του Άκη Γαβριηλίδη
Oι λόγοι γύρω από την τελευταία εκλογική αναμέτρηση στις ΗΠΑ έχουν ήδη αποκτήσει έναν τέτοιο όγκο, που είναι αντικειμενικά αδύνατο να τους παρακολουθήσει κανείς στο σύνολό τους. Πάντως είναι σαφές ότι η δομή τους συγγενεύει με εκείνη των λόγων –και των σιωπών- που πυροδοτούνται από ένα γεγονός τραυματικό: μπορούμε εκεί να βρούμε τα πάντα, και τα αντίθετά τους, χωρίς όμως να έχουμε την αίσθηση ότι το θέμα κλείνει, ότι έχει προκύψει ένα σημαίνον που να το αποδίδει ικανοποιητικά.
Νομίζω ότι τον «κόμβο» που δεν μπορούν να λύσουν όλοι αυτοί οι λόγοι, το βράχο στον οποίο προσκρούουν –αλλά και γύρω από τον οποίο αναγκαστικά περιστρέφονται- τα διαδοχικά κύματα αυτής της πλημμυρίδας, συνιστά η φράση:
«Τη νίκη στον Τραμπ την έδωσε η λευκή εργατική τάξη».
Η διατύπωση αυτή εμφανίστηκε σε άρθρα από το βράδυ των εκλογών –αν όχι και πριν ακόμα τις εκλογές- και προκάλεσε αμέσως σοβαρές ενστάσεις. Ή μάλλον αρνήσεις, όπως συμβαίνει συχνά με παραδοχές που δεν ταιριάζουν με τα νοητικά μας σχήματα. Κάποιοι υποστήριξαν ότι αυτό δεν συμβαίνει, η διαπίστωση είναι λάθος –και μάλιστα ότι είναι ένας «μύθος». Άλλες δέχθηκαν την ακρίβεια της διαπίστωσης και υποστήριξαν, ενίοτε με ιδιαίτερη σφοδρότητα, ότι αυτό καταγράφεται στο παθητικό της «λευκής εργατικής τάξης»[1].
Τέλος, δεν έλειψαν και αυτοί που αντιμετώπισαν με κατανόηση τη στάση αυτή και υποστήριξαν ότι «δεν μπορεί η Αριστερά των ΗΠΑ, της Ευρώπης ή της Ελλάδας να αφήνει αναπάντητους τους φόβους της εργατικής τάξης ότι οι μετανάστες θα της φάνε τις δουλειές».
Από την προοπτική μιας αντίθεσης στο φαινόμενο Τραμπ και μιας εργασίας με σκοπό την αναστροφή του, (που φυσικά είναι η μόνη που μπορεί να μας απασχολεί εδώ), το πρόβλημα είναι ότι οι προσεγγίσεις αυτές είναι όχι μόνο αντιφατικές μεταξύ τους, αλλά και εγγενώς αμήχανες ήδη η καθεμιά από μόνη της –αν όχι διχαστικές.
Νομίζω ότι μία σκέψη που θα μπορούσε να ανοίξει μια δίοδο σε αυτή την κατάσταση όπου φαίνεται να βρίσκουμε παντού τοίχο, θα ήταν να αμφισβητήσουμε την ιερή αγελάδα της «εργασίας» και της «τάξης της». Όχι λέγοντάς της να «πάει να γαμηθεί» επειδή ψήφισε ενάντια στην επαναστατική αποστολή της, αλλά αναγνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει καμία τέτοια αποστολή. Το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι είναι μισθωτοί εργαζόμενοι, ή άνεργοι, δεν γεννά αυτόματα κάποια επαναστατική υποκειμενικότητα. Δεν γεννά καν κάποια κοινή υποκειμενικότητα. Η σύνδεση με τη ριζοσπαστική/ μετασχηματιστική πολιτική, όπως και αν την ορίσουμε αυτή, είναι απλώς ενδεχομενική· υπό όρους. Και ο βασικότερος όρος είναι η τάση των ανθρώπων αυτών να πάψουν να είναι μία τάξη η οποία να ορίζεται από την εργασία της και η οποία να μην έχει άλλο στο μυαλό της παρά πώς «δεν θα της φάνε τις δουλειές».
