του Άκη Γαβριηλίδη
Καθ’ όλο τον εικοστό αιώνα, διεξήχθησαν παθιασμένες συζητήσεις για το λεγόμενο «εθνικό ζήτημα», για το τι είναι «το έθνος» (συνήθως με οριστικό άρθρο στον ενικό), ποια η ουσία του, ποια πρέπει να είναι η στάση της αριστεράς απέναντι σε αυτό, και άλλα μεταφυσικά ερωτήματα.
Στο παρόν σημείωμα, δεν σκοπεύω να ξανανοίξω τα ζητήματα αυτά. Χρησιμοποιώ στον τίτλο τον όρο «έθνος» για να υπονοήσω κάτι διαφορετικό: όχι τη στάση της αριστεράς απέναντι στη φαντασιακή κοινότητα του έθνους, αλλά τη φαντασιακή ιδέα ότι η ίδια η αριστερά αποτελεί μια διακριτή κοινότητα, ένα οιονεί χωριστό έθνος-κράτος (εν κράτει) μέσα στην υπόλοιπη κοινωνία, για το οποίο ισχύουν άλλα μέτρα και σταθμά.
Την ιδέα αυτή δεν την προβάλλει και δεν την διακηρύσσει ρητά κανείς ως δική του, εμπράκτως όμως την ακολουθούν πολλοί, με ποικίλες πολιτικές προτιμήσεις και διαθέσεις, άλλοτε φιλικές και άλλοτε εχθρικές προς την αριστερά ή κάποια εκδοχή της. Ας πούμε, την ακολουθεί από την πρώτη της φράση μια έκκληση συλλογής υπογραφών που δημοσιεύθηκε στις 5 Ιουνίου 2015 στο διαδίκτυο με τίτλο Οι κόκκινες γραμμές υπάρχουν όταν τηρούνται:
Αυτή η πρωτοβουλία συλλογής υπογραφών κατά οποιασδήποτε συμφωνίας με τους δανειστές που θα περιλαμβάνει νέα μέτρα λιτότητας απευθύνεται στον κόσμο της Αριστεράς και των κινημάτων [η υπογράμμιση δική μου], που δεν του αξίζει να παραμένει σε αυτή την παραλυτική αναμονή, ούτε να ανεχτεί –πολύ περισσότερο να αναγκαστεί να υπερασπιστεί– μορφές μνημονιακής διολίσθησης.
Η υπογραφή συμφωνίας της ελληνικής κυβέρνησης με τους δανειστές, και η λιτότητα, είναι προφανώς ζητήματα που αφορούν ολόκληρη την ελληνική κοινωνία –για να μην πούμε ολόκληρη την Ευρώπη. Κατά δεύτερον, όποιος καταφεύγει σε ένα μέσο τόσο ευρύ και εξωστρεφές όσο η συλλογή υπογραφών (και όχι π.χ. η ίδρυση ενός κόμματος, η οποία προϋποθέτει ιδεολογική ομοφωνία –και αυτό όχι πάντα), λογικά επιδιώκει να συγκεντρώσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους γύρω από το αίτημά του. Αυτό θα ίσχυε γενικώς, αλλά ισχύει ακόμη περισσότερο σε μια συγκυρία στην οποία σημειώνονται οι μεγαλύτερες ανατροπές και αναστατώσεις πολιτικών εντάξεων και ταυτοτήτων, και οι θεαματικότερες μετακινήσεις ψηφοφόρων, που έχουν υπάρξει στην ελληνική ιστορία. Κι ωστόσο, η έκκληση, πριν καλά-καλά εξηγήσει τι ακριβώς ζητά, φροντίζει να ξεκαθαρίσει από ποιους το ζητά: δεκτές γίνονται μόνο υπογραφές από τον «κόσμο της Αριστεράς [με Α κεφαλαίο] και των κινημάτων»! Δηλαδή οι συντάκτες έχουν την μακάρια βεβαιότητα ότι υπάρχει ένας σαφής και ευδιάκριτος «κόσμος» που αποτελείται μόνο από την αριστερά και τα κινήματα, και απευθύνονται μόνο σε αυτόν. Ο κόσμος αυτός προφανώς έχει δικές του ανάγκες, διαφορετικές από εκείνες των κοινών θνητών. Στους άλλους μπορεί να αξίζει να παραμένουν σε παραλυτική αναμονή και να ανέχονται μορφές μνημονιακής διολίσθησης, στους αριστερούς όμως όχι.
