του Άκη Γαβριηλίδη
Στην Εφημερίδα των Βαλκανίων της 13-2-1921 δημοσιεύθηκε η εξής επιστολή αναγνώστη:
Κύριε Διευθυντά,
Εδιάβασα όσα εγράψατε διά το κρέας των Καυκασίων, και σας συγχαίρω διά την παρρησίαν σου!
Αλλ’ έχετε άδικον. Το κρέας δεν δίδεται χάριν των προσφύγων, αλλά δίδεται χάριν του εργολάβου, όπως τουτέστιν ενθυλακώση 15-20,000 δρ. την εβδομάδα.
Κάθε Κυριακήν εις τον συνοικισμόν Καλαμαριάς επαναλαμβάνονται αι ίδιαι σκηναί. Οι πρόσφυγες δεν δέχονται τα ψοφίμια του εργολάβου. Ο εργολάβος επικαλείται την στρατιωτικήν δύναμιν, χαρακτηρίζει τους πρόσφυγας Μπολσεβίκους, και η υπόθεσις λύεται υπέρ του εργολάβου.
O ανώνυμος εργολάβος στον οποίο το ελληνικό κράτος είχε αναθέσει τη σίτιση των εγκλείστων στο στρατόπεδο του Καραμπουρνού δεν ήταν ο μόνος ο οποίος χαρακτήρισε τους πρόσφυγας Μπολσεβίκους για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του. Το ίδιο έκαναν και άλλοι εκείνο το διάστημα, με αποτέλεσμα πολλοί από τους πρώην Ρωμιούς Οθωμανούς πολίτες και ήδη sans papiers να μην μπορέσουν ούτε καν να ξεκινήσουν το ταξίδι τους ως λαθρομετανάστες.
Ο επιφανέστερος από αυτούς ήταν ο γνωστός απατεώνας και δολοφόνος Χαρίλαος Φιλιππίδης, ο οποίος με την επωνυμία «Χρύσανθος» διετέλεσε μητροπολίτης Τραπεζούντας και αργότερα αρχιεπίσκοπος Αθηνών· με τις ιδιότητές του δε αυτές κατέχει σήμερα περίοπτη θέση στην εθνική μνήμη και θεωρείται ότι «ανήκει στην χορεία των Μεγάλων Ιεραρχών μας, που ενσάρκωσαν την παράδοση και τις αρετές των Ηγετών του Γένους και την πιστότητα σ’ αυτό μέχρις αυτοθυσίας»[1].
Φαίνεται όμως ότι οι θυσίες με τις οποίες συνδέθηκε η δράση τού εν λόγω ιεράρχη αφορούσαν κυρίως άλλους, όχι (μόνο) τον εαυτό του. Αυτό τουλάχιστον ισχυρίζεται μεταξύ άλλων ο Κώστας Φωτιάδης, καθηγητής ιστορίας στο ΑΠΘ, ένας άνθρωπος ο οποίος έχει αφιερώσει το σύνολο της ακαδημαϊκής του σταδιοδρομίας στη μελέτη και την ανάδειξη της ποντιακής ιστορίας, θεωρείται όπως είδαμε ένας από τους εισηγητές της έννοιας της «ποντιακής γενοκτονίας» στο δημόσιο λόγο στην Ελλάδα και γι’ αυτό χαίρει μεγάλου κύρους και σεβασμού ιδίως μεταξύ των συμπατριωτών του Ποντίων. Βεβαίως ο Φωτιάδης δεν χρησιμοποίησε επί λέξει αυτούς τους χαρακτηρισμούς, περιέγραψε όμως αναλυτικά πράξεις οι οποίες τους δικαιολογούν απολύτως. Χωρίς άλλες εισαγωγές, παραθέτω κατωτέρω ένα εκτενές σχετικό απόσπασμα. Οι υπογραμμίσεις με έντονα στοιχεία είναι του πρωτοτύπου, με πλάγια δικές μου.
Ξεχωριστά μεγάλη ευθύνη για το θάνατο εκατοντάδων προσφύγων στις παραλίες της Μαύρης Θάλασσας φέρει ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος, αυτή η εξαιρετική θρησκευτική και πολιτική φυσιογνωμία του 20ού αιώνα, εξαιτίας των άστοχων χαρακτηρισμών του για τους Έλληνες της περιοχής αυτής στη συνάντησή του με τον Ε. Βενιζέλο, για καθαρά πολιτικούς λόγους.
