του Άκη Γαβριηλίδη
Πριν από λίγα χρόνια, είχε καταγγελθεί ότι ένας (μη κατονομαζόμενος) διευθυντής Λυκείου της Λευκωσίας παρενέβη και υπέδειξε στους μαθητές του να μη χρησιμοποιήσουν ποιήματα του Ρίτσου στη γιορτή του σχολείου τους, διότι «ήταν συμμορίτης», σε αντίθεση με τον Παλαμά και τον Σεφέρη οι οποίοι «δεν συγκρίνονται» μαζί του και πάντως ενδείκνυνται περισσότερο για εθνικές εορτές.
Η παρέμβαση ήταν φυσικά απαράδεκτη. Πέρα όμως από τη δεοντολογική διάσταση, νομίζω ότι καλό θα ήταν να εξετάσουμε και την ουσιαστική. Εάν το κάναμε, θα διαπιστώναμε ότι ο κ. διευθυντής, εκτός του ότι δεν είχε δικαίωμα, επιπλέον δεν είχε ούτε δίκιο. Στους στίχους που έγραψε ο Ρίτσος για την Κύπρο, δεν υπάρχει τίποτε το ιδιαιτέρως «συμμορίτικο» –με όποια έννοια και αν νοήσουμε τον όρο. Το πιο γνωστό σχετικό ποίημα του Ρίτσου, και αυτό που είναι πιθανότερο να ήθελαν να απαγγείλουν οι μαθητές, είναι το «Ύμνος και θρήνος για την Κύπρο»: ένα στιχούργημα του 1974 από πέντε οκτάδες ομοιοκατάληκτων δεκαπεντασύλλαβων αμέμπτου εθνικοφροσύνης, με χαρακτήρα πανηγυρικό και ηθικοπλαστικό, πραγματικά ιδανικό για σχολικές τελετές, αναγνωστικά και γενικά για κάθε χρήση στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους. Τουλάχιστον εξίσου όσο και η γεμάτη τρυφερότητα «ευχή» προς το μικρό κοριτσάκι να «παντρευτεί τον κόσμο» για την οποία γράφαμε προσφάτως. (Εξάλλου, η σχέση των δύο ποιημάτων δεν περιορίζεται σ’ αυτό –όπως θα δούμε παρακάτω).
Διαβάζοντας σήμερα αυτούς τους δακρύβρεχτους στίχους, αισθάνεται κανείς πραγματικά αμήχανα μπροστά στον αφελή ενθουσιασμό με τον οποίο ο ποιητής καταπίνει αμάσητο –και μας ξανασερβίρει- όλο το παπαρρηγοπούλειο πακέτο του ανάδελφου, πολιορκημένου και πάντοτε αδικημένου έθνους. Αλλά επιπλέον, με δεδομένο ότι μιλάμε σε ένα συγκείμενο αντιαποικιακό, ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι ότι το ποίημα όχι μόνο δεν επιχειρεί καθόλου να συνδεθεί με αυτή τη διάσταση, αλλά αντιθέτως υιοθετεί το ίδιο, με ανάλογη αφέλεια, το κλασικό σχήμα της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας: την εικόνα μιας νησίδας πολιτισμού τριγυρισμένης από μία θάλασσα βαρβάρων[1]. Η πρώτη ομάδα οκτώ στίχων, το ποίημα «Ι» (κάθε ομάδα φέρει ως τίτλο τον αντίστοιχο λατινικό αριθμό), έχει ως εξής:
Νησί πικρό, νησί γλυκό, νησί τυραγνισμένο
κάνω τον πόνο σου να πω και προσκυνώ και μένω.
Εσύ της θάλασσας ρυθμός, ολάνθιστο κλωνάρι,
πώς σου μαδήσαν τ’ άνθια σου διπλοί, τριπλοί βαρβάροι.
Τι θλιβερά που σεργιανάν τριγύρω σου τα ψάρια, –
κι αντίχριστοι να παίζουνε την τύχη σου στα ζάρια.
Κουράγιο, μικροκόρη μας, που μας εγίνεις μάνα
ύμνος και θρήνος της ζωής κι ανάστασης καμπάνα.
