του Άκη Γαβριηλίδη
Στους τοίχους της ανοιξιάτικης Αθήνας, μπορεί κανείς μεταξύ άλλων να δει την αφίσα του ΣΕΚ για το φετινό τριήμερο «Μαρξισμός 2015». Ως γενικός τίτλος των εκδηλώσεων εμφανίζεται το ερώτημα: «Μπορούν οι εργάτες να κυβερνήσουν;».
Διαβάζοντάς το, μου γεννήθηκε αυθόρμητα ένα άλλο ερώτημα: Θέλουν οι εργάτες να κυβερνήσουν; Ποιοι εργάτες; Και πώς το ξέρουμε; Το είπαν ή το εκδήλωσαν κάπου, κάπως, κάποτε;
Αμέσως μετά όμως μου γεννήθηκε και μία δεύτερη αντίδραση, η εξής: Ας δεχθούμε χάριν της υπόθεσης ότι οι «εργάτες» –ό,τι και αν εννοούμε με τον όρο αυτό- θέλουν και μπορούν να κυβερνήσουν. Πώς θα έμοιαζε πρακτικά μια τέτοια κυβέρνηση; Τι είδους μέτρα θα έπαιρνε;
Ένα παράδειγμα από την επικαιρότητα ακριβώς αυτών των ημερών φαίνεται να υποβάλλει ακαταμάχητα την εξής απάντηση: θα ενέκρινε την επένδυση για το ορυχείο χρυσού στις Σκουριές.
Γνωρίζω βέβαια τον αντίλογο από την οπτική μιας μη σταλινικής αριστεράς: α) η πρόσφατη διαδήλωση των εργαζομένων υπέρ της εξόρυξης διογκώθηκε από τα ενεχόμενα σε αυτήν ΜΜΕ· β) οι διαδηλωτές εξαγοράστηκαν ή παραπλανήθηκαν από την εργοδοσία, και πάντως ενεργούν με βάση βραχυπρόθεσμες προτεραιότητες, άρα δεν εκφράζουν τα γνήσια συμφέροντα της εργατικής τάξης.
Ο αντίλογος όμως αυτός δεν είναι 100% ικανοποιητικός. Η αντιδιαστολή μιας ψευδεπίγραφης επιφάνειας προς ένα γνήσιο βάθος ρέπει επικίνδυνα προς τον ιδεαλισμό και τη νοητική αυθαιρεσία, ιδίως όταν αυτό το προβαλλόμενο γνήσιο βάθος δεν έχει να επιδείξει και τόσο πολλές υλικές εκδηλώσεις στον εξωτερικό κόσμο ώστε να μας πείθει ότι αποτελεί μία πραγματική κίνηση εγγεγραμμένη στη σημερινή κατάσταση πραγμάτων και όχι ένα αφηρημένο σχέδιο για το μέλλον. (Ή –ακόμα χειρότερα- για το παρελθόν).
Άλλοι βέβαια –με καθαρότερο παράδειγμα την ΟΑΚΚΕ- προσπάθησαν να επιλύσουν την αντίφαση υιοθετώντας και επικροτώντας το συμπέρασμα, προβάλλοντας μάλιστα την επιθυμία «ανάπτυξης» ως γνήσια έκφραση της εργατικής τάξης, τους δε ενδοιασμούς και τις επιφυλάξεις κατά του ορυχείου ως ένδειξη «ρεφορμισμού» και προδοσίας των αξιών της αριστεράς. Δεν έλειψαν και προσπάθειες να οικοδομηθεί μία «ταξική» ερμηνεία της αντιπαράθεσης, που να αποδίδει την αντίθεση προς το ορυχείο σε «ντόπια συμφέροντα μικροϊδιοκτητών» οι οποίοι εξαρτώνται από τον τουρισμό και εχθρεύονται τη βιομηχανική ανάπτυξη.
Και αυτή φυσικά η λύση καταφεύγει σε έναν ανάλογο –και ακόμα χειρότερο- ιδεαλισμό της αντιδιαστολής γνήσιου/ ψευδούς, απλώς ταυτίζοντας το καθένα απ’ αυτά με συγκεκριμένες, εμπειρικές κοινωνικές ομάδες, περιγραφικά ορισμένες. Βασίζεται δηλαδή σε μια λογική «εκφραστικής αιτιότητας»: η κοινωνία είναι χωρισμένη σε φέτες, ως είδος μπακλαβά, και σε κάθε «φέτα» αντιστοιχούν κάποιες συγκεκριμένες επιδιώξεις· οι πολιτικοί ανταγωνισμοί δεν είναι τίποτε άλλο από τη διαμάχη μεταξύ των επιδιώξεων κάθε τμήματος. Ούτε αυτή η φυγή προς τα εμπρός λύνει λοιπόν το πρόβλημα.
