του Άκη Γαβριηλίδη
ΟΜΟΛΟΓΩ ΟΤΙ δεν μου άρεσαν κάποια πράγματα στο άρθρο του Ηλία Ιωακείμογλου της 25-9-2015 σχετικά με την «πολιτική κουζίνα της Θεανώς Φωτίου». Και συγκεκριμένα, δύο τουλάχιστον πράγματα, όχι άσχετα άλλωστε μεταξύ τους.
Το πρώτο είναι ότι σπεύδει εξαρχής να επικροτήσει ανεπιφύλακτα την «θυμηδία που προκάλεσαν» οι δηλώσεις τής Φωτίου περί γεμιστών, και να την χαρακτηρίσει «προφανώς δικαιολογημένη» (άνευ άλλης εξήγησης –ό,τι είναι προφανές δεν χρειάζεται εξήγηση). Η θυμηδία όμως αυτή εκφράστηκε και με αρκετά προβληματικούς τρόπους, ενίοτε στα όρια της διαπόμπευσης και του μισογυνισμού. Χρησιμοποιώντας στον πρώτο πληθυντικό την έκφραση «γελάσαμε αρκετά», ο συντάκτης αποφεύγει να πάρει οποιαδήποτε απόσταση από όλους τους άλλους οι οποίοι «γέλασαν» και κινδυνεύει να τους χρεωθεί άθελά του.
Όχι όμως μόνο γι’ αυτό.
Μετά τα γέλια, το άρθρο περνάει σε ένα «σοβαρό» μέρος, στο οποίο υπόσχεται να αποκαλύψει «ποιο είναι το σημαινόμενο πίσω από το γελοίο σημαίνον». Το σημαινόμενο λοιπόν αυτό, το οποίο και συνιστά τη «σκοτεινή πλευρά» των γεμιστών, είναι μία απολογία της λιτότητας. Στο πλαίσιο μιας τυπικά εργαλειακής αντίληψης της ιδεολογίας, τα γεμιστά είναι ένα εποικοδόμημα της οικονομικής βάσης∙ είναι μία ιδέα, ένας κανόνας ζωής, τον οποίο προτείνουν οι «από πάνω» στους «από κάτω», οι πλούσιοι στους φτωχούς, για να τους κρατήσουν φτωχούς και ικανοποιημένους με την κατάστασή τους. Η υπουργός λοιπόν αναφέρθηκε στις μαγειρικές συνταγές επειδή ήθελε να προτείνει «μια ζωή στο όριο της επιβίωσης» η οποία αποτελεί «απαραίτητο συστατικό στοιχείο του νέου καθεστώτος συσσώρευσης» που επιβλήθηκε με τα μνημόνια.
Η ανάγνωση όμως αυτή είναι πραγματολογικά εσφαλμένη.
Πριν πάμε «πίσω» από τα σημαίνοντα, καλό είναι να τα κοιτάξουμε πρώτα αυτά καθαυτά.
Εάν ακούσουμε τις δηλώσεις της υπουργού, θα δούμε ότι η αναφορά στη μαγειρική δεν έχει καμία έννοια υπόδειξης στους «φτωχούς», ή σε οποιονδήποτε άλλο, για το τι να κάνει.
Η Φωτίου μιλάει για το τι θα κάνει αυτή ως υπουργός.
Εκθέτοντας τις προτεραιότητές της, βρίσκεται αντιμέτωπη με την ερώτηση ενός δημοσιογράφου «πού θα βρει τους πόρους» για να τα εφαρμόσει όλα αυτά. Τότε λοιπόν επικαλείται την επινόηση –χρησιμοποιεί αυτήν ακριβώς τη λέξη, ένα σημαίνον το οποίο δε βρήκε πουθενά μια θέση στο κείμενο του Ιωακείμογλου- των γεμιστών, ως παράδειγμα για το ότι είναι δυνατό να βρεθούν ευρηματικές λύσεις ακόμη και όταν λείπουν οι πόροι.
Άρα, το «σημαινόμενο» της αναφοράς αυτής είναι το ακριβώς αντίστροφο: δεν πρόκειται για μία σύσταση που δίνουν οι «σοσιαλφιλελεύθεροι διαχειριστές της εξουσίας» στην υπόλοιπη κοινωνία, αλλά για μία ιδέα που παίρνουν από αυτή.
Ο Ιωακείμογλου όμως δεν μπορεί να το ακούσει έτσι, δεν μπορεί να δει καθόλου κάποια κυκλοφορία ιδεών από τα «κάτω» προς τα «πάνω»[1].
Γιατί δεν μπορεί;
Διότι στο αυστηρό δυιστικό σχήμα του, δεν προβλέπεται καμία υποδοχή για κάτι τέτοιο. Είναι απλώς αδιανόητο.
Νομίζω ότι είμαι αρκετά καλά εξοπλισμένος για να το βεβαιώσω αυτό: έχω διαβάσει πάρα πολλά κείμενα του Ηλία, ήδη από την τόσο μακρινή πλέον δεκαετία τού 80. Όσα ίσως ελάχιστοι άλλοι, τολμώ να πω. Η ανάγνωσή τους άλλωστε υπήρξε πολύ ωφέλιμη. Μου έμαθε πολλά και σημαντικά πράματα.
