του Άκη Γαβριηλίδη
Για το γνωστό πλέον σκίτσο τού Charlie Hebdo, οι τοποθετήσεις που έχουν κατατεθεί στον ελληνικό ιδίως κυβερνοχώρο είναι κυρίως δύο:
α) το σκίτσο είναι ρατσιστικό.
β) Το σκίτσο είναι αντιρατσιστικό, διότι ναι μεν παρουσιάζει ρατσιστικές απόψεις αλλά αυτό το κάνει για να τις ανατρέψει και για να καταγγείλει την υποκρισία της Δύσης.
Και οι δύο τοποθετήσεις μοιράζονται το ίδιο αξιακό σύστημα για το ρόλο της τέχνης του λόγου ή/ και της εικόνας και των χειριστών της: η τέχνη οφείλει να αποκαλύπτει και να καταγγέλλει φαινόμενα καταπίεσης και ανελευθερίας. Εξάλλου, αυτό λέγεται ρητά από τους υποστηρικτές της πρώτης άποψης: αν η γελοιογραφία πράγματι «αποκάλυπτε» το ρατσισμό, δεν θα υπήρχε πρόβλημα[1]. Η διαφωνία δεν αφορά τους γενικούς κανόνες, αλλά μόνο την υπαγωγή της ατομικής περίπτωσης σε αυτούς.
Το κοινό αυτό αξιακό σύστημα είναι ο διαφωτισμός. Η πεποίθηση δηλαδή ότι η ιστορία είναι μία εξελικτιστική πορεία από το σκοτάδι (την άγνοια, την ανελευθερία) προς την ελευθερία και το φως, και ότι ο διανοούμενος οφείλει να είναι στην κεφαλή αυτής της πορείας και να διδάσκει σε όσους δεν το γνωρίζουν ακόμα πώς να ελευθερωθούν.
Εάν διαβάσουμε τα κείμενα όσων υποστήριξαν τη θέση α), βλέπουμε ότι αυτοί εκφράζουν πικρά παράπονα και επικρίσεις κατά του σκιτσογράφου, και του περιοδικού γενικά, για το ότι πέρασαν στη λάθος πλευρά αυτής της διαχωριστικής γραμμής, ότι εγκατέλειψαν το «ορθό» στρατόπεδο και πέρασαν στην άλλη «πλευρά του οδοφράγματος». Ωστόσο, η δική μου εντύπωση είναι ότι ο εκνευρισμός και η ενόχληση των διαφωτιστών δεν παράγονται επειδή το σκίτσο παίρνει τη λάθος απόφαση μεταξύ δύο επιλογών, αλλά επειδή υπονομεύει το ίδιο το δίλημμα. Το σκίτσο φέρνει στο φως μία περίπτωση όπου γίνεται σαφές ότι δεν υπάρχουν (δύο) στρατόπεδα και κανένα «οδόφραγμα» που να τα χωρίζει· ένα πρόβλημα που είναι άλυτο, μη αποφασίσιμο. Η επιμονή ότι το σκίτσο είναι «ρατσιστικό» αυτό ακριβώς το χάσμα προορίζεται να καλύψει: η βεβαιότητα ότι κάποιος είναι εχθρός μας είναι προτιμότερη από την αβεβαιότητα αν είναι εχθρός ή φίλος μας, και ακόμη περισσότερο από την αμφισβήτηση της διαχωριστικής γραμμής μεταξύ εχθρού και φίλου.
Aν απλώς κοιτάξουμε το σκίτσο, αμέσως αμέσως θα δούμε ότι εκεί είναι αδύνατο να χαράξουμε αυτό το νοητό «οδόφραγμα» σε κάποιο σαφές σημείο. Σε αυτό αναπαρίστανται, με τα μέσα της εικόνας ή/ και του λόγου, τουλάχιστον τέσσερα διαφορετικά υποκείμενα: α) το πτώμα του μικρού παιδιού (ακριβέστερα, η σκιτσογραφική αναπαράσταση της φωτογραφικής αναπαράστασης του πτώματος). β) Δύο γυναίκες, (συνεκδοχικά μία ομάδα περισσότερων γυναικών), οι οποίες τρέχουν να ξεφύγουν. γ) Δύο άνδρες, ο ένας με ρύγχος γουρουνιού, (συνεκδοχικά μία ομάδα περισσότερων ανδρών), οι οποίοι τις καταδιώκουν με απλωμένα χέρια. δ) Η χειρόγραφη διαβεβαίωση ότι οι άνδρες αυτοί απεικονίζουν την εξέλιξη που θα ακολουθούσε το μικρό αγόρι εάν ζούσε. Τη διαβεβαίωση αυτή δεν είναι δυνατό να την κάνει κανένα εκ των άλλων τριών υποκειμένων, άρα πρέπει να υποθέσουμε την ύπαρξη τουλάχιστον ενός ακόμα, το οποίο λέει ή/ και γράφει αυτά τα λόγια.