Αλλά και αν υπάρχουν και άλλοι που δεν τις ανέχονται, δεν μας ενδιαφέρει∙ δεν θέλουμε τις υπογραφές τους! Το να αναγνωρίζεται κανείς στην ταυτότητα του αριστερού ή/ και του κινηματία τίθεται ως προαπαιτούμενο: εδώ με το καλημέρα δίνεται στον αναγνώστη το μήνυμα «εάν δεν είσαι ήδη ένας από μας μην μπεις καν στον κόπο να το διαβάσεις, δεν σε αφορά».
Αυτή η έλλειψη φιλοδοξιών είναι αδικαιολόγητη και αυτοκαταστροφική πολιτικά. Πόσοι να είναι τέλος πάντων αυτοί που, αν τους ρωτούσαμε, θα αυτοτοποθετούνταν σε αυτόν τον «κόσμο»; Νομίζω ότι η αριθμητική «οροφή» αυτής της κατηγορίας είναι το 4%: όσοι ήδη ψήφιζαν τον ΣΥΡΙΖΑ από τότε που δημιουργήθηκε.
Το να επιμένεις να αυτοπεριορίζεσαι σε ένα ακροατήριο που δεν υπερβαίνει το 4%, αποτελεί ηττοπάθεια. Τη στιγμή που 30% του εκλογικού σώματος δείχνει ότι ξεπερνά τις αναστολές του απέναντι στην αριστερά, οι αριστεροί δίνουν την εντύπωση ότι αισθάνονται αμηχανία και ενόχληση απ’ αυτό, σαν να προτιμούν να μείνουν λίγοι και καλοί.
Και φυσικά δεν μπορεί κανείς να αναμένει κάποιο άξιο λόγου πολιτικό αποτέλεσμα από μια τέτοια πρωτοβουλία. Διότι το να βγει μία έκκληση υπογεγραμμένη μόνο από τον «κόσμο της Αριστεράς και των κινημάτων», ποια χρησιμότητα μπορεί να έχει; Τη χρησιμότητα μίας ταυτολογίας· δηλαδή καμία απολύτως. Το ότι όσοι ήδη αυτοκατανοούνται ως αριστεροί είναι κατά της λιτότητας, δεν είναι είδηση για κανέναν· το ξέραμε ήδη. Και πράγματι, έτσι έγινε: η δημοσίευση του κειμένου πέρασε τελείως απαρατήρητη, δεν επηρέασε καμία εξέλιξη.