Ο μητροπολίτης Χρύσανθος, που μαζί με τους εκπροσώπους της ελληνοποντιακής αστικής τάξης αγωνιζόταν με σθένος για τη δημιουργία ανεξάρτητης Δημοκρατίας στον Πόντο, έβλεπαν με μεγάλη λύπη τη μεταφορά των ποντιακών πληθυσμών της Ρωσίας στην Ελλάδα. Στα προγράμματα των αντιπροσώπων αυτής της κίνησης γινόταν πάντα σαφής αναφορά για τη μεταφορά σύντομα όλων των Ελλήνων της Ρωσίας στον Πόντο, για να υπερισχύσει πληθυσμιακά το ελληνικό στοιχείο του μουσουλμανικού στην υπό ίδρυση Δημοκρατία. Ο μητροπολίτης Χρύσανθος ήταν αντίθετος στην πολιτική της μεταφοράς των ζωντανών αυτών κυττάρων στην Ελλάδα. Τους χρειαζόταν στον Πόντο. Θέλοντας να σταματήσει το μεταναστευτικό κύμα προς την Ελλάδα, δε δίστασε να τους κατηγορήσει στον τότε πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο, όταν συναντήθηκαν στο Λονδίνο το Μάρτιο του 1920, πιστεύοντας ότι έτσι θα αλλάξει γνώμη ο πρωθυπουργός και θα σταματήσει τη μεταφορά τους στην Ελλάδα. Συμβούλεψε το Βενιζέλο ότι τάχα οι Ελληνοπόντιοι της Ρωσίας έχουν χάσει την εθνική τους συνείδηση, τη γλώσσα, ότι έχουν επηρεαστεί από τις μπολσεβικικές ιδέες και ότι ήσαν επικίνδυνοι να συνεργαστούν με τους Σλάβους της Μακεδονίας σε περίπτωση που τους μετέφερε όλους στην Ελλάδα[2].
Ο ίδιος ο Φωτιάδης, πάντοτε, δεν έχει –και δεν αφήνει στον αναγνώστη- καμία αμφιβολία ότι η εν λόγω «εξαιρετική θρησκευτική και πολιτική φυσιογνωμία» είχε πλήρη επίγνωση της αναλήθειας των ισχυρισμών της, όπως εξάλλου και των θανατηφόρων αποτελεσμάτων που αναπόφευκτα θα είχε για τους ενδιαφερόμενους η γνωστοποίησή τους στον Βενιζέλο. Τη στιγμή που διοχετεύεται αυτή η πληροφόρηση στις ελληνικές αρχές, η βιολογίζουσα μεταφορά των «ζωντανών κυττάρων» έχει αποκτήσει μία κάπως μακάβρια ειρωνική χροιά, διότι οι άνθρωποι που περιγράφονται με αυτήν εδώ και αρκετό καιρό δεν έσφυζαν ακριβώς από ζωή, παρά συνωστίζονταν εγκαταλειμμένοι υπό εφιαλτικές συνθήκες, χωρίς στέγη, χωρίς πόρους και χωρίς υγειονομική περίθαλψη, σε διάφορες ακτές της Σοβιετικής Ένωσης, περιμένοντας τα ελληνικά πλοία να έρθουν να τους πάρουν. Σύμφωνα με άρθρο γεωργιανής εφημερίδας της εποχής εκείνης, «οι δυστυχείς ούτοι δεν δύνανται να ανοίξωσι βαθείς τους τάφους και αναγκάζονται τους αγαπημένους νεκρούς των να θάψωσι εις τάφους μη έχοντας βάθος πλέον του ημίσεος πήχεως»[3]. Ο ακριβής αριθμός τους δεν είναι σαφής, αλλά πάντως μιλάμε για πολλές χιλιάδες, σίγουρα πενταψήφιο αριθμό ατόμων. Στο σημείο όπου μιλάει άμεσα για τον Χρύσανθο, ο Φωτιάδης όπως είδαμε τον καθιστά ήδη ρητά υπεύθυνο το θάνατο «εκατοντάδων προσφύγων». Ωστόσο, λίγες σελίδες αργότερα, κάνει και μία γενικότερη εκτίμηση:
Η καθυστέρηση πολλών μηνών, ώσπου να αρθεί η παρεξήγηση και οι κυβερνητικοί ενδοιασμοί για την ελληνικότητα των Καυκασίων, στοίχισε τη ζωή χιλιάδων Ελλήνων, που πέθαναν από την πείνα, τις αρρώστιες και τις άσχημες κλιματολογικές συνθήκες.
