του Άκη Γαβριηλίδη
Περί τα τέλη της δεκαετίας του 90, είχε γίνει μία προσπάθεια για έκδοση ενός περιοδικού που να χρησιμεύσει ως πλαίσιο συνύπαρξης μεταξύ διαφόρων δυνάμεων της ριζοσπαστικής και ανανεωτικής αριστεράς που το διάστημα εκείνο απέβλεπαν να μετάσχουν στις διεθνείς ζυμώσεις στο χώρο της εναλλακτικής (αντι)παγκοσμιοποίησης. Το περιοδικό τελικά εκδόθηκε, με το όνομα Μανιφέστο. Υπήρξε βραχύβιο και νομίζω ότι δεν πρέπει να πρόλαβε τον 21ο αιώνα. Δεν δημιούργησε ποτέ ηλεκτρονικό αρχείο. Το κείμενο που ακολουθεί υπήρξε η μόνη συμβολή μου στην προσπάθεια του Μανιφέστου, και το αναδημοσιεύω επειδή σήμερα δεν είναι διαθέσιμο πουθενά. Δεν είχα κρατήσει αρχείο και έτσι δεν είμαι σε θέση να αναφέρω όχι ημερομηνία, αλλά ούτε καν έτος δημοσίευσης. Ξαναδιαβάζοντάς το πάντως δύο δεκαετίες αργότερα, βρίσκω ότι άντεξε μια χαρά τη δοκιμασία του χρόνου και δεν θα είχα τίποτα να αλλάξω.
Ποιος άκουσε τα βήματα
απ’ του σκακιού το πιόνι;
Θ.Π.
Με τις διπλωματικές διατυπώσεις αποφεύγει κανείς να εκθέσει ή να εκτεθεί, αλλά οι απερίφραστες είναι προτιμότερες γιατί εξοικονομούμε χρόνο και υποκρισία. Σε μια τέτοια λοιπόν θα προβώ αμέσως τώρα. Μην ακούτε τι σας λένε: ήρθε η στιγμή να παραδεχτούμε ότι η σημαντικότερη νέα εμφάνιση στην ελληνική δισκογραφία κατά τη δεκαετία του 90 ήταν αναμφίβολα ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου.
Για να χρησιμοποιήσουμε μία εικόνα που σίγουρα θα εκτιμούσε ο ίδιος, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου εισέβαλε ως μετεωρίτης στα τραγουδιστικά πράγματα το 1993 και, σήμερα, μετά από πέντε ήδη μεγάλους δίσκους, εξακολουθεί να κάνει πράγματα που δεν μοιάζουν με οτιδήποτε άλλο έχουμε ακούσει στην ελληνική σκηνή και που κανείς άλλος δεν επιχειρεί να κάνει. Αντίθετα μάλιστα: ο «Βραχνός προφήτης» από αρκετές απόψεις δείχνει να κλείνει μια παρένθεση πιο συμβατικών (για τα μέτρα του Θ.Π.) έργων και να επιστρέφει στο πνεύμα αναζήτησης που χαρακτήριζε τον πρώτο δίσκο του.
Η … χελώνα
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Κατ’ ακριβολογία, ο πολιτικός μηχανικός από τη Λάρισα δεν πρωτοεμφανίστηκε στη δισκογραφία το 93: το πρώτο του τραγούδι το είχε ηχογραφήσει ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 80, όταν, σε νεαρότατη προφανώς ηλικία, διαγωνίστηκε στους δεύτερους «Αγώνες Λαϊκού Τραγουδιού» που είχε οργανώσει ο Μάνος Χατζιδάκις στην Κέρκυρα–μόνο ως συνθέτης και στιχουργός: το τραγούδι του Η χελώνα είχε τότε ερμηνεύσει ο Πάνος Τσαπάρας. Επρόκειτο για ένα εντελώς αταξινόμητο τραγούδι, που ο ρυθμός του θύμιζε τσιφτετέλι αλλά παιζόταν με βασικό όργανο το μαντολίνο, και που οι στίχοι του εμφάνιζαν ήδη από τότε ένα αιφνιδιαστικό, σουρρεαλιστικό χιούμορ: Σ’ ένα μονόφθαλμο παπί/ θ’ αφηγηθώ τα κρίματά μου … Βέβαια τα μέλη της κριτικής επιτροπής, η αφρόκρεμα της υγιώς σκεπτόμενης αστικής διανόησης και καλλιτεχνίας, δεν πήραν χαμπάρι και βράβευσαν άλλους καλλιτέχνες, τους οποίους έκτοτε δεν ξανακούσαμε (ακριβώς όπως και την πρώτη χρονιά, οπότε είχαν αγνοήσει προκλητικά το «Μια βραδιά στο λούκι» των αδελφών Κατσιμίχα, μακράν το καλύτερο τραγούδι των Αγώνων, υπέρ άλλων απολύτως κοινότοπων λύσεων).
