του Άκη Γαβριηλίδη
Την Κυριακή που πέρασε, παραβρέθηκα σε προβολή της νέας ταινίας του Κωνσταντίνου Γιάνναρη «Το ξύπνημα της άνοιξης» και στη συνέχεια σε συζήτηση με τον σκηνοθέτη. (Για την ακρίβεια, στη συζήτηση δεν έμεινα μέχρι το τέλος, έφυγα νωρίτερα όπως και οι περισσότεροι θεατές). Τόσο την προβολή, όσο και την κουβέντα τη βρήκα πραγματικά απογοητευτική, για πολλούς λόγους.
Καταρχάς, στη ταινία έπληξα. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι είχαμε δει πάνω από τη μισή και ακόμη δεν είχε συμβεί κάτι ιδιαίτερο, κάτι που να αιχμαλωτίζει την προσοχή μας και να μας δημιουργεί κάποια αγωνία ή έστω περιέργεια για το τι θα επακολουθήσει. Στα πρώτα πέντε λεπτά –ή και πριν ακόμα αρχίσει η ταινία εάν κανείς διαβάσει τις περιλήψεις/ παρουσιάσεις- μαθαίνουμε ότι η υπόθεση αφορά μια συμμορία πέντε νεαρών ατόμων η οποία επιδίδεται στο έγκλημα. Η ταινία προχωρά αργόσυρτα επί πολλή ώρα χωρίς στην πληροφορία αυτή να προστίθεται κάποιο σημαντικό καινούριο στοιχείο. Οι ήρωες σκιαγραφούνται θραυσματικά και με αλλεπάλληλα φλας μπακ, περνάμε από τον ένα στον άλλο, βλέπουμε σκηνές στο σπίτι του καθενός με τους γονείς του, σε καταλήψεις ή συναυλίες ροκ –από τις οποίες όμως δεν ακούμε ούτε μισό τραγούδι- με τους συμμαθητές τους, σε χώρους άθλησης, σε χωράφια και βουνά, και ανάμεσα σε όλα αυτά παρεμβάλλονται διάφορα φιξ καρέ με συνθήματα γραμμένα σε τοίχους της Αθήνας, στα ελληνικά ή και σε άλλες γλώσσες, χωρίς εμφανή σύνδεση με την πλοκή της ταινίας. Όλα αυτά κουράζουν τον θεατή –τουλάχιστο τον θεατή που ήμουν εγώ- και δεν του επιτρέπουν να εξατομικεύσει και να ταξινομήσει επαρκώς τον κάθε ήρωα.
Η εξιστόρηση της πλοκής κοινοποιείται στο θεατή μέσα από μονταρισμένα πλάνα των καταθέσεων που κάνουν οι δράστες στην ασφάλεια μετά την εκδήλωση της εγκληματικής τους δραστηριότητας και τη σύλληψή τους. Οι καταθέσεις αυτές δεν συμπίπτουν καν ως προς το περιεχόμενό τους· αλλά ακριβώς αυτό είναι ένδειξη πόσο συμπίπτουν οι ίδιοι οι ήρωες ως προς τη θρασυδειλία και την «ανανδρία» τους: όχι μόνο «σπάνε» αμέσως στην ανάκριση, αλλά και σπεύδουν να καρφώσουν ο ένας τον άλλο για να γλιτώσουν οι ίδιοι, χωρίς καν να δείχνουν ότι συνειδητοποιούν πόσο κακό είναι αυτό που έχουν κάνει.
Παρά λοιπόν τη σχετική αφηγηματική ασάφεια, η ταινία έχει ένα σαφές ηθικό –εγώ θα έλεγα ηθικολογικό- δίδαγμα: ότι ο κόσμος, ή πάντως η Ελλάδα, έχει πάρει το στραβό δρόμο και πρέπει να μετανοήσει. Ειδικότερα, ότι το σχολείο και οικογένεια βρίσκονται σε διάλυση, δεν μπορούν να επιτελέσουν την αποστολή τους, με αποτέλεσμα τα σημερινά παιδιά να μένουν ανεξέλεγκτα, χωρίς πειθαρχία και καθοδήγηση, να παρασύρονται από τον ηδονισμό, τον αναρχισμό, την αμφισβήτηση και τον μηδενισμό και να οδηγούνται στο έγκλημα και στη λατρεία της βίας. Πράγμα το οποίο δεν διστάζουν με θράσος να ομολογήσουν. Και το πιο επικίνδυνο απ’ όλα είναι ακριβώς η συνεργασία ανάμεσα στους «παραβάτες του κοινού ποινικού δικαίου» και τους «αναρχοαριστεριστές» οι οποίοι θεωρητικοποιούν αυτή τη λατρεία της βίας. Ακόμη και αν οι δεύτεροι είναι κωλόπαιδα, επιπόλαιοι, ρηχοί, φαντασμένοι, ακόμη και αν οι πρώτοι τούς βλέπουν με καχυποψία και περιφρόνηση, πάντως η συνάντησή τους είναι η πηγή θανάσιμων κινδύνων.