Πώς θα χαρακτηρίζαμε τη συμπεριφορά εκείνου, ο οποίος εν γνώσει του εξαπατά άλλον και τον οδηγεί σε πράξεις ή παραλείψεις, από τις οποίες γνωρίζει με βεβαιότητα ότι θα επέλθει ο θάνατος τρίτων; Με όρους κοινού ποινικού δικαίου, η συμπεριφορά αυτή δεν συνιστά τίποτε λιγότερο από ανθρωποκτονίες εκ προθέσεως κατά συρροή και κατ’ επάγγελμα (για να παραλείψουμε άλλα ήσσονος σημασίας αδικήματα όπως διασπορά ψευδών ειδήσεων, προτροπή σε φυλετικό μίσος, απιστία περί την υπηρεσία κ.ο.κ.).
Μια όμως που πιάσαμε το δίκαιο, ας κοιτάξουμε και έναν άλλο ορισμό, του διεθνούς ποινικού δικαίου αυτή τη φορά, μήπως αυτός μας δώσει κάποιο επιπλέον κριτήριο για το νομικό χαρακτηρισμό της συμπεριφοράς του Χρύσανθου.
Εάν λάβουμε υπόψη τον ορισμό της διεθνούς σύμβασης για το αδίκημα της γενοκτονίας, θεωρώ ότι, σε πείσμα των ανώδυνων ευφημισμών που επιστρατεύει ο Φωτιάδης («άστοχοι χαρακτηρισμοί», «παρεξήγηση» κ.ο.κ.), ο δημόσιος κατήγορος σε ένα υποθετικό διεθνές δικαστήριο θα είχε σοβαρές πιθανότητες να πείσει σχετικά με την ενοχή του Χαρίλαου Φιλιππίδη, γνωστού και ως Χρύσανθου, για το αδίκημα της γενοκτονίας εις βάρος του ποντιακού ελληνισμού, ή της ηθικής αυτουργίας σε αυτό.
Τόσο μάλλον που, σε σχέση με τη μεταχείριση (μη μεταχείριση) των υποψήφιων μεταναστών από τους κρατικούς και οιονεί κρατικούς παράγοντες της Ελλάδας το 1920, ασφαλώς συνέτρεχε και εδώ –ακόμη περισσότερο εδώ- το κριτήριο του ορισμού της Σύμβασης που απαιτεί η επίδικη μεταχείριση να αφορά μια θρησκευτική-εθνοτική ομάδα «ως τοιαύτη».
Η συνδρομή όμως αυτή μας επιτρέπει, και μας επιβάλλει, να αφήσουμε κατά μέρος την προσομοίωση/ αντιποίηση νομικής επιχειρηματολογίας, καθότι φέρνει στο φως ένα στοιχείο που έχει μεγαλύτερη σημασία από την άποψη που μας ενδιαφέρει εδώ –την άποψη του διαγενεακού τραύματος, του ψυχικού πόνου και του βάρους της ανάμνησης που το περιστατικό αυτό κληροδότησε στα θύματα που επέζησαν και τους απογόνους τους. Το στοιχείο αυτό προσδίδει ίσως μεγαλύτερη –ή διαφορετικού τύπου- απαξία, αλλά και μεγαλύτερη πολυπλοκότητα στις ενέργειες της «εξαιρετικής θρησκευτικής και πολιτικής φυσιογνωμίας» και τις αποσπά από το πεδίο της αναζήτησης ατομικών ευθυνών.