Μια ανάλογη εμμονή και ένας ανάλογος προβληματισμός για το πού πρέπει να τεθούν τα όρια, για το τι είναι αριστερά και τι μη αριστερά, παρατηρείται σε ένα άρθρο του Δημήτρη Μπελαντή στο Rednotebook με τίτλο Για την επόμενη ημέρα… (ενν. από τις τελευταίες εκλογές). Και εδώ, το κείμενο δεν αρχίζει από κάποια αναφορά στην εκλογική και γενικότερη συμπεριφορά του κόσμου, ή τέλος πάντων σε κάποια οποιαδήποτε πολιτική εξέλιξη, στις πιθανές αιτίες, διασυνδέσεις ή συνέπειές της, αλλά με μία διατριβή περί αριστεροσύνης:
Κατά πρώτον, κλείνει η μακρά «περίοδος ΣΥΡΙΖΑ» [υπογραμμίζω εγώ] υπό την έννοια ενός ριζοσπαστικού αριστερού κόμματος και εγχειρήματος, έστω ρεφορμιστικού, με έντονες κινηματικές καταβολές τουλάχιστον ως το 2012, το οποίο φιλοδόξησε να εκπροσωπήσει τις λαϊκές τάξεις (…). Ο νέος ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα θεμελιακά άλλο κόμμα, αν θεωρηθεί όντως πολιτικό κόμμα και όχι απλώς ένα δίκτυο εξουσίας και συμφερόντων γύρω από τον Ηγέτη και την κλειστή ομάδα του. Μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ακόμη και ως Αριστερά, αν δεχθούμε ότι η σοσιαλδημοκρατία και η ευρωαριστερά ως σύνολα αντιστοιχούν πλέον στο κοινωνικό φαντασιακό ως Αριστερά …
κ.λπ. κ.λπ.
Με κάθε σοβαρότητα, λοιπόν, υποστηρίζεται εδώ ότι ένα κόμμα, το οποίο κέρδισε δύο εκλογικές αναμετρήσεις (συν ενδιαμέσως ένα δημοψήφισμα) υπό πρωτόγνωρες συνθήκες πίεσης, έχει … κλείσει τον κύκλο του! Και μάλιστα, ότι αυτό το συμπέρασμα συνάγεται από το «αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών του Σεπτέμβρη» –όχι π.χ. από κάποια ενέργεια ή ανακοίνωση του κόμματος αυτού ή κάποιου στελέχους του. Με άλλα λόγια, τώρα που το κόμμα αυτό πήρε 36%, έπαψε να «εκπροσωπεί τις λαϊκές τάξεις», ενώ μέχρι το 2012, όταν έπαιρνε 4%, προφανώς τις εκπροσωπούσε.
Μήπως ο αρθρογράφος ζει σε άλλο πλανήτη;
Όχι! Απλώς φαντάζεται ως άλλο πλανήτη τον μικρόκοσμο στον οποίο ζει. Και δείχνει την ίδια αδιαφορία για όλη αυτή την κίνηση και την έξοδο των μαζών από τις προηγούμενες ταυτότητες, και την ίδια δυσφορία, αγοραφοβία, άγχος από την κατάρρευση των ορίων.
Αν λοιπόν υποστηρίζει μια θέση τόσο προκλητικά τυφλή απέναντι στα στοιχειώδη δεδομένα της εμπειρίας, αυτό συμβαίνει διότι γι’ αυτόν, ακριβώς, κριτήριο δεν αποτελεί η πολιτική πραγματικότητα, αλλά κάποιο αφηρημένο υπερεγωτικό πρότυπο που έχει στο μυαλό του. Όταν λέει ότι «έκλεισε η περίοδος» του ΣΥΡΙΖΑ, δεν εννοεί ότι το κόμμα αυτό ηττήθηκε, απέτυχε, εξαφανίστηκε, ούτε καν ότι η πολιτική του έχει αρνητικά αποτελέσματα· το άρθρο καθόλου δεν εξετάζει τα αποτελέσματα αυτά. Το μόνο που κάνει είναι να μετράει με το αριστερόμετρο.
Χώρια που ούτε και αυτή τη μέτρηση καταλήγει σε κάποιο θετικό συμπέρασμα: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αριστερό κόμμα με την Χ έννοια, μπορεί όμως και να είναι με την Ψ –εκείνη «του κοινωνικού φαντασιακού».
