της Τζόαν Ουάλλαχ Σκοτ
Στη Γαλλία, η ανησυχία που εκδηλώνεται επίσημα για τη μαντίλα υπερβαίνει κάθε άλλη χώρα στη Δυτική Ευρώπη. Στον αγγλο-αμερικανικό κόσμο, ακόμα και μετά την 11/9, η μαντίλα δεν εκλαμβάνεται ως η σημαία κάποιας εξέγερσης· ούτε η κατάργηση των εθνοτικών, φυλετικών και θρησκευτικών διαφορών αποτελεί προϋπόθεση για ένταξη στο έθνος. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν τρομερά και διαρκή προβλήματα διακρίσεων με βάση τις διαφορές (κυρίως τις φυλετικές) στις ΗΠΑ· απλά οι διαφορές εδώ αναγνωρίζονται ως μέρος της εθνικής κληρονομιάς. Καταγράφονται στις απογραφές, τεκμηριώνονται στις επίσημες συλλογές δεδομένων και γίνονται αντιληπτές ως τμήμα του πολιτιστικού μας πλούτου. Η χρήση δύο προσδιορισμών με μια παύλα στη μέση (Αφρο-αμερικανός, Ιταλο-αμερικανός, Εβραιο-αμερικανίδα, Μουσουλμανο-αμερικανίδα) σηματοδοτούν την αποδοχή του γεγονότος ότι πολιτικές και πολιτισμικές ταυτότητες μπορούν να συνυπάρχουν χωρίς να βλάπτουν την ουσιώδη ενότητα του έθνους. Εάν, όπως δείχνουν και οι τωρινές προκριματικές εκλογές, υπάρχουν μείζονες διαιρέσεις στο εκλογικό σώμα στις ΗΠΑ, αυτές βασίζονται μάλλον σε οικονομικές παρά σε θρησκευτικές διαφορές: στις τεράστιες ανισότητες του πλούτου, και όχι σε κοινοτικές εντάξεις.
«Πολιτική υστερία»
Για τους λόγους αυτούς, η γαλλική εμμονή με τη μαντίλα φαίνεται σε πολλούς από μας να έχει πάρει τη μορφή της «πολιτικής υστερίας» την οποία είχε διαγνώσει ο Εμμανυέλ Τερραί το 2004. Το 1989 ο Αλαίν Φινκιελκρώτ, η Ελιζαμπέτ Μπαντεντέρ και άλλοι υποτίθεται σοβαροί διανοούμενοι είχαν φτάσει στο σημείο να καταγγείλουν ότι εάν δεν απαγορευθεί το χιτζάμπ στα σχολεία, αυτό θα αποτελέσει «το Μόναχο» της δημοκρατίας[1]. Όταν σήμερα κάποιοι παραλληλίζουν το φόρεμα της μαντίλας με «εκούσια υπαγωγή στη δουλεία», αναρωτιόμαστε αν έχουν πραγματικά ιδέα τι ήταν ιστορικά η δουλεία.
Η επιμονή ότι η laïcité [κοσμικός χαρακτήρας του κράτους] επιβάλλει την απαγόρευση της μαντίλας εν ονόματι της ισότητας των γυναικών είναι ένα άλλο προβληματικό σημείο αυτής της εμμονής. Σίγουρα δεν ήταν αυτό το σκεπτικό των αντικληρικαλιστών που επινόησαν τον όρο αυτό το 1871. Από τότε επρόκειτο για πολεμικό όρο· τότε αποσκοπούσε στο να στερήσει δημόσια εξουσία από την Καθολική εκκλησία, τώρα χρησιμοποιείται για να ορίσει μία γαλλικότητα η οποία αποκλείει τους μουσουλμάνους. Και οι δύο χρήσεις αναδείκνυαν τις γυναίκες ως έναν ιδιαίτερο κίνδυνο για τη δημοκρατία (Republic). To 19o και τις αρχές του 20ού αιώνα, επρόκειτο για τις Γαλλίδες που θεωρούνταν υπό την επίδραση των παπάδων· τον 21ο, πρόκειται για τις μουσουλμάνες που οι μαντίλες τους σηματοδοτούν ένα απαράδεκτο «defaut d’assimilation» [έλλειμμα αφομοίωσης], και μια επιθετική απόρριψη της ισότητας που υποτίθεται ότι είναι το σήμα κατατεθέν της δημοκρατίας.
