του Άκη Γαβριηλίδη
Εδώ και λίγες μέρες, έχει αρχίσει στο Ρέθυμνο η δίκη κατά του Γερμανού ιστορικού Χάιντς Ρίχτερ, ο οποίος κατηγορείται για «άρνηση εγκλημάτων πολέμου του ναζισμού» και πιθανόν να γίνει ο πρώτος που θα καταδικαστεί βάσει του αντιρατσιστικού νόμου.
Για τα σοβαρά προβλήματα που θέτει η δίκη αυτή από άποψη σεβασμού στην ελευθερία της γνώμης και της έρευνας, έχουν γίνει ήδη τοποθετήσεις από τα Τμήματα Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και του Παντείου, καθώς και από άλλους φορείς (όχι και τόσο πολλούς ομολογουμένως). Εδώ δεν με ενδιαφέρει να επαναλάβω τα επιχειρήματα αυτά· με βάση το υλικό από όσα διαμείβονται κάθε μέρα στη δίκη, το οποίο έχει ήδη αρχίσει να δημοσιεύεται, θα ήθελα να αναδείξω ένα στοιχείο το οποίο θεωρώ τρομερά ενδιαφέρον και αποκαλυπτικό για το σκεπτικό το οποίο οργανώνει και υποστηρίζει αυτή την παραπομπή –και όχι μόνο αυτή.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα του τοπικού τύπου, στις 7/12 κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας ο επίτιμος αρχηγός ΓΕΕΘΑΑ Μανούσος Παραγιουδάκης, ο οποίος,
ερωτώμενος από τον πρόεδρο για το αν [το βιβλίο τού κ. Ρίχτερ] προκαλεί αισθήματα μίσους εναντίον των κρητικών, (…) είπε ότι το βιβλίο επηρεάζει αρνητικά και ότι κατά κάποιο τρόπο εξομοιώνει τους κρητικούς με τους Μαόρι και δείχνει ότι οι κρητικοί είναι αγριάνθρωποι.
Αυτή η αριστουργηματική, μέσα στην τραγελαφικότητά της, διατύπωση, είναι η καλύτερη εικονογράφηση που θα μπορούσαμε να σκεφτούμε για την άρρητη, αλλά εξαιρετικά έντονη και πιεστική σχέση της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας (και της κρητικής ιδεολογίας ως μέρους αυτής) με την αποικιοκρατία. Μία σχέση που επιχειρήθηκε στο παρελθόν να θεωρητικοποιηθεί μέσα από την έννοια της κρυπτο-αποικιοκρατίας, την οποία εμπνεύστηκε ο Μάικλ Χέρτσφελντ με αφορμή μεταξύ άλλων τις ανθρωπολογικές έρευνες που έκανε, ακριβώς, στην Κρήτη, ή μέσα από την έννοια της αυτο-αποικιοποίησης που προτιμά ο Βαγγέλης Καλότυχος[1].
Ο Κρητικός στρατιωτικός εξανίσταται βλέποντας να τον παραλληλίζουν με μία ιθαγενή φυλή από τις βρετανικές αποικίες, διότι θεωρεί ότι έτσι τον εξομοιώνουν με «αγριάνθρωπο» και διαβεβαιώνει ότι αυτό «προκαλεί το λαϊκό αίσθημα». Το «αίσθημα» όμως το οποίο βιώνει ως πρόκληση τη σύγκριση αυτή, είναι προφανώς ένα ρατσιστικό αίσθημα, καθότι είναι ένα αίσθημα που προσυπογράφει την αποικιοκρατική ιεράρχηση των ανθρώπων σε «πολιτισμένους» και «άγριους» και διαβάζει την πραγματικότητα με βάση αυτήν. Η μόνη αγωνία τού κ. επίτιμου είναι να καταταγεί ο ίδιος και η φυλή του μεταξύ των ανώτερων φυλών· η ίδια η λογική όμως της κατάταξης των φυλών σε ανώτερες και κατώτερες του φαίνεται αυτονόητη, δεν του προκαλεί καμία δυσκολία και καμία ένσταση.