Υπ’ αυτή την έννοια, η εκ πρώτης όψεως σκανδαλώδης διατύπωση ότι η εκλογή τού Τραμπ οφείλεται στην «εργατική τάξη» θα είχε ίσως νόημα μόνο στο βαθμό που με τον όρο αυτό νοούμε όχι ένα εμπειρικό σύνολο ανθρώπων ή μία κοινωνιολογική κατηγορία, αλλά μία λογική άρθρωσης με επίκεντρο την εικόνα του λευκού/ άνδρα/ Χριστιανού/ οικογενειάρχη που «κερδίζει τίμια το ψωμί του» και το μόνο που θέλει είναι να συνεχίσει να το κάνει[2].
Μήπως όμως αυτή η εικόνα δεν ήταν η κυρίαρχη στο φαντασιακό της ευρωπαϊκής και αμερικανικής αριστεράς καθ’ όλο τον 20ό αιώνα; Ακόμη και όταν, ως αποτέλεσμα τεράστιων αγώνων των αντι-/μετααποικιακών και των γυναικείων κινημάτων αρχικά, μετά του οικολογικού, του lgbtq και άλλων, άρχισαν να μπαίνουν καινούριες μέριμνες στην ημερήσια διάταξη, η υποχώρηση του εργασιοκεντρισμού έγινε με τρομερές αντιστάσεις –όπου και όποτε έγινε. Επάνοδος και εκδίκηση αυτών των αντιστάσεων είναι η χαιρεκακία εκφράζεται τώρα από πολλούς για την «ήττα της παγκοσμιοποίησης» ή της «τυραννίας της πολιτικής ορθότητας» στο πρόσωπο της «διεφθαρμένης Κλίντον».
Αλλά η τάση επιστροφής στο γόητρο –και την ασφάλεια- του σχήματος αυτού παρατηρείται και σε αρκετές άλλες, λιγότερο απλοϊκές τοποθετήσεις.
Σε αρκετές πρώτες αντιδράσεις στην Ελλάδα –αλλού ομολογώ ότι δεν έχω δει κάτι ανάλογο- η νίκη του Τραμπ ερμηνεύεται, κάπως παράδοξα, ως αποτυχία όχι της υποψήφιας προέδρου των Δημοκρατικών, αλλά του απερχόμενου. Σε ανακοίνωση του Δικτύου Για Τα Πολιτικά Και Κοινωνικά Δικαιώματα, για παράδειγμα, ενοχοποιείται ευθέως ο Μπαράκ Ομπάμα για το ότι «κατόρθωσε να τον διαδεχτεί η πιο ακροδεξιά ρατσιστική, ομοφοβική, σεξιστική και εθνικιστική εκδοχή προέδρου».
Σε άλλα κείμενα που φαίνεται να αναπτύσσουν πιο λεπτομερώς και με θεωρητικές φιλοδοξίες την ίδια βασική ιδέα, το αποτέλεσμα εξηγείται από το ότι «οι Δημοκρατικοί πέφτουν από το 2008 και μετά», και αυτό «γιατί πρώτα η κρίση κι ύστερα η εμπλοκή τους στο μακελειό στη Μέση Ανατολή θέτουν όρια στη ‘μεταϋλιστική’ ηγεμονία τους».
Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι πραγματικά αξιοπερίεργοι και δεν αντέχουν σε στοιχειώδη πραγματολογικό έλεγχο. Aναρωτιέμαι μήπως πρόκειται για τυπογραφικό λάθος. Ως γνωστόν, το 2008 οι Δημοκρατικοί όχι μόνο δεν «έπεσαν», αλλά τότε ήταν που ξανακέρδισαν την προεδρία, την οποία διατήρησαν επί δύο τετραετίες. Και στο τέλος όμως της δεύτερης –και υποχρεωτικά τελευταίας με βάση το σύνταγμα- θητείας του, ο Μπάρακ Ομπάμα είχε ποσοστό αποδοχής 55%· το υψηλότερο της καριέρας του και ένα από τα υψηλότερα για απερχόμενο πρόεδρο.
Νομίζω λοιπόν ότι η ανάγνωση αυτή βασίζεται σε μία διπλή αστοχία. Πρώτα, αντιμετωπίζουμε το εκλογικό σώμα με τον συνήθη ανθρωπομορφισμό της τρέχουσας δημοσιογραφίας (όπως στις εκφράσεις «ο λαός μίλησε»), σαν να ήταν ένα ενιαίο υποκείμενο το οποίο, μεταξύ των διαθέσιμων υποψηφίων, επιλέγει ως ορθολογικός καταναλωτής το πλέον πρόσφορο προϊόν και απορρίπτει το σκάρτο. Αλλά επιπλέον, στον φανταστικό αυτό καταναλωτή προβάλλουμε τα κριτήρια που θα ακολουθούσαμε εμείς εάν ψηφίζαμε.
