του Άκη Γαβριηλίδη
Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης εγκαινιάστηκε πρόσφατα έκθεση με τίτλο «Ραιδεστός-Θεσσαλονίκη. Αρχαιότητες σ’ ένα ταξίδι προσφυγιάς». Περιλαμβάνει 37 εκθέματα από την Ανατολική Θράκη, τα οποία έφεραν μαζί τους κατά την «ανταλλαγή πληθυσμών» του 1922 οι Ρωμιοί πρόσφυγες, και ειδικότερα ο τότε «Θρακικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος εν Ραιδεστώ».
Πώς όμως –και γιατί- είχαν περιέλθει τα (νυν) εκθέματα στην κατοχή του Συλλόγου;
Σύμφωνα με την ημιεπίσημη εκδοχή που διαβάζουμε στο ρεπορτάζ του ΑΠΕ,
Με πρωτοβουλία του επιθεωρητή εκπαίδευσης Βασίλειου Νικολαΐδη, ο σύλλογος -με στόχο την καλλιέργεια της παιδείας και της εθνικής συνείδησης και συνέχειας- συγκρότησε (αγοράζοντας ή μέσω δωρεών από χωρικούς ή άλλους κατόχους των αρχαίων αντικειμένων) μια ιδιαίτερα αξιόλογη αρχαιολογική συλλογή από νομίσματα, περίπου 70 λίθινα μνημεία, ευαγγέλια και απολιθώματα.
Με άλλα λόγια, τα εκθέματα αυτά είναι προϊόντα αρχαιοκαπηλίας και έχουν απομακρυνθεί από το σημείο όπου είχαν δημιουργηθεί και βρίσκονταν επί αιώνες.
Αν δεν κάνω λάθος, αυτά τα δύο στοιχεία αποτελούν και τη βάση με την οποία αιτιολογείται η διαρκής, και συναισθηματικά φορτισμένη, απαίτηση προς το Βρετανικό Μουσείο να επιστρέψει τα Ελγίνεια μάρμαρα. Τα οποία ως γνωστόν απομάκρυνε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ο φερώνυμος λόρδος με στόχο την καλλιέργεια της παιδείας και της συνείδησης και συνέχειας –αλλά και την προστασία τους από καταστροφές.
Φυσικά για τα τελευταία υπάρχει και το επιχείρημα ότι «έχουν αποσπαστεί από ευρύτερο σύνολο». Αλλά και για τα ευρήματα της Ραιδεστού/ Τεκιρντάγ, αναφέρεται ρητά ότι περιλαμβάνουν «αρχιτεκτονικά μέλη».
Πώς αιτιολογείται η διαφορετική αντιμετώπιση όμοιων καταστάσεων, για την οποία είχα γράψει και στο παρελθόν, και η παντελής απουσία οποιασδήποτε σκέψης για επιστροφή των «Νικολαϊδείων» στην πατρίδα τους;
Μήπως αυτό που θεμελιώνει τόσο τη μία, όσο και την άλλη στάση δεν είναι το στοιχείο της χωρικής ή έστω της αρχιτεκτονικής προέλευσης των μνημείων, αλλά κάποια «εθνική προτίμηση», μια αίσθηση «πολιτιστικής ιδιοκτησίας» τους από κάποια εθνοτική ομάδα η οποία αυτοχρίζεται ως «κληρονόμος» όσων τα δημιούργησαν, και αυτή η κληρονομικότητα υπερισχύει της εδαφικότητας;
Ας δούμε πώς προσπαθεί να αναμετρηθεί με το ερώτημα αυτό μία από τις οργανώτριες:
Απέχει ιδιαίτερα από τη λογική των επιστημόνων που επιμεληθήκαμε την έκθεση, η όποια αναφορά σε εθνικιστικές διεκδικήσεις. Εργαστήκαμε εστιάζοντας αποκλειστικά στην κοινή μοίρα των ανθρώπων και των μνημείων.
Η αποποίηση αυτή είναι φιλότιμη, αλλά ανεπαρκής: καλύπτει όχι τον εθνικισμό γενικά, αλλά μόνο μια ειδική μορφή του, τον αλυτρωτισμό (όπως δείχνει η χρήση του ουσιαστικού «διεκδικήσεις»)· μία μορφή η οποία εδώ και καιρό έχει εγκαταλειφθεί οριστικά από την ελληνική κοινωνία, με την εξαίρεση κάποιων γραφικών. Οι επιστήμονες όμως δεν φαίνεται καθόλου να υποψιάζονται ότι αυτό στο οποίο «εστιάσανε αποκλειστικά» δεν είναι κάτι φυσικό και αυτονόητο, αλλά είναι προτίμηση μίας επιστημολογικής/ μουσειολογικής οπτικής έναντι άλλων δυνατών· ότι αν η τύχη των Ραιδεστιανών θεωρείται από εμάς σήμερα –όπως και από εκείνους τότε- ως αναπόσπαστα δεμένη με αυτά τα νομίσματα, τα ευαγγέλια και τα απολιθώματα, αυτό δεν είναι αποτέλεσμα της «μοίρας» αλλά μίας επίπονης ιστορικής κατασκευής. Για να γίνει αυτή η έκθεση χρειάστηκε να φτιαχτεί ο σύλλογος το 1871, όχι νωρίτερα ή αργότερα, να μαζέψει λεφτά, να βγει ο κ. Νικολαΐδης να ψάχνει, να πείσει τους χωρικούς ότι πρέπει να του δώσουν τις αρχαιότητες, αυτές τις αρχαιότητες και όχι άλλες … Χρειάστηκε δηλαδή η δραστηριότητα και η αυτενέργεια κάποιων ανθρώπων, στο βαθμό που αυτοί τελούσαν υπό μία συγκεκριμένη επιθυμητική συγκρότηση και όχι άλλη. Η επιθυμητική αυτή συγκρότηση, η οποία, για να το εκφράσουμε μονολεκτικά, είναι ο εθνικισμός, δεν θεματοποιείται καθόλου σε αυτή τη μοιρολατρική παρουσίαση, και έτσι εισέρχεται στην έκθεση και θρονιάζει στο κέντρο της απαρατήρητη και ανεμπόδιστη.