Θεωρώ ότι πρόκειται εδώ για μια γνήσια απορία της ταξικής λογικής, ένα δίλημμα το οποίο δεν είναι δυνατό να επιλύσουμε ικανοποιητικά με βάση αυτήν και μόνο, και όχι απλώς για κακές εφαρμογές της. Διότι δεν είναι δυνατό με κοινωνιολογικά μέσα να απαντήσουμε ένα πολιτικό ερώτημα. Ακόμη και αν, καθ’ υπόθεσιν, καταφέρναμε να αντιστοιχίσουμε με απόλυτα ικανοποιητικό τρόπο καθεμιά από τις δυνατές πολιτικές λύσεις με μία ή περισσότερες κοινωνικές τάξεις ή ομάδες, (υπόθεση ήδη μη πραγματική), και πάλι αυτό δεν θα αρκούσε να απαντήσει πειστικά και χωρίς υπόλοιπα το ερώτημα γιατί πρέπει να προτιμήσουμε αυτήν και όχι την άλλη λύση.
Το αξίωμα ότι, για μια χειραφετητική-μετασχηματιστική οπτική, έσχατο κριτήριο των πολιτικών αποφάσεων είναι το συμφέρον της εργατικής τάξης, νομίζω ότι όλο και περισσότερο τείνει να αποκτά το χαρακτήρα μιας τελετουργικής φράσης, ενός φετίχ που επαναλαμβάνεται από κεκτημένη ταχύτητα και μόνο. Κάποια στιγμή το «δέσαμε κόμπο» ότι είναι έτσι με αιτιολογία μια «επιστημονική πρόβλεψη» που (υποτίθεται ότι) έκανε ο Μαρξ, ότι, με βάση την εξέλιξη του καπιταλισμού, το προλεταριάτο θα αναδειχθεί σε «καθολική τάξη» η οποία «δεν θα μπορεί να απελευθερωθεί χωρίς ταυτόχρονα να απελευθερώσει το σύνολο της κοινωνίας». Ήδη από πολύ νωρίς, αυτές οι πολύπλοκες εγελιανές συσχετίσεις μερικότητας/ καθολικότητας υποκαταστάθηκαν από μία στατιστικού τύπου «προφητεία» ότι το προλεταριάτο «βαθμιαία θα αυξηθεί αριθμητικά ώστε να είναι η πλειοψηφία», και άρα, αφού θα είναι η πλειοψηφία, ό,τι συμφέρει σε αυτό δεν μπορεί παρά να είναι και καθολικό συμφέρον. Ωστόσο, είτε η μία είτε η άλλη λογική δεν αρκεί για να μας εφοδιάσει με μία αυτόματη και πλήρως ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα «τι κάνουμε όταν έχουμε να επιλέξουμε ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες λύσεις» και έτσι να μας απαλλάξει από το καθήκον να διασχίσουμε το χώρο της πολιτικής –δηλαδή του ανταγωνισμού. Παρά μόνο με μία λήψη του ζητουμένου: αν το προλεταριάτο είναι «πλειοψηφία» ή «καθολική τάξη», είναι κάτι ενδεχομενικό· σε κάποιον τόπο ή/ και σε κάποιον χρόνο μπορεί να είναι, αλλά σε άλλον όχι. Ακόμη και αν ήταν παντού και πάντοτε, ούτε τότε η απάντηση «επιλέγουμε αυτό που συμφέρει το προλεταριάτο» θα έκλεινε το ζήτημα· διότι ούτε αυτό το συμφέρον είναι ένα ουσιοκρατικό δεδομένο στο οποίο μπορούμε να φτάσουμε με επιστημονική ανάλυση.
Το ζήτημα των Σκουριών όμως είναι ενδιαφέρον για έναν επιπλέον λόγο: διότι δείχνει ότι, στην πράξη, το ταξικό κριτήριο δεν είναι αυτό που πράγματι κατευθύνει τις πολιτικές επιλογές των υποκειμένων τα οποία διακηρυκτικά το επικαλούνται. Απλώς αυτά προσαρμόζουν εκ των υστέρων τις επιλογές τους ώστε να φαίνονται σύμφωνες προς αυτό. Ενίοτε ούτε καν μπαίνουν στον κόπο αυτής της εκλογίκευσης. Πάντως εν προκειμένω αυτό συνέβη: για το ζήτημα των Σκουριών, ούτε οι κάτοικοι που αντιτάχθηκαν και αντιτάσσονται στην εξόρυξη, ούτε οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις και κινήματα που τους συμπαραστάθηκαν καθόρισαν τη στάση τους με κριτήριο το «συμφέρον του κόσμου της εργασίας». Εάν μάλιστα το έκαναν, ή τουλάχιστον εάν το έκαναν όπως γίνεται συνήθως, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα κατέληγαν στο ίδιο αποτέλεσμα.