Η ακάλυπτη Mαριάν
Είναι γνωστό ότι η πολιτιστική αφομοίωση είναι εγγενές χαρακτηριστικό της γαλλικότητας. Ο στόχος να αναπαρασταθεί η Γαλλία ως ένα ομοιογενές έθνος είναι παλιός· από γενιές ολόκληρες μεταναστών έχει απαιτηθεί να τελειοποιηθούν στη γλώσσα, να ταυτιστούν με nos ancêtres les Gaulois [τους προγόνους μας τους Γαλάτες] και να δηλώνουν αφοσίωση στις πολιτιστικές όσο και τις πολιτικές όψεις της γαλλικής ζωής. Είναι όμως ασυνήθιστο το ότι τώρα οι υποστηρικτές της αφομοίωσης ξεχώρισαν ειδικά τις γυναίκες ως στόχο. Γιατί τις γυναίκες; Οι περισσότεροι τρομοκράτες είναι άνδρες· οι στρατοί του ISIS είναι σχεδόν αποκλειστικά αρσενικοί. Γιατί άραγε οι πολιτικοί της Γαλλίας, οι οποίοι ανθίστανται ανοιχτά στην ψήφιση νόμων για την ενδοοικογενειακή βία, τη σεξουαλική παρενόχληση ή την ίση αμοιβή, γιατί λοιπόν αυτοί οι άνδρες (με κάποια φεμινιστική υποστήριξη) ανησυχούν τόσο για την κατάσταση των γυναικών όταν πρόκειται για το Ισλάμ; Και τι μας λέει για τα άγχη των γάλλων ρεπουμπλικανών η εμμονή τους με το ντύσιμο των μουσουλμάνων γυναικών;
Ασφαλώς, οι ρεπουμπλικάνοι αναφέρονται σε μια μακροχρόνια ιδέα ομοιογενούς γαλλικότητας και σε μια αντίληψη κοσμικότητας κατά την οποία η θρησκεία είναι ιδιωτικό ζήτημα ατομικής συνείδησης που δεν επιδεικνύεται δημοσίως. Από αυτή την άποψη, ίσως το ντύσιμο των μουσουλμάνων γυναικών θεωρείται ότι σηματοδοτεί πιο ορατά τη θρησκευτική τους ταυτότητα απ’ ό,τι των ανδρών. Οι ρεπουμπλικάνοι αντλούν επίσης από τα κατάλοιπα της αποικιακής «εκπολιτιστικής αποστολής» που επαιρόταν για την ανώτερη μεταχείριση των Γαλλίδων σε σχέση με εκείνη των «ιθαγενών» γυναικών, των οποίων τα πέπλα εκλαμβάνονταν τότε ως σημάδι ερωτικής γοητείας και όχι (όπως σήμερα) σεξουαλικής καταπίεσης. Επίσης, υπάρχει η ακάλυπτη Μαριάν, ένα εξιδανικευμένο σύμβολο του έθνους, εμπνευσμένη από την Ελευθερία που οδηγεί το λαό του Ντελακρουά, η οποία διακοσμεί γυμνόστηθη τα δημαρχεία πολλών γαλλικών πόλεων. Στην τρέχουσα πολεμική, η Μαριάν είναι η ενσάρκωση των χειραφετημένων Γαλλίδων σε αντιδιαστολή με την καλυμμένη γυναίκα που εμφανίζεται ως υποταγμένη στο Ισλάμ.