Οι «Ηγέτες του Γένους» ασχολούνται με την ομάδα των Καυκασίων θεωρώντας την απολύτως ως τέτοια, ή μάλλον, ορθότερα, ως αλλιώτικη και άρα μη επαρκώς τέτοια. Οι διατυπώσεις και οι αποφάνσεις περί αυτών στη σχετική αλληλογραφία, πριν βιαστούμε να μπούμε στη διερεύνηση του αν είναι αληθείς ή αναληθείς, καλό είναι να παρατηρήσουμε προηγουμένως ότι είναι ξεκάθαρα ρατσιστικές. Και προφανώς θα ήταν εξίσου ρατσιστικές ακόμη και αν κατέληγαν σε καταφατική αντί για αρνητική απάντηση· διότι ο εκφυλετισμός (racialization) του ζητήματος έγκειται στην ίδια την ερώτηση. Σε όσα έγραψαν αυτοί που ασχολήθηκαν με αυτό το εν κινήσει πλήθος, υπό την ιδιότητα του εν ενεργεία ή επίδοξου γραφειοκράτη, κατασκόπου, πολιτικού ή θρησκευτικού ηγέτη (ή με περισσότερες από αυτές τις ιδιότητες ταυτόχρονα), η έμμονη ιδέα που κυριαρχεί είναι η βιοπολιτική ταξινόμηση και ιεράρχηση των πληθυσμών: τι ιδιότητες έχουν αυτά τα ανθρώπινα κοπάδια; Τι ράτσας είναι και τι κέρδος μπορούμε να βγάλουμε απ’ αυτά τα «ζωντανά κύτταρα»; Μπορούμε να τα εντάξουμε στο πρόταγμα της εγκαθίδρυσης και οικοδόμησης κάποιου εθνικού κράτους, και, αν ναι, ποιου;
Πράγματι, η απεύθυνση του Χρύσανθου στο Βενιζέλο πυροδότησε μία σειρά από άλλους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν άλλο αντικείμενο από τη βαθμολόγηση του ανθρώπινου υλικού που προέκυψε απρόβλεπτα, με σκοπό τον έλεγχο και την αξιοποίηση της ροής του. Μία μόλις εβδομάδα μετά την επιστολή του Χρύσανθου προς τον Βενιζέλο, όπου επαναλάμβανε και εγγράφως όσα του είχε πει προφορικά στο Λονδίνο, και τέσσερις μέρες μετά τη διαβίβαση της επιστολής αυτής στον –καθ’ ύλην αρμόδιο- Γενικό Διοικητή Μακεδονίας Α. Αδοσίδη με την υπόδειξη «όπως ληφθώσιν υπ’ όψιν τα εν αυτή εκτιθέμενα», ο Γενικός έσπευσε να συμμορφωθεί και, σε έκθεση που υπέβαλε στα συναρμόδια υπουργεία, αποφάνθηκε:
Επείγει η αναστολή του ρεύματος τούτου μέχρις ου τουλάχιστον δυνηθώσιν οι εις Καύκασον αποστολαί μας προβώσιν εις επιμελημένην διαλογήν ή τουλάχιστον δοκιμάσωμεν το ποιόν των ήδη εγκατεστημένων εδώ αποίκων.
Στην ίδια έκθεση, ο Γενικός Διοικητής διαπιστώνει:
Δυστυχώς εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων οι πρόσφυγες ούτοι είναι ως επί το πλείστον ατίθασοι, απειθάρχητοι, μεμψίμοιροι, πολλάκις φυγόπονοι, φοβούμαι δε και άρπαγες. Οι πλείστοι εξ αυτών στερούνται εθνικού φρονήματος, τινές δε είναι μόνον Ρωσσόφωνοι ή Τουρκόφωνοι. Εν γένει έχω πεισθεί ότι δεν είναι το ενδεδειγμένον Ελληνικόν και γεωργικόν στοιχείον, δι ου δύναται να τελεσφορήσει ο εποικισμός και εξελληνισμός της Μακεδονίας, τουναντίον υπάρχει φόβος να παράσχωσι συν τω χρόνω πράγματα εις την Ελληνικήν διοίκησιν.