Είναι αδύνατο να υπαγάγουμε όλη αυτή την πολυμορφία σε δύο σαφώς οριοθετημένα στρατόπεδα, ένα της προόδου και του αντιρατσισμού και ένα του ρατσισμού.
Οριακά, βέβαια, μπορούμε να πούμε ότι η τόσο κατηγορηματική πρόβλεψη για το τι θα γινόταν ο μικρός αν δεν πέθαινε είναι αθέμιτα γενικευτική και, ως τέτοια, ρατσιστική. Πλην όμως, το πρόβλημα είναι ότι όλο το προηγούμενο διάστημα, το παιδί αυτό, ή μάλλον –ακριβώς- όχι το ίδιο το παιδί αλλά η εικόνα του, ακριβώς αυτή που αναπαρίσταται μέσα στο σκίτσο, είχε χρησιμοποιηθεί επίσης ως σύμβολο, απλώς προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση: ως σύμβολο όχι μιας αναντίρρητης ενοχής και ενός στίγματος, αλλά μιας αναντίρρητης και άσπιλης αθωότητας. Η αγγελική αυτή εικόνα επεκτάθηκε από το συγκεκριμένο τρίχρονο παιδί, για το οποίο θα ήταν απολύτως ακριβής και εύλογη, σε μία ολόκληρη κατηγορία –εκείνη των Σύρων προσφύγων. Όμως η γλώσσα είναι κομμουνιστική· τα σημαίνοντα, και οι τρόποι χειρισμού τους, δεν είναι ιδιόκτητα αλλά αποτελούν κοινά αγαθά. Όπως τα χρησιμοποιούν κάποιοι με έναν τρόπο, είναι πιθανό –είναι σχεδόν σίγουρο- ότι θα έρθουν κάποιοι άλλοι να τα χρησιμοποιήσουν με τον αντίθετο.
Δεύτερον –και κυριότερον: ο ισχυρισμός ότι κάθε μετανάστης, ή κάθε Άραβας, είναι μοιραίο να παρενοχλεί γυναίκες, αποτελεί ασφαλώς γενίκευση. Εάν όμως μείνουμε στην καταγγελία αυτής της γενίκευσης και ολοκληρώσουμε εκεί την αναφορά μας στο ζήτημα, τότε δίνουμε –και δικαίως- την εντύπωση ότι μασάμε τα λόγια μας, ότι αποφεύγουμε το κύριο. Δεν είναι όλοι οι μετανάστες βιαστές. Σύμφωνοι. Κάποιοι όμως είναι. Με αυτούς τι κάνουμε;
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, στην Κολωνία, (και άλλοτε αλλού), κάποιοι ως επί το πλείστον μετανάστες παρενόχλησαν κάποιες –κάποιες εκατοντάδες- ως επί το πλείστον λευκές γυναίκες. Για εμάς, που είμαστε υπέρ της ελεύθερης μετακίνησης και της αποδοχής των Σύρων και όλων των προσφύγων στις ευρωπαϊκές χώρες, και γενικά σε όποιες χώρες θέλουν οι ίδιοι να πάνε, το γεγονός αυτό συνιστά ένα υπαρκτό και σοβαρό πρόβλημα. Δεν μπορούμε να κάνουμε ότι δεν συνέβη, ούτε να ζητάμε από κανέναν να μην αναφέρεται σε αυτό διότι έτσι «ρίχνει νερό στο μύλο του ιμπεριαλισμού». Ακόμα λιγότερο μπορούμε να ζητάμε από τις ίδιες τις γυναίκες που υπέστησαν την παρενόχληση –και από όσες σκέπτονται ότι ίσως την υποστούν στο μέλλον, δηλαδή ουσιαστικά όλες τις γυναίκες- να την υπομείνουν αγόγγυστα και να καταπιούν τα συναισθήματα που τους γεννά προς χάριν κάποιου γενικότερου συμφέροντος ή κάποιας «κυρίαρχης αντίφασης» μεταξύ στρατοπέδων. Διότι τότε τα συναισθήματα αυτά –οργή, φόβος, πόνος, ντροπή, μνησικακία, και ποιος ξέρει ποια άλλα- θα ξεσπάσουν αλλού, αλλιώς, άλλοτε, κανείς δεν ξέρει πώς και εις βάρος ποίου.