Σε αυτά τα «είπα-ξείπα», ο αρθρογράφος δεν μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει, ή να αναρωτηθεί και ο ίδιος: γιατί –και για ποιον- είναι κρίσιμο αυτό το ερώτημα;
Αν το έκανε, ίσως να διαπίστωνε ότι αυτό που ανήκει στο φαντασιακό δεν είναι η Α ή η Β απάντηση, αλλά το ίδιο το ερώτημα. Δεν έχει να κερδίσει απολύτως τίποτε όποιος δώσει την «ορθή» απάντηση σε αυτό.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, τα τελευταία χρόνια σχεδόν ένας στους τρεις ψηφοφόρους επέλεξε κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι ψήφιζε μέχρι τώρα. Μερικοί μάλιστα άλλαξαν πάνω από μία φορά.
Φυσικά, οι μαζικότερες μετακινήσεις είχαν ως προορισμό τον ΣΥΡΙΖΑ.
Οι άνθρωποι όμως αυτοί δεν στράφηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ επειδή έφτασε μια στιγμή που πείστηκαν ότι είναι αριστερός. Αυτό το ήξεραν και πριν, αλλά δεν τον ψήφιζαν.
Άλλοι ήταν οι λόγοι.
Και αφού δεν τον προτίμησαν λόγω της υποτιθέμενης πίστης του σε κάποιες αφηρημένες αρχές, δεν θα τον εγκαταλείψουν εάν αποδειχθεί ότι τελικά δεν είναι πιστός στις αρχές αυτές. Αυτό εξάλλου έχει ήδη αποδειχθεί: αν υπάρχει κάποιο συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε με βεβαιότητα από το αποτέλεσμα των τελευταίων εκλογών, είναι αυτό.
Από τη διάσπαση του 68, ίσως και ακόμα παλιότερα, η ενασχόληση με το ερώτημα ποιος είναι πραγματικός αριστερός αποτέλεσε βασικό στοιχείο των αγορεύσεων και των διαμαχών μεταξύ των διάφορων εκδοχών της κομμουνιστικής παράδοσης.
Όλο αυτό το διάστημα, όμως, όλες ανεξαιρέτως οι εκδοχές, ορθόδοξες, ανανεωτικές, τροτσκιστικές, μαοϊκές κ.λπ. συμφωνούσαν σε ένα πράγμα: ότι ο «κόσμος της εργασίας», και η αριστερά ως πρωτοπορία αυτού, συνιστούν το καθολικό, το μέσο για να φτάσουμε στην οικουμενική απελευθέρωση της κοινωνίας, ενώ κάθε άλλη επίδοξη πρακτική αμφισβήτησης ή μετασχηματισμού είναι καταδικασμένη στη μερικότητα, την αποσπασματικότητα· είναι «πολιτική ταυτοτήτων». Αυτή την επίκριση-απόρριψη είχαμε ακούσει αρκετοί π.χ. στο γύρισμα του αιώνα, την εποχή των Κοινωνικών Φόρουμ, από διαφόρους που τότε ανήκαν στις αντίστοιχες οργανώσεις των προαναφερθεισών εκδοχών, ενώ και σήμερα πολλοί απ’ αυτούς στελεχώνουν τόσο τον τωρινό ΣΥΡΙΖΑ όσο και τους τωρινούς εξ αριστερών αντιπάλους του. Αλλά και από κάποιους του τότε ή/ και του νυν αντιεξουσιαστικού χώρου.
Έτσι πως τα έφερε η ιστορία, είναι νομίζω πιο εύκολο να δούμε τώρα ότι, αν υπάρχει μία πολιτική άξια αυτού του χαρακτηρισμού, αυτή φυσικά είναι πρώτα απ’ όλα η ίδια η πολιτική των (αυτόκλητων) πρωτοποριών.