Είχαν όμως πάντα έναν περιορισμό. Όταν ερχόταν η ώρα να μιλήσουν για τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις και συγκρούσεις, τα κείμενα αυτά διέθεταν μία μόνο αφήγηση ως πλαίσιο αναφοράς: την αφήγηση της αστικής τάξης ως κακού λύκου και των εργαζόμενων τάξεων ως κοκκινοσκουφίτσας. Παρά τον πληθυντικό που κατά αξιοπρόσεκτο τρόπο πάντα χρησιμοποιούνταν για τον δεύτερο πρωταγωνιστή, η πληθυντικότητα αυτή σπανίως ερχόταν στο προσκήνιο ώστε να καθορίσει την ανάλυση. Έτσι, το σχήμα παρέμενε πάντα διπολικό. Προπαντός, πουθενά στην αφήγηση δεν υπήρχε χώρος για κάποια αυτενέργεια των εργαζόμενων αυτών τάξεων. Αυτές μόνο έπασχαν. Η αστική τάξη ήταν πάντα η μόνη που δρούσε: αναδιάρθρωνε τις παραγωγικές σχέσεις, εκκαθάριζε τα αδύναμα κεφάλαια, αύξανε το ποσοστό κέρδους, επέβαλλε διαρκώς ένα νέο καθεστώς συσσώρευσης κεφαλαίου … Το ίδιο συνεχίζει να κάνει και σε αυτό εδώ το άρθρο, κατά τρόπο «δαρβινικό» και ανθρωποφαγικό: και εδώ, ο καπιταλισμός «κανιβαλίζει τις πιο αδύναμες επιχειρήσεις, καταβροχθίζει τους πιο αδύναμους εργαζόμενους …».
Σε αυτή την αποκαλυπτική περιγραφή, όπου η κατάσταση της κοινωνίας απεικονίζεται ως μία διαρκής πτώση, μια ασταμάτητη διαδοχή καταστροφών, κινδυνεύει να χαθεί η δυνατότητα να μιλήσουμε για τις πραγματικά σοβαρές καταστροφές, όταν αυτές έλθουν –όπως σε μια άλλη ιστορία με λύκο, εκείνη με τον βοσκό. Κυρίως όμως, χάνεται η δυνατότητα να μιλήσουμε –ή να ακούσουμε καν, όταν μιλάν άλλοι- για τις εργαζόμενες τάξεις ως φορέα κάποιας δραστηριότητας. Διότι, έστω, ο καπιταλισμός «καταβροχθίζει» τους πιο αδύναμους εργαζόμενους. Εκτός από αυτούς, οι άλλοι, οι λιγότερο αδύναμοι, κάνουν άραγε κάτι; Μήπως ενεργούν ποτέ, σκέφτονται, επινοούν τίποτα; Ή απλώς κάθονται στην ουρά περιμένοντας να καταβροχθισθούν μοιραία και αυτοί από τον νεοφιλελεύθερο Μινώταυρο;
Πάντως, στα κείμενα του Ηλία –και μιας ολόκληρης διανοητικής παράδοσης στην οποία εντάσσεται, έστω κατά τρόπο αιρετικό ενίοτε- σπανίως θα βρούμε κάτι που να μας κάνει να σκεφτούμε το πρώτο.
Και πρόκειται για πολύ σοβαρή έλλειψη. Θεωρώ ότι, ιδίως την εποχή αυτή, η σκέψη και η δράση μας κινδυνεύει να μείνει κολοβή και ανήμπορη αν δεν έχουμε τα διανοητικά και πολιτικά μέσα για να ακούσουμε την επινοητικότητα του πλήθους και να εμπνευστούμε απ’ αυτήν. Και, επίσης, για να σκεφτούμε το γεγονός ότι το κράτος ακούει την επινοητικότητα αυτήν και προσπαθεί να την αιχμαλωτίσει∙ ότι «ανάμεσα στον ανταρτοπόλεμο και το στρατιωτικό μηχανισμό, ανάμεσα στην εργασία και την ελεύθερη δράση, τα δάνεια πάντοτε συμβαίνουν και προς τις δύο κατευθύνσεις»[2]. Εάν έχουμε προαποφασίσει ότι μόνο το κεφάλαιο ή/ και το κράτος (του) είναι προικισμένο με ικανότητα δράσης, ενώ οι εργαζόμενοι μόνο υφίστανται, τότε χάνουμε από το οπτικό μας πεδίο μία ολόκληρη πανσπερμία ευρηματικών πρακτικών που αναπτύσσονται εκτός ή στα περιθώρια του κράτους, που συγκροτούν γραμμές φυγής και απεδαφικοποίησης σε σχέση με αυτό, και που το κράτος προσπαθεί να επανεδαφικοποιήσει και να αξιοποιήσει για λογαριασμό του.