Τα περιστατικά της Κολωνίας μάς θυμίζουν ότι, δυστυχώς, κάποιος που είναι θύμα του ιμπεριαλισμού και του ρατσισμού μπορεί ταυτόχρονα να είναι ο ίδιος θύτης του σεξισμού. Το βασικότερο που έχουμε να κάνουμε είναι να αναλάβουμε αυτή τη δυσκολία, να σκεφτούμε και να μιλήσουμε γι’ αυτή. Επίσης, και κυρίως, να ακούσουμε γι’ αυτή. Εάν δεν μιλήσουμε και δεν ακούσουμε εμείς, θα το κάνουν –όπως ήδη το κάνουν- οι ρατσιστές, και θα μείνουν χωρίς απάντηση.
Καλλιτεχνικά ή/ και πολιτικά εγχειρήματα που αναλαμβάνουν την αποστολή να «καταγγείλουν την υποκρισία και την αδιαφορία της Δύσης» έχουν υπάρξει πολλά εδώ και καιρό. Τις περισσότερες φορές χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον ή αποτελεσματικότητα. Μεταξύ άλλων ο Ζακ Ρανσιέρ ανέδειξε πρόσφατα τον κορεσμό και τη στειρότητα αυτής της προβληματικής, αναφερόμενος κατά σύμπτωση σε μία άλλη περίπτωση χρήσης της εικόνας ενός νεκρού παιδιού: της εικόνας μιας νεαρής Βιετναμέζας στο έργο της Αμερικανίδας εικαστικού Μάρθα Ρόσλερ.
Η θέα του νεκρού παιδιού στο ωραίο διαμέρισμα με τους καθαρούς τοίχους και τις τεράστιες διαστάσεις ήταν ασφαλώς ανυπόφορη. Αλλά δεν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος που θα ανάγκαζε όσους την έβλεπαν να συνειδητοποιήσουν την πραγματικότητα του ιμπεριαλισμού και να αντιταχθούν σε αυτή. Η συνήθης αντίδραση των ατόμων σε τέτοιες εικόνες είναι να κλείσουν τα μάτια τους ή να αποστρέψουν το βλέμμα. Ή να καταδικάσουν τη φρίκη του πολέμου και τη δολοφονική τρέλα των ανθρώπων. Για να εξασφαλίσει η εικόνα το πολιτικό της αποτέλεσμα, ο θεατής θα πρέπει να είναι ήδη πεπεισμένος ότι αυτό που δείχνει είναι ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός και όχι η τρέλα των ανθρώπων γενικά. Θα πρέπει επίσης να είναι πεπεισμένος ότι είναι και ο ίδιος ένοχος γιατί μοιράζεται μια ευημερία που βασίζεται στην ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση του κόσμου. Και θα πρέπει ακόμη να νιώθει ένοχος γιατί κάθεται εκεί και δεν κάνει τίποτε, γιατί βλέπει τις εικόνες αυτές του πόνου και του θανάτου αντί να αγωνίζεται ενάντια στις δυνάμεις που είναι υπεύθυνες γι’ αυτές. Εν ολίγοις, θα πρέπει να νιώθει ήδη ένοχος γιατί βλέπει την εικόνα που πρέπει να προκαλέσει το συναίσθημα της ενοχής του[2].
Όσοι προσεγγίζουν το σκίτσο τού CE με την προσδοκία να βρουν σε αυτό ένα τέτοιο «μήνυμα» και ένα «δίδαγμα», δηλαδή μια ιστορία με ξεκάθαρα οριοθετημένους καλούς και κακούς και ταυτόχρονα ένα «κλειδί» που να μας επιτρέπει να αποκωδικοποιήσουμε το μήνυμα και να αντλήσουμε από αυτό έναν πρακτικό προσανατολισμό, βλέπουν τη σχέση του καλλιτέχνη με το κοινό του ως μια σχέση επαΐοντος δασκάλου προς αδαείς μαθητές. Υπάρχει ένα ποσό γνώσης, ένα νόημα, το οποίο ως τέτοιο είναι ολοκληρωμένο και σαφές· απλώς κάποιος το κατέχει, και κάποιοι άλλοι δεν το κατέχουν. Ο πρώτος πρέπει να το μεταδώσει στους δεύτερους.
Αυτοί που κατηγορούν τον σκιτσογράφο ότι δεν στάθηκε άξιος δάσκαλος και μετέδωσε στους μαθητές το «λάθος μήνυμα» τοποθετούν αυτονόητα τον εαυτό τους από την πλευρά εκείνων που ξέρουν. Αν δυσανασχετούν, είναι διότι άλλοι, και δη οι πολλοί, το πλήθος, δεν ξέρουν, και θα παραπλανηθούν από το λάθος μήνυμα.
