του Άκη Γαβριηλίδη
Μια πρακτική που επαναλαμβάνεται τελετουργικά στην ελληνόφωνη δημόσια σφαίρα και που υποτίθεται ότι αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας τη σημασία της αρχαίας ελληνικής, τοπικώς και παγκοσμίως, είναι η απαρίθμηση των πολυάριθμων ξενόγλωσσων λέξεων που έχουν ελληνική προέλευση. Τόσο πολυάριθμων, που κατά βάθος οι ομιλητές των αντίστοιχων γλωσσών υποστηρίζεται ότι «μιλάν ελληνικά χωρίς να το ξέρουν» –όπως είναι και ο τίτλος σχετικού βιβλίου γραμμένου από μία ηλεκτρολόγο μηχανικό, πιανίστρια και «creative director» (η οποία άρα δεν γράφει μόνο ελληνικά, ακόμα και όταν γράφει ελληνικά).
Η παγκόσμια αυτή αίγλη θεωρείται ότι τεκμηριώνει ειδικότερα και την ανάγκη να διδάσκονται τα αρχαία στους Έλληνες μαθητές, ώστε να τους βοηθήσουν να αντιλαμβάνονται καλύτερα την ετυμολογία των λέξεων της νέας ελληνικής και έτσι να τη μιλάνε καλύτερα.
Η επιχειρηματολογία αυτή έχει αρκετά προβλήματα, μερικά από τα οποία έχω προσπαθήσει –και εγώ και άλλοι- να εκθέσουμε στο παρελθόν. Μεταξύ άλλων ότι βασίζεται σε μία στατική αντίληψη της γλώσσας ως συνόλου λέξεων, και σε μία ουσιοκρατική –αλλά όχι γι’ αυτό λιγότερο χαλαρή- αντίληψη του γλωσσικού δανεισμού.
Στο παρόν σημείωμα, θα διατυπώσω μία άλλου τύπου αντίρρηση. Ακόμη και αν δεχθούμε, χάριν του επιχειρήματος, τη θεωρία των «αρχαϊστών» ότι η σημασία και η χρησιμότητα μιας γλώσσας είναι ευθέως ανάλογη των λέξεων που έχει δανείσει σε άλλες, είναι άραγε τόσο αυτονόητα θετικό το ισοζύγιο για την ελληνική γλώσσα;
Στο παρελθόν, είχαν και άλλοι την ιδέα να καταρτίσουν αντίστοιχες λίστες με τις λέξεις που η ελληνική δανείστηκε από άλλες γλώσσες. Οι αρχαϊστές, τουλάχιστον οι πιο σοβαροί απ’ αυτούς, δεν αρνούνται βέβαια ότι ο δανεισμός αυτός υπάρχει, αλλά ουσιαστικά παρακάμπτουν το επιχείρημα θάβοντάς το κάτω από την «αφομοιωτική δύναμη της ελληνικής γλώσσας» ή αντιτείνοντας ότι «εμείς» δανειστήκαμε ως επί το πλείστον λέξεις για πεζά αντικείμενα με χαμηλή πολιτιστική αξία, ενώ αυτές που δανείσαμε αφορούν πολύπλοκα και σημαντικά διανοητικά επιτεύγματα.
Αυτήν ακριβώς την ιεράρχηση υψηλού/ χαμηλού σκοπεύω να αμφισβητήσω εδώ. Και ειδικότερα τον υποβιβασμό και την περιφρόνηση απέναντι στην καθημερινότητα, και την υπερβολικά εύκολη αποσύνδεση και αποβολή της από το πεδίο του πολιτισμού.
Είναι αλήθεια ότι οι όροι τους οποίους οι Ευρωπαίοι δανείστηκαν απευθείας από την αρχαία ελληνική, ή κατασκεύασαν με βάση υλικά δανεισμένα από εκείνη, χρησιμοποιούνται ευρέως στις υψηλές σφαίρες της τέχνης, της επιστήμης και της πολιτικής/ διοίκησης. Ωστόσο, ακριβώς γι’ αυτό, πρόκειται συχνά για λέξεις αφηρημένες, οι οποίες σπανίως αποκτούν υλική βαρύτητα και πυκνότητα για τη ζωή κάποιων συγκεκριμένων ανθρώπων, σπανίως επενδύονται με κάποια συναισθηματική φόρτιση· μερικές δε απ’ αυτές, ένας κοινός άνθρωπος –κάποιος δηλαδή που δεν είναι μέλος της αντίστοιχης επιστημονικής ή καλλιτεχνικής κοινότητας- ενδέχεται να μην τις χρησιμοποιήσει έστω και μία φορά στη ζωή του. Αντιθέτως, η ορολογία που χρησιμοποιείται στα νέα ελληνικά για πολύ βασικούς τομείς της ανθρώπινης ζωής, κρίσιμους για την παραγωγή της ανθρώπινης υποκειμενικότητας, είναι σε μεγάλο βαθμό ξενικής προέλευσης.
