Κριτική της πολιτικής οικονομίας,Μετακίνηση

Ο κίνδυνος-λαγοκέφαλος και η τερατολογία της εργασίας

του Πάνου Κομπατσιάρη

Τα λεγόμενα pufferfish, ή «διαβολόψαρα» σύμφωνα με μια από τις άτυπες ορολογίες των Ελλήνων ψαράδων, συνιστούν μια διακριτή κατηγορία ψαριών που συναντώνται κυρίως σε τροπικές περιοχές. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της ομάδας ψαριών είναι πως είναι ικανά να «φουσκώνουν» ολόκληρο το σώμα τους και να γίνονται μια σχεδόν τέλεια, στρόγγυλη μπάλα όταν αισθάνονται ότι κινδυνεύουν. Εξαιτίας αυτής τους της ιδιαιτερότητας, τα pufferfish έχουν απεικονιστεί στην παγκόσμια δημοφιλή κουλτούρα με διάφορους τρόπους. Έχουν πρωταγωνιστήσει στο YouTube, έχουν αποτελέσει έμπνευση για ήρωες κόμικς, όπως ο χαρακτήρας Mrs Puff στον Μπομπ τον Σφουγγαράκη, έχουν ακόμα δώσει το όνομά τους σε μια Σκωτσέζικη επιχείρηση κατασκευής διαδραστικών, σφαιρικών συστημάτων οθόνης. Ενώ ως φουσκωμένα μπαλόνια μπορούν να προσφέρουν διασκέδαση με τη χαριτωμένη τους όψη, τα ψάρια αυτά κρύβουν, όπως συνήθως λέγεται, ένα «θανάσιμο μυστικό». Τα pufferfish είναι άκρως τοξικά, και αποτελούν μάλιστα, μετά από το χρυσό δηλητηριώδη βάτραχο, τα δεύτερο πιο τοξικό είδος σπονδυλωτού στον πλανήτη (θρυλείται πως η τοξική ουσία που περιέχει ένα pufferfish είναι ικανή να σκοτώσει μέχρι και 30 ανθρώπους). Ως συνέπεια της υψηλής τοξικότητάς τους καθώς και της ικανότητας τους να φουσκώνουν και να γίνονται άβολα ως θηράματα, οι φυσικοί τους εχθροί είναι σχετικά λίγοι, και κατά βάση μεγάλοι θηρευτές.

Θα έλεγε λοιπόν κανείς πως τα pufferfish συγκεντρώνουν τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός τερατουργήματος, ειδικά όπως ο όρος έχει εμφανιστεί για να χαρακτηρίσει πλήθος φιγούρων στη νεωτερικότητα. Το τέρας από τη μία αξίζει την εξολόθρευση ως φορέας βαρβαρότητας, επιθετικότητας και ζωτικής απειλής, και από την άλλη, στην ίδια ή σε μια μελλοντική στιγμή, αφού ίσως έχει καταστεί ακίνδυνο ή εκτός επικαιρότητας, μπορεί και γίνεται αντικείμενο θεαματικοποίησης, συμπάθειας ή και συμπόνοιας ως φορέας κάποιας «μη-κανονικής» ιδιαιτερότητας. Έτσι, ο όρος «τέρας» (ή/και οι ρητορικές του συνδηλώσεις) έχει κατά καιρούς δοθεί, και συνεχίζει να δίνεται, σε μυθικά ή υπαρκτά πλάσματα, τύπου ζόμπι, δράκουλα ή καρχαρία, αλλά και σε ανθρώπους που τυγχάνει να έχουν διαφορετικά φυσικά χαρακτηριστικά από το μέσο όρο, ή έχουν προβεί σε αυτό που ονομάζεται «αντι-κοινωνικές πράξεις».