Η διευθύντρια του μουσείου κάνει μία εξίσου φιλότιμη προσπάθεια να συνδέσει την έκθεση αυτών των «αγαλμάτων-προσφύγων» με την έλευση των «πραγματικών», ανθρώπων προσφύγων από τη Συρία. Παραδόξως, και αυτή οδηγείται να επικαλεστεί τη «μοίρα», και μάλιστα δις:
Η έκθεση για την αρχαιολογική ‘Συλλογή Ραιδεστού’ προγραμματίστηκε πριν από δύο χρόνια περίπου, προτού προκύψει το φαινόμενο της αθρόας άφιξης των προσφύγων από τις εμπόλεμες χώρες στη Μέση Ανατολή προς την Ελλάδα. Η θλιβερή αυτή σύμπτωση κάνει την έκθεση επίκαιρη όσο ποτέ, θυμίζοντάς μας ότι η μοίρα των ανθρώπων είναι όμοια και κοινή και ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται, κι είναι καταδικασμένη να κάνει τα ίδια τραγικά λάθη, όταν αγνοούνται δυστυχείς εμπειρίες του παρελθόντος. Η αντιπαραβολή των ιστοριών της προσφυγιάς ήταν μοιραία αναπόφευκτη.
Αν όμως πάρουμε στα σοβαρά αυτή την «μοιραία αναπόφευκτη» αντιπαραβολή, τότε θα διαπιστώσουμε ότι αυτή δεν δικαιώνει ιδιαιτέρως τις επίμονες διαβεβαιώσεις περί διαρκούς επανάληψης κάποιας ντετερμινιστικά αμετάβλητης «μοίρας». Διότι στη Συρία υπάρχουν επίσης πλήθος αρχαιοελληνικά, ελληνιστικά, ρωμαϊκά, βυζαντινά και αραβικά νομίσματα, αρχιτεκτονικά μέλη, κούροι και κόρες. Ωστόσο, κανείς από τους πρόσφυγες δεν συνέλεξε και δεν πήρε μαζί του κάποιο απ’ αυτά.
Στο κλείσιμο του άρθρου, η διευθύντρια του μουσείου
εκφράζει την ελπίδα «να αποτελέσει η έκθεση αφορμή για προβληματισμό και περίσκεψη κι ευχόμαστε ποτέ κανείς στο άμεσο μέλλον, για οποιονδήποτε λόγο, να μην είναι αναγκασμένος να εγκαταλείψει την πατρίδα του».
Πολύ σωστά. Όμως, καλό είναι και να προσέχει κανείς τι εύχεται.
Εάν τα αγάλματα –κατά την ίδια την παρουσίαση και τον τίτλο της έκθεσης- είναι «πρόσφυγες», και αν η επιθυμία μας είναι «να μην γίνεται κανείς πρόσφυγας», η κα Βελένη έχει μία λαμπρή ευκαιρία να υλοποιήσει η ίδια την επιθυμία αυτή αντί να περιορίζεται σε ευχές και μοιρολατρίες: αρκεί να επιστρέψει τα αγάλματα-πρόσφυγες στο Τεκιρντάγ.
Ο παραλληλισμός των ευρημάτων της Ραιδεστού με τα γλυπτά του Παρθενώνα εκ πρώτης όψεως φαίνεται να έχει λογική βάση αλλά σαν νοητική άσκηση ας σκεφτούμε το θέμα αντίστροφα για μια στιγμή.
