του Τζόρτζιο Αγκάμπεν
(…)
10. Μπορούμε τώρα να επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα «πού ‘στέκεται’ η στάσις, ποιος είναι ο προσίδϊος τόπος του εμφύλιου πολέμου;». Η στάσις –αυτή είναι η υπόθεσή μας- δεν λαμβάνει χώρα ούτε στον οἶκον ούτε στην πόλιν, ούτε στην οικογένεια ούτε στην πολιτεία: συνιστά μία ζώνη αδιαφορίας [indifferenza] ανάμεσα στον απολιτικό χώρο της οικογένειας και τον πολιτικό χώρο της πόλης. Ξεπερνώντας αυτό το κατώφλι, ο οἶκος πολιτικοποιείται και, αντιστρόφως, η πόλις «οικονομικοποιείται», δηλαδή συρρικνώνεται σε οἶκον. Αυτό σημαίνει ότι, στο σύστημα της αρχαιοελληνικής πολιτικής, ο εμφύλιος πόλεμος λειτουργεί ως κατώφλι πολιτικοποίησης ή αποπολιτικοποίησης, μέσω του οποίου το σπίτι ξεχειλίζει και γίνεται πόλη, ενώ η πόλη αποπολιτικοποιείται σε οικογένεια.
Στην παράδοση του αρχαιοελληνικού δικαίου, υπάρχει ένα μοναδικό τεκμήριο, που μοιάζει να επιβεβαιώνει πέρα από κάθε αμφιβολία αυτή τη θέση του εμφύλιου πολέμου. Μολονότι το τεκμήριο αυτό αναφέρεται όχι μόνο από τον Πλούταρχο, τον Αύλο Γέλλιο και τον Κικέρωνα, αλλά και με ιδιαίτερη ακρίβεια από τον Αριστοτέλη (Αθ. Πολ., VIII, 5), η θετική αξιολόγηση της στάσεως που υπαινίσσεται προκάλεσε τόση αμηχανία στους νεότερους ιστορικούς της πολιτικής, ώστε συχνά δεν το αναφέρουν καθόλου. Πρόκειται για το νόμο του Σόλωνος, ο οποίος τιμωρούσε με ἀτιμία (δηλαδή με στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων) τον πολίτη που, σε έναν εμφύλιο πόλεμο, δεν είχε πολεμήσει με κάποιο από τα δύο μέρη (όπως λέει με ωμότητα ο Αριστοτέλης: «εκείνος που, όταν η πόλη βρίσκεται σε εμφύλιο πόλεμο [στασιαζούσης τῆς πόλεως], δεν παίρνει τα όπλα [θῆται τὰ ὅπλα: κατά λέξη «βάζει την ασπίδα»] για κανένα από τα δύο μέρη, τιμωρείται με ατιμία [ἄτιμον εἶναι] και αποκλείεται από την πολιτική [τῆς πόλεως μὴ μετέχειν]».
Το να μην παίρνεις μέρος στον εμφύλιο πόλεμο ισοδυναμεί με το να αποκλείεσαι από την πόλιν και να περιορίζεσαι στον οἶκον, να εξέρχεσαι από την πολιτειότητα για να εκπέσεις στην απολιτική κατάσταση του ιδιώτη. Αυτό δεν σημαίνει, προφανώς, ότι οι Έλληνες θεωρούσαν τον εμφύλιο πόλεμο ως ένα αγαθό: η στάσις όμως λειτουργεί ως ένα αντιδραστήριο που αποκαλύπτει το πολιτικό στοιχείο στην ακραία περίπτωση, ως ένα κατώφλι πολιτικοποίησης που καθορίζει καθαυτό τον πολιτικό ή απολιτικό χαρακτήρα ενός συγκεκριμένου είναι.
(…)
12. Αυτός ο ουσιώδης σύνδεσμος μεταξύ στάσεως και πολιτικής επιβεβαιώνεται από έναν άλλο αρχαιοελληνικό θεσμό, στον οποίο η Νικόλ Λορώ αφιερώνει ένα σημαντικό κεφάλαιο (το έκτο) από το La cité divisée: την αμνηστία. Το 403, μετά τον εμφύλιο πόλεμο στην Αθήνα που έληξε με την ήττα της ολιγαρχίας των Τριάκοντα, οι νικητές δημοκρατικοί, υπό την ηγεσία του Αρχίνου, δεσμεύτηκαν επισήμως να «μην διατηρήσουν σε καμία περίπτωση τη μνήμη των περασμένων γεγονότων» [τῶν δὲ παρεληλυθότων μηδενὶ πρὸς μηδένα μνησικακεῖν: (Αθ. Πολ., ΧΧΧΙΧ, 6)], δηλαδή να μη διώξουν δικαστικά τα αδικήματα που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Σχολιάζοντας αυτή την απόφαση –που συμπίπτει με την επινόηση της αμνηστίας- ο Αριστοτέλης γράφει ότι με αυτό τον τρόπο οι δημοκρατικοί «έδρασαν με τον πιο πολιτικό τρόπο [πολιτικώτατα … χρήσασθαι] σε σχέση με τις συμφορές που προηγήθηκαν» (ό.π., XL, 2). H αμνηστία όσον αφορά τον εμφύλιο πόλεμο είναι, δηλαδή, η συμπεριφορά που συμφωνεί περισσότερο προς την πολιτική. Από την οπτική γωνία του δικαίου, η στάσις φαίνεται έτσι να ορίζεται από δύο απαγορεύσεις, απολύτως συνεκτικές μεταξύ τους: από τη μία, το να μην παίρνεις μέρος είναι πολιτικώς ένοχο· από την άλλη, το να τον ξεχάσεις άπαξ και τελειώσει είναι πολιτικό καθήκον.