Τα τελευταία χρόνια, λοιπόν, καταφτάνοντας από τον Ινδικό Ωκεανό, μέσω της Διώρυγας του Σουέζ, ένα μέλος της ομάδας των pufferfish έχει εμφανιστεί στις «ελληνικές» θάλασσες. Η εμφάνιση αυτού του ψαριού έχει γίνει αφορμή για έντονη διαβούλευση στην ελληνική δημόσια σφαίρα (κατατέθηκε μάλιστα ερώτηση στη βουλή από βουλευτές του Σύριζα και των ΑΝΕΛ), και πεδίο συζητήσεων οικονομικού, κοινωνικού και νομικού χαρακτήρα. Είναι γενικά παραδεκτό, σύμφωνα με ερασιτέχνες και ειδικούς, πως ο Lagocephalus sceleratus (από εδώ και στο εξής λαγοκέφαλος), αυτός ο νέος τρομερός επισκέπτης των «ελληνικών θαλασσών» και της Μεσογείου γενικότερα, δεν αφήνει τίποτα όρθιο στο διάβα του (οι φυσικοί εχθροί του σ’ αυτήν την περιοχή είναι σχεδόν ανύπαρκτοι). Ο λαγοκέφαλος, όντας «ξένος», «λαθραίος» και ακάλεστος επισκέπτης σε χωράφια που, όπως λέγεται, δε δικαιούται να κινείται, παρουσιάζεται τυπικά ως ένας εγωμανής και επιθετικός οργανισμός που φέρεται να γνωρίζει έναν και μοναδικό τρόπο ζωής και επιβίωσης: τη διαρκή μεγιστοποίηση της εξάπλωσής του μέσω της καταστροφής του άλλου. Εμφανίζεται να επιβιώνει ματαιώνοντας, αναστέλλοντας ή και κλέβοντας την απόλαυση άλλων ομάδων, οι οποίες, στις αντίστοιχες αφηγήσεις, φέρονται να προσβάλλονται αδίκως. Στην περίπτωσή μας το υποκείμενο υπό απειλή είναι γενικά οι «άνθρωποι» (συχνές είναι οι αναφορές που προειδοποιούν πως ο λαγοκέφαλος είναι θανατηφόρος για τον άνθρωπο), ενώ συχνά παίρνει τη μορφή υποκατηγοριών που συμπεριλαμβάνονται στο μεγαλύτερο σημαίνον άνθρωπος, όπως οι «λουόμενοι», οι «τουρίστες», οι «ψαράδες», ή ακόμη και οι «Έλληνες φορολογούμενοι». Σύμφωνα μάλιστα με δημοσιεύματα στον τύπο, ο λαγοκέφαλος φέρεται να τρομοκρατεί, εκτός από τους ανθρώπους, και όλα τα άλλα πλάσματα του θαλάσσιου κόσμου, ειδικά τα χταπόδια και τα καλαμάρια, τα οποία εξ αιτίας της δεινής τους θέσης απέναντι στον αναπάντεχο αυτόν επισκέπτη, θεωρούνται, κατά μια επικρατούσα άποψη, ως εκ των προτέρων σύμμαχοι των ανθρώπων απέναντι στον κοινό εχθρό. Βέβαια, αυτά τα θαλάσσια πλάσματα, τα χταπόδια και τα καλαμάρια δηλαδή, βουβά όπως είναι, ή τουλάχιστον μη δυνάμενα να εξηγήσουν σαφώς τις επιθυμίες τους σχετικά με το θέμα, παραμένουν επιμόνως ανέκφραστα, όχι μόνο όσον αφορά τον «κίνδυνο-λαγοκέφαλο» αλλά και όσον αφορά τις πιθανές κυβερνητικές πολιτικές που συχνά συζητιούνται στο όνομά τους. Εδώ, να αναφέρουμε (με κίνδυνο φυσικά να κάνουμε λάθος) πως είναι εξαιρετικά αμφίβολο το κατά πόσο τα εξατομικευμένα χταπόδια θα είχαν κάποιο ιδιαίτερο άγχος για την επιβίωση του Χταποδιού ως βιολογικό είδος, ή πώς είναι εξίσου αμφίβολο εάν το «χταπόδι» θα επιθυμούσε την εξολόθρευση του λαγοκέφαλου ώστε να συνεχίζεται απρόσκοπτα η εκμετάλλευσή του ως καλοκαιρινό έδεσμα.