Ως παράδειγμα, θα επικεντρωθώ εδώ σε τέσσερα πολύ καίρια πεδία του ατομικού και κοινωνικού βίου με σημαντική συμβολή στη διαμόρφωση ταυτοτήτων και αισθήσεων του συνανήκειν. Αυτά είναι η κατοικία, η τροφή, η ψυχαγωγία και η ένδυση-καλλωπισμός.
- Οίκηση
Στις λίστες των ελληνικών δανείων προς άλλες γλώσσες, φιγουράρουν πάντα όροι με πρώτο συνθετικό το οικο (-νομία, -λογία κ.ο.κ.). Συχνά όμως ξεχνάμε ότι, για αυτή την τόσο σημαντική έννοια της εστίας, του χώρου μόνιμης διαμονής, στα ελληνικά εδώ και αιώνες δεν χρησιμοποιείται πλέον ο οἶκος, αλλά το λατινικής προέλευσης σπίτι.
Και επίσης, συναφώς, όροι όπως τσιμέντο, μπετόν, γιαπί, σοβάς, τούβλο, κολόνα, πιλοτή, πάρκινγκ, πόρτα, ταβάνι, ταράτσα, σοφίτα, ρετιρέ, μπαλκόνι, κουρτίνα, παντζούρι, τέντα, σκάλα, ασανσέρ, καλοριφέρ, τζάκι, σόμπα, αιρ κοντίσιον, σαλόνι, χωλ, κουζίνα, μπάνιο, τουαλέτα, καζανάκι, ντους, ντουλάπα, ράφι, καναπές, ντιβάνι, μαξιλάρι, κουβέρτα, κομοδίνο, λάμπα[1].
- Τροφή:
Εδώ πραγματικά έχουμε πρόβλημα τι να αφήσουμε έξω, όχι τι να περιλάβουμε. Μουσακάς, ντολμάς, κεφτές, σουτζουκάκι, μπιφτέκι, σεφταλιά, κοκορέτσι, μπριζόλα, φιλέτο, παντσέτα, πίτσα, πεϊνιρλί, γιουβέτσι, σπαγγέτι, παστίτσιο (γενικά όλα τα είδη ζυμαρικών και οι τρόποι παρασκευής τους), ζαμπόν, σαλάμι, κασέρι, χαλούμι, φραντζόλα, μπαγκέτα, τοστ, σάντουιτς, σουφλέ, σαλάτα, τζατζίκι, ταραμάς, γιαούρτι, μουστάρδα, κέτσαπ, μαγιονέζα, σως, μπωλ, πιάτο, φλιτζάνι, κατσαρόλα, τέντζερης, σαγανάκι, μπίρα, ούζο, τσίπουρο, ρακί (επίσης η κουμανταρία και πιθανώς η ζιβανία για την Κύπρο), μπουκάλι, καπάκι, καράφα, πάστα, τούρτα, τάρτα, κρέμα, κανταΐφι, μπακλαβάς (και σχεδόν όλα τα υπόλοιπα γλυκίσματα), μπακαλιάρος, καρπούζι, βερίκοκο, βεβαίως το περιληπτικό φρούτο που αντικατέστησε τον καρπό, και φυσικά όλα τα ονόματα προϊόντων που έφτασαν σε μας από την Ανατολή ή από τον «νέο κόσμο»: ντομάτα, πατάτα, σοκολάτα, πορτοκάλι, νεράντζι, μπανάνα, μελιτζάνα, αγκινάρα, καφές, τσάι, κακάο, κανέλα … Γενικά, με εξαίρεση τα ονόματα λίγων φρούτων και λαχανικών που υπήρχαν στην αρχαιότητα και διατηρήθηκαν αυτούσια ή παραλλαγμένα (σύκα, σταφύλι, σιτάρι, ελιά), τον γενικό όρο κρέας και τα επίθετά του (χοιρινό, μοσχαρίσιο), στα νέα ελληνικά δεν χρησιμοποιούνται πολλά ονόματα πρωτογενών προϊόντων και, εξ όσων μπορώ να σκεφτώ, ούτε ένα όνομα συνταγής –παρασκευασμένης τροφής- που να ανάγεται στα αρχαία ελληνικά: ούτε ο πλακοῦς, ούτε η ἀμβροσία, ούτε ο μέλας ζωμός. Ακόμη και τα στοιχειώδη ψωμί, νερό, κρασί είναι μεν λέξεις ελληνικής ετυμολογίας, αλλά διαφορετικές από τις αντίστοιχες της αρχαιότητας τις οποίες αντικατέστησαν, και για έναν κάτοικο της Αθήνας του 5ου π.Χ. αιώνα θα ήταν εξίσου ακατανόητες όσο και οι ξένες.