Στη συνέχεια, εμφανίζεται ως μόνο στιχουργός: δίνει δύο στιχάκια του στον Βασίλη Παπακωνσταντίνου (με τον οποίο δεν έχει καμιά σχέση, συγγενική ή άλλη) και προκύπτουν ο «Λεγεωνάριος» και ο «Μαύρος γάτος», τραγούδια στα οποία επίσης κυριαρχεί η σατιρική διάθεση, η αθυροστομία και η αμφισβήτηση κοινωνικών θεσμών (του στρατού και της οικογένειας αντίστοιχα).
Σε συνέντευξή του, ο Θ.Π. έχει αναφέρει ότι είχε στείλει στίχους του και στο Μάνο Λοΐζο, ο οποίος μετά από καιρό τού απάντησε τηλεφωνικά πως τους είχε μελοποιήσει και σκόπευε να ηχογραφήσει τα τραγούδια. Σύντομα μετά όμως άρχισε η περιπέτεια της υγείας του συνθέτη, η οποία και οδήγησε στον πρόωρο θάνατό του. Έτσι, δεν αποκλείεται ο Λοΐζος να πήρε μαζί του ένα άγνωστο αριστούργημα το οποίο κανείς δεν είχε την τύχη να ακούσει.
Αγία Νοσταλγία
Όπως κι αν έχει, τίποτα σε όλη αυτή την «προϊστορία» δεν προϊδέαζε γι’ αυτό που επρόκειτο να επακολουθήσει. Το 1993 λοιπόν κυκλοφορεί από τη ΛΥΡΑ (σε διεύθυνση παραγωγής του Νίκου Παπάζογλου – παραγωγές «Στρογγυλοί Δίσκοι») η πρώτη ολοκληρωμένη δουλειά του, η «Αγία Νοσταλγία». Ένας δίσκος που συγκέντρωνε όλες τις προϋποθέσεις για να περάσει τελείως απαρατήρητος: είχε έναν τίτλο που δεν παρέπεμπε σε τίποτα, ενώ ο δημιουργός του –όπως και ένας τραγουδιστής που συμμετείχε, ο Γιώργος Μιχαήλ- δεν ήταν φίρμα, ούτε έκανε τίποτα για να γίνει: αντί να περιφέρεται νωχελικά στα κανάλια και στις αίθουσες συναυλιών, έμενε στην επαρχία, ασχολιόταν επαγγελματικά με τα δημόσια έργα και αγνάντευε τα άστρα.
Και πράγματι, έτσι ακριβώς έγινε. Η ίδια η εταιρία που τον έβγαλε, φαίνεται ότι, από μια στιγμή και μετά, δεν ήξερε τι να τον κάνει· κάποια στιγμή μάλιστα τον περιέλαβε στη σειρά της «δύο LP σε ένα CD» (μαζί με τον πρώτο δίσκο των «Μικρών Περιπλανήσεων») για να τον ξεφορτωθεί πιο φτηνά. Με λίγη προσπάθεια, είναι ακόμη δυνατό σε κάποια δισκάδικα να βρεθούν αντίτυπα είτε του μονού, είτε του διπλού, «οικονομικού» CD.
Όλα αυτά δεν αναιρούν το γεγονός ότι ο δίσκος αυτός είναι, κατά τη γνώμη μου, ο καλύτερος ελληνικός δίσκος της δεκαετίας του 90.