 

mpala1

Ο λαγοκέφαλος φουσκωμένος

 

Η άτυπη μέχρι στιγμής, εκστρατεία εναντίον του λαγοκέφαλου εγκαλεί τους ιθύνοντες αλλά και τους απλούς πολίτες αυτής της χώρας να συνεισφέρουν απέναντι σε αυτήν την εθνική, Μεσογειακή και, γιατί όχι, Ευρωπαϊκή απειλή. Όπως η Κίνα είχε κηρύξει πόλεμο εναντίον του σπουργιτιού που έβλαπτε τις καλλιέργειες, ο Βρετανικός θρόνος εναντίον του γκρι σκίουρου που περιορίζει τον «γηγενή» καφέ και το Αυστραλιανό έθνος εναντίον του «εισαχθέντα» πράσινου δενδροβάτραχου (canetoad), έτσι και εντός της ελληνικής δημόσιας σφαίρας έχει δειλά-δειλά ενεργοποιηθεί ένας αντίστοιχος ηθικός πανικός, μια αντίστοιχη προσπάθεια εθνικής συστράτευσης εναντίον του νεοαφιχθέντα εχθρού. Άλλωστε, άρθρα που περιγράφουν με πηχυαίους τίτλους τον λαγοκέφαλο ως «κίνδυνο-θάνατο» ή βίντεο που τον εξευτελίζουν βάζοντας τον, μεταξύ άλλων, να δαγκώνει κουτάκια αλουμινίου ώστε να αποδειχτεί πόσο δυνατά δόντια έχει βρίθουν στο ελληνόφωνο διαδίκτυο.

Ποια όμως προτείνεται ως λύση απέναντι στο θανάσιμο-κίνδυνο-λαγοκέφαλο; Πως αυτή η ύπαρξη που έχει διεθνώς καταγραφεί ως «παράσιτο για την αλιεία» και είναι ικανή να «προκαλέσει παράλυση, αρρυθμίες ακόμη και το θάνατο»[1], μπορεί αποκτήσει μια θέση πλάι στις «ελληνικές κοινωνίες»; Μπορούμε, αναρωτιούνται οι διάφοροι ειδικοί επί του θέματος, επιστήμονες, ψαράδες και διοικητικοί, να μετατρέψουμε την εξάπλωση του λαγοκέφαλου «από κρίση σε ευκαιρία», για να χρησιμοποιήσουμε μια διαδεδομένη φράση της τρέχουσας περιόδου, ή η μόνη λύση είναι η φυσική του εξόντωση;

assets_LARGE_t_420_54664447

Η ενημερωτική φωτογραφία που συνοδεύει το άρθρο/ ηθικό πανικό των Νέων με τίτλο «Κίνδυνος θάνατος ο λαγοκέφαλος»

 

Όπως συχνά συμβαίνει με τα τέρατα, οι λύσεις που προτείνονται για την αντιμετώπισή τους από χείλη αρμοδίων, εκτείνονται από την πλήρη καταστολή, μέχρι τη χρησιμοποίηση τους για άλλο σκοπό, για σκοπό που μπορεί να αποβαίνει χρήσιμος για την ομάδα υπό απειλή. Συνήθως, στα αρχικά στάδια της αντιμετώπισης του προβλήματος του ανεπιθύμητου ένας συνδυασμός των δύο μεθόδων ισχύει: μέχρι να βρεθούν οι κατάλληλες συνθήκες ώστε το τέρας να τοποθετηθεί σε πλαίσια παραγωγικά, αν ποτέ αυτό είναι δυνατό, ή τουλάχιστον να περιοριστούν οι κίνδυνοι του για το «κοινό καλό», η εξολόθρευσή του ειδικά σε περιοχές που μπορεί να δρα ανεξέλεγκτα και να υποβιβάζει προϋπάρχοντες τρόπους ζωής κρίνεται επιβεβλημένη. Ο σκοπός συνήθως είναι να σταματήσει ο παρείσακτος να θέτει ασύδοτα σε κίνδυνο αυτό που νοηματοδοτείται ως ένα λειτουργικό και εξορθολογισμένο «οικοσύστημα» (το οποίο μπορεί να παίρνει διάφορες μορφές κάθε φορά π.χ. το «έθνος», η «φύση» κ.ο.κ.).

