του Άκη Γαβριηλίδη
Πώς είναι σωστό να γράφεται στα ελληνικά η λέξη ορθοπεδικός; Με ε, όπως εδώ, ή με αι;
Το ερώτημα αυτό είναι αδύνατο να απαντηθεί κατά τρόπο πλήρως ικανοποιητικό, χωρίς υπόλοιπα. Και αυτή η αδυνατότητα καταρρίπτει τον μύθο που έχει χτιστεί τα τελευταία χρόνια, και που φέτος κατέληξε να γίνει το σλόγκαν μιας νέας εθνικής (και διασπορικής) εορτής, ότι «όλος ο κόσμος μιλά ελληνικά». Καθώς και μια σειρά άλλων μύθων που πολύ συχνά συνοδεύουν και στηρίζουν τον πρώτο, όπως ότι οι μαθητές είναι χρήσιμο να διδάσκονται αρχαία διότι με αυτό τον τρόπο εξοικειώνονται με την ετυμολογία των λέξεων, και «η ετυμολογία μπορεί να αποδειχθεί μια αποτελεσματική μέθοδος για καλύτερη γνώση τής γλώσσας μας».
Εν προκειμένω, τι γνώση μπορεί να μας προσκομίσει η ετυμολογία για το νόημα και την ορθο-γραφία της ορθο-πε[αι]δικής; Απολύτως καμία. Πράγμα που γίνεται φανερό από το ότι και οι δύο πλευρές της διαμάχης επικαλούνται την ετυμολογία, χωρίς όμως καμία να καταφέρνει να κάνει αποδεκτή από όλους την άποψή της (αρκεί απλώς να κοιτάξουμε τις επιγραφές των αντίστοιχων ιατρείων, κλινικών κ.λπ.).
Πράγματι, για το συγκεκριμένο ζήτημα έχει υπάρξει ευρύτατη δημόσια –και διαδικτυακή- ανταλλαγή μεταξύ λιγότερο ή περισσότερο αυτόκλητων αρμοδίων, χάρη στην οποία από νωρίς ήρθε στο φως, και είναι εις επίγνωση όλων, ότι ο όρος αυτός επινοήθηκε από έναν Γάλλο γιατρό το 17ο αιώνα. Παραδόξως, παρά την επίγνωση αυτή, όλοι συνεχίζουν να σκάβουν και να ξανασκάβουν το ίδιο εξαντλημένο έδαφος της «προέλευσης» της λέξης, μήπως βρουν τελικά το μαγικό κλειδί που θα κλείσει το ζήτημα. Δεν το βρίσκουν όμως, διότι ορθοπεδική δεν είναι ούτε η πρακτική των σωστών παιδιών, ούτε η πρακτική των σωστών ποδιών.
Τι είναι;
Είναι απλώς ένα γλωσσικό σημείο. Το οποίο, όπως όλα, είναι αυθαίρετο, σύμφωνα και με την ιδρυτική παραδοχή της σύγχρονης γλωσσολογίας. Όπως όλα, και ίσως ακόμα περισσότερο, καθόσον αποτελεί επιστημονικό νεολογισμό τον οποίο εισήγαγε με απόφασή του ένας άνθρωπος με γνωστό ονοματεπώνυμο κάποια γνωστή ημερομηνία.
Η αποδοχή της αυθαιρεσίας του γλωσσικού σημείου όμως δύσκολα συμβιβάζεται με θεωρίες περί ιεραρχίας των γλωσσών. Διότι είναι εξισωτική, και ως τέτοια δεν αφήνει έδαφος για ισχυρισμούς κατά τους οποίους μία γλώσσα είναι ανώτερη, τελειότερη, «νοηματική» και όχι συμβατική. Ούτε και για την μυστικιστική αυταπάτη περί πλήρους διαφάνειας και επ’ άπειρον εξηγησιμότητας κάθε λέξης με βάση την «προέλευση» και την «ετυμολογία» της.
Αλλά η γενεαλογία της δημιουργίας του επιστημονικού αυτού όρου σχετικοποιεί και υπονομεύει κάτι ακόμα: τη θεωρία ότι «όλες τις γλώσσες του κόσμου περιέχουν εκατοντάδες ελληνικούς επιστημονικούς όρους».
Η θεωρία αυτή βασίζεται σε ένα σόφισμα.