Η διατύπωση μη μνησικακεῖν στον όρκο της αμνηστίας συνήθως μεταφράζεται με το «να μην θυμίζουν» ή, ακόμα, «να μην διατηρούν κακία, να μην έχουν κακές αναμνήσεις» (Η Λορώ μεταφράζει: je ne rappelerais pas les malheurs – Loraux, La cité divisée. L’oubli dans la mémoire d’Athènes, Paris, Payot 1997, σ. 147). Το επίθετο μνησίκακος σημαίνει έτσι «μνησίκακος [rancoroso], εκδικητικός» και χρησιμοποιείται για έναν άνθρωπο που διατηρεί κακές αναμνήσεις. Στον κρυπτότυπο που ρυθμίζει το σχηματισμό ρηματικών συνθέτων αυτού του τύπου στα ελληνικά, ο δεύτερος όρος είναι στην ενεργητική φωνή. Μνησικακεῖν δεν σημαίνει τόσο «να έχεις κακές αναμνήσεις», αλλά μάλλον «να κάνεις κακό με τη μνήμη, να κάνεις κακή χρήση των αναμνήσεων». Πρόκειται, εν τοιαύτη περιπτώσει, για νομικό όρο, που αναφέρεται στο γεγονός ότι κάποιος διώκεται δικαστικά για εγκλήματα που διέπραξε κατά τη διάρκεια της στάσεως. Η αθηναϊκή ἀμνηστία δεν είναι απλώς μία λήθη ή μία απώθηση του παρελθόντος: είναι μία έκκληση κατά της κακής χρήσης της μνήμης. Στο μέτρο που συνιστά ένα πολιτικό υπόδειγμα ομοούσιο με την πολιτεία, που σηματοδοτεί το γίγνεσθαι-πολιτικόν του απολιτικού (του οἴκου) και το γίγνεσθαι-απολιτικόν του πολιτικού (της πόλεως), η στάσις δεν είναι κάτι που μπορεί ποτέ να λησμονηθεί ή να απωθηθεί: είναι το αξέχαστο που πρέπει να παραμείνει πάντοτε δυνατό εντός της πολιτείας και που, ωστόσο, δεν πρέπει να διατηρείται στη μνήμη μέσα από δίκες και εκδικητικότητες. Ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή, από αυτό που φαίνεται να είναι ο εμφύλιος πόλεμος για τους νεότερους: κάτι δηλαδή που πρέπει να επιδιώξουμε πάση θυσία να καταστήσουμε αδύνατο, και που πρέπει πάντοτε να υπομιμνήσκεται μέσω δικών και νομικών διώξεων.
- Ας επιχειρήσουμε να συναγάγουμε κάποιο προσωρινό συμπέρασμα από την ανάλυσή μας:
1) Η στάσις δεν προέρχεται από τον οἶκον, δεν είναι ένας «οικογενειακός πόλεμος», αλλά είναι τμήμα ενός μηχανισμού που λειτουργεί κατά τρόπο παρόμοιο με την κατάσταση εξαίρεσης. Όπως, στην κατάσταση εξαίρεσης, η ζωή, η φυσική ζωή, εντάσσεται στη νομικο-πολιτική τάξη μέσω του αποκλεισμού της, κατ’ ανάλογο τρόπο μέσω της στάσεως ο οἶκος πολιτικοποιείται και εντάσσεται στην πόλιν.