Πέρα όμως από την αποδοχή της αποικιοκρατικής ιεραρχίας, ή μάλλον, ακριβώς μέσα από αυτήν και εξαιτίας της, αυτό το εξοργισμένο «λαϊκό αίσθημα» αποδεικνύεται ανειλικρινές και αυτοδιαψεύδεται.
Ο Παραγιουδάκης, και οι συμπατριώτες του, διατυμπανίζουν με ιερή αγανάκτηση «τις ηρωικές παραδόσεις και τους αγώνες τους» και κηρύσσουν τον Ρίχτερ «ανιστόρητο» επικαλούμενοι τη βιωματική τους γνώση περί των γεγονότων, αυτών που βίωσαν προσωπικά οι ίδιοι ή τους μετέφεραν πιστά και αδιαμεσολάβητα οι πατεράδες και οι παππούδες τους.
Ωστόσο, εάν τα γεγονότα των συγκρούσεων της δεκαετίας του 40 στην Κρήτη τούς είχαν μεταφερθεί αυτούσια από ανθρώπους που είχαν προσωπική πείρα, σίγουρα κάτι θα είχαν ακούσει και για τους περίπου 30.000 στρατιώτες της Βρετανικής Κοινοπολιτείας που επίσης πήραν μέρος σε αυτές, οι περισσότεροι εκ των οποίων Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί. Ένας μάλιστα Νεοζηλανδός στρατηγός, ο Μπέρναρντ Φράιμπεργκ, διετέλεσε διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στην Κρήτη. Στο επίπεδο των κοινών φαντάρων, όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, βρέθηκαν πολλοί που προέρχονταν από αυτές τις «άγριες», υπεξούσιες φυλές, είτε διότι είχαν στρατολογηθεί με το ζόρι, είτε διότι για έναν νέο άντρα από μια αποικία ο στρατός μπορεί να εμφανίζεται ως μία διέξοδος. Πράγμα που αντανακλάται και στην επωνυμία ενός νεοζηλανδικού τάγματος το οποίο πολέμησε στο Μάλεμε και ονομαζόταν, ακριβώς, 28th Maori Battalion. Στην ελληνική Βικιπαίδεια, υπό την ενότητα «Οι Μαορί και η μάχη της Κρήτης», αναφέρεται ότι «Συνολικά στο πλευρό των συμμάχων πολέμησαν 16.000 Μαορί».

Ομάδα του 28ου Τάγματος των Μαορί (φωτογραφία δημοσιευμένη στο Candianews)
Αναφέρεται επίσης και κάτι άλλο. Το εξής:
Οι Μαορί είχαν έναν επιπλέον λόγο να πολεμούν ενάντιά τους [ενν. των Ναζί]. Το χρώμα και η φυλή τους στη ρατσιστική κλίμακα των Ναζί, τους κατέτασσε μαζί με τους Ρώσους στην τελευταία βαθμίδα του ανθρώπινου γένους, στους «υπανθρώπους» (untermenschen).
Αν αυτά θεωρούσαν οι Ναζί τη δεκαετία του 40, ευτυχώς σήμερα κανείς δεν τολμάει να προβάλλει ανοιχτά και δημόσια την πίστη του σε αυτή την ρατσιστική κλίμακα, και να ζητά να αποδοθεί δικαιοσύνη με βάση αυτή.
Κανείς, εκτός από τον κ. Παραγιουδάκη. Και, βέβαια, όσους προσφεύγουν στη μαρτυρία του για να στερήσουν το λόγο από τους φερόμενους ως απολογητές του ναζισμού.
[1] Για μια σύντομη παρουσίαση αυτών των δύο εννοιών βλ. παλαιότερη ανάρτηση με τίτλο Στοιχειωμένες κοινότητες: το ελληνικό βαμπίρ ή το ανοίκειο στον πυρήνα της κατασκευής του έθνους, ιδίως σημ. 18 και 19.
Παράθεμα: Δίκη Ρίχτερ: «κατά του ρατσισμού» με ρατσιστικά επιχειρήματα | Ώρα Κοινής Ανησυχίας
Παράθεμα: Νόμιμη πλέον η αμφισβήτηση της ποντιακής γενοκτονίας | Nomadic universality
Παράθεμα: Νόμιμη πλέον η αμφισβήτηση της ποντιακής γενοκτονίας | Ώρα Κοινής Ανησυχίας