Μόνο ηθικό ανάχωμα σε αυτή την κατηφόρα, μόνος θεσμός που εκπληρώνει σωστά το ρόλο του και διασώζει την τιμή της ελληνικής κοινωνίας, είναι η αστυνομία. Μπορεί βέβαια κάποτε να ρίχνει και καμιά σφαλιάρα παραπάνω, αλλά τι να κάνει κι αυτή με τα αιμοδιψή τέρατα που έχει απέναντί της.
Ο ηθικός αυτός πανικός δεν έρχεται σε αντίθεση με έναν ορισμένο εξωραϊσμό αυτού του υποτιθέμενου μηδενισμού/ ηδονισμού της σημερινής νεολαίας. Όπως συχνά συμβαίνει, η αποστροφή συνοδεύεται και από μία σαγήνη· αν μη τι άλλο, ο ιεροκήρυκας, προκειμένου να στηλιτεύσει τον πειρασμό, πρέπει να τον περιγράψει και να τον δείξει. Έτσι, η ταινία μάς δείχνει τους νεαρούς της ήρωες να έρχονται σε επαφή με το σοκ της σεξουαλικότητάς τους, (μάλλον αυτό εξάλλου υποδηλώνει σαρκαστικά ο κατά τα άλλα ανεξήγητος τίτλος της ταινίας), να το διαχειρίζονται –ή όχι- με τρόπο αφελή, αμήχανο, βίαιο, να βιώνουν τη σωματική επιθυμία, την εγκατάλειψη, τη ζήλεια, να προβαίνουν ενίοτε σε «ακόλαστες» πράξεις, και όλα αυτά υπό το βλέμμα μιας κάμερας που είναι δύσκολο να ξεχωρίσουμε αν ποντάρει στον «ωμό ρεαλισμό» ή απλώς σε μια ηδονοβλεψία προορισμένη να λειτουργήσει ως ένεση ενδιαφέροντος σε σεκάνς οι οποίες διαφορετικά δεν θα είχαν πολύ. Τουλάχιστον μία φορά, μάλιστα, η κάμερα αυτή κινηματογραφεί από το ταβάνι (!), δηλαδή από την οπτική γωνία τού θεού· του δίκης οφθαλμού ός τα πάνθ’ ορά.
Και το επιστέγασμα: στο τέλος, η μόνη κοπέλα της συμμορίας (η οποία σημειωτέον είχε παίξει προηγουμένως ρόλο «μεσολαβητή» προκειμένου να γίνει δεκτός στην ομάδα ο ιδεολόγος αντικαπιταλιστής), είναι αυτή που εκτελεί εν ψυχρώ τη Γερμανίδα κυρία του σπιτιού στο οποίο έχουν εισβάλει, μπροστά στα μάτια του συζύγου της που είναι στέλεχος πολυεθνικής, καθώς και των παιδιών της, δίνοντάς της την εξής αιτιολόγηση πριν πυροβολήσει: «ήρθες στη χώρα μου να μου πεις τι θα κάνω!».
Δηλαδή η ταινία δεν αφήνει ανεκμετάλλευτο κανένα από τα κλισέ του ακραίου κέντρου: για τον κακό δρόμο που έχει πάρει η νεολαία μας δε φταίει μόνο η σύγχυση και η ισοπέδωση των διαχωριστικών γραμμών –η ηδονή της βίας, και η βία της ηδονής, συνενώνουν αγόρια και κορίτσια, ντόπιους και μετανάστες, ποινικούς και επαναστάτες-, αλλά και ταυτόχρονα ο «πρωτόγονος αντιγερμανισμός» και ο «εθνολαϊκισμός».