Αν κοιτάξουμε το λόγο της παλαιομοντερνιστικής αριστεράς, ελληνικής και διεθνούς, θα διαπιστώσουμε ότι αυτός γίνεται όλο και περισσότερο αυτοαναφορικός· όλο και περισσότερο έχει ως αντικείμενο όχι το εκάστοτε πολιτικό διακύβευμα που υποτίθεται ότι πραγματεύεται, όχι την κοινωνία στο σύνολό της, αλλά την αριστερά την ίδια –ή την αριστεροσύνη. Όταν ένας αριστερός καταπιάνεται να μιλήσει ή να γράψει για ένα συμβάν, μία πολιτική εξέλιξη, δεν τον απασχολεί πρωτίστως να αναδείξει ποιες μπορεί να είναι οι αιτίες, οι διασυνδέσεις, τα αποτελέσματά της, αλλά ποια μπορεί να θεωρηθεί ως μια «γνήσια», «πραγματική» αριστερή στάση απέναντι σε αυτήν· τα δε υπόλοιπα εξετάζονται μόνο ευκαιριακά και μέσα από το πρίσμα αυτού του πρωταρχικού ερωτήματος.
Για την ακρίβεια, για έναν τέτοιο τύπο λόγου, ο χαρακτηρισμός «πολιτική ταυτοτήτων» ίσως ευσταθεί μόνο ως προς τον δεύτερο όρο –τον επιθετικό προσδιορισμό κατά γενική της ιδιότητας- και όχι ως προς το προσδιοριζόμενο. Διότι όταν κανείς έχει ως βασικό μέλημα το gatekeeping, την αστυνόμευση των ορίων, δεν κάνει πολιτική. Πολιτική σημαίνει να προσπαθείς να μετασχηματίσεις. Την πραγματικότητα, τους άλλους ανθρώπους, ενδεχομένως και τον εαυτό σου. Όποιος όμως λειτουργεί ως θεματοφύλακας παραδεδομένων αξιών προσπαθεί απλώς να παραμείνει ίδιος με τον εαυτό του, ανέπαφος. Έτσι, δεν επηρεάζεται μεν, αλλά ούτε και επηρεάζει κανέναν.
Ναι, βέβαια.
Οπως κι εσύ θα κλείσεις τον κύκλο σου αν συνεχίσεις να λες τέτοια φληναφήματα.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Nα και ένα εμπεριστατωμένο σχόλιο με αναλυτική και πειστική επιχειρηματολογία.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Το κρίσιμο, κατά τη γνώμη μου, ερώτημα είναι γιατί ο Μπελαντής (και τόσοι άλλοι) επιλέγουν αυτή τη στρατηγική (ανεξάρτητα του εάν και σε ποιο βαθμό σφάλλουν στα όσα λένε, δηλαδη ανεξάρτητα από το ποιοι και πόσοι συμφωνούμε μαζί τους). Η απάντηση που δίνω είναι ότι η πολιτική δεν είναι αγορά εμπορευμάτων για να κρίνεται η προσφορά μας από το επικίνδυνο άλμα προς το αποτέλεσμα (αξιοποίηση, μετασχηματισμός της αξίας χρήσης σε χρήμα και ό,τι άλλο). Πολιτική είναι η μάχη εκείνου που θεωρούμε ορθό με εκείνο που θεωρούμε λάθος. Σε αυτή την οπτική, το gatekeeping είναι το αντώνυμο του οπορτουνισμού (ο Τσίπρας, συνεχίζοντας τον κύκλο του θριάμβου του, μασκαρεμένος με στολή παραλλαγής).
Με μια λέξη. Όσο και εαν σφάλλουν οι «περιθωριακές» αριστερές ομάδες (με σύμβολο το ΚΚΕ) έχουν καταλάβει πολύ καλά τι είναι πολιτική.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
«Τόσοι άλλοι»;
Μα, ακριβώς, δεν μου φαίνεται να είναι και τόσο πολλοί αυτοί που επιλέγουν αυτή τη στρατηγική …
Και, εδώ που τα λέμε, ποια στρατηγική; Εγώ δεν βλέπω καμία στρατηγική. Προς το παρόν μόνο έκφραση αρνητικών συναισθημάτων βλέπω, πολύ διάφανα μεταμφιεσμένων σε «αναλύσεις».