Προκειμένου λοιπόν κάποιος/-α να χρησιμεύσει ως έποικος, πρέπει να έχει κάποια προσόντα. Αυτά εντάσσονται γενικώς σε δύο κατηγορίες: εθνικό αφενός και εργατικό αφετέρου φρόνημα. Υπάρχει το ενδεχόμενο κάποιες πληθυσμιακές ομάδες να μην τα διαθέτουν, και να μην δημιουργούν την ελπίδα ότι μπορούν να τα αποκτήσουν εγκαίρως. Διότι το στρατόπεδο, ως τεχνολογία αποσυμπίεσης και διαπαιδαγώγησης, έχει ορισμένα όρια απορροφητικότητας, που υπό ορισμένες απρόβλεπτες και πιεστικές συνθήκες μπορεί να κορεστούν και να υπερκεραστούν.
Η λογική αυτή, της εξέτασης του διάσπαρτου πλήθους αποκλειστικά από την οπτική γωνία της επικερδούς αξιοποίησής του υπέρ του κεφαλαίου και του κράτους, κυριαρχεί ακόμη και στις όποιες θετικές απαντήσεις. Π.χ. σε άρθρο του στο περιοδικό Πολιτική Επιθεώρησις της 8-5-1921, ο Κ. Καραβίδας υποστήριξε ότι «ο εποικισμός, ανεξαρτήτως άλλων ωφελειών ας αφήνει εις το κράτος, αποτελεί καθαράν κερδοσκοπικήν επιχείρησιν» [sic] και ότι «οι θράκες πρόσφυγες (…) απέδωκαν εντός τετραετίας εις το δημόσιον (…) το ποσόν της δαπάνης εις ην υπεβλήθη χάριν αυτών, αλλά και ποσόν επί πλέον υπερδιπλάσιον περίπου εις φόρους δεκάτης και ζώων». Ακόμη λοιπόν και όσοι τυχόν εκφράζονταν υπέρ της εισδοχής των προσφύγων, το έκαναν στη βάση της ίδιας οικονομικής-διαχειριστικής επιχειρηματολογίας, πάντα από την οπτική τού τι είναι καλύτερο για το κράτος, και όχι βέβαια για τους ίδιους τους πληθυσμούς.
Το αν οι άνθρωποι αυτοί θα ζήσουν ή θα ψοφήσουν δεν φαίνεται να απασχολεί κανέναν στη σχετική αλληλογραφία και αρθρογραφία που παραθέτει ο Φωτιάδης (σ. 102-104), ή μάλλον, τίθεται μόνο δευτερευόντως και σε συνάρτηση με την απάντηση που θα δοθεί στο πρώτο: αν το υλικό αυτό είναι της σωστής ποικιλίας, θα το αφήσουμε να ζήσει· αν όχι, δεν μας ενδιαφέρει, ίσως μάλιστα να ευχόμαστε ενδομύχως ή και απροκάλυπτα να μην ζήσει.
Πάντως το ερώτημα αυτό δεν φαίνεται να τίθεται στο παρακάτω απόσπασμα της επιστολής του Χρύσανθου της 18-3-1920:
Επιτρέψατε να σημειώσω όσα και προφορικώς είπομεν περί ενδεχομένης εις Μακεδονίαν μεταναστεύσεως και εγκαταστάσεως εκεί των εν ταις περιφερείαις Καρς και Τσάλκης του Καυκάσου από πεντήκοντα και πλέον ετών εγκατεστημένων Ελλήνων του Πόντου.
Ούτοι, απολέσαντες κατά το πλείστον την γνωστήν εθνικήν συνείδησιν και εν πολλοίς την γλώσσαν, έχοντες δε ψυχήν συγκεκραμένην με τον σλαυισμόν και δη τον μπολσεβικισμόν, θα ήσαν ίσως επικίνδυνοι εγκαθιστάμενοι εν Μακεδονία, όπου υπάρχουν ικανοί Σλαύοι.
Το απόσπασμα καταρχάς είναι ενδιαφέρον διότι δείχνει ότι, τρία μόλις χρόνια μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, ήταν ήδη έτοιμο και διαθέσιμο το εννοιολογικό οπλοστάσιο του οποίου έκανε χρήση τρεις δεκαετίες αργότερα η καθαυτό λογοτεχνία της Μακρονήσου (και όχι μόνο αυτή βέβαια): ο μπολσεβικισμός αποτελεί υποκατηγορία του «σλαυισμού», όσοι δε «παρασύρονται» από αυτόν είναι εκφυλισμένοι, δεν έχουν «ιστορική συνείδηση διαμορφωμένη ελληνικά», και γι’ αυτό είναι επικίνδυνοι για τη Μακεδονία.