Και αυτό που χάνουμε είναι πολύ σημαντικό. Διότι με βάση αυτή τη διπλή διαδικασία μπορούμε να κατανοήσουμε τη συγκυρία στην οποία βρισκόμαστε, όσον αφορά την τωρινή κρίση χρέους (αλλά και άλλα φαινόμενα, όπως π.χ. την έξοδο των Σύρων προσφύγων και τη μετακίνησή τους διαμέσου των ευρωπαϊκών συνόρων), κατά τρόπο πολύ πιο πλήρη απ’ ότι η γραμμική εξιστόρηση μιας διαρκούς και μονοδιάστατης ανθρωποφαγικής προέλασης του κεφαλαίου.
Για να μη μιλάμε αφηρημένα: τα τελευταία χρόνια, χρόνια όντως εκκαθαρίσεων και παραγωγής «άχρηστων» πληθυσμών, είχαμε επίσης από την άλλη την ανάπτυξη μιας ολόκληρης σειράς πρακτικών, έξω από το κράτος ή στα περιθώριά του, οι οποίες ξεκινούσαν από περιορισμένης έκτασης δίκτυα αντιπραγματισμού, μη εγχρήματων ανταλλαγών εκ μέρους άμεσων παραγωγών, και έφταναν μέχρι τις συλλογικές κουζίνες σε γειτονιές, στέκια, πόλεις της επαρχίας, άλλοτε με κάποια ιδεολογική-αμφισβητησιακή κάλυψη και άλλοτε χωρίς αυτή. Σε αυτά τα ανταλλακτικά παζάρια και τα μη εμπορευματικά μαγειρέματα, δεν κυκλοφορούσαν βεβαίως αστακοί. Βασικά στοιχεία του μενού ήταν ακριβώς, μεταξύ άλλων, γεμιστά, πίτες, μαρμελάδες, και άλλα ανάλογης λογικής εδέσματα.
Για να πάμε και λίγο παρακάτω, στο πλαίσιο αυτής της λογικής ξεπήδησαν και τα Κοινωνικά Ιατρεία, χάρη στα οποία κάποιος κόσμος διατήρησε στο μέτρο του δυνατού τη ζωή και την υγεία του, αλλά και χάρη στα οποία παρήγαγε κοινωνικότητα και αυτοπεποίθηση που μερικές φορές μπόρεσε να λειτουργήσει ως αντίδοτο στην απόγνωση.
Επιπλέον, τον τελευταίο καιρό υπήρξε μία αναθέρμανση του (ανα)γνωστικού ενδιαφέροντος για ανάλογες πρακτικές που αναπτύχθηκαν τη δεκαετία του 40, και διαβάστηκαν ευρέως βιβλία (μικρο)ιστορίας σχετικά με τα δίκτυα που σχημάτισαν τότε οι άνθρωποι για να αντιμετωπίσουν την πείνα και τις άλλες δυσκολίες, να κρατηθούν στη ζωή. Χαρακτηριστικό –αλλά όχι το μόνο- τέτοιο παράδειγμα είναι το βιβλίο του Μενέλαου Χαραλαμπίδη Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα. Το ενδιαφέρον αυτό δεν ήταν φιλολογικό: είχε προφανώς σχέση με τα πρακτικά προβλήματα του σήμερα και την ανάγκη να μελετήσουμε ό,τι προηγούμενα υπάρχουν σχετικά με αυτή τη βιοπολιτική επινοητικότητα του πλήθους για την από κοινού παραγωγή της ζωής.
Θα πει κανείς, τέτοιες διάσπαρτες πρακτικές δεν αρκούν για να λύσουν το πρόβλημα. Μα ναι, δεν αρκούν. Αλλά τουλάχιστο ας μιλήσουμε (και) γι’ αυτές. Με το να τις εξαφανίζουμε, και να αντιμετωπίζουμε με bullying όποια μιλάει για τέτοια ήσσονα, γυναικουλίστικα, «απλώς πολιτιστικά» θέματα, μήπως λύνεται το πρόβλημα;
Οι διαχειριστές της εξουσίας, «σοσιαλφιλελεύθεροι», σκέτοι φιλελεύθεροι, σκέτοι σοσιαλιστές, ή όποιας άλλης απόχρωσης, τις παρακολουθούν προσεκτικά και διδάσκονται απ’ αυτές. Ίσως γι’ αυτό τα καταφέρνουν καλύτερα από μας που απλώς τους καταγγέλλουμε. Αντί λοιπόν να γελάμε, ή να κλαίμε, ίσως θα ήταν καλύτερα να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τις πρακτικές αυτές και διδαχθούμε κι εμείς.
[1] Χρησιμοποιώ τους περιγραφικούς αυτούς όρους συμβατικά, διότι, στην παράδοση της πολιτικής σκέψης της εμμένειας, οι διαχειριστές της κρατικής εξουσίας δεν ανήκουν σε κάποιο διακριτό επίπεδο αλλά είναι και αυτοί μέρος του πλήθους.
[2] Gilles Deleuze/ Félix Guattari, Capitalisme et schizophrénie 2 : Mille Plateaux, Éd. de Minuit, Paris 1980, σ. 502.