Για να αντιληφθούμε τις παγίδες που κρύβει μια τέτοια προβολή, θα παραθέσω εν εκτάσει κάποιο από τα πολλά σχετικά σημειώματα που βρίσκω πολύ ενδιαφέρον.
Είναι πιθανό κάποιοι λευκοί ψηφοφόροι, ασχέτως εισοδηματικής κατηγορίας, να στράφηκαν από τον Ομπάμα στον Τραμπ. Το ανησυχητικό είναι ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε αυτή η στροφή (…) Η πρώτη εκλογή Ομπάμα έγινε ενθουσιωδώς δεκτή από πολλούς λευκούς, οι οποίοι έκριναν ότι αυτό θα βοηθούσε την Αμερική να ξεπεράσει τις βαθιές φυλετικές διαιρέσεις της. Θεωρήθηκε σημάδι ελπίδας. Αλλά στις δύο προεδρίες Ομπάμα είχαμε μια άνοδο της ρατσιστικής ρητορείας και τα επιχειρήματα που στρέφονταν εναντίον του έτειναν να απορρίπτουν ό,τι κι αν έκανε (…) σε φυλετική βάση, εμφανίζοντας τις υποτιθέμενες αποτυχίες του ως έργο ενός ανίκανου μαύρου που δεν αξίζει να κατέχει υπεύθυνες θέσεις.
Το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι τον ψήφισαν και μετά άρχισαν να τον κατηγορούν ως ακατάλληλο ή και αντι-Αμερικανό, δεν είναι αντιφατικό. Αυτό το βλέπουμε διαρκώς κάθε φορά που μαύροι επαγγελματίες προσλαμβάνονται σε δουλειές όπου κυριαρχούν λευκοί. Συχνά, οι ίδιοι άνθρωποι που στην αρχή υποστηρίζουν την ανάγκη «διαφοροποίησης» του χώρου εργασίας ώστε να γίνει πιο αντιπροσωπευτικός δημογραφικά, γρήγορα αλλάζουν στάση και αρχίζουν να απαξιώνουν και να υπονομεύουν τους μαύρους συναδέλφους τους, ανοιχτά ή συγκαλυμμένα.
Όταν λοιπόν προσυπογράφουμε, και αναλαμβάνουμε για λογαριασμό μας ως πολιτικό επιχείρημα, τις «δικαιολογημένες ανησυχίες» του αμερικανικού εκλογικού σώματος που «απέρριψε τον αποτυχημένο Ομπάμα», καλό είναι να προσέχουμε τι ακριβώς προσυπογράφουμε.
Με βάση και το παραπάνω input, νομίζω ότι η εκλογή Τραμπ θα ήταν ορθότερο να αποδοθεί στην επιτυχία του Ομπάμα παρά στην αποτυχία του. Αν υπήρξε κόσμος που άφησε τον Ομπάμα για να πάει στον Τραμπ, αυτό συνέβη επειδή έκριναν, όχι ότι δεν είχε κάνει αρκετά, αλλά ότι είχε κάνει πάρα πολλά, ότι του είχαν δώσει πολύ χώρο και έπρεπε να μαζευτεί πλέον. Με άλλα λόγια, η «πιο ακροδεξιά ρατσιστική, ομοφοβική, σεξιστική και εθνικιστική εκδοχή προέδρου» εξελέγη όχι εξαιτίας όσων έκανε ή δεν έκανε ο Ομπάμα, αλλά σε αντίθεση προς αυτόν.
Ακόμα καλύτερα βέβαια θα ήταν να έχουμε υπόψη μας ότι οι έννοιες της «επιτυχίας» και της «αποτυχίας» έχουν ως λογική προϋπόθεση την έννοια του σκοπού, και μάλιστα ενός μονοδιάστατου και χωρίς αποχρώσεις σκοπού –κάπως σαν τον πήχυ στο άλμα εις ύψος, όπου είναι κάθε φορά ξεκάθαρο αν ο άλτης τον πέρασε ή όχι, ή σαν την μπάλα του ποδοσφαίρου όπου επίσης είναι σαφές πότε μπαίνει γκολ (στα αγγλικά goal=σκοπός). Στην πολιτική, όμως, τέτοιος αντικειμενοποιημένος σκοπός δεν υπάρχει: η πολιτική είναι δράση επί δράσεων· επενεργεί πάνω στην ισχύ των άλλων συμπαικτών, όχι σε κάποιο πράγμα.