Εάν κάθε ταινία, ακόμα και η πιο κυριολεκτική, αφήνει πάντοτε κάποια περιθώρια πολυσημίας και εναλλακτικών ερμηνειών, τα περιθώρια αυτά έσπευσε να τα περιορίσει ασφυκτικά ο ίδιος ο σκηνοθέτης κατά τη συζήτηση. Εκεί, ο κατά δήλωσή του ανανήψας πρώην αναρχοαριστεριστής Γιάνναρης έπιασε με το καλημέρα να βγάζει ένα λογύδριο όπου κατήγγειλε τη βία των νυν αναρχοαριστεριστών που κάθε τρεις και λίγο καίνε την Αθήνα και μετά αποσύρονται στο άδυτο των Εξαρχείων, στηλίτευσε την κουλτούρα αποδοχής και ασυδοσίας με την οποία τους αντιμετωπίζει η υπόλοιπη κοινωνία, θρήνησε πόσο αβίωτη είναι η Αθήνα εξαιτίας αυτών των παρακμιακών φαινομένων, και γενικά εξέθεσε όλους τους κοινούς τόπους που έχει παραγάγει τις τελευταίες δεκαετίες η σκέψη του μίσους για τη δημοκρατία. Και αυτό σε μια στιγμή όπου δεν του είχε καν τεθεί κάποια συναφής ερώτηση ή αντίρρηση –όπου όμως υπήρχαν ενδείξεις ότι σε ένα μεγάλο μέρος του κοινού το ρεύμα δεν περνούσε, υπήρχε ένα κύμα επιφυλακτικότητας και απογοήτευσης.
Η απογοήτευση γινόταν μεγαλύτερη στο βαθμό που η επιτέλεση αυτή, όπως συμβαίνει συνήθως, συνοδευόταν από το φανατισμό και την επιμονή του νεοφώτιστου –η οποία δεν είναι άλλο από μια επιθετικότητα απέναντι στον παλιό του εαυτό και μια προσπάθεια να πείσει, τους άλλους και τον ίδιο τον τωρινό εαυτό του, ότι δεν έχει πλέον καμία σχέση με εκείνον τον παλιό.
Νομίζω ότι, μετά απ’ αυτό, δεν μένει παρά να ευχηθούμε στο σκηνοθέτη μας να γίνει μία νέα Σώτη Τριανταφύλλου και να αρχίσει λαμπρή καριέρα ως πολιτικός σχολιαστής στα μαζικά και στα κοινωνικά μέσα. Ή –γιατί όχι, μεσοπρόθεσμα- και ως πολιτικός σκέτα.
Ευχαριστώ την Μαρία Σαρρή, τη Νούλη Αναστασιάδου και την Κλεοπάτρα Λιακοπούλου για μερικές πρώτες εν θερμώ προφορικές συζητήσεις
Σίγουρα άνθρωποι όπως ο Κ. Γιάνναρης έχουν να «ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους με την παλιά τους φιλοσοφική συνείδηση». Αυτό όμως, αφορά τους ίδιους και μόνον.
Για ό,τι αφορά εμας τους υπόλοιπους, η κλασική αξιολόγηση των σημερινών συνθηκών και των νοοτροπιών που παράγουν – όχι μόνον στην Ελλάδα ή εδώ στο Νότο – έγινε πριν καιρό από τον Μαξ Βεμπερ, στο τέλος της «Προτεσταντικής Ηθικής και του Πνεύματος του Καπιταλισμού», εκεί που γράφει για το «ατσάλινο κλουβί» της όψιμης φάσης των κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και για τον «Τελευταίο Άνθρωπο» που θα ζει εκεί μέσα:
«Ειδήμονες χωρίς πνεύμα, ηδονιστές χωρίς καρδιά’ [Fachmenschen ohne Geist, Genussmenschen ohne Herz]: Αυτές οι ασημαντότητες φαντάζονται πως υψώθηκαν σ’ ένα επίπεδο του ανθρώπινου πολιτισμού στο οποίο κανείς δεν έφτασε προηγουμένως».
http://www.rnbnet.gr/details.php?id=5372
Πολλά συνηγορούν ότι «για μας μιλά ο μύθος»: Ήδη το αγαπάμε το κλουβί μας, τριβόμαστε ηδονικά στα ατσαλένια σύρματά του, κοπανιόμαστε πάνω τους νωχελικά και πάντα μαζοχιστικά
Φυσικά, για το ίδιο κακό συναπάντημα μας προειδοποίησαν στη συνέχεια, με άλλες λέξεις, οι Φρανκφουρτιανοί και οι φίλοι τους, από τον Μπένγαμιν και τον Αντόρνο μέχρι τον Χάμπερμας («αποικιοποίηση του βιόκοσμου από το σύστημα») και τον Κρίστοφερ Λας.
Βέβαια, οι μετα-δομιστές και γενικώς οι μετα-μοντέρνοι in toto ισχυρίζονται άλλα, μάλλον τα αντίθετα. Θα δούμε ποιός είχε δίκιο. Υπομονή, η νεκροψία θα δείξει.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!