Οι φωνές που υποστηρίζουν πως η ζωή του λαγοκέφαλου πρέπει  να διατηρείται και να μεταβάλλεται σε «ζωντανή εργασία», αντί να καταστέλλεται, είναι ουκ ολίγες. Οι λύσεις για την πειθάρχησή του άτακτου αυτού ψαριού που προκρίνονται από αυτές τις φωνές  είναι καθαρά οικονομοκεντρικού χαρακτήρα. Έχουν να κάνουν με τη δυνατότητα της χρησιμοποίησης του τέρατος προς παραγωγικούς σκοπούς μέσω της μεταστροφής κάποιων από των ιδιοτήτων του. Παραδείγματος χάριν οι βουλευτές που κατέθεσαν πρόσφατα την ερώτηση λένε:

Απαιτείται συνεχής παρακολούθηση και επειδή ο πληθυσμός αυξάνεται είναι αναγκαίος ένας σχεδιασμός, ίσως και για την εμπορική του εκμετάλλευση. Έρευνες  στον τομέα την βιοτεχνολογίας, αναφέρουν ότι λόγω των πλεονεκτημάτων που παρουσιάζουν  οι τοξίνες αυτές, φαίνεται να είναι θετική η χρήση τους στον τομέα της ιατρικής και της φαρμακευτικής.

Η «μεταστροφή», λοιπόν, του λαγοκέφαλου συνίσταται στην τοποθέτησή του εντός ενός πλαισίου υποδομών επιτήρησης, παρακολούθησης και κοινωνικο-οικονομικο-νομικών σχέσεων, εντός των οποίων αντί ο παράσιτος να είναι δυνητικά βλαβερός, όπως μέχρι τώρα ήταν, να γίνεται δυνητικά ωφέλιμος για τις ανθρώπινες κοινωνίες (ή τους λουόμενους, τους Έλληνες φορολογούμενους κ.ο.κ.). Χρειάζεται δηλαδή κάποιου είδους νέα υποδομή και οργάνωση ώστε το τερατούργημα αυτό να γίνει «παραγωγικό», να φανεί έτσι χρήσιμο στην κοινωνία που επιχειρεί να βλάψει. Άλλωστε, αυτή η νέα υποδομή θα πρέπει να στοχεύει και στο άλλο μεγάλο πλεονέκτημα του λαγοκέφαλου, πέραν του τομέα της φαρμακευτικής, που είναι η εξαγωγή του για διατροφικούς λόγους. Οι λαγοκέφαλοι, και τα pufferfish γενικότερα, θεωρούνται εκλεκτός μεζές και ειδικά σε ασιατικές χώρες καταναλώνονται ευρέως (στην Ευρώπη απαγορεύεται η εμπορία τους). Αυτό απαιτεί την κατασκευή ενός νέου επιχειρηματικού αρμολογήματος (π.χ. στην Ιαπωνία χρειάζεται να εκπαιδευτεί κανείς για  τουλάχιστον δύο χρόνια στο μαγείρεμά τους ώστε να τους καθιστά ασφαλείς προς βρώση), τη δημιουργία δηλαδή μιας υλικοτεχνικής υποδομής που θα μπορεί να απασχολεί εκπαιδευτές, μαθητευόμενους, νομικούς, μάγειρες, εστιατόρες, καλλιεργητές και άλλους ενδιαφερόμενους.