Η χρήση του οικογενειακού λεξιλογίου, και πιο συγκεκριμένα ο παραλληλισμός του αλύτρωτου εδάφους με ένα νεαρό κορίτσι, έχει φυσικά αντιστοιχία με το γνωστό προηγούμενο της Νότιας Αλβανίας, η οποία –μεταβαπτισμένη σε «Βόρειο Ήπειρο»- είχε προ πολλού περάσει στο εθνικό φαντασιακό ως «μια αδερφή, κουκλίτσα αληθινή». Έτσι αποκαθίσταται και η ισορροπία: τώρα πλέον έχουμε αλυτρωτισμούς για κάθε γούστο –έναν για τους δεξιούς και έναν για τους αριστερούς. Τουλάχιστον όσους εμπνέονται από το σχήμα «πατρίς θρησκεία οικογένεια», την αυτοθυματοποίηση και την ηδονική ταύτιση με τα μαρτύρια του Ιησού –η οποία είχε ήδη διαγράψει λαμπρή καριέρα στο ποίημα για τον Αυξεντίου και τις «ελληνικές κοκκάλες» του. Οι καταγγελίες κατά των αντιχρίστων αν δεν απατώμαι είναι νέα κατάκτηση. Πάντως, ούτως ή άλλως τα «βάσανα της Κύπρου», για τον Ρίτσο, ορίζονται μόνο σε βάση εθνική-θρησκευτική: ως βάσανα Χριστιανών, ποτέ σε βάση κοινωνική ή πολιτική. (Άλλωστε το ποίημα αποτελεί «Ευλαβικό αφιέρωμα στον Μακάριο»). Στον «πόνο» του νησιού που «κάνει να πει» εδώ ο ποιητής δεν περιλαμβάνεται ποτέ π.χ. ο πόνος για τη δολοφονία τού Ντερβίς Αλί Καβάζογλου, ή οποιουδήποτε άλλου απίστου.
Ο Ρίτσος μάλλον δεν το ξέρει, αλλά η αναπαράσταση ενός αλύτρωτου εδάφους ως ανήλικου τέκνου της μητέρας-πατρίδας, (το οποίο άρα χρήζει καθοδήγησης από ενηλίκους που ξέρουν καλύτερα), υπάρχει αυτούσια και στην τουρκική γλώσσα και κουλτούρα. Εκεί, η Κύπρος, στο βαθμό που κατοικείται από άτομα τουρκικής εθνοτικής καταγωγής, αποκαλείται χαϊδευτικά «μωρό-πατρίδα» (yavru vatan) σε σχέση με την ana vatan που είναι η ηπειρωτική Τουρκία.
Αυτό όμως που, εξ όσων ξέρω, δεν υπάρχει αλλού, είναι η αξιοπερίεργη αναφορά των στίχων 7 και 8 αυτής της ενότητας (οι οποίοι είναι επίσης στίχοι 7 και 8 της ενότητας V, όπου επαναλαμβάνονται αυτούσιοι σαν ένα είδος επωδού με την οποία κλείνει το ποίημα στο σύνολό του). Πράγματι, εκεί, η Κύπρος όχι μόνο χαρακτηρίζεται υποτιμητικά «μικροκόρη», αλλά αμέσως μετά διαπιστώνεται ότι έγινε μητέρα, και ότι η σταύρωσή της συνοδεύτηκε, όπως και του Ιησού, από ανάσταση (ου μην αλλά και από τις κατάλληλες για την περίσταση κωδωνοκρουσίες).
Ποιο είναι ακριβώς το νόημα αυτής της εσχατολογίας; Γιατί «εγίνη μάνα» η πρώην μικροκόρη, πότε, και πώς; Μάνα ποίου;
Μία σκέψη θα ήταν ότι αποτελεί υπαινιγμό σε κάποιον μεταφορικό βιασμό, ή στους αρκετούς υπαρκτούς βιασμούς, που συντελέστηκαν κατά την τουρκική εισβολή, όπως συμβαίνει σε όλες τις πολεμικές (και σε αρκετές ειρηνικές) περιόδους. Σε αυτό συνηγορεί και η αναφορά στο μάδημα των ανθέων –μια από τις πιο κοινές μεταφορές για τη διακόρευση.