___Σε περίπτωση που κάποιοι λόγοι (πόλεμος, φυσική καταστροφή, αδυναμία επιβίωσης) μας υποχρέωναν αύριο να εγκαταλείψουμε σαν λαός την γεωγραφική επικράτεια της Ελλάδας σύμφωνα με τον συλλογισμό σας θα ωφείλαμε να εγκαταλείψουμε οποιαδήποτε έργα πολιτισμού, κινητά ή ακίνητα πίσω για όποιον μελλοντικά μπορεί να γίνει κάτοικος της χώρας. Ασχέτως αν κάποιοι άλλοι θα καταλάβουν τα εδάφη ή αν αυτά θα μείνουν έρημα και χωρίς να τίθεται θέμα φυλετικής «καθαρότητας», δεν πιστεύετε ότι ως Έλληνες θα ωφείλαμε να δημιουργήσουμε μια «κιβωτό» με οτιδήποτε θεωρούμε σημαντικό και αντιπροσωπευτικό για τον πολιτισμό μας; Και αυτό που πολλοί θα θεωρήσουν απαραίτητο και αναντικατάστατο σε μια τέτοια περίσταση ξεριζωμού θα είναι αυτό που αντιπροσωπεύει τις ρίζες. Καλώς ή κακώς δεν θα είναι τα ρούχα ή τα αυτοκίνητα, θα είναι οι αρχαιότητες και τα έργα τέχνης. Οι κάτοικοι της Ραιδεστού κατ’εμέ έπραξαν το αυτονόητο. ακόμα και αν η δράση οργανώθηκε από ένα άτομο που έδρασε σαν αντιπρόσωπος.
___Τώρα όσον αφορά το άλλο μέρος του συλλογισμού σας, θεωρώ ότι οποιαδήποτε σύγκριση με τις πράξεις του Έλγιν αλλά και το ισχύων καθεστώς ιδιοκτησίας των γλυπτών του Παρθενώνα μπορεί να αναδείξει μόνο επιφανειακές ομοιότητες. Το επιχείρημα περί νόμιμης αγοράς δεν τεκμηριώνεται επαρκώς. Ακόμα και αν δεχτούμε το επιχείρημα ότι με αυτόν τον τρόπο διαφυλάχτηκε η ασφάλεια των γλυπτών, αυτό δεν δικαιολογεί την παραμονή τους στο Βρετανικό μουσείο σήμερα. Η υπόθεση περισσότερο θυμίζει τις περιπτώσεις των Εβραίων που πριν απαχθούν στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως εμπιστεύτηκαν την φύλαξη των τιμαλφών τους σε γείτονές τους μα όταν κάποιοι εξ αυτών επέστρεψαν για να τα διεκδικήσουν οι «φύλακες» τους αρνήθηκαν να τα επιστρέψουν και ισχυρίστηκαν χρησικτησία.
___Εν κατακλείδι, θεωρώ ότι οι κάτοικοι της Ραιδεστού είχαν το δικαίωμα να διαφυλάξουν και να μεταφέρουν αυτό που θεωρούσαν στοιχείο της ταυτότητάς τους ενώ στον Έλγιν δεν μπορώ να αναγνωρίσω κανένα ηθικό ή νόμιμο δικαίωμα να αποσπάσει ένα έργο πολιτισμού και να το οικειοποιηθεί. Θέμα σύνδεσης του τεχνουργήματος με την γεωγραφική επικράτεια όπου κατασκευάστηκε δεν χρειάζεται καν να τεθεί.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
α) Όχι, δεν πιστεύω ότι θα ωφείλαμε να δημιουργήσουμε καμία κιβωτό.
Δεν συμπαθώ πολύ τις κιβωτούς.
Πέραν τούτου, η υπόθεση, όπως κάθε υπόθεση, είναι αυθαίρετη. Σε αντίθεση με το υποθετικό παράδειγμα, εκείνοι που πήραν μαζί τους τις αρχαιότητες αυτές δεν ήταν (όλοι) «οι κάτοικοι της Ραιδεστού». Ήταν ένα μέρος των κατοίκων της Ραιδεστού, και της Μικράς Ασίας εν γένει. Εκτός από αυτούς, υπήρχαν και άλλοι κάτοικοι, οι οποίοι παρέμειναν εκεί. Κάποιοι εξ αυτών ίσως να θεωρούσαν τότε, ή να θεώρησαν αργότερα (εξάλλου και οι Ρωμιοί δεν το θεωρούσαν πάντα, το θεώρησαν τις τελευταίες λίγες δεκαετίες πριν τη Λωζάννη), ότι τα μνημεία αυτά είναι και δική τους κληρονομιά. Τότε, τι κάνουμε; Ποιος απ’ όλους θα τα πάρει;
β) Τη χρονική στιγμή που έγινε η μεταφορά τόσο των Ελγινείων, όσο και των αρχαίων της Ραιδεστού, δεν υπήρχε σαφές νομικό καθεστώς από άποψη διεθνούς δικαίου για τη φύλαξη των αρχαιοτήτων. Η νομιμότητα ή η παρανομία είναι απολύτως συγκρίσιμη στις δύο περιπτώσεις.
Αντιθέτως, η περίπτωση των τιμαλφών που αποτελούν ατομική περιουσία ενός ιδιώτη και αυτός τα εμπιστεύτεται σε έναν άλλο ιδιώτη προς φύλαξη είναι παντελώς άσχετη από όλες τις απόψεις. Δεν βλέπω ποια ομοιότητα μπορεί να βρει κανείς. Πρόκειται για ένα θέμα το οποίο ρυθμίζεται σαφέστατα δυνάμει του εσωτερικού δικαίου, και η μη παράδοσή τους αποτελεί σαφώς παράνομη ιδιοποίηση.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!