Από αυτή την άποψη, είναι ασφαλώς ορθό να διαπιστώνουμε ότι «Ο πατριωτισμός και η επιστροφή στον ανδρισμό των παλιών βιομηχανικών ‘μπλε κολάρων’ είναι η άλλη όψη της ισχυρής στήριξης των Δημοκρατικών από τις νέες γενιές που, στα χρόνια της (υποτιθέμενης) άυλης εργασίας, έχουν μάθει να αποσυνδέουν την ευημερία από την εργασία και την εργασία από την πολιτική». Το πολιτικό ερώτημα, όμως, είναι, τι την κάνουμε αυτή τη διαπίστωση. Εάν αμέσως μετά προσθέτουμε με νόημα ότι «η παλιά βιομηχανική εργατική τάξη, τοποθετούμενη πιο ‘υλιστικά’, τώρα ψηφίζει δεξιότερα, ελλείψει αριστερού αντίβαρου», τότε αυτό δεν ηχεί πολύ διαφορετικά από ένα σάλπισμα «πίσω στα ταμπούρια μας!». Στα ταμπούρια της «κυρίαρχης αντίφασης», όπου «υλισμός» σήμαινε απλώς να θεωρούμε την «εργασία» και την «οικονομία» ως βασικό –αν όχι μοναδικό- καθοριστικό παράγοντα· στον χαμένο παράδεισο της καθαρότητας όπου δεν είχε ακόμα εισβάλει το «απλώς πολιτισμικό», ή (ακόμα χειρότερα) το πολυ-πολιτισμικό. Και τότε δεν είναι σαφές τι μας μένει για να διαφοροποιηθούμε από τον «πατριωτισμό και τον ανδρισμό των μπλε κολάρων».
Η επιστροφή όμως αυτή είναι αδύνατη· επιπλέον, ακόμη και αν ήταν δυνατή, δεν είναι επιθυμητή. Αυτές τις «γενιές» που «έχουν μάθει να αποσυνδέουν την ευημερία από την εργασία και την εργασία από την πολιτική», δεν είναι δυνατό, ούτε επιθυμητό να τις πιάσουμε από το αυτί και να τις κάνουμε να «ξεμάθουν» αυτή τη γνώση. Αντιθέτως, εμείς είμαστε που πρέπει να διδαχθούμε απ’ αυτές, να τις ακούσουμε, και να λάβουμε υπόψη τη ριζική αμφισημία και αμφιθυμία αυτού του «κόσμου» –του καθενός από μας- απέναντι στην εργασία, σε αυτό που (υποτίθεται ότι) τον ορίζει. Να πάψουμε να φανταζόμαστε ότι η μόνη επιθυμία του «κόσμου της εργασίας» είναι περισσότερη εργασία. Τις περισσότερες φορές, ο κόσμος έχει σιχαθεί την εργασία· δεν τη γουστάρει, του είναι ανυπόφορη.
Όταν πάλι τη γουστάρει, ψηφίζει Τραμπ.
Κάνει λάθος;
[1] Πρβλ.: Fuck Trump, But Fuck You Too: No Unity With Liberals· ή: The ‘White Working Class’ Can Kiss My Brown Ass.
[2] Σε σημείωμά της στον Χρόνο, η Νένη Πανουργιά κάνει την πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση ότι ο Τραμπ είναι ο πρώτος πρόεδρος στην πολιτική ιστορία της χώρας που «δεν έχει καμία πρότερη υπηρεσία στον δημόσιο χώρο (…). Όχι μόνο δεν έχει υπάρξει ούτε δήμαρχος ούτε κλητήρας, αλλά δεν έχει καν θέσει υποψηφιότητα».
Το στοιχείο αυτό η αρθρογράφος το καταγράφει ως κάτι ανεπιφύλακτα αρνητικό, αν όχι επικίνδυνο (ως ένδειξη απειρίας και αδιαφορίας για την πολιτική). Ωστόσο, αν αναλογιστούμε τις πολύ συχνές επικρίσεις για τους επαγγελματίες πολιτικούς που «είναι προϊόντα κομματικού σωλήνα» και «δεν έχουν κάνει μια δουλειά στη ζωή τους» οπότε «δεν ξέρουν πώς βγαίνει το ψωμί», μπορούμε να σκεφτούμε ότι το στοιχείο αυτό δεν αποκλείεται να θεωρήθηκε από πολλούς ψηφοφόρους προσόν και όχι ελάττωμα.