Οι εκατοντάδες αυτοί όροι που νοούνται εδώ, κατά τον ίδιο τρόπο όπως και η ορθοπε[αι]δική, δεν είναι όροι οι οποίοι υπήρχαν προηγουμένως στην ελληνική γλώσσα και μετά υιοθετήθηκαν από κάποια άλλη. Όροι όπως ελικόπτερο, μικρόβιο, τηλεσκόπιο, ή και επιστημολογία (η ειδικότητα του μαρξιστή υπουργού παιδείας, με την υπογραφή του οποίου καθιερώθηκαν τα γενέθλια του Σωκράτη ως μέρα ελληνοφωνίας), επινοήθηκαν από την Αναγέννηση και μετά από κάποιους λογίους, ατομικά, εν συνεχεία έγιναν αποδεκτές αρχικά από την επιστημονική και αργότερα από ευρύτερες γλωσσικές κοινότητες, καθιερώθηκαν, και η ελληνική ήταν αυτή που τις δανείστηκε αργότερα. Μερικές, μάλιστα, δεν τις δανείστηκε καν. Για παράδειγμα, η εφεύρεση των αδελφών Λυμιέρ αποκλήθηκε γενικά κινηματογράφος, αλλά σε μερικές γλώσσες χρησιμοποιήθηκε ο όρος βιοσκόπιο (π.χ. στα ολλανδικά bioskoop· νομίζω ότι ανάλογος όρος επικράτησε στα σερβοκροατικά). Μπορούμε άραγε να θεωρήσουμε «ελληνική» τη λέξη αυτή, την οποία κανείς στην Ελλάδα (ή στην Κύπρο) δεν καταλαβαίνει;
Αλλά οι λόγοι που καθιστούν καταχρηστικό το να χαρακτηρίσουμε τους όρους αυτούς «ελληνικούς» δεν είναι μόνο ιστορικοί/ γενετικοί. Είναι και συγχρονικοί-σημασιολογικοί.
Το νόημα των περισσοτέρων στις ξένες αυτές γλώσσες δεν συμπίπτει με το αντίστοιχο στα ελληνικά. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα γι’ αυτό είναι, ακριβώς, η λέξη παράδειγμα. Η λέξη αυτή, μόλις στον 20ό αιώνα, εισήχθη ως τεχνικός όρος στον ίδιο αυτόν προαναφερθέντα θεωρητικό κλάδο της επιστημολογίας. Ωστόσο, στα ελληνικά η λέξη αυτή υπήρχε ήδη και χρησιμοποιούνταν με ένα απολύτως πεζό καθημερινό νόημα. Όποιος μεταφραστής έχει βρεθεί μπροστά σε μια φράση του τύπου this paradigm is an example of an irrationalist epistemology, γνωρίζει πολύ καλά ότι αυτός ο «δανεισμός από την ελληνική» προκαλεί μάλλον σπαζοκεφαλιές, παρά αγαλλίαση και υπερηφάνεια.
Αυτό ισχύει όχι μόνο για τους νεολογισμούς, αλλά επίσης –αν όχι κυρίως- για τις λέξεις που ήδη υπήρχαν στα αρχαία ελληνικά και πέρασαν, συνήθως μέσω της λατινικής, στις ευρωπαϊκές και αργότερα και στις μη ευρωπαϊκές γλώσσες. Οι σημερινοί χρήστες της ελληνικής επαίρονται ότι αυτή η άντληση θεμάτων από ελληνικές λέξεις αποδεικνύει κάποιου είδους ανωτερότητα, εγγενή σοφία, τελειότητα της γλώσσας τους σε σχέση με τη γλώσσα που τα «δανείζεται». Η πραγματικότητα όμως είναι τελείως διαφορετική: η υιοθέτηση μίας λέξης ελληνικής προέλευσης δεν οφείλεται στον υποτιθέμενο «πλούτο των νοημάτων» που αυτή μπορεί να ανακαλεί, αλλά κατά μία έννοια ακριβώς στη φτώχεια των νοημάτων αυτών. Σε κάθε γλώσσα, μία καινούρια λέξη –είτε ήδη υπαρκτή σε άλλη γλώσσα, είτε κατασκευασμένη- έχει αξία και χρησιμότητα ευθέως ανάλογη της «παρθενικότητάς» της, στο βαθμό δηλαδή που δεν είναι φορτισμένη με προηγούμενα νοήματα και έτσι μπορεί να σηματοδοτήσει με ακρίβεια ένα καινούριο. Ας πάρουμε π.χ. τον όρο φυσικός, ο οποίος παγίως καταλογογραφείται σε σχετικές απαριθμήσεις των «εκατοντάδων ελληνικών δανείων». Τόσο η λατινική, όσο και η γαλλική, η γερμανική, και οποιαδήποτε άλλη γλώσσα στον κόσμο, ασφαλώς διαθέτει κάποια λέξη που να δηλώνει τη φύση και να μπορεί να σχηματίσει ένα επίθετο. Αν όμως δανείζονται και την ελληνική, το κάνουν διότι με αυτήν μπορούν να εκφράσουν ένα άλλο νόημα που δεν συμπίπτει με την αντίστοιχη δική τους. Π.χ. ο αγγλικός όρος physical copy προφανώς δεν λέει το ίδιο με το natural copy, ούτε με το «φυσικό αντίγραφο». Η δε προτροπή της παλιάς ντίσκο επιτυχίας let’s get physical θα γινόταν ακατανόητη εάν αποδιδόταν «ας γίνουμε φυσικοί».