Έτσι, πρόσφατο άρθρο που φέρει το δραματικό τίτλο Ποια χημικά της Συρίας; Ο λαγοκέφαλος απειλεί την Κρήτη και τη Μεσόγειο μας πληροφορεί πως μεταξύ των σκέψεων που είχαν ακουστεί σε πρόσφατα συνέδρια επί του θέματος είναι και «η εξαγωγή του είδους σε χώρες της ανατολής όπως η Ιαπωνία, η Κίνα και η Κορέα όπου το ψάρι έχει μεγάλη εμπορική αξία». Νωρίτερα, μια μελέτη που φέρει το όνομα «Διαχειριστικό Σχέδιο» για την καταπολέμηση του Λαγοκέφαλου,[2] που εξέδωσε ο Κυπριακή Δημοκρατία το 2011, αναφέρει ως μία από τις δύο λύσεις για την καταπολέμηση του φαινομένου την «εμπορία του είδους και πιο συγκεκριμένα η εξαγωγή του σε τρίτες χώρες, κυρίως της Άπω Ανατολής, όπου έχει μεγάλη εμπορική αξία» (η άλλη είναι η καταστολή, δηλαδή η εντατική αλιεία του είδους ειδικά τους μήνες αναπαραγωγής από ψαράδες που θα αμείβονται ανάλογα με το πόσους λαγοκέφαλους καταφέρνουν να εξοντώνουν). Ομοίως, οι πρόσφατα ερωτώντες βουλευτές αναρωτιούνται: «υπάρχει σχέδιο ώστε να μελετηθούν τρόποι αξιοποίησης των αλιευμάτων είτε για εξαγωγή σε χώρες όπου το καταναλώνουν […];»[3] Μαζί με αυτές τις  πιο επίσημες παραινέσεις για τη μεταστροφή του «κίνδυνος-λαγοκέφαλος» σε «λαγοκέφαλος-ευκαιρία» στο ελληνόφωνο διαδίκτυο αφθονούν οι ανεπίσημες φωνές, είτε σε μορφή αναρτήσεων σε μπλογκς είτε ως σχολίων κάτω από βίντεο και άρθρα, που προτείνουν τρόπους σχετικά με την πιθανή εμπορική εκμετάλλευση αυτού του απρόσκλητου επισκέπτη-τέρατος.

Ο λαγοκέφαλος καλείται λοιπόν ή να αφανιστεί ή να εργαστεί για το ανθρώπινο καλό, να θέσει δηλαδή τις ιδιαίτερες ιδιότητές του σε μια παραγωγική βάση μιας που δεν μπορεί να εκδιωχθεί και βιολογικά αφανιστεί από αυτήν τη θαλάσσια περιοχή. Την παραγωγική αυτή υποδομή την κατασκευάζει ο «άνθρωπος», αυτός που εν προκειμένω φέρεται να απειλείται και ταυτόχρονα προσπαθεί να ασκεί εξουσία απέναντι στο λαγοκέφαλο. Αυτή η εργασία θα είναι «μη ανταποδοτική» και το υποκείμενο της εργασίας θα καλείται να αναπαραχθεί με μόνο σκοπό την εμπορική του εκμετάλλευση από ένα άλλο είδος. Τηρουμένων των αναλογιών, θα μπορούσε να ονομάσει κανείς τη διαδικασία τοποθέτησης του λαγοκέφαλου σε αυτό το σύστημα παραγωγικών δομών και υποδομών, τη διαδικασία εξαναγκασμού του τέρατος να δουλέψει, ως «τερατολογία της εργασίας». Μιας που το τέρας είναι εχθρός της ομάδας υπό απειλή και εν πολλοίς ηθικά ένοχος απέναντί της οφείλει να εργαστεί για αυτήν. Σύμφωνα με την τερατολογία της εργασίας μπορούμε να σκεφτούμε την εργασία λιγότερο ως μια δραστηριότητα που αναγνωρίζεται ως παραγωγική όταν βρίσκεται σε συνάρτηση με την επιδιωκόμενη αξία, και περισσότερο ως μια διαδικασία αποξένωσης και ορθολογικοποίησης πληθυσμών, αλλοποίησης και μεταστροφής των ικανοτήτων του ξένου προς όφελος των οικοδεσποτών του. Μία διαδικασία δηλαδή που ενδέχεται να εμπεριέχει έναν ηθικολογικό λόγο περί φταιξίματος, απειλής ή ανάρμοστης συμπεριφοράς ο οποίος μπορεί να αντιμετωπίζεται μέσω ενός  καλέσματος προς παραγωγή (ή επιπλέον παραγωγή) και εντατικοποίηση.