Το «ξάφνιασμα» που προκαλεί η ακρόαση της «Αγίας Νοσταλγίας» δεν είναι εκ πρώτης όψεως εύκολο να εξηγηθεί. Κατά βάση πρόκειται για τραγούδια φτιαγμένα με βάση τα κλασικά νυκτά έγχορδα της λαϊκής ορχήστρας (τζουρά, μπουζούκι ή την «μπουζουκομάνα» του Θ.Π.), τα οποία τραγουδιούνται από αντρική, «μπάσα» και –με τα συμβατικά κριτήρια- ακαλλιέργητη φωνή. Από αυτή την άποψη, μπορούμε να βρούμε ένα προηγούμενο –μάλλον το μόνο- στην ελληνική δισκογραφία: τους «Χειμερινούς Κολυμβητές». Δυο περαιτέρω ομοιότητες είναι η συχνά φιλοπαίγμων διάθεση των στίχων, καθώς και η αίσθηση ότι έχουμε να κάνουμε με έναν καλλιτέχνη που προσεγγίζει τη λαϊκή παράδοση χωρίς κατά κυριολεξία να ανήκει σε αυτήν.
Η διαφορά έγκειται στο ότι, ήδη στην «Αγία Νοσταλγία», ο Παπακωνσταντίνου μού δίνει την αίσθηση πως παίρνει πολύ πιο σοβαρά –με την καλή έννοια- την ενασχόλησή του με το τραγούδι, ότι είναι κάτι που τον καίει· υπάρχουν εξάλλου σαφείς υπαινιγμοί σε ένα πνεύμα ασκητισμού και σε μία πνευματικότητα. Η πνευματικότητα όμως αυτή δεν έχει καμία σχέση με την ελληνοορθοδοξία, παλαιά ή νέα. Αντίθετα μάλιστα, ενίοτε έχει σχέση με την αραβοπερσική-οθωμανική παράδοση: οι αναφορές της εντοπίζονται στα αλεβίτικα μοναστικά τάγματα –οι μπεκτασήδες αναφέρονται ονομαστικά στο αριστουργηματικό Όνειρο, το οποίο ανοίγει με ένα φοβερό σόλο του Μανώλη Πάππου στο ούτι. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι στο δίσκο υπάρχουν δύο τραγούδια βασισμένα σε ποιήματα (ρουμπαγιάτ) του μεγάλου πέρση ποιητή, αστρονόμου και ερμηνευτή του Κορανίου Ομάρ Καγιάμ –ή ίσως, ορθότερα, Χαγιάμ- στον οποίο έχει μεταξύ άλλων αφιερώσει ο Μπόρχες το γοητευτικό κείμενό του «Το αίνιγμα του Εδουάρδου Φιτζέραλντ» (βλ. Ο δημιουργός και άλλα κείμενα, Ύψιλον 1980). Υπάρχει όμως και ένα ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου.
Στο επίπεδο της κατασκευής, μολονότι δεν υπάρχει κάτι το φοβερά εξεζητημένο, μπορεί κανείς ήδη να παρατηρήσει μια σειρά από λεπτομέρειες που δείχνουν έναν διακριτικό, αλλά ασταμάτητο πειραματισμό με τα εκφραστικά μέσα, μια διάθεση διεύρυνσης των στενών ορίων που θέτει η συμβατική φόρμα του τραγουδιού. Π.χ. τα τραγούδια του Παπακωνσταντίνου δεν έχουν σχεδόν ποτέ ρεφραίν (όπως και εκείνα του Άκη Πάνου, αλλά και του Θάνου Μικρούτσικου), ενώ ως προς τη διάρκειά τους επικρατεί πλήρης αναρχία: υπάρχει ένα κομμάτι που διαρκεί 48 δευτερόλεπτα (!), ενώ ένα άλλο κρατάει 4.37΄. Παρατηρείται επίσης μια διάθεση αξιοποίησης και άλλων, ασυνήθιστων ηχητικών πηγών πέραν των οργάνων και των φωνών. Π.χ. η Πάστα με κερασάκι, μία ευρηματική σάτιρα για την πνιγηρή ατμόσφαιρα της επαρχιακής πόλης –τρόπον τινά ο «απόγονος» του Κυριακή στην επαρχία του Αργύρη Μπακιρτζή-, αρχίζει με μια παιδική φωνή να απαγγέλλει ένα απροσδιόριστης προέλευσης κείμενο για τον Κάλχα στην Αυλίδα.
