Αρχαιογνωσία,Επιτελεστικότητα,Θεολογία

Τα αρχαία ελληνικά δεν υπάρχουν

του Άκη Γαβριηλίδη

Από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, στο εκπαιδευτικό του σύστημα διδάσκεται συστηματικά ένα μάθημα που αποκαλείται «αρχαία ελληνική γλώσσα». Η διδασκαλία αυτή εμφανίζεται υπό το μανδύα της απόλυτης γνησιότητας, και μάλιστα αναδεικνύεται η ίδια ως μέτρο και ως η βασιλική οδός πρόσβασης προς τη γνησιότητα ως τέτοια: απόλυτη προϋπόθεση της λειτουργίας της είναι η πεποίθηση ότι αναπαριστά το πράγμα το ίδιο, (έστω και αν αυτό το «πράγμα» είναι μία γλώσσα), χωρίς μεσολαβήσεις, ότι ξαναφέρνει μπροστά στα μάτια και τα αυτιά των μαθητών, και κάθε άλλου αποδέκτη, τη γλώσσα των αρχαίων ως είχε τότε.

Έτσι διατυπωμένος, ο στόχος της πρακτικής αυτής δείχνει ήδη τη θεατρική και ταυτόχρονα τη θρησκευτική/ φαντασματική διάστασή του: πρόκειται για μία (ανα)παράσταση, μία επιτέλεση, και ταυτόχρονα μία νεκρανάσταση, μία παλιγγενεσία, που και οι δύο –όπως κάθε θαύμα- διεξάγονται υπό τον όρο της πίστης. Για να λειτουργήσει αυτό το θαύμα απαιτείται να πιστεύουμε, δηλαδή να ενεργούμε σαν να πιστεύουμε ακόμη και αν δεν πιστεύουμε «από μέσα μας». Επίσης, πρόκειται για ένα θαύμα το οποίο «διαγράφει τον εαυτό του»: αυτή η ανάσταση του νεκρού γίνεται κάθε μέρα μπροστά στα μάτια μας, αλλά εμφανίζεται ως απλή συνέχιση της ζωής του. Από τους θεατές αναμένεται να θεωρούν ότι ο νεκρός στην πραγματικότητα δεν είχε πεθάνει ποτέ, και το ίδιο το γεγονός της αναβίωσης/ ανάκλησής του χρησιμοποιείται ακριβώς ως απόδειξη ότι δεν έχουμε εδώ έναν βρυκόλακα που επέστρεψε από τον άλλο κόσμο, αλλά έναν ζωντανό σαν κι εμάς, που δεν είχε φύγει ποτέ.

Τη βδομάδα που πέρασε, προέκυψε ένα γεγονός το οποίο στιγμιαία, σαν αστραπή, φώτισε αυτόν τον χαρακτήρα της επιτέλεσης και της επινόησης που χαρακτηρίζει αυτή την τελετουργία και υπονόμευσε ανεπανόρθωτα την υποτιθέμενη «φυσικότητά» της.

Όπως γράφει σε ένα σύντομο αλλά εντυπωσιακό κειμενάκι του ο (άγνωστός μου) Γιώργος Στείρης, στις φετινές Πανελλαδικές εξετάσεις των αρχαίων ελληνικών τέθηκε στους μαθητές ένα θέμα το οποίο προϋπέθετε ως αναντίρρητη την ετυμολόγηση της λέξης «εσθλός» από το ρήμα ειμί. Η ετυμολόγηση αυτή δεν θεωρείται αποδεκτή, ενίοτε δεν αναφέρεται καν, στα κατά τεκμήριο πιο έγκυρα διεθνή ετυμολογικά λεξικά, τα οποία καταγράφουν τη λέξη ως άγνωστης, πιθανώς σανσκριτικής ή χετιτικής προέλευσης. Σε ένα μάλιστα απ’ αυτά τα λεξικά, όταν μεταφράστηκε στα (νέα προφανώς) ελληνικά, ο μεταφραστής έκρινε σκόπιμο να «διορθώσει» το σχετικό λήμμα, παραβιάζοντας κάθε μεταφραστική δεοντολογία, και να προσθέσει αυτός με το έτσι θέλω την εθνικώς ορθή απόδοση, χωρίς να ενημερώσει ούτε τον αναγνώστη ούτε –υποθέτω- το συγγραφέα γι’ αυτή του την πρωτοβουλία.