 

ζομβιε

Τα τέρατα-ζόμπι εν ώρα εργασίας. Ο ζαχαρόμυλος του αποικιοκράτη στην ταινία White zombie (1932) του David Halperin λειτουργεί αποκλειστικά με τερατολογική εργασία

 

Υπάρχουν φυσικά σοβαρές αντιρρήσεις για το κατά πόσο η «ζωική εργασία», ή η μη ανθρώπινη εργασία γενικότερα, μπορεί να συμπεριληφθεί στη θεωρία της αξίας ως κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας (τουλάχιστον από μαρξιστική σκοπιά). Οι πιο σοβαρές από αυτές τις αντιρρήσεις μπορούν να συνοψιστούν στις εξής: Η ζωική εργασία δεν είναι μισθωτή εργασία, δεν επιτελείται δηλαδή από οργανισμούς που έχουν χάσει πρόσβαση στα μέσα παραγωγής και πουλάνε την εργασιακή τους δύναμη προκειμένου να αναπαραχθούν. Αντ’ αυτού η ζωική εργασία ανήκει μάλλον στην κατηγορία της «νεκρής εργασίας», της εργασίας εκείνης που επιτελείται από τα όργανα παραγωγής, όπως π.χ. οι μηχανές. Τα ζώα,  σύμφωνα με αυτή την άποψη, είναι όργανα εργασίας, και όχι δρώντες, μιας που δεν μπορούν να συμμετέχουν στο ανθρώπινα κατασκευασμένο σύστημα εργασιακής ανταμοιβής που βασίζεται στο χρήμα ως γενικό ισοδύναμο. Έτσι μία ένσταση σε απόπειρες αναγνώρισης της ζωικής εργασίας ως «εργασίας», είναι πως αυτό που αντιλαμβάνεται το κεφάλαιο ως αξία, μετριέται μέσω του εμπορεύματος-χρήμα, κι έτσι οφείλει να προϋπάρξει (ή να υπάρχει η δυνατότητα να υπάρξει) κάποιου είδους ανταμοιβή σε χρηματικούς όρους έτσι ώστε μια πράξη, ή γενικότερη πρακτική, να θεωρηθεί εργασία. Επίσης, η ζωική εργασία θεωρείται απολύτως ελεγμένη εργασία, μιας που τα ζώα, σε αντίθεση με τους ανθρώπινους δρώντες, δεν έχουν καταφέρει να αναπτύξουν τις ικανότητες εκείνες, φυσικές ή/και νοητικές, ώστε να αντιστέκονται στρατηγικά στην εκμετάλλευσή τους (αν και αυτό δεν είναι ακριβώς αλήθεια)[4]. Σε σχέση με αυτό το τελευταίο, ενώ η ζωική εργασία συχνά συγκρίνεται με την εργασία των σκλάβων, ως απολυτά ελεγμένη εργασία, διαφέρει από την τελευταία στο βαθμό που οι σκλάβοι κατέχουν τις φυσικο-διανοητικές ιδιότητες εκείνες που θα τους επέτρεπαν να γίνουν ομότιμα συμμέτοχοι στην κοινωνική οργάνωση και να ανελιχθούν σε μισθωτές εργάτριες. Ο λαγοκέφαλος, παραδείγματος χάριν, μπορεί να κατέχει, όπως άλλωστε και ο άνθρωπος, τις ικανότητες που του επιτρέπουν να εισαχθεί στην παραγωγική διαδικασία, έστω και ως πρώτη ύλη, αλλά σε αντίθεση με τον άνθρωπο δεν κατέχει τις ιδιότητες εκείνες  που μπορούν να τον κάνουν ομότιμο συμμέτοχο σε  μια κοινωνική οργάνωση που βασίζεται θεμελιωδώς σε ανθρώπινες μεσολαβήσεις όπως η γλώσσα, το χρήμα κτλ. Με λίγα λόγια αυτό που διαφοροποιεί την «ανθρώπινη» από τη «μη-ανθρώπινη» εργασία είναι οι συγκεκριμένες ικανότητες που κατέχουν τα «αντικείμενα» τα οποία συμβάλλουν στην παραγωγική διαδικασία, οι ικανότητες που κατέχουν ως βιολογικοί οργανισμοί ώστε να διαδρούν με τον υπόλοιπο κόσμο. Άλλωστε σύμφωνα με τη γνωστή φράση του Μαρξ, αυτό που ξεχωρίζει το χειρότερο αρχιτέκτονα από την καλύτερη μέλισσα είναι ότι ο αρχιτέκτονας στήνει «το οικοδόμημα στη φαντασία του, πριν το χτίσει στην πραγματικότητα»,[5] ή αλλιώς «η συνειδητή ζωτική δραστηριότητα διακρίνει άμεσα τον άνθρωπο από τη ζωτική δραστηριότητα του ζώου».[6] Αυτό που διακρίνει, με άλλα λόγια, τον άνθρωπο από τα άλλα είδη είναι στη περίπτωση αυτή η συνείδηση (ένας αμφιλεγόμενος όρος γενικά), νοούμενος εδώ ως η ικανότητα οργάνωσης, διοίκησης, σχεδιασμού και αναστοχασμού, που έρχεται σε αντίθεση με την «ενστικτώδη» δραστηριότητα των ζώων.