Αυτός ο προστατευτισμός όμως από μόνος του μας δείχνει ότι το νόημα από το κάθε τι που λέγεται δεν είναι κάτι που ενυπάρχει πλήρες και τελειωμένο μέσα στα λόγια, αλλά παράγεται κάθε φορά ανάλογα το πώς τα ακούει ο εκάστοτε αποδέκτης. Και, ακόμα περισσότερο, ανάλογα με το πώς φαντάζεται ότι θα τα ακούσουν άλλοι.
Αν είναι έτσι, αυτό από μόνο του διαψεύδει την αφελή θετικιστική πίστη ότι μπορούμε, με βάση και μόνο τη γλώσσα του καλλιτέχνη –ή με βάση μία διαυγή μεταγλώσσα που θα την μετέφραζε χωρίς κανένα υπόλοιπο-, να αποφανθούμε τελεσίδικα ότι το έργο του είναι «ρατσιστικό» ή «αντιρατσιστικό», προοδευτικό ή συντηρητικό, με τον παλιό ή τον καινούριο κόσμο κ.ο.κ. Δεν υπάρχει τέτοια μεταγλώσσα· κάθε λόγος είναι ένα δημόσιο μυστικό, είναι αναγκαία αμφίσημος, και το νόημα είναι έκθετο και διασπορικό. Αντί να αντιμετωπίζουμε τους θεατές –και τους εαυτούς μας ως θεατές- σαν αχειράφετους ανήλικους, ας τους (μας) αναγνωρίσουμε ένα ρόλο χειραφετημένου θεατή, ο οποίος από μία καλλιτεχνική ή/ και πολιτική απόφανση μπορεί να συναγάγει έναν νέο μερισμό του αισθητού· κάτι που να μας επιτρέπει να ακούσουμε ό,τι ως τώρα δεν ακουγόταν, να μιλήσουμε για κάτι για το οποίο δεν πολυμιλούσαμε επειδή φανταζόμασταν ότι δεν αξίζει τον κόπο, ότι δεν υπάρχει κάτι ιδιαίτερο να ειπωθεί.
Στο μπάσκετ, υπάρχουν μερικές σπάνιες περιπτώσεις στις οποίες η μπάλα ούτε μπαίνει μέσα στο καλάθι, ούτε χτυπάει στο στεφάνι και βγαίνει, αλλά απλώς «κολλάει», ισορροπεί πάνω σε αυτό και μένει ακίνητη. Στη ζωή εκτός του αθλητισμού, τέτοιες αμφίρροπες καταστάσεις είναι συνηθέστερες. Μερικά προβλήματα μοιάζουν άλυτα, αλλά, όπως έλεγε ο Φουκώ, σε αυτά τα προβλήματα είναι που πρέπει πάνω απ’ όλα να επιμείνουμε.
Αν μπορέσει να έχει κάποια αξία το σκίτσο, θα ήταν αυτή. Το σκίτσο ούτε υπηρετεί το ρατσισμό, ούτε τον σαρκάζει για να τον αποκαλύψει. Φέρνει όμως στο φως μία περίπτωση στην οποία η κανονιστικότητα της διάκρισης ρατσισμού/ αντιρατσισμού δεν αρκεί από μόνη της για να μας βοηθήσει να προσανατολιστούμε πολιτικά.
Το ίδιο το γεγονός ότι το σκίτσο προκάλεσε όλες αυτές τις αντιπαραθέσεις, και μάλιστα μεταξύ ανθρώπων που οι ίδιοι δηλώνουν ότι συμμερίζονται τις ίδιες αρχές, είναι μάλλον ένδειξη της επιτυχίας του.
[1] Πρβλ.: «Θα προσπαθήσουν να μας πείσουν πως στην πραγματικότητα το σκίτσο δεν ήταν ρατσιστικό, αλλά αντίθετα, ξεσκέπαζε τις σκέψεις των ρατσιστών. Λυπάμαι, δεν του φαίνεται» (στο α), ό.π.).
[2] Ο χειραφετημένος θεατής, Εκκρεμές, Αθήνα 2015, σ. 109.
Παράθεμα: «Οι γυναίκες είναι χύμα» | Nomadic universality
Παράθεμα: «Οι γυναίκες είναι χύμα» … « απέραντο γαλάζιο
Παράθεμα: «Οι γυναίκες είναι χύμα» | Ώρα Κοινής Ανησυχίας