Δυστυχώς κάποιες «αριστερές» αντιδράσεις στην Ελλάδα, εκφράζονται όπως εκφραζόταν πάντα, δηλαδή ελλαδοκεντρικά με ιδεολογήματα που δεν περνούν από τον έλεγχο της πραγματικότητας και χωρίς διάκριση ανάμεσα σε συγκεκριμένες πραγματικότητες.
«Ποιούς θεωρούμε εμείς εδώ, στη χώρα της φαιδράς, ως πιό μισητούς αντιπάλους; Μα φυσικά τους (λεγόμενους) κεντροαριστερούς, σοσιαλδημοκράτες κτλ». Άρα, για τον Τραμπ φταίει ο Ομπάμα, όπως περίπου για την (συνεχιζόμενη) άνοδο της ΛεΠεν φταίει σε μεγάλο βαθμό και ο Ολάντ! Διαφορετικές πραγματικότητες ισοπεδώνονται, ο Ομπάμα εξομοιώνεται με τον όντως πολιτικά αποτυχημενο Ολάντ, εξαιτίας της (υποτιθέμενης) ιδεολογικής τους συγγγένειας.
Όμως κατά τα άλλα, υπάρχει πρόβλημα πολιτικής νομιμοποίησης σε όλη τη Δύση: Για έναν πολκυάριθμο κόσμο της εργασίας, τους «ζημιωμένους της παγκοσμιοποίησης» (εδώ, θα πρόσθετα, τους «ζημιωμένους της μεταπολίτευσης»), «ελλείψει μια αξιόπιστης προοπτικής προβεβλημένης ανοιχτά και επιθετικά, απομένει μόνον η διαμαρτυρία της απόσυρσης στο μεγαλόφωνο και στο ανορθολογικό. Και που αλλού να πηγαίνανε;» (Χάμπερμας).
Από αυτή την πολιτική παγίδα, δεν μπορούμε να ξεφύγουμε επικαλούμενοι τη «σιχασιά εναντίον της εργασίας· ότι δεν τη γουστάρουμε, μας είναι ανυπόφορη». Και αυτό ιδεολόγημα είναι, εξίσου με των παραδοσιακών ελλαδοκεντρικών σοσιαλδημοκρατοφάγων – άν και με εντελώς διαφορετικό πρόσημο, μεταμοντέρνο.
Ως προς την πραγματική πραγματικοτητα, ο Τραμπ δεν είχε καλό σκόρ μόνον στην παραδοσιακή εργατική τάξη, αλλά και στα μεσαία στρώματα (πλην αυτών που δροσίζονται από τις ακτές του Ατλαντικού – τις βορειότερες – και του Ειρηνικού). Όμως η αποφασιστική σε εκλέκτορες ήταν η ψήφος στην αποβιομηχανισμένη βόρεια ζώνη των «Πολιτειών της της σκουριάς» και του άνθρακα, από το Ουισκόνσιν και το Μίσιγκαν, μέχρι την Πενσυλβάνια.
Για όσους διαβάζουν γερμανικά, ενδιαφέρον είναι το άρθρο του Τόμας Φρίκε «Ο Τραμπ έρχεται και οι φτωχοί θα συνεχίσουν να είναι φτωχοί», για την διακηρυγμένη και την εικαζόμενη οικονομική πολιτική του νέου προέδρου, αλλά και με στατιστικά στοιχεία για το ποιοί ψήφισαν ποιόν.