Ας προσέξουμε επίσης τη διαβεβαίωση ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι εγκατεστημένοι εκεί «από πεντήκοντα και πλέον ετών». Όπως φαίνεται, οι Ηγέτες του Γένους, όταν έχουν άλλες πρακτικές προτεραιότητες και χαλαρώνει η προσήλωσή τους στην πάση θυσία απόδειξη της «αδιάλειπτης τρισχιλιετούς παρουσίας του ελληνισμού στις πατρογονικές εστίες του», τείνουν να είναι πιο ειλικρινείς ως προς την πραγματικότητα της αέναης μετακίνησης των ανθρώπων.
Ο Φωτιάδης βέβαια δεν παραλείπει να αναδείξει, με τόλμη και με διακριτική ειρωνεία, την αντίφαση και την υποκρισία των ισχυρισμών του Χρύσανθου:
Ωστόσο, οι επικίνδυνοι για την Ελλάδα Ποντιομπολσεβίκοι, ήσαν πάντα κατά τον Χρύσανθο ικανοί, άξιοι πατριώτες και ακίνδυνοι ιδεολογικά για να ξαναγυρίσουν στον Πόντο, όπου επρόκειτο να ιδρυθεί η Δημοκρατία του Πόντου[4].
Πράγματι, εάν ο Χρύσανθος έχει αυτή τη γνώμη για τους πρόσφυγες, είναι αξιοπερίεργο πώς μπορεί την ίδια στιγμή να ισχυρίζεται ότι «ούτοι πρέπει να αποκαταστηθώσι εις Πόντον, ίνα μη ερημωθή ο Πόντος, αλλά να συνοικισθή και πάλιν πυκνώς και να αυξηθούν και ενισχυθούν τα στοιχεία της μελλούσης απολυτρώσεως αυτού». Ωστόσο, το βασικό πρόβλημα με τους ισχυρισμούς δεν είναι η ανακολουθία, ούτε καν το ψεύδος που περιέχουν. Διότι π.χ. η πληροφορία ότι οι άνθρωποι αυτοί –κάποιοι από αυτούς- συμμερίζονταν ή συμπαθούσαν τις κομμουνιστικές ιδέες, ευσταθούσε· επίσης, ήταν απολύτως αληθές ότι πολλοί από αυτούς ήταν μόνο ρωσόφωνοι ή τουρκόφωνοι. Στη σχετική φιλολογία των νεο-ποντιστών, εξαίρεται η συμβολή του Νίκου Καζαντζάκη, ο οποίος, ως ειδικός απεσταλμένος της ελληνικής κυβέρνησης στον Καύκασο, συνέβαλε με τις εκθέσεις του να «λυθεί η παρεξήγηση» περί της ελληνικότητας των Καυκασίων[5]. Ωστόσο, όταν ο Καζαντζάκης, στο πλαίσιο αυτής της περιοδείας του, επισκέφθηκε την Τιφλίδα και θέλησε να μιλήσει εκεί προς τους μαθητές ενός δημοτικού σχολείου όπου φοιτούσαν τα Καυκασιόπουλα, υπήρχαν μόνο δύο παιδιά που καταλάβαιναν ελληνικά· οι επικεφαλής της κοινότητας λοιπόν έβαλαν τα δύο αυτά παιδιά μπροστά-μπροστά, ώστε να χειροκροτάνε στα σωστά σημεία του λόγου και τα υπόλοιπα παιδιά να τους βλέπουν και να ξέρουν πότε πρέπει να χειροκροτήσουν και αυτά[6]. Έτσι, ο Καζαντζάκης έφυγε από την Τιφλίδα πεπεισμένος περί της άπταιστης ελληνοφωνίας και γενικά της ακραιφνούς ελληνικότητας του ανθρώπινου υλικού που συνάντησε, αλλά δεν είναι και τόσο σίγουρο ότι «αντιλήφθηκε σωστά» το πρόβλημα από αυτή την άποψη.