«Το πανηγύρι άρχισε
και δε μας περιμένει»
Αυτός ο αντισυμβατικός χαρακτήρας, αυτή η διάθεση ρήξης με την κλασική διάρθρωση «τρίλεπτο τραγουδάκι/κουπλέ-ρεφραίν» και με τη συμβατική θεματολογία των στίχων («σ’ αγαπώ-μ’αγαπάς, φεύγω-μη φεύγεις, θα ξανάρθω» κ.ο.κ.) είναι που επανεμφανίζεται στο κέντρο της σκηνής και διεκδικεί πλήρως τα δικαιώματά του με τον «Βραχνό προφήτη».
Είχαν μεσολαβήσει το «Στην Ανδρομέδα και στη γη», όπου ο Σωκράτης Μάλαμας έκανε την παραγωγή και συμμετείχε στην ερμηνεία μαζί με την Μελίνα Κανά· και δύο δίσκοι αποκλειστικά με την Κανά ως τραγουδίστρια, «Της αγάπης γερακάρης» και «Λάφυρα» –σε συνεργασία με τους Ashkhabad. Οι δίσκοι αυτοί, χωρίς να είναι βέβαια υποδεέστεροι ποιοτικά, μαρτυρούν νομίζω μια προσπάθεια του Θ.Π. να δείξει ότι μπορεί να κάνει και τραγούδια «όπως όλος ο κόσμος». Ήδη βέβαια στον τελευταίο υπάρχει αυτό το στοιχείο του «crossover» με τους τουρκμένους μουσικούς, με ασυνήθιστους ρυθμούς και όργανα (ταρ, ρεκ, μπεντίρ …).
Αυτό που συμβαίνει όμως στον «Βραχνό προφήτη» ξεπερνά κάθε προηγούμενο: πρόκειται για ένα δίσκο στον οποίο είναι εμφανές ότι απόλυτος κυρίαρχος γίνεται το όραμα του Θ.Π., ότι τα πάντα εξυπηρετούν μια «τρέλα» που έχει πλέον αφεθεί ανεμπόδιστη.
Έχουμε και λέμε:
– στις Γριές, ένα κομμάτι σε δύο μέρη περίπου δυόμισι λεπτών το καθένα, ακούμε –ως «Intro» (!)- τη γιαγιά και λοιπά μέλη της οικογένειας του Θανάση Παπακωνσταντίνου να ερμηνεύουν ένα παραδοσιακό πολυφωνικό τραγούδι από την περιοχή της Ελασσόνας, που «τραγουδούσαν τα κοριτσάκια τη Σαρακοστή» -με μια πρόσθετα ηχογραφημένη κιθάρα που δημιουργεί ατμόσφαιρα σχεδόν άμπιεντ· μετά, χωρίς διακοπή, ακολουθεί η πρωτότυπη σύνθεση, γραμμένη σε ένα ρυθμό δύο τετάρτων που θα μπορούσε να ήταν μπάλος, αλλά ενορχηστρωμένη σαν ροκ εν ρολ.
– Συμμετέχει ο Γιάννης Αγγελάκας από τις «Τρύπες», ερμηνεύοντας τρία τραγούδια: το «Όταν χαράζει», που είναι το πιο απλό κομμάτι και ως εκ τούτου θα γίνει πιθανότατα και το πιο γνωστό, καθώς και δύο ακόμα: το Ατμάν (τι θα πει άραγε Ατμάν;) και το Σαμπάχ. Τα δύο τελευταία έχουν πανομοιότυπη διάρθρωση: ο Αγγελάκας τραγουδά μια κι έξω τα λόγια (ακριβέστερα ίσως τα απαγγέλλει), και μετά ακολουθεί ένα χαυνωτικό σόλο σχεδόν δύο λεπτών με πνευστό –στην πρώτη περίπτωση γκάιντα, στη δεύτερη τρομπέτα. Στο πρώτο διαβάζονται και αποσπάσματα από το ποίημα «Χαρούμενο τραγούδι» του Γιάννη Υφαντή και από τις ινδικές βέδες.
Δύο άλλα τραγούδια βασίζονται σε ποιήματα του Χρ. Μπράβου.
Πάνω απ’ όλα, όμως, τα πρωτότυπα λόγια που έχει γράψει ο ίδιος ο Παπακωνσταντίνου για τα κομμάτια του είναι τόσο ποιητικά, που ορισμένα απ’ αυτά θα στέκονταν και χωρίς τη μουσική, ως αυτοτελή ποιήματα σε έντυπη μορφή:
Νότες ανήσυχες σκαλίζουν τα χωράφια μου
και κάθε άνοιξη φυτρώνουν βενσερέμος.