Με δεδομένο ότι αυτοί που φέρεται ότι μάδησαν τα άνθη της μικροκόρης είναι οι «βαρβάροι», και ότι αυτοί εμφανίζονται αρχικά ως διπλοί και, αμέσως μετά, ως τριπλοί, θα μπορούσαμε ίσως να σκεφτούμε ότι αυτό υπονοεί διακριτικά μία αποστασιοποίηση από την απολυτότητα του σχήματος καλοί Έλληνες/ κακοί ξένοι: εάν οι δύο τύποι βαρβάρων είναι 1) οι Τούρκοι και 2) οι Άγγλοι, πιθανόν η προσθήκη ενός τρίτου είδους να υπονοεί τη χούντα της Αθήνας· εν τοιαύτη περιπτώσει, θα πρόκειται εν μέρει για ενδοοικογενειακή κακοποίηση, εφόσον αυτοί που ανήκουν στο «μας», των οποίων μικροκόρη είναι η Κύπρος, ή έστω κάποιοι απ’ αυτούς, είναι συνυπεύθυνοι για το μάδημα.
Υπάρχει όμως κάτι που καθιστά προβληματική αυτή την ερμηνεία: μία κόρη που έρχεται στην πρώτη της σεξουαλική επαφή, και μάλιστα παρά τη θέλησή της, είναι στατιστικά απίθανο να μείνει έγκυος· και από τις λίγες περιπτώσεις που κάτι τέτοιο συμβαίνει, τα περισσότερα θύματα, στο βαθμό που τους δίνεται η δυνατότητα, επιλέγουν την έκτρωση. Μια κοπέλα που βιάστηκε, το πολύ πολύ μπορεί κανείς να πει ότι έγινε γυναίκα (που και αυτό δεν είναι κάτι ιδιαίτερα παρήγορο ή ενθαρρυντικό, όπως είναι εδώ η δηλωμένη πρόθεση του ποιήματος). Πάντως όχι «μάνα» εξ αυτού και μόνο του λόγου.
Μία άλλη δυνατή ερμηνεία για την ασάφεια αυτή του ποιήματος είναι ότι η Κύπρος, ανεβαίνοντας στο σταυρό του μαρτυρίου της, «γέννησε τη δημοκρατία στην Ελλάδα».
Αυτό θα ταίριαζε και με τη χρήση του όρου «ύμνος» στον τίτλο όσο και στον τελευταίο στίχο του ποιήματος. Διότι θρήνος, ναι, βεβαίως υπάρχει –ακόμα και τα ψάρια κολυμπούν θλιβερά-, αλλά κατά τα λοιπά στο ποίημα δεν υπάρχει κάτι ιδιαίτερα υμνητικό.
Εάν αυτό ευσταθεί, τότε φαίνεται ότι η τέως μικροκόρη και νυν μάνα Κύπρος αποτέλεσε την πιο πιστή ενσάρκωση του σεναρίου που σκιαγραφείται στο γνωστό κυβερνοσουξέ και διακινείται με ενθουσιασμό από την κόρη και κληρονόμο του ποιητή και από Έλληνες γονείς, υπό της ευλογίες του υπουργείου παιδείας και των προγραμμάτων ΕΣΠΑ: μια ανήλικη η οποία παντρεύτηκε τον κόσμο και θυσίασε τις επιθυμίες της για να κάνει ό,τι ζητούσε η ευτυχία του. Καλά, ίσως όχι του κόσμου, της Ελλάδας. Αλλά για μερικούς μερικούς η διαφορά δεν είναι τόσο μεγάλη.
Εάν δεν γίνει δεκτή ούτε αυτή η ερμηνεία για το πώς λειτουργεί εδώ η μεταφορά της μητρότητας, θα χαιρόμουν πραγματικά να άκουγα μία καλύτερη.
[1] Πρβλ.: «The sentiment of being “surrounded by barbarians” was once specific to settler-colonial societies. But as the European refugee crisis made headlines in 2015, it became evident that this sentiment is gaining widespread currency in the Western world» (Ghassan Hage, État de siège: A dying domesticating colonialism?).