http://www.spiegel.de/wirtschaft/soziales/donald-trump-und-sein-wirtschaftskurs-arm-bleibt-arm-a-1121849.html
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Δεδομένου ότι το 53% των (λευκών) γυναικών ψήφισε Τραμπ, παρά τις ακατάσχετες σεξιστικές του κορώνες, και όχι την (λευκή) γυναίκα υποψήφιο των Δημοκρατικών, θα μπορούσες να γράψεις και ένα κείμενο με τίτλο «Τραμπ: ο θρίαμβος της πολιτικής ταυτότητας». Θα μας εξηγούσε γιατί «δεν είναι δυνατό, ούτε επιθυμητό να πιάσουμε [αυτές τις γυναίκες] από το αυτί» και να τις εμποδίσουμε να ψηφίσουν έναν μισογύνη, και θα μας ανέλυε τις ανεπάρκειες του κλασικού φεμινισμού και της φιλελεύθερης πολιτικής της ταυτότητας. Ένα τέτοιο κείμενο θα ήταν πολύ πιο εύστοχο από αυτό που έγραψες παραπάνω, εφόσον αυτό ακριβώς έκανε ο Τραμπ -πολιτική της ταυτότητας, αλλά από τα δεξιά, και όχι βέβαια κάποιου είδους μαρξισμό- και κέρδισε τις εκλογές. Και στο βαθμό που απευθύνθηκε στους «εργάτες», τους απευθήνθηκε σαν άλλο ένα cultural identity group («λευκός/ άνδρας/ Χριστιανός/ οικογενειάρχης που κερδίζει τίμια το ψωμί του») που σέβεται τις «ευαισθησίες» του, και όχι ταξικά, γιατί τότε θα έπρεπε να συμπεριλάβει τις γυναίκες, τις μειονότητες και τους μετανάστες (που και αυτοί/ες εργάζονται).
Η Κλίντον, αντιθέτως, που χρησιμοποίησε μια κλασική φιλελεύθερη πολιτική της ταυτότητας («ψηφίστε με, θα είμαι η πρώτη γυναίκα πρόεδρος»), δεν μπόρεσε να πείσει ούτε καν το ακροατήριο των λευκών γυναικών, που ήταν οι πιο άμεσα ενδιαφερόμενες. Ο δε Σάντερς, αν είχε εκλεγεί επικεφαλής του Δημοκρατικού Κόμματος, θα κέρδιζε -τουλάχιστον σύμφωνα με τις δημοσκοπησεις- τον Τραμπ, κι ας είχε την πιο κλασική «εργασιοκεντρική» ρητορική απ’ όλους.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Αυτό που προσπάθησα να πω, και εδώ και αλλού πολλές φορές, είναι ότι η αντιδιαστολή «ταξική vs πολιτισμική/ ταυτοτική απεύθυνση στους «εργάτες»» δεν ισχύει. Δηλαδή είναι μια αντιδιαστολή που αντιπαραθέτει ένα εμπειρικό με ένα ιδεατό στοιχείο.
Ιστορικά, στην πράξη, όποτε κάποιος -δηλαδή εν προκειμένω κάποια αριστερά κόμματα, «γνήσια» ή «μη γνήσια» ανάλογα με τις προτιμήσεις του καθενός- απευθύνθηκε στους εργάτες, τους απευθύνθηκε ακριβώς σαν άλλο ένα cultural identity group.
Ο ισχυρισμός ότι αυτά τα δύο διαφέρουν επειδή η «ταξική» απεύθυνση «θα έπρεπε να συμπεριλάβει τις γυναίκες, τις μειονότητες και τους μετανάστες» είναι ένας ισχυρισμός που, ακριβώς, αναφέρεται σε αυτό που θα έπρεπε να συμβαίνει και όχι σε αυτό που πράγματι συμβαίνει.
Γι’ αυτό και, πολύ συχνά, οι γυναίκες, οι μειονότητες και οι μετανάστες δεν ανταποκρίθηκαν, ή ανταποκρίθηκαν αρκετά απρόθυμα, σε τέτοιες απευθύνσεις. Μπορεί να ψήφισαν τέτοια κόμματα (και αυτό όχι πάντα), αλλά μέχρι εκεί. Σπανίως στρατεύθηκαν ενεργά σε αυτά.
Η «τάξη», από αναλυτική άποψη, δεν είναι ένα εμπειρικό σύνολο ανθρώπων. Είναι μία λογική άρθρωσης.
Από πολιτική άποψη, όποτε χρησιμοποιείται πρακτικά, δεν είναι ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο «πολιτισμική» ή «ταυτοτική» απ’ ό,τι το φύλο ή το χρώμα της επιδερμίδας. Δεν είναι «φυσική», δεν αντιστοιχεί σε κάποια προνομιακή «υλικότητα» ή σε κάποια «βάση» σε σχέση με την οποία τα άλλα να είναι «υπερδομές».