- Ψυχαγωγία:
Κάποιες λέξεις αρχαιοελληνικής καταγωγής –ή παράγωγά τους- συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται, αλλά συχνά με τελείως διαφορετική έννοια (π.χ. χορός) ή και με μία άλλη, μεταφορική έννοια (π.χ. τραγωδία, η οποία συνηθέστερα δηλώνει μια δυσάρεστη και απρόσμενη εξέλιξη παρά ένα θεατρικό έργο –εκτός αν το συγκείμενο είναι το Φεστιβάλ Αθηνών/ Επιδαύρου). Ένα παράγωγό της, ο όρος τραγούδι (τραγουδώ, κ.λπ.) δηλώνει κάτι που στην αρχαιότητα αποδιδόταν με το άδω. Αλλά καλλιτεχνικά αντικείμενα και πρακτικές που έχουν πολύ ευρύτερη διάδοση, και που ενίοτε θεωρούνται εμβληματικά για τον ίδιο τον νεοελληνικό πολιτισμό ή για υποσύνολά του, αποδίδονται με όρους όπως κέφι, γλέντι, μπουζούκι, μπαγλαμάς, ρεμπέτικο, ζεϊμπέκικο, χασάπικο/ χασαποσέρβικο, καρσιλαμάς, τσιφτετέλι, τσάμικος, μπάλος, σούστα, κλαρίνο, ζουρνάς, κεμεντζές, νταούλι, ούτι/ λαούτο (και γενικώς τα ονόματα των περισσότερων μουσικών οργάνων), μπουλούκι, Καραγκιόζης, βουλεβάρτο, πίστα, καμπαρέ, μπουάτ, για να μην αναφέρουμε και τα υπόλοιπα που ανάγονται στη δυτική παράδοση, π.χ. μπαλλάντα, καντάδα, κονσέρτο, βαλς, ροκ, χέβι μέταλ, νιου έιτζ/ γουέιβ, φάρσα, περφόρμανς …
Και φυσικά όλα τα τεχνολογικά εργαλεία που συνδέονται με την αναπαραγωγή ήχου και εικόνας (και όχι μόνο με αυτή): βίντεο (κλιπ), σι-ντι, στέρεο, εμ-πι-θρη (πλέιερ), τα παλαιότερα κασέτα, βινύλιο, πικάπ, ουώκμαν …
- Ένδυση-καλλωπισμός:
Σε αυτόν τον τομέα της ατομικής και κοινωνικής ζωής, που είναι εξίσου κρίσιμος και καθόλου «διακοσμητικός» (στο βαθμό που έχει να κάνει με την προσωπική αυτοεκτίμηση και την ερωτική γοητεία), επίσης μιλάμε συνήθως αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, αλλά και τουρκικά ή αλβανικά, ακόμα και ιαπωνικά, και το ξέρουμε: παπούτσι (επίσης: σκαρπίνι/ γόβα), παντόφλα, σαγιονάρα, τσόκαρο, κάλτσα (και το παλαιότερο τσουράπι), καλ(τ)σόν, κολλάν, παντελόνι, τζιν, τσέπη, γιακάς, πουλόβερ, μπλούζα, φούστα/ φουστάνι, καπέλο, γάντια, παλτό, μπουφάν, κουστούμι, γραβάτα, φράκο, σλιπ, φανέλα, βερμούδα, μαγιό, μπικίνι, στρινγκ, σουτιέν, κομπινεζόν, εμπριμέ, τιράντα, δαντέλα, μπουρνούζι, γιλέκο, φερμουάρ, κορδόνι, ζακέτα, κασκόλ, εσάρπα, τσάντα· ως προς τα καλλυντικά και είδη περιποίησης, όλα εκτός ελαχίστων: μέικ απ, μανόν, κολώνια, άφτερ σέιβ, βούρτσα, πετσέτα, μπουρνούζι, σαμπουάν (αγγλική μετοχή μεταγραμμένη με γαλλική προφορά), σερβιέτα, ταμπόν, πεντικιούρ, μανικιούρ, περμανάντ, τατουάζ (πιο πρόσφατα: τατού), αξεσουάρ …
Κατά την πρόσφατη σύνοδο της βουλής των εφήβων, ένας εκ των συμμετεχόντων μάς διαβεβαίωσε ότι «Δεν έχει δει ποτέ του δέντρο και φυτό να επιβιώνει χωρίς τις ρίζες του κι έτσι η νέα ελληνική γλώσσα δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς τα αρχαία».