Ένα στοιχείο που έχουμε για να κάνουμε αυτή την υπόθεση, είναι και το εξής. Τα τελευταία χρόνια, γνωρίζει μία ετεροχρονισμένη μεταθανάτια δημοτικότητα –ιδίως στο διαδίκτυο- η μορφή του Δημήτρη Μπάτση, του δικηγόρου που καταδικάστηκε και εκτελέστηκε μαζί με τον Μπελογιάννη. Πέρα από τις αναφορές στον πρόωρο και άδικο χαμό αυτού του «προδότη της τάξης του» και ήρωα της εργατικής τάξης, ή μάλλον ακριβώς σε σύνδεση με αυτόν, τείνει να δημιουργηθεί μία μυθολογία «κλεμμένης απόλαυσης» κατά την οποία «ντόπια και ξένα κέντρα» αποφάσισαν την εκτέλεσή του ακριβώς για να ματαιώσουν την υλοποίηση του ολοκληρωμένου σχεδίου που αυτός είχε εκπονήσει για την ανάπτυξη του τόπου[1]. Με δεδομένο ότι το σχέδιο αυτό προέβλεπε κεντρική θέση στην αξιοποίηση «του ορυκτού και ενεργειακού πλούτου της χώρας μας», εμφανίζεται αρκετά δύσκολο να πείσει κανείς ότι η αντίθεση προς την εξόρυξη προκύπτει από τις «ανάγκες της ταξικής πάλης». Εκτός εάν … Εκτός εάν την ταξική πάλη την νοήσουμε με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο από τον συνήθη κοινωνιολογισμό και οικονομισμό –ο οποίος δεν χαρακτηρίζει μόνο τη λογική του Μπάτση ή της ΟΑΚΚΕ. Με τον τρόπο που υποδεικνύει μία φράση του Ζακ Ρανσιέρ την οποία έχω παραθέσει αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια: ότι ο βασικός ταξικός αγώνας που διεξάγουν οι εργάτες είναι ο αγώνας για να μην αποτελούν πλέον τάξη[2]. Και η οποία άλλωστε δεν βρίσκεται πολύ μακριά από μία άλλη διατύπωση της κομμουνιστικής παράδοσης, πολύ πιο ενδιαφέρουσα –και πιο συγγενή προς τη σύλληψη του Πολιτικού ως ανταγωνισμού-, ότι ιστορικό καθήκον του προλεταριάτου είναι να καταργήσει τον εαυτό του ως τάξη.
Εάν η ΟΑΚΚΕ υιοθετούσε αυτή τη λογική, ίσως να αντιλαμβανόταν ότι, όταν αποδίδει στο Λαφαζάνη –ως « εκπρόσωπο του χειρότερου κρατικού υπαλληλικού παρασιτισμού»- πως «είναι ειδικός στο να κλείνει εργοστάσια και να εξαφανίζει έτσι την εργατική τάξη σαν τέτοια», στην πραγματικότητα δεν του προσάπτει μια επαίσχυντη κατηγορία, αλλά του απευθύνει τον καλύτερο έπαινο από την οπτική του κομμουνισμού. Και ότι ο «αγώνας για την ύπαρξη όλης της εργατικής τάξης» είναι ταυτόσημος με τον αγώνα για την ύπαρξη του καπιταλισμού. [1] Βλ. π.χ.: «Ότι ο Δημήτρης Μπάτσης εκτελέστηκε πλάι στο Νίκο Μπελογιάννη δεν ήταν τυχαίο. Ότι μια γενιά Ελλήνων αγνόησε την ύπαρξη του βιβλίου και του συγγραφέα του, κι αυτό δεν ήταν τυχαίο: Το «Κατεστημένο» […] είχε πολλές και μεγάλες ενοχές για να μπορέσει να σταθεί στο έργο του Μπάτση και να αντλήσει απ’ αυτό έστω και λίγα διδάγματα. […] Ο αναγνώστης […] δεν θα δυσκολευτεί να αναγνωρίσει πως σ’ αυτή τη μελέτη του 1947 έχουν τεθεί τα βασικά προβλήματα ανάπτυξης μιας χώρας εξαρτημένης και υπανάπτυκτης, χώρας περιφερειακής, όπως θα λέγαμε σήμερα, και προτείνονται λύσεις επιστημονικά θεμελιωμένες και, μαζί, συγκεκριμένες» σημειώνει η Έλλη Παππά στην εισαγωγή του βιβλίου Η βαρειά βιομηχανία στην Ελλάδα του Δημήτρη Μπάτση, στην έκδοση του 1977, μια μελέτη επίκαιρη το 2011» (Tvxs – Επιμέλεια: Κρυσταλία Πατούλη, Η βαρειά βιομηχανία στην Ελλάδα. Δημήτρης Μπάτσης).
[2] Jacques Rancière, «Le plaisir de la métamorphose politique», συνέντευξη (μαζί με την Judith Revel) στη Libération, 24 Μαΐου 2008.
«τι κάνουμε όταν έχουμε να επιλέξουμε ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες λύσεις»
Μήπως ν’ αποφασίζει η εκάστοτε πλειοψηφία των πολιτών;
https://dhmokratiatwragiaolous.wordpress.com/2012/01/30/%CF%80%