Η δική μου πάντως απάντηση είναι: επειδή δεν ξέρουν τίποτε άλλο. Επειδή το μόνο που έχουν μάθει να αναγνωρίζουν ως πολιτική είναι να εφευρίσκουν έναν πανίσχυρο και κακό Μεγάλο Άλλο που μας κλέβει την απόλαυση, και να τον καταγγέλλουν συνολικά ζητώντας την ανατροπή του. (Την οποία δεν πολυεπιθυμούν κατά βάθος, διότι μετά δεν θα ξέρουν τι να κάνουν). Με οτιδήποτε άλλο δεν αισθάνονται άνετα, πελαγώνουν.
Η «μάχη εκείνου που θεωρούμε ορθό με εκείνο που θεωρούμε λάθος» είναι πολύ πρωτότυπος ορισμός της πολιτικής. Και φυσικά λάθος. Δεν είναι μόνο η πολιτική αυτό, ούτε είναι αυτό μόνο πολιτική. Υπάρχουν τέτοιες μάχες που δεν είναι πολιτικές, αλλά π.χ. θεολογικές, ποδοσφαιρικές, καλλιτεχνικές κ.ο.κ. Επίσης, υπάρχουν πολιτικές που δεν είναι μάχες, και δεν εξαρτώνται από το τι «θεωρούμε».
Άλλωστε, ο ορισμός πάσχει εσωτερικά. «Εκείνο που θεωρούμε λάθος» δεν έχει απαραίτητα/ πάντα κάποια αυτοτελή ύπαρξη ώστε να είναι δυνατό να «παλέψουμε» εναντίον του. Ενδέχεται να υπάρχει μόνο στη φαντασία μας.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Σχετικά ενδιαφέροντα όλα όσα γράφονται εδώ αλλά άσχετα με το θέμα. Κατ’αρχήν ελάχιστοι ενδιαφέρονται αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ή δεν είναι αριστερός. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση θα κριθεί με βάση το έργο του. Όχι με βάση την ταμπέλα του. Οπότε κατ’αρχήν ας επικεντρωθεί σε αυτό και ας μην αναλώνονται τα στελέχη του σε σκιαμαχίες με φανταστικούς αντιπάλους.
Αλλά ας μπούμε λίγο στη συζήτηση περί αριστερής ταυτότητας.
Πολλά σωστά γράφει ο συγγραφέας αυτού του άρθρου και ακόμα πιο πολλά λάθος.
1. Η μη-ΣΥΡΙΖΑ αριστερά εμμένει στις ιδεοληψίες της και δεν έχει επαφή με την κοινωνία. Σωστό αλλά άσχετο με τη συζήτηση. Το ζήτημα δεν είναι εάν αυτή είναι προσκολλημένη στα παλιά, αλλά εάν ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει αριστερός. Και ο συγγραφέας δεν απαντά στο βασικό. Τι είναι αριστερό από όσα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ; Κατ’αρχήν ας βάλουμε στην άκρη απόψεις του στυλ «αριστερά θα πει σύγχρονη λύση στα προβλήματα», «αριστερά σημαίνει ίσες ευκαιρίες» (αυτό είναι ας πούμε θεώρηση του Μπλερ) και λοιπές αστειότητες. Η αριστερά δεν είναι α λα καρτ ό,τι αρέσει στον καθένα. Η αριστερά είναι πολιτικός χώρος, έχει συγκεκριμένες αναφορές, επιδιώξεις και πρεσβεύει συγκεκριμένες πολιτικές. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ πιστεύει πλέον πως η αριστερά είναι κάτι άλλο από αυτό που ήταν πριν λίγους μήνες ας το πει για να λήξουν οι κουβέντες (όπως έκανε ο Μπλερ δηλαδή). Αλλιώς ας μπει στον κόπο να αντιπαραβάλει τις πολιτικές του με τις ιδέες και τις αξίες της αριστεράς.