Τα παραπάνω παραδείγματα όμως φαίνεται να δείχνουν ότι η νέα ελληνική γλώσσα φαίνεται να τα καταφέρνει μια χαρά χωρίς τα αρχαία, και ότι ένα μεγάλο ποσοτικά και σημαντικό ποιοτικά μέρος του λεξιλογίου της δεν οφείλει απολύτως τίποτε σε αυτά.
Ένα άλλο αγαπημένο κλισέ τών αρχαιολατρών, και ειδικά του Γ. Μπαμπινιώτη, είναι η παράθεση της γνωστής ρήσης του Βιτγκενστάιν «Τα όρια της γλώσσας είναι τα όρια του κόσμου μου». Πρόκειται φυσικά για καταχρηστική οικειοποίηση, διότι ο φιλόσοφος, όταν έλεγε «η γλώσσα μου» δεν εννοούσε τα γερμανικά, ή την όποια εθνική γλώσσα, και όταν μιλούσε για όρια δεν εννοούσε κάποια κρατικά ή γεωγραφικά σύνορα. Αλλά έστω: εάν κάνουμε τη χάρη στον Μπαμπινιώτη να δώσουμε αυτό το νόημα στη φράση, θα βγάλουμε το μάλλον ανεπιθύμητο γι’ αυτόν συμπέρασμα ότι τα όρια του νεοελληνικού «κόσμου» και του πολιτισμού του περίπου συμπίπτουν με τα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Προκύπτει έτσι μία άλλη εικόνα: ότι ο κόσμος αυτός, αν χαρακτηρίζεται από κάποια «αδιάσπαστη ενότητα», αυτή δεν είναι τοπική και διαχρονική (η ενότητα όσων ζουν τώρα στην Ελλάδα με όλους όσοι ζούσαν παλαιότερα), αλλά δια-τοπική και συγχρονική: τις περισσότερες από τις λέξεις που απαριθμήσαμε θα τις καταλάβαινε με λίγη προσπάθεια ένας σημερινός Τούρκος, Σέρβος, Βούλγαρος, Μακεδόνας … Εάν όμως, με κάποιο θαύμα ή με κάποια μηχανή του χρόνου, καταφέρναμε να διακτινίσουμε στο παρόν έναν αρχαίο Έλληνα, θα του ηχούσαν σαν κινέζικα.
[1] Ίσως αντιτείνει κανείς ότι κάποιοι απ’ αυτούς τους όρους δεν είναι και τόσο ξένοι, εφόσον έχουν ενσωματωθεί από το 19ο αιώνα στο λεξιλόγιο και, ενίοτε, στο κλιτικό σύστημα της ελληνικής γλώσσας. Ωστόσο, οι περισσότεροι όροι που εμφανίζονται στις λίστες των «ελληνικών δανείων» επίσης έχουν ενσωματωθεί στα αντίστοιχα συστήματα των ευρωπαϊκών γλωσσών, και μάλιστα αρκετούς αιώνες νωρίτερα. Αν λοιπόν η ξενότητα αναιρείται στη μία περίπτωση, αναιρείται και στην άλλη.