Ανομολόγητη αλλά επίμονη αντίφαση
Νομίζω όμως ότι υπάρχει κάτι περισσότερο, κάτι που θα μπορούσε να ονομαστεί το πολιτικό ασυνείδητο του γαλλικού ρεπουμπλικανισμού και που τροφοδοτεί την υστερία που παρατηρούμε. Η υστερία αυτή προέρχεται από μια μη αναγνωρισμένη, αλλά επίμονη αντίφαση στο εσωτερικό του γαλλικού ρεπουμπλικανισμού μεταξύ πολιτικής ισότητας και σεξουαλικής διαφοράς, η οποία ήταν εμφανής από το 1789. Η ιδιότητα του πολίτη στη Γαλλία βασίζεται στον αφηρημένο ατομικισμό. Το άτομο είναι η ουσιώδης μονάδα, ασχέτως θρησκείας, εθνότητας, κοινωνικής θέσης ή επαγγέλματος. Εάν κάνουμε αφαίρεση αυτών των χαρακτηριστικών, τα άτομα θεωρούνται ως όμοια, δηλαδή ίσα. Στη μακρά ιστορία της γαλλικής πολιτικής, το μόνο εμπόδιο στην ομοιότητα υπήρξε η διαφορά των φύλων, η οποία εξελήφθη ως μια διάκριση φυσική και άρα μη υποκείμενη σε αφαίρεση. Η φύση θέσπισε μία έλλειψη ομοιότητας (μια ανισότητα) την οποία η κοινωνία δεν μπορεί να επανορθώσει. Υπό αυτή την άποψη, οι άνδρες μπορούν να ξεφύγουν από το φύλο τους, αλλά οι γυναίκες δεν μπορούν. Υπάρχει λοιπόν μια βαθιά ασυμβατότητα ανάμεσα στην οικουμενική υπόσχεση της ισότητας στη ρεπουμπλικανική πολιτική θεωρία και την ανισότητα που θέσπισε η φύση. Η διαφορά των φύλων δεν φαίνεται να υπάγεται στη ρεπουμπλικανική λογική.
Όταν οι γυναίκες κέρδισαν το δικαίωμα ψήφου το 1944, το κέρδισαν ως ιδιαίτερη ομάδα, όχι ως άτομα. Στις συζητήσεις για το νομοσχέδιο περί γυναικείων ποσοστώσεων στην πολιτική [parité], η αντίληψη που οδήγησε στην ψήφιση του νόμου πρόβαλλε το ετερόφυλο ζευγάρι ως υποκατάστατο για το απομονωμένο άτομο. Η Sylviane Agasinki[2] υποστήριξε (υπέρ των ποσοστώσεων και κατά του συμφώνου συμβίωσης) ότι δεν είναι δυνατό να υπάρξουν ούτε κοινοβούλια του ίδιου φύλου, ούτε γάμοι του ίδιου φύλου. Η συμπληρωματικότητα της διαφοράς υποκατέστησε την ισότητα όλων των ατόμων.
Στους ύμνους προς το παιχνίδι της γοητείας ως στοιχείο του γαλλικού εθνικού χαρακτήρα, η συμπληρωματικότητα είναι ασύμμετρη: οι γυναίκες «συγκατανεύουν αγαπητικά» προς την υποταγή τους στους άνδρες. Η έμφαση στην ανοικτότητα της ερωτοτροπίας μεταξύ γυναικών και ανδρών, και ιδίως η δημόσια έκθεση του σώματος των γυναικών, χρησιμεύει για να επιδεικνύει τη διαφορά τους και την ανάγκη της διαφορετικής τους μεταχείρισης. Ως τέτοια, αρνείται το πρόβλημα που το φύλο θέτει για τη ρεπουμπλικανική πολιτική θεωρία. Παραδόξως, η αντικειμενοποίηση της γυναικείας σεξουαλικότητας λειτουργεί ως ένα πέπλο που καλύπτει την καταστατική αντίφαση ανάμεσα στη «φυσική» διαφορά των φύλων και την υπόσχεση της ισότητας για όλους.
Μια πρόκληση για τη ρεπουμπλικανική θεωρία
Το ντύσιμο των μουσουλμάνων γυναικών φαίνεται να αποτελεί πρόκληση για τη θεώρηση αυτή, απειλώντας να αποκαλύψει την απωθημένη αντίφαση. Το σεμνό ντύσιμο εγείρει άμεσα τα προβλήματα που θέτει το φύλο και η σεξουαλικότητα για τις κοινωνικές σχέσεις και την πολιτική. Δηλώνει ότι οι σεξουαλικές σχέσεις δεν αρμόζουν σε δημόσιους χώρους. Μερικές μουσουλμάνες φεμινίστριες μάλιστα λένε ότι αυτό τις απελευθερώνει. Αλλά είτε τις απελευθερώνει είτε όχι, και άσχετα εάν κάθε γυναίκα που φοράει το πέπλο αντιλαμβάνεται έτσι το συμβολισμό του, το πέπλο δηλώνει ότι πρέπει να αποδεχόμαστε τη σεξουαλικότητα και μάλιστα να την τιμούμε, αλλά μόνο υπό τις ενδεδειγμένες περιστάσεις –δηλαδή ιδιωτικά, εντός της οικογένειας. Το παράδοξο εδώ είναι ότι το πέπλο καθιστά ρητούς –ορατούς σε όλους- τους κανόνες της έμφυλης δημόσιας διάδρασης, οι οποίοι κηρύσσουν τις σεξουαλικές ανταλλαγές άτοπες στο δημόσιο χώρο.