Οπότε, το εκ πρώτης όψεως εντυπωσιακό σλόγκαν «ο κόσμος μιλά ελληνικά» δεν έχει νόημα παρά μόνο εάν προσπεράσουμε και αγνοήσουμε το πιο ενδιαφέρον και γοητευτικό στοιχείο του γλωσσικού φαινομένου: τη διαφορά –τη διαφωρά, με τους όρους του Ντερριντά- που χωρίζει κάθε γλώσσα, και κάθε λέξη, από τον εαυτό της· που τις κάνει να μη συμπίπτουν ποτέ απολύτως με μία ορθολογική ουσία και να μην συνάγονται ποτέ από ένα σύνολο διαφανών, ερμηνεύσιμων και προβλέψιμων κανόνων. Κάθε γλώσσα έχει ένα κενό στο κέντρο της, και αυτό είναι που της επιτρέπει να υπάρχει και να είναι γλώσσα. Ο καθένας μας έχει μία γλώσσα, αλλά αυτή η γλώσσα δεν είναι δική του.
Άρα λοιπόν, όχι, ο cosmos δεν μιλάει ελληνικά. Για τον πρόσθετο λόγο ότι η λέξη cosmos, και αυτή, στις άλλες γλώσσες δεν έχει την ίδια έννοια με την ελληνική: δεν σημαίνει «κάποιοι άνθρωποι», ούτε καν «όλοι οι άνθρωποι»· σημαίνει το σύμπαν. Εκτός βέβαια και αν οι εορτάζοντες την ελληνοφωνία αυτό ακριβώς θέλουν να διακηρύξουν μέσα στον ανορθολογισμό και τη μεγαλομανία τους: ότι η γλώσσα τους είναι η γλώσσα του σύμπαντος.
Άκη, συμφωνώ με το άρθρο σου. Παρόλ’ αυτά, με διάθεση δικαίου, πρέπει να σε ενημερώσω ότι οι δημιουργοί της εκδήλωσης γράψαν Kosmos με Κ κι όχι με C. Αυτό ίσως να είναι ακόμα πιο μεγαλόσχημο, δε λέω, (μιας και το Κ είναι πιο ελληνικό από το C στη συγκεκριμένη λέξη που εξετάζουμε) αλλά για να είσαι ακριβής πρέπει να λάβεις το παραπάνω υπόψη σου.
Εγώ αν ήμουν της παρέας θα έλεγα ότι δεν εννοούμε το σύμπαν (Cosmos) αλλά το «σύμπαν των γλωσσών» και άρα ορίστε το Κosmos με Κ.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Ευχαριστώ για την παρατήρηση! Ναι, είχα προσέξει ότι το γράφουν με Κ. Αλλά θεώρησα ότι αυτό ήταν απλώς ανορθογραφία διότι παρασύρθηκαν από την ελληνική μορφή (το «είδωλο», όπως λέει και ο Μπαμπινιώτης 🙂 ) της λέξης, και τους έκανα τη χάρη να το διορθώσω.
Εσύ μπορεί να έλεγες αυτό, αλλά μου φαίνεται απίθανο κάποιος «της παρέας» να προέβαλλε αυτή την εξήγηση.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Ακριβώς! Ένα άλλο χαρακτηριστηκό παράδειγμα αυτής της «παρεξήγησης» είναι η λέξη empathy που όχι μόνο η σημασία της δεν έχει σχέση με την ελληνική λέξη «εμπάθεια» αλλά σημαίνει και το ακριβώς αντίθετο.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Πολύ σωστά! Ναι, αυτό είναι ένα ακόμα καλό παράδειγμα. Αλλά νομίζω ότι το ίδιο ισχύει για όλες σχεδόν τις σχετικές λέξεις, οι οποίες έχουν είτε ευρύτερο, είτε στενότερο, είτε απλώς διαφορετικό νόημα στην κάθε γλώσσα. Π.χ. η energy αντιστοιχεί με μία μόνο από της σημασίες της ελληνικής ενέργεια. Επίσης, το erotic δεν αντιστοιχεί στο ελληνικό ερωτικός. Παρά μόνο εκ των υστέρων: και στις δύο περιπτώσεις, οι ελληνικές λέξεις, μολονότι ήδη υπήρχαν, απέκτησαν ένα καινούριο επιπλέον νόημα κατόπιν (και εξαιτίας) της καθιέρωσης της αντίστοιχης αγγλικής. Π.χ. ο τίτλος του δίσκου «Ο ερωτικός Θεοδωράκης», ή η φράση «ο Πάριος λέει ερωτικά τραγούδια», θα σήμαινε κάτι τελείως διαφορετικό εάν αποδίδαμε το επίθετο ως erotic.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Παράθεμα: Μιλάμε ξένα και το ξέρουμε | Nomadic universality