Ποια είναι λοιπόν η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με τις πολιτικές αυτές; Προσοχή. Δεν εξετάζουμε αν οι πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ είναι σωστές ή λάθος. Εξετάζουμε αν σχετίζονται με ο,τιδήποτε αριστερό.
2. Η μη-ΣΥΡΙΖΑ αριστερά απευθύνεται στο 4%. Σωστό από την άποψη πως τόσο έλαβε (αν εξαιρεθεί το ΚΚΕ) στις τελευταίες εκλογές και πως παραδοσιακά το ποσοστό της μη-ΚΚΕ αριστεράς κάπου εκεί κινείτο. Ωστόσο υπάρχουν θεμελιώδη λάθη στον ισχυρισμό αυτό. Το πρώτο είναι πως λαμβάνει ως δεδομένους τους συσχετισμούς εις το διηνεκές. Όχι, η μη-ΣΥΡΙΖΑ αριστερά δεν απευθύνεται μόνο στο 4%. Απλώς προς το παρόν δεν εκφράζει παραπάνω από το ποσοστό αυτό. Όπως δεν το έκανε και ο ΣΥΡΙΖΑ πριν το 2012. Όμως πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κυβέρνηση με ποσοστό άνω του 35%. Και το ποσοστό αυτό το έλαβε πολύ πριν τη «ρεαλιστική» στροφή. Γίνεται να συμβεί ξανά κάτι τέτοιο; Πολύ δύσκολα. Αλλά δε μπορεί να αποκλειστεί. Στον αντίποδα, μπορεί και αυτό το 4% να εξανεμιστεί. Αλλά υπάρχει και δεύτερο λάθος το επιχείρημα «Λέγε εσύ ό,τι θες, ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε 35% και εσύ ούτε 3% δε σημαίνει τίποτα στα πλαίσια της συζήτησης αυτής. Ποσοστά άνω του 35% έλαβαν κατ’επανάληψιν τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η ΝΔ χωρίς να είναι αριστερά κόμματα. Συνεπώς η εκλογική επιτυχία και η διαπίστωση πως ένα κόμμα εκφράζει πολύ κόσμο, δε σχετίζεται με το πόσο αριστερό είναι. Και σε κάθε περίπτωση ακούγεται κάπως γηπεδικό (στυλ «Τι να πείτε ρε για τον Ολυμπιακό, έχει τόσα πρωταθλήματα και εσείς παλεύετε να μείνετε κατηγορία!»).
3. Η αριστερή πολιτική οφείλει να προσπαθεί να μετασχηματίσει. Σωστό. Ωστόσο από μόνο του δε σημαίνει τίποτα. Τι να μετασχηματίσει; Προς τα ποια κατεύθυνση; Γιατί και μια ακροδεξιά κυβέρνηση πιθανόν να επιθυμεί να μετασχηματίσει κάποια πράγματα. Όπως και στην πρώτη μου παρατήρηση, το σημαντικό είναι το πλαίσιο αναφοράς. Εάν δεν υπάρχει, τότε αδίκως μιλάμε για αριστερά-δεξία-κέντρο κλπ (παρότι πολλοί το κάνουν, δεν έχει νόημα κάποιος να δηλώνει αριστερός ή δεξιός εάν πρόκειται για κάτι που υπάρχει μόνο στο κεφάλι του). Εάν όμως υπάρχει, το ζήτημα είναι ποιος είναι ο μετασχηματισμός που προωθεί (ΕΑΝ προωθεί) ο ΣΥΡΙΖΑ. Όπως επίσης τίθεται και ζήτημα του πως μετασχηματίστηκε ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ.
