσα», μη αναγώγιμη σε κάποια συγκεκριμένη γραμματική, τη φιγούρα της λυτρωμένης ανθρωπότητας.
Αν οι γλώσσες είναι οι ιδιόλεκτοι που καλύπτουν την καθαρή εμπειρία της γλώσσας, όπως και οι λαοί είναι τα λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένα προσωπεία τού factum pluralitatis, τότε ασφαλώς καθήκον μας δεν μπορεί να είναι η συγκρότηση αυτών των ιδιολέκτων σε γραμματικές, ούτε η ανακωδικοποίηση των λαών σε κρατικές ταυτότητες· αντιθέτως, μόνο διαρρηγνύοντας σε ένα οποιοδήποτε σημείο την αλυσίδα ύπαρξη της γλώσσας-γραμματική (γλώσσα)-λαός-κράτος, η σκέψη και η πράξη θα σταθούν στο ύψος των καιρών. Οι μορφές αυτής της διακοπής, στην οποία το factum της γλώσσας και το factum της κοινότητας αναδύονται για μια στιγμή στο φως, είναι πολλαπλές και ποικίλλουν ανάλογα με τους καιρούς και τις περιστάσεις: επανενεργοποίηση μιας ιδιολέκτου, trobar clus, καθαρή γλώσσα, μειονοτική χρήση μιας γραμματικής γλώσσας … Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι το διακύβευμα δεν είναι απλώς γλωσσικό η λογοτεχνικό αλλά, προπαντός, πολιτικό και φιλοσοφικό.
[i] Τίτλος πρωτοτύπου: Le lingue e i popoli, in Mezzi senza fine [Μέσα χωρίς σκοπό], Bollati Boringhieri, Torino 1996, σ. 54-59· αρχική δημοσίευση: Luogo comune I, 1990, ως βιβλιοκριτική για το βιβλίο Alice Becker-Ho, Les princes du jargon, Paris 1990. Μετάφραση-σημειώσεις Α.Γ.
[ii] Στο πρωτότυπο χρησιμοποιείται εδώ η λέξη banda. Μολονότι ο όρος «συμμορία» στα ελληνικά έχει πιο έντονα απαξιωτικό νόημα απ’ ό,τι ο αντίστοιχος ιταλικός, επέλεξα αυτή την απόδοση ώστε να διατηρείται η ορολογική σύνδεση με τις συμμορίες των κακοποιών που αναφέρονται παρακάτω.
[iii] Κατά λέξη (στα οξιτανικά) «κλειστό/ δύσκολο ύφος»· ένα στυλ σύνθεσης των μεσαιωνικών τροβαδούρων.
Παράθεμα: Oι γλώσσες και οι λαοί… « απέραντο γαλάζιο
Παράθεμα: Είναι «Σλάβοι» οι Μακεδόνες; | Nomadic universality
Παράθεμα: Είναι «Σλάβoι» oι Μακεδόνες; | Nomadic universality
Παράθεμα: Είναι «Σλάβoι» oι Μακεδόνες; … « απέραντο γαλάζιο
Παράθεμα: Είναι «Σλάβoι» oι Μακεδόνες; | Ώρα Κοινής Ανησυχίας