Ακόμη περισσότερο: με το χρόνο που μεσολάβησε, είμαστε σήμερα σε θέση να διαπιστώσουμε ότι οι δυσμενείς (γι’ αυτούς) προβλέψεις των Φιλιππίδη και Αδοσίδη επιβεβαιώθηκαν. Κάποιοι απ’ τους πρόσφυγες πράγματι είχαν προσχωρήσει –ή προσχώρησαν αργότερα- στον κομμουνισμό και στο αντίστοιχο ελληνικό κόμμα, πράγματι συνεργάσθηκαν με τους «Σλαύους» της Μακεδονίας στο πλαίσιο του κόμματος αυτού και «παρέσχον πράγματα» στο ελληνικό κράτος δύο δεκαετίες αργότερα, δίνοντας σάρκα και οστά στους χειρότερους εφιάλτες του Χρύσανθου.
Το θέμα είναι: αν δεχόμασταν (το προφανές) ότι οι άνθρωποι αυτοί, ή κάποιοι από αυτούς, ήταν πράγματι μπολσεβίκοι ή τουρκόφωνοι, τότε τι;
Με το να περιοριστούμε στην επισήμανση της ανακολουθίας και μόνο, συμμεριζόμαστε και επικυρώνουμε τη ρατσιστική βάση του συλλογισμού· εφόσον δεν αμφισβητούμε ότι, εάν οι άνθρωποι αυτοί είχαν πράγματι «συγκερασμένην ψυχήν» και δεν διέθεταν την απαιτούμενη καθαρότητα, τότε πράγματι θα έπρεπε να εμποδιστεί η κινητικότητά τους προς την Ελλάδα. Επίσης, και το κυριότερο, δεν αναζητάμε κάποια εξήγηση για την ανακολουθία αυτή, πέρα ίσως από τον άστατο χαρακτήρα τού συγκεκριμένου ατόμου, και δεν θέτουμε το ευρύτερο ερώτημα: γιατί λοιπόν ο κατά τα άλλα λαμπρός αυτός ιεράρχης εμφάνισε ως επικίνδυνους τους πρόσφυγες, αφού γνώριζε ότι δεν ήταν επικίνδυνοι αλλά κινδύνευαν οι ίδιοι;
Η απάντηση πάντως που με λογικά αναπόδραστο τρόπο συνάγεται από τα εκτιθέμενα, ακόμη και αν το κείμενο δεν διατυπώνει ρητά το συμπέρασμα αλλά αφήνει τον αναγνώστη να το συναγάγει, είναι το εξής: για το Χρύσανθο και τους λοιπούς «εκπροσώπους της ελληνοποντιακής αστικής τάξης», αυτό που είχε την ύψιστη σημασία είναι να στήσουν και αυτοί το μαγαζάκι τους, δηλαδή ένα ακόμη κράτος· και το κράτος, ιδίως την εποχή εκείνη, εποχή θριάμβου της «αρχής των εθνοτήτων», μπορούσε να νοηθεί μόνο ως εθνικά καθαρό ή τουλάχιστον συμπαγές. Χρειάζονταν λοιπόν οπωσδήποτε ένα ανθρώπινο κοπάδι το οποίο να μπορούν να παίξουν ως χαρτί στις διεθνείς διπλωματικές διασκέψεις. Εν όψει αυτού του υπέρτερου στόχου, δεν ήθελαν να αφήσουν τον Βενιζέλο να τους πάρει το κελεπούρι μέσα από τα χέρια, και δεν τους ενοχλούσε τόσο εάν ένα μέρος του ανθρώπινου κοπαδιού χαθεί κατά την επιδίωξη της «μελλούσης απολυτρώσεως αυτού»· πόνταραν στο ότι τέλος πάντων κάποιοι από τις τόσες χιλιάδες θα επιβιώσουν, και μετά θα βρεθεί κάποιος τρόπος να τους μεταφέρουν στον Πόντο ώστε να μπορούν να ισχυριστούν πειστικά στα διεθνή φόρα ότι «υπερισχύει πληθυσμιακά το ελληνικό στοιχείο του μουσουλμανικού». Ήταν ένα ρίσκο το οποίο ήταν διατεθειμένοι να αναλάβουν· τελικά πράγματι το ανέλαβαν, έπαιξαν και έχασαν. Όχι βέβαια αυτοί, τουλάχιστον όχι ο Χρύσανθος, αλλά οι αναλώσιμοι επίδοξοι λαθρομετανάστες που περίμεναν ματαίως επί μήνες τα ελληνικά πλοία. Δηλαδή άλλοι έπαιξαν και άλλοι έχασαν.