Κατ’ αυτή την έννοια, το κείμενο με τίτλο «Τραμπ: ο θρίαμβος της πολιτικής ταυτότητας» το έγραψα ήδη. Είναι αυτό που βλέπετε παραπάνω.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Ο ισχυρισμός ότι η ταξική απεύθυνση «θα έπρεπε να συμπεριλάβει τις γυναίκες, τις μειονότητες και τους μετανάστες» δεν είναι κάποια δεοντολογία αλλά είναι αναλυτικά υποχρεωτικός, γιατί αλλιώς δεν θα ήταν ταξική. Θα ήταν μια ιδεολογική απεύθυνση που θα μετάτρεπε την εργατική τάξη, από το ίχνος μιας μη-αναγώγιμης διαφοράς που διαπερνά κάθετα κάθε επιμέρους ταυτότητα, σε άλλη μια «επιμέρους πολιτισμική ταυτότητα» (μεινοτική ή πλειονοτική, δεν έχει σημασία) σε ανταγωνισμό με άλλες «επιμέρους ταυτότητες», όπως για παράδειγμα οι «σκληρά και τίμια εργαζόμενοι λευκοί άνδρες, που τους κλέβουν τις δουλειές τα μεξικάνικα παράσιτα» που χρησιμοποίησε ο Τραμπ.
Οι » γυναίκες, οι μειονότητες και οι μετανάστες» μια χαρά φαίνονταν να ανταποκρίνονται στο μήνυμα του Σάντερς, που είχε στοιχεία μια τέτοιας ταξικής απεύθυνσης. Αδιαφόρησαν και δεν κινητοποιήθηκαν αρκετά απέναντι στο μήνυμα της Κλίντον, που ήταν μια νιοστή επανάληψη της φιλελεύθερης πολιτικής της ταυτότητας.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Δεν είναι δεοντολογία, αλλά είναι υποχρεωτικός?
Δεν βλέπω και μεγάλη διαφορά.
Το πρόβλημα με αυτή την «αναλυτική υποχρεωτικότητα» είναι ότι δεν δεσμεύει παρά μόνο τον αντίστοιχο αναλυτή. Διότι ως γνωστόν για την έννοια των τάξεων δεν υπάρχει συμφωνία. Πολλοί έχουν γράψει πολλά και διάφορα (ιδίως στο παρελθόν, τώρα τελευταία όχι τόσο πολλά).
Μπορεί λοιπόν ο ισχυρισμός να είναι αναλυτικά υποχρεωτικός, αλλά πρακτικά-εμπειρικά είναι ενδεχομενικός. Στην πράξη, όποτε απευθύνθηκε τέτοια απεύθυνση, συνήθως δεν συμπεριλάμβανε τις γυναίκες, τις μειονότητες και τους μετανάστες, ή τους συμπεριλάμβανε μόνο φραστικά. Οπότε, η επίκληση της «αναλυτικής υποχρεωτικότητας» είναι λήψη του ζητουμένου.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Δεν με νοιάζει τι έκανε κάποιος στο παρελθόν ή τι έχουν πει διάφοροι αναλυτές.
Εφόσον στον σύγχρονο αμερικάνικο καπιταλισμό ένα μεγάλο μέρος της καπιταλιστικής αναπαραγωγής γίνεται απο γυναίκες, μειονότητες και μετανάστες, μια ταξική απεύθυνση πρέπει να τους/τις περιλαμβάνει, πολύ απλά, δεν είναι ζήτημα καλών προθέσεων. Αν δεν τους/τις περιλαμβάνει δεν θα είναι ταξική, θα είναι άλλη μια πολιτική ταυτότητας (όπως αυτή του Τραμπ, που απευθύνεται κυρίως σε λευκούς, κι ας αναφέρει κατά καιρούς την εργατική τάξη).
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Με άλλα λόγια: εγώ κλείνομαι στον ιδεαλισμό της θεωρίας και δεν με αφορά η πρακτική πολιτική όπως διεξάγεται.
Ωραία, είναι κι αυτή μια στάση. Σε αυτήν όμως δεν υπάρχει κάτι να συζητήσουμε.
Είναι σα να λέμε: η αρραβωνιαστικιά μου είναι πάντα συνεπής στα ραντεβού μας, γιατί αν μια φορά αργήσει θα πάψει να είναι αρραβωνιαστικιά μου.