Η ετυμολογία, ακριβώς, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης επένδυσης στο πλαίσιο της θρησκευτικοθεατρικής τελετουργίας που συνιστά η διδασκαλία της «αρχαίας ελληνικής». Καθόλου περίεργα, καθόσον πρόκειται για μία έννοια πρόσφορη προς αξιοποίηση σε μια οπτική γενεαλογίας, αφενός, και (μη) δανεισμού αφετέρου. Η ετυμολογία είναι αυτό που, με κάποιες ανεπαίσθητες και κοινά συμφωνημένες χειραγωγήσεις, μας βοηθά να «αποδείξουμε» τη γνησιότητα της καταγωγής –των λέξεων, καταρχάς, και άρα της γλώσσας συνολικά, στο βαθμό που αυτή νοείται (εσφαλμένα) ως «σύνολο λέξεων», και ως εκ τούτου ημών των ιδίων που μιλάμε αυτή τη γλώσσα. Είμαστε γνήσιοι, στο βαθμό που χρησιμοποιούμε λέξεις των προγόνων μας και όχι λέξεις που «δανειστήκαμε» από άλλους βάρβαρους λαούς. Και μάλιστα εμείς είμαστε αυτοί που τους «δανείσαμε», όπως με χαρακτηριστική αφέλεια διατράνωσαν ακόμη μία φορά ο κ. Πατούλης και οι συν αυτώ συνεορτάσαντες την πρώτη «ημέρα ελληνοφωνίας».

ellinofonia kede

Επ’ αυτού ίσως γράψω χωριστό σημείωμα άλλη φορά[1]. Αυτό που θέλω να σημειώσω εδώ, είναι ότι το εκπαιδευτικό σύστημα του ελληνικού κράτους –και σε αυτό προφανώς περιλαμβάνω το «παραεκπαιδευτικό» σύστημα των φροντιστηρίων- φαίνεται ότι μπορεί να λειτουργεί και ερήμην της αναφοράς και του ελέγχου σε σχέση με το πρωτότυπο το οποίο υποτίθεται ότι αναπαράγει πιστά. Οριακά, μόνο έτσι μπορεί να λειτουργεί· διότι σε ενδεχόμενη σύγκρουση ανάμεσα στην φιλολογική ακρίβεια και την «απόδειξη»/ παραγωγή της γνησιότητας της καταγωγής, αυτή που χάνει είναι η πρώτη.

Η δραστηριότητα λοιπόν αυτή σκηνοθετείται ως η αυτούσια αναπαραγωγή ενός πράγματος που ήδη υπήρξε ως τέτοιο στο παρελθόν, αλλά στην ουσία αυτή είναι που επινοεί και παράγει το πράγμα το οποίο εν συνεχεία παριστάνει ότι απλώς αναπαράγει. Κάθε τόσο, κάποιος που θέλει να δείξει πόσο μεριμνά και ανησυχεί για τα πεπρωμένα του γένους, βγαίνει και τελετουργικά επαναλαμβάνει ότι η «διδασκαλία των αρχαίων» πρέπει να επεκταθεί, να εμβαθυνθεί, να αρχίζει νωρίτερα κ.λπ. για να «οχυρώσει τα παιδιά μας από την αμάθεια» και να τα φέρει σε επαφή με τις «πηγές και τις απαρχές του πολιτισμού». Αυτό όμως που διδάσκεται ως «αρχαία ελληνική γλώσσα» είναι μία νεωτερική κατασκευή, η οποία δεν έχει καμία σχέση με κάτι που μίλησαν και έγραψαν κάποιοι πραγματικοί άνθρωποι στην Αθήνα, τη Σπάρτη, τη Θήβα ή οπουδήποτε αλλού το 500 ή το 400 ή το 300 π.Χ. ή σε οποιονδήποτε άλλο τόπο και χρόνο. Είναι μία επινόηση των Ελλήνων φιλολόγων του 20ού αιώνα, η οποία στην αρχή αντέγραψε αντίστοιχες επινοήσεις των δυτικοευρωπαίων φιλολόγων, αλλά τώρα έχει αυτονομηθεί ακόμη και απ’ αυτές και ακολουθεί μόνη την πορεία της στο διάστημα χωρίς να λογοδοτεί πουθενά.

Ο Μπαμπινιώτης μπορεί να λέει –ανακριβώς– ότι «η γλώσσα είναι ο κόσμος μου»· αλλά το επεισόδιο αυτό αποδεικνύει πως, ό,τι δεν υπάρχει στις απαντήσεις του υπουργείου και των φροντιστηρίων, δεν υπάρχει ούτε στον κόσμο, ούτε στη γλώσσα.

[1] Βλ. ήδη: Γλωσσικές ορθοπεδικές και εξαρθρώσεις (ή γιατί ο κόσμος δεν μιλά ελληνικά)

Κλασσικό

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.