2) Αυτό που διακυβεύεται στη σχέση μεταξύ οἴκου και πόλεως είναι η συγκρότηση ενός κατωφλιού αδιαφορίας στο οποίο το πολιτικό και το απολιτικό, το έξω και το μέσα συμπίπτουν. Πρέπει δηλαδή να συλλάβουμε την πολιτική ως ένα πεδίο δυνάμεων, τα άκρα του οποίου είναι ο οἶκος και η πόλις: μεταξύ αυτών, ο εμφύλιος πόλεμος σηματοδοτεί το κατώφλι μετάβασης μέσω του οποίου το απολιτικό πολιτικοποιείται και το πολιτικό «οικονομικοποιείται»:
πολιτικοποίηση ← → αποπολιτικοποίηση
οἶκος _______________ │στάσις│_______________ πόλις
Αυτό σημαίνει ότι, στην Ελλάδα των κλασσικών χρόνων όπως και σήμερα, δεν υπάρχει κάποια πολιτική «ουσία»: η πολιτική είναι ένα πεδίο που διατρέχεται διαρκώς από ρεύματα έντασης της πολιτικοποίησης και της αποπολιτικοποίησης, της οικογένειας και της πολιτείας. Ανάμεσα σε αυτές τις αντιτιθέμενες πολικότητες, διαχωρισμένες και στενά δεμένες, η ένταση –για να παραφράσουμε τη διάγνωση της Λορώ- δεν είναι επιλύσιμη. Όταν επικρατεί η τάση προς τον οἶκον και η πολιτεία δείχνει να θέλει να διαλυθεί σε μια οικογένεια (έστω και ειδικού τύπου), τότε ο εμφύλιος πόλεμος λειτουργεί ως το κατώφλι στο οποίο οι οικογενειακές σχέσεις ανα- πολιτικοποιούνται· όταν αντίθετα επικρατεί η τάση προς την πόλιν και ο οικογενειακός δεσμός δείχνει να χαλαρώνει, τότε παρεμβαίνει η στάσις για να ανακωδικοποιήσει με πολιτικούς όρους τις οικογενειακές σχέσεις.
Η κλασική Ελλάδα είναι ίσως ο τόπος όπου αυτή η ένταση βρήκε για μια στιγμή μια αβέβαιη, προσωρινή ισορροπία. Στην πορεία της μεταγενέστερης πολιτικής ιστορίας της Δύσης, η τάση να αποπολιτικοποιείται η πολιτεία και να μετατρέπεται σε ένα σπίτι ή σε μια οικογένεια διεπόμενη από σχέσεις αίματος και από καθαρά οικονομικές πράξεις, θα εναλλάσσεται με διαμετρικά αντίθετες φάσεις, στις οποίες κάθε τι απολιτικό πρέπει να κινητοποιηθεί και να πολιτικοποιηθεί. Αναλόγως με το αν επικρατεί η μία ή η άλλη τάση, θα μεταβάλλεται επίσης και η λειτουργία, η μετατόπιση και η μορφή του εμφύλιου πολέμου· είναι όμως πιθανό ότι, για όσο καιρό οι λέξεις «οικογένεια» και «πολιτεία», «ιδιωτικό» και «δημόσιο», «οικονομία» και «πολιτική» θα έχουν κάποιο, έστω και ρευστό, νόημα, ο εμφύλιος δεν θα είναι δυνατό να εξαφανιστεί από την πολιτική σκηνή της Δύσης.
אּ Η μορφή την οποία έχει προσλάβει σήμερα ο εμφύλιος πόλεμος στην παγκόσμια ιστορία είναι η τρομοκρατία. Αν η φουκωική διάγνωση για τη νεωτερική πολιτική ως βιοπολιτική είναι ορθή, και αν είναι επίσης ορθή η γενεαλογία που την ανάγει σε ένα θεολογικό-οικονομικό υπόδειγμα, τότε η παγκόσμια τρομοκρατία είναι η μορφή την οποία προσλαμβάνει ο εμφύλιος πόλεμος όταν η ζωή ως τέτοια γίνεται το διαφιλονικούμενο σημείο της πολιτικής. Ακριβώς όταν η πόλις εμφανίζεται με την καθησυχαστική μορφή ενός οἴκου –το «ευρωπαϊκό σπίτι», ή ο κόσμος ως απόλυτος χώρος της παγκόσμιας οικονομικής διαχείρισης-, τότε η στάσις, που δεν μπορεί πλέον να τοποθετείται στο κατώφλι μεταξύ οἴκου και πόλεως, γίνεται το υπόδειγμα κάθε σύγκρουσης και εισέρχεται με τη μορφή του τρόμου. Η τρομοκρατία είναι ο «παγκόσμιος εμφύλιος πόλεμος» που από καιρού εις καιρόν επενδύει αυτήν ή εκείνη τη ζώνη του πλανητικού χώρου. Δεν είναι τυχαίο ότι ο «τρόμος» συνέπεσε με τη στιγμή κατά την οποία η ζωή ως τέτοια –το έθνος, δηλαδή η γέννηση- γινόταν η αρχή της κυριαρχίας. Η μόνη μορφή υπό την οποία η ζωή ως τέτοια μπορεί να πολιτικοποιηθεί είναι η άνευ όρων έκθεση στο θάνατο, δηλαδή η γυμνή ζωή.
Μετάφραση (& επιλογή τίτλου για τη συγκεκριμένη δημοσίευση): Α.Γ.