Έτσι έχουμε πάντα δίκιο, αλλά το δίκιο αυτό δεν μπορούμε να το κάνουμε τίποτα.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Δεν είναι ιδεαλισμός. Σου έδωσα ένα παράδειγμα μιας πολιτικής απεύθυνσης (του Σάντερς) που ήταν ταξική και ταυτόχρονα συμπεριλάμβανε τις γυναίκες, τις μειονότητες, τους μετανάστες, τους LGBT, κλπ. Σε πιο τοπικό επίπεδο είμαι σίγουρος πως μπορούν να βρεθούν ακόμα καλύτερα παραδείγματα τέτοιων διαθεματικών (inter-sectional) αγώνων.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Το «παράδειγμα» του Σάντερς, στην καλύτερη περίπτωση, αποδεικνύει ότι μπορεί πρακτικά να υπάρξει και μία χρήση της αναφοράς στην εργατική τάξη η οποία να μην λειτουργεί ως έννοια αποκλεισμού.
(Λέω «στην καλύτερη περίπτωση» διότι ούτε αυτό είναι σίγουρο: ο Σάντερς στην καμπάνια του είναι γεγονός ότι είχε αυτή την αναφορά, και είχε εκλογική απήχηση. Ωστόσο, δεν έχουμε κάποιο στοιχείο που να βεβαιώνει ότι το πρώτο ήταν η αιτία του δεύτερου. Η απήχηση αυτή ενδέχεται να οφειλόταν [και] σε άλλους παράγοντες).
Ακόμη όμως και αν δεχθούμε την ευνοϊκότερη αυτή περίπτωση, τότε δεν έχει αποδειχθεί τίποτε περισσότερο από το ότι η αναφορά στην εργασία δεν είναι μονοσήμαντη, είναι ριζικά αμφίσημη, και ότι μπορεί να λειτουργήσει προς ποικίλες, έως και αντίθετες μεταξύ τους κατευθύνσεις.
Αυτό ακριβώς που λέω στο συμπέρασμα του άρθρου μου.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Reblogged στις radicalsubjectivityblog.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
«Ακόμη όμως και αν δεχθούμε την ευνοϊκότερη αυτή περίπτωση, τότε δεν έχει αποδειχθεί τίποτε περισσότερο από το ότι η αναφορά στην εργασία δεν είναι μονοσήμαντη, είναι ριζικά αμφίσημη, και ότι μπορεί να λειτουργήσει προς ποικίλες, έως και αντίθετες μεταξύ τους κατευθύνσεις.»
Προφανώς, το ξέρουμε αυτό από την εποχή του Εθνικοσοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος.
Το ίδιο ισχύει όμως και για άλλες ταυτότητες και για άλλες αναφορές, π.χ. στο φύλο. Το ξέρουμε αυτό από την εποχή που οι Βρετανίδες σουφραζέτες κέρδιζαν το δικαίωμα ψήφου αφού είχαν πρώτα προπαγανδιστικά στηρίξει την «εθνική προσπάθεια» της χώρας τους στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και από την εποχή που η Betty Friedan λάνσαρε το δεύτερο κύμα φεμινισμού με το «Feminine Mystique», ένα ψυχροπολεμικό κείμενο που μεταξύ άλλων ισχυριζόταν ότι ο περιορισμός των γυναικών στην οικιακή/οικογενειακή σφαίρα είναι αρνητικός για το έθνος, γιατί έχει ως αποτέλεσμα οι γιοί τους να βγαίνουν μαμόθρεφτα και να μην μπορούν να σταθούν στον Πόλεμο της Κορέας.
Γιατί όμως η αποκλειστική εμμονή με την εργασία;
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Πράγματι! Αυτό ακριβώς ρωτάω κι εγώ. Γιατί;
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Πίστεψέ με, στην αμερικανική πολιτική σκηνή, στην οποία αναφέρεται το κείμενο, δεν υπάρχει καμία απολύτως εμμονή με την εργασία και ο όρος «εργατική τάξη» ήταν ταμπού πριν τον επαναφέρουν, την εποχή της κρίσης, ο Σάντερς και ο Τραμπ.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Πάντως στα κείμενα που κοίταξα σχετικά με τις εκλογές, γραμμένα τόσο από μη Αμερικανούς όσο και από Αμερικανούς, η «εργατική τάξη» δίνει και παίρνει -συχνά συνοδευόμενη από το επίθετο «λευκή», πράγμα που της δίνει τη χροιά της έννοιας αποκλεισμού και όχι της συμπερίληψης. Μερικά παραδείγματα αναφέρω ήδη στο άρθρο, και υπάρχουν εκατοντάδες άλλα
Μου αρέσει!Μου αρέσει!