Υ.Γ Να σημειωθεί και μια μεγάλη έλλειψη του κειμένου. Απουσιάζει πλήρως οποιαδήποτε αναφορά στη σύνθεση και στη διάθεση του εκλογικού ακροατηρίου του ΣΥΡΙΖΑ. Παρότι αποδέχεται πως δεν πρόκειται περί αριστερού ακροατηρίου (ήξεραν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αριστερός αλλά δε τον ψήφιζαν), ούτε αναλύει τι σόι ακροατήριο είναι, ούτε περνά στο δια ταύτα. Ας το κάνει και το συζητάμε.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
To σχόλιο αυτό έχει μια ανακολουθία τόσο κραυγαλέα, που αναρωτιέμαι μήπως τυχόν έγινε κάποιο τυπογραφικό λάθος.
Στην εισαγωγή, αναφέρει ότι «Κατ’αρχήν ελάχιστοι ενδιαφέρονται αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ή δεν είναι αριστερός».
Ωστόσο, το σύνολο του υπόλοιπου σχολίου αφορά αυτό ακριβώς το ερώτημα: εάν είναι ή δεν είναι. Και μάλιστα κατά τρόπο που δείχνει να αποδίδει στο άρθρο την καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό, και να προσπαθεί να την αντικρούσει.
Ωστόσο, στο άρθρο εγώ λέω το ΑΚΡΙΒΩΣ αντίθετο: λέω ότι υπερβολικά πολλοί ενδιαφέρονται αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ή δεν είναι αριστερός, και ότι ΕΓΩ είμαι αυτός που κρίνω το ερώτημα ως άνευ ενδιαφέροντος.
Μάλλον πρόκειται για παρανόηση.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Ενδιαφέρον άρθρο. Ας επαναλάβω, περίπου τον σχολιασμό που έκανα αλλού:
Αν ακολουθήσουμε τον Μπένεντικτ Άντερσον (το έθνος ως «φαντασιακή κοινότητα») ο παραλληλισμός στέκει, τηρουμένων των αναλογιών.
Υπάρχει όμως και η πιο καθολική οπτική γωνία, σύμφωνα με την οποία αυτού του είδους η Αριστερά υφίσταται ευθέως τα αποτελέσματα της «αποικιοποίησης του βιόκοσμου από το σύστημα». Εξηγούμαι:
Οι εθνικές, πολιτικές ή άλλες «ταυτότητες» μη θρησκευτικού και μή τοπικού-συμβιωτικού τύπου, είναι φαινόμενα που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στη νεωτερική εποχή, παράλληλα με τις αστικές κοινωνίες. Σε συντομία, άν τηρήσουμε την ορολογία του Χάμπερμας, ανήκουν στον κόσμο του «συστήματος» (μαζί με την αγορά και με το πολιτικό κράτος των καπιταλιστικών κοινωνιών) και σαφώς όχι στον «βιόκοσμο».
Έτσι, η περιβόητη «αριστερή» αυτοαναφορικότητα είναι και αυτή μια ακόμη μορφή αλλοτρίωσης – δηλαδή αυτο-αποξένωσης από την πραγματική ζωή ατόμων και κοινωνικών ομάδων.
Όποιος έχει διαβάσει τα «Χειρόγραφα του 1844» (ή και την «Ιστορία και Ταξική Συνείδηση» του Λούκατς), καταλαβαίνει αμέσως μέσα σε τι βαθύ πηγάδι πέφτει η αυτοαναφορική αριστερά.
Κάθε αλλοτρίωση είναι εγκλεισμός σε μια ψευδαισθητική «δεύτερη ζωή»: Ο επιχειρηματίας εγκλείεται στο «μαγαζί του», η πολιτική ελίτ στο δικό της «μαγαζί» (στο κράτος), ο αλλοτριωμενος εργαζόμενος στο μαγγανοπήγαδο που του ανέθεσαν, ο δε αριστερός (αυτού του τύπου) στην αριστεροσύνη του. Φαντασιακή, πολύ φαντασιακή. Πράγματι, όσο και το (νεωτερικό) έθνος.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Αναδημοσίευση αποσπάσματος, ευχαριστώ.
http://aftercrisisblog.blogspot.gr/p/scribd.html
Μου αρέσει!Μου αρέσει!