Αυτή η ρητή αναγνώριση ενός προβλήματος το οποίο η γαλλική πολιτική θεωρία αρνείται, είναι που κάνει το πέπλο «προκλητικό» με τη σεξουαλική σημασία της λέξης. Η ένδυση των μουσουλμάνων γυναικών είναι μια δήλωση σχετικά τις δυσκολίες που παρουσιάζει το σεξ για τις δημόσιες διαδράσεις, τις οποίες οι ρεπουμπλικάνοι δεν θέλουν να παραδεχθούν. Οι ευσεβείς διακηρύξεις τους υπέρ της ισότητας δεν συμβιβάζονται με τη βαθιά απροθυμία τους να μοιραστούν την εξουσία με το αντίθετο φύλο. Η ερωτοτροπία αποτελεί γι’ αυτούς μία προτιμότερη εναλλακτική λύση.
Δεν αμφισβητώ τις πατριαρχικές πτυχές των μουσουλμανικών πρακτικών, αλλά δεν πρέπει να αγνοήσουμε ότι ούτε στη Γαλλία υφίσταται τέλεια ισότητα των φύλων. Οι γυναίκες αντικειμενοποιούνται και στα δύο συστήματα, απλώς κατά διαφορετικούς τρόπους. Η τρέχουσα πολιτική υστερία για το πέπλο πρέπει να κατανοηθεί όχι ως μια απλή και λογική αντίδραση στην τρομοκρατία, ούτε ως μία επιβεβαίωση της έμφυλης ισότητας βάσει αρχών. Αντιθέτως, είναι ένας τρόπος να αρνηθούμε βαθιά ριζωμένες ανισότητες εντός της γαλλικής κοινωνίας (έμφυλες, φυλετικές, εθνοτικές). Οι ανισότητες αυτές δεν αποτελούν παρέκκλιση· είναι άρρηκτα δεμένες με ένα πολιτικό σύστημα που αναγνωρίζει ως θεμέλιο της ισότητας μια αφηρημένη ομοιότητα, ενώ τη συγκεκριμένη διαφορά των φύλων την εμφανίζει ως εξαίρεση και δικαιολόγηση για μια ανισότητα η οποία, καθώς είναι «φυσική», δεν μπορεί να κατονομαστεί ως τέτοια.
Με άλλα λόγια, η έμφαση στην ανισότητα που φέρεται να πλήττει μόνο τις μουσουλμάνες είναι ένας τρόπος να αρνηθούμε τις ανισότητες που εξακολουθούν να αφορούν τις Γαλλίδες –διαφορετικές ανισότητες, ασφαλώς, αλλά οι οποίες δεν έχουν επιλυθεί με το νόμο ή με άλλα μέσα. Ασφαλώς, έμφυλη ανισότητα υπάρχει και στον αγγλο-αμερικανικό κόσμο, αλλά εκεί δεν έχει πάρει τη μορφή εμμονής με τις μουσουλμάνες και το πέπλο τους – μια εμμονή που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε “une singularité française” [γαλλική μοναδικότητα].
Η Joan Wallach Scott είναι αμερικανίδα ιστορικός που έχει ασχοληθεί με τη Γαλλία, την ιστορία των δύο φύλων και την ιστορία των ιδεών. Διδάσκει στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Το παραπάνω κείμενο αποτελεί απόδοση –με κάποιες συντομεύσεις- του άρθρου της The Veil and the Political Unconscious of French Republicanism. Μετάφραση-σημειώσεις: Α.Γ.
[1] Προφανώς εννοούσαν τη συμφωνία του Μονάχου του 1938, η οποία έχει καταγραφεί ως μία ατυχής προσπάθεια κατευνασμού του Χίτλερ.
[2] Γαλλίδα φεμινίστρια θεωρητικός πολωνικής καταγωγής, τότε σύζυγος του Λιονέλ Ζοσπέν
Παράθεμα: «Οι γυναίκες είναι χύμα» | Nomadic universality
Παράθεμα: «Οι γυναίκες είναι χύμα» … « απέραντο γαλάζιο
Παράθεμα: «Οι γυναίκες είναι χύμα» | Ώρα Κοινής Ανησυχίας