Στο κλείσιμο της σχετικής ενότητας, ο Φωτιάδης διερωτάται:
Το 1926, αν δεχτούμε τις σοβιετικές στατιστικές, που ανεβάζουν τον ελληνικό πληθυσμό από 213.800 ως 300.000, και σ’ αυτό προσθέσουμε και τους Έλληνες που μετανάστεψαν στην Ελλάδα, τότε παρουσιάζεται ένα μεγάλο αριθμητικό υπόλοιπο από τον συνολικό ελληνικό πληθυσμό της Ρωσίας του 1919, που υπολογιζόταν σε 750.000.
Τι έγιναν οι Έλληνες αυτοί;
Η απάντηση που το ίδιο το κείμενό του δίνει χωρίς να τη δίνει, είναι: αυτοί οι Έλληνες/ μη Έλληνες/ υποψήφιοι Έλληνες υπήρξαν τα πρώτα και τελευταία θύματα του ποντιακού κράτους. Ενός κράτους το οποίο δεν υπήρξε ποτέ, αλλά και μόνο κατά την ανεπιτυχή προσπάθειά του να υπάρξει προκάλεσε αρκετές χιλιάδες νεκρούς όχι μεταξύ των εχθρών του, αλλά μεταξύ των πληθυσμών που φιλοδοξούσε να «απολυτρώσει».
To παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο Εμείς οι έποικοι. Ο νομαδισμός των ονομάτων και το ψευδοκράτος του Πόντου, Ισνάφι, Ιωάννινα 2014.
[1] Πρωτοπρ. Γ. Δ. Μεταλληνού, Ομοτίμου Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών, «Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος (Φιλιππίδης) ο από Τραπεζούντος (1881-1949)», ανάρτηση στο ιστολόγιο Ακτίνες, 12-9-2012.
[2] Κωνσταντίνος Εμμ. Φωτιάδης, Καθηγητής Πανεπιστημίου, Αλησμόνητες πατρίδες του Ευξείνου και του Καυκάσου, Τζιαμπίρης-Πυραμίδα, Θεσσαλονίκη, χωρίς χρονολογία έκδοσης. Ως προς την πατρότητα του βιβλίου αυτού επίσης υπάρχει μία ασάφεια: ενώ στο εξώφυλλο υπάρχει η αναγραφή που αναπαράγεται παραπάνω, στην πρώτη σελίδα του βιβλίου (χωρίς αρίθμηση) το έργο αποδίδεται στον «Κώστα Φωτιάδη, Καθηγητή Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο», ενώ στην αμέσως επόμενη το βιβλίο παρουσιάζεται ως έργο «ΟΜΑΔΑΣ 30 ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ», χωρίς να αναφέρεται ποιων ακριβώς.
[3] Δημοσίευμα της Ηχούς του Βατούμ που παρατίθεται στον Φωτιάδη (σ. 98). Δεν αναφέρεται ποιος και πότε έκανε τη μετάφραση.
[4] Το παράθεμα αυτό, καθώς και όλες οι άλλες φράσεις μέσα σε εισαγωγικά στην παρούσα ενότητα, εάν δεν αναφέρεται αλλιώς προέρχονται από το βιβλίο Αλησμόνητες πατρίδες του Ευξείνου και του Καυκάσου.
[5] Βλ. και Φωτιάδης, ό.π. σ. 105, όπου και η ενότητα με τίτλο «Ο Νίκος Καζαντζάκης αντιλήφθηκε σωστά το Προσφυγικό πρόβλημα» (η λέξη Προσφυγικό με κεφαλαίο στο πρωτότυπο).
[6] Τα δύο αυτά αγόρια ήταν ο Παναγιώτης Ταμουρίδης (τότε Ταμούρωφ) και ο αδελφός του Ελευθέριος, από τον οποίο προέρχεται και η πληροφορία.
Reblogged στις Μαρία.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!