Υπάρχει μια ακατάπαυστη αναζήτηση στο επίπεδο της ενορχήστρωσης (που υπογράφει ο Μπάμπης Παπαδόπουλος), αλλά και της ηχοληψίας. Μόνο ο ίδιος ο Θ.Π. παίζει μπουζουκομάνα, μπουζούκι, τζουρά, λαούτο, αλλά και αφρικανική άρπα, επιμελείται τις δειγματοληψίες (sampling) και παραμορφώνει τον ήχο ορισμένων οργάνων· συνεργάζεται με αρκετούς μουσικούς, διαφορετικούς κάθε φορά –μερικοί χρησιμοποιούνται και για ένα μόνο κομμάτι-, σαν να αναζητά υπομονετικά, με δουλειά μυρμηγκιού, να βρει επακριβώς το ύφος και το άκουσμα που ταιριάζει σε κάθε σύνθεση ξεχωριστά. Σημειώνω την παρουσία δύο «γκεστ-σταρ» από τη μικρή, αλλά σημαντική «αρμενική μουσική κοινότητα» της Ελλάδας, του «ντουντουκτσή» Τιγκράν Σαρκισιάν και της πιανίστριας Κόρα Μικαελιάν από το συγκρότημα Νορ-Νταρ. Η τελευταία έχει ενορχηστρώσει και το οργανικό κομμάτι που κλείνει το δίσκο, ένα κομμάτι για … ορχήστρα δωματίου.
Η οργιώδης φαντασία του Θ.Π. κατακλύζει αυτό το δίσκο που μας μιλάει για πράματα σχεδόν ξεχασμένα και αδιανόητα για τη θεματολογία των ελληνικών τραγουδιών: για τα πουλιά, τα δέντρα, το χώμα, του φιδιού τον ύπνο, τα παιδικά μας όνειρα και το χρόνο που κοχλάζει, για το φωτογράφο των Τρικάλων, για του Μαγγελάνου τις φωτιές και τα γένια του Ομάρ που στάζουνε ρουμπίνια. Τα τραγούδια του μιλάνε για το άπιαστο, κι όμως τόσο υλικό, χθόνιο στοιχείο που συγκροτεί την καθημερινότητα και το φαντασιακό μας· μέσα απ’ αυτά εισβάλλει δυναμικά μια εικονογραφία της ελληνικής υπαίθρου όπως δεν την είχαμε ακούσει ποτέ μέχρι τώρα, χωρίς καμία παραδοσιοπληξία και καμία γκρίνα για την “εγκατάλειψη της επαρχίας” αλλά με μια δύναμη, αυτοπεποίθηση και χαρά της ζωής που ώρες-ώρες θυμίζει τις ταινίες του μακαρίτη Σταύρου Τορνέ.
Ο «Βραχνός προφήτης» είναι ένας δίσκος που συνεχίζει τη λαμπρή παράδοση που είχε παλιότερα η Θεσσαλία στο λαϊκό (με την ευρεία έννοια) τραγούδι. Δεν είναι «έθνικ». Είναι ο δίσκος ενός πρωτότυπου δημιουργού, ο οποίος ξέρει ότι πρωτοτυπία θα πει να έχεις ανοιχτά τα αυτιά σου, να μπορείς να υποτάσσεσαι σε ερεθίσματα (ηχητικά, μουσικά, ποιητικά) που έρχονται από αλλού, για να μπορείς να τα υποτάξεις στο δικό σου σχέδιο. Ενός δημιουργού που έχει ακόμα την ικανότητα να εντυπωσιάζεται διερευνώντας, με παιδική περιέργεια, πράγματα εκ πρώτης όψεως ξένα προς το πνεύμα και την παράδοσή του· δηλαδή που έχει την αφέλεια που απαιτείται για να ενθουσιάζεται –και το θράσος που απαιτείται για να ενσωματώνει στη δουλειά του όσα απ’ αυτά νομίζει ότι του κάνουν. Είναι ένας δίσκος πειραματικής παραδοσιακής μουσικής.
Το διάβασα αργά, με το παράλληλο άκουσμα των κομματιών που αναφέρονται -και μερικών, ενδιάμεσων, ακόμη.
Βραδινό ταξιδάκι πολλαπλής απόλαυσης. Ευχαριστώ.