 

anthropos elephantas

Ο άνθρωπος-ελέφαντας εν ώρα εργασίας στην ταινία The Elephant Man (1980) του David                 Lynch

 

Φυσικά, εάν δεν υπάρχει ένα μίνιμουμ ορισμών, ή εν προκειμένω διάκρισης της ανθρώπινης από τη ζωική εργασία, τότε ολόκληρο το σχήμα θα απειληθεί με κατάρρευση (όπως θα κατέρρεε άλλωστε οποιοδήποτε θεωρητικό σχήμα εάν δεν ξεκινούσε από κάποιες αυθαίρετες, σε κάποιο βαθμό, παραδοχές). Έτσι, όσο κι αν αυτοί οι διαχωρισμοί και οι ορισμοί που συνεπάγονται είναι αυθαίρετοι, πολλές φορές χρειάζονται ώστε να μας κάνουν να κατανοούμε καλύτερα τη λειτουργία διαφόρων φαινομένων. Παρόλα αυτά, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πώς η βάση αυτού του μοντέλου παρέχει την κλασική βάση αποικιακών λόγων και αποτελεί συχνά σημαντικό στοιχείο κάθε λόγου εξουσίας γενικότερα. Μέσω αυτού του σχήματος, παραδείγματος χάριν, όχι μόνο οι καπιταλιστές, αλλά πολλές φορές και οι ίδιοι οι φιλόσοφοι έπαιξαν το ρόλο του «πολιτισμικού αποικιοκράτη»[7]. Αναφερόμενος στους κατοίκους της Αφρικής, για παράδειγμα, ο Χέγκελ μας πληροφορεί πως το χαρακτηριστικό  στοιχείο της ζωής του «Νέγρου» είναι το γεγονός πως «η συνείδηση του δεν έχει ακόμα καταφέρει την πραγματοποίηση κάποιας ουσιώδους αντικειμενικής ύπαρξης» και πως η Αφρική «δεν είναι ιστορικό μέρος του κόσμου, δεν έχει κίνηση ή ανάπτυξη να επιδείξει».[8] Αντίστοιχα παραδείγματα αυτής της οπτικής αφθονούν και είναι χαρακτηριστικά του Διαφωτιστικού αποικιακού λόγου.

Επιστρέφοντας στο παράδειγμα του λαγοκέφαλου, η σχηματοποίηση των διαδικασιών της αποξένωσης και οικονομικού ορθολογισμού του άλλου ως τερατολογίας της εργασίας, δεν έχει τόσο σκοπό να μας εγκαλέσει ώστε να αναγνωρίσουμε τη ζωική παραγωγική δραστηριότητα ως «εργασία» (κάτι τέτοιο είναι σχεδόν αδύνατο να χωρέσει το σχήμα της θεωρίας της αξίας χωρίς να προκύψουν ένα σωρό άλλα προβλήματα). Έχει μάλλον σκοπό να επεκτείνει το πεδίο της ιδέας της διατομεακότητας (intersectionality), περισσότερο ως επιστημολογικής κατηγορίας, σύμφωνα με την οποία είναι πολιτικά παραγωγικό να χτίζονται συνδέσεις μεταξύ διαφόρων μορφών καταπίεσης ώστε να διευρύνονται τα όρια των εννοιών που μεταχειριζόμαστε για να νοηματοδοτούμε λόγους εξουσίας και να αντιστεκόμαστε σ’ αυτούς. Υπ’ αυτήν την έννοια, οι λογικές κατηγοριοποίησης και χρησιμοποίησης της μορφής του «ζωικού τέρατος» φανερώνουν περισσότερο μια λογική που μπορεί να εντοπιστεί σε διάφορες καταστάσεις της κοινωνικής ζωής. Είναι η λογική μεταξύ μεθόδων τερατοποίησης και οικονομικής παραγωγής, ή εν προκειμένω μεταξύ της κατασκευής του «ξένου εισβολέα» και της ταυτόχρονης παραγωγής ενός ηθικού χρέους που ο τελευταίος οφείλει να φέρει απέναντι στην κοινότητα που (απρόθυμα) τον υποδέχεται.

Κλείνοντας, να πούμε πως το «τέρας» είναι μία μεταβαλλόμενη έννοια μέσα στην ιστορία. Μπορεί να πέρασαν οι εποχές των ανθρώπινων ζωολογικών κήπων ή οι εποχές που ο άνθρωπος-ελέφαντας και γενικότερα τα ανθρώπινα-παράδοξα έδιναν παραστάσεις μπροστά στα περίεργα μάτια των θεατών. Τα τέρατα παρόλα­­­ αυτά μπορούν να ανακαλύπτονται συνεχώς σε νέα υποκείμενα. Άλλωστε, όπως μας δείχνει ο λαγοκέφαλος,  η τερατοποίηση, η παραγωγή του άλλου ως εν δυνάμει απειλής και θεάματος, βρίσκει πρόσφορο έδαφος, κατάλληλες συνθήκες ευδοκίμησης πάνω σε πληθυσμούς χωρίς φωνή, σε πληθυσμούς δηλαδή που είναι ήδη αποξενωμένοι από τα κυρίαρχα κοινωνικά μοντέλα πρόσληψης και επικοινωνίας.

 

[1] http://ygeia.tanea.gr/default.asp?pid=8&ct=6&articleID=12829&la=1

[2] http://www.moa.gov.cy/moa/opf/opf.nsf/all/90D7CEDAEC37072CC2257B890033E104/$file/%CE%94%CE%B9%CE%B1%CF%87%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%20%CF%83%CF%87%CE%AD%CE%B4%CE%B9%CE%BF%20%CE%BB%CE%B1%CE%B3%CE%BF%CE%BA%CE%AD%CF%86%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CF%85.pdf?openelement

[3] http://rodosillektis.blogspot.ru/2015/03/blog-post_69.html

[4] Για παράδειγμα, και εδώ κανείς θα μπορούσε να φέρει πολλά άλλα παραδείγματα, έχει σημειωθεί πως ορισμένες φάλαινες/ όρκες, που ως «σπάνια είδη» προσφέρουν φαντασμαγορία και θέαμα στο SeaWorld, έχουν συχνά εξεγερθεί απέναντι στην περίφραξη των σωμάτων τους εντός υδάτινων κλουβιών σκοτώνοντας τους ίδιους τους εκπαιδευτές τους- συχνά εξαιτίας του άγχους που δημιουργείται σε αυτά τα ζώα.

[5] Marx, Karl Capital Vol.1,127

[6] Marx Karl, Philosophical and Economic Manuscripts of 1844, 31

[7] Dunn, Kevin. «Lights… camera… Africa: images of Africa and Africans in Western popular films of the 1930s.» African Studies Review 39.1 (1996): 149-175.

[8] Hegel, The Philosophy of History (New York: Dover, 1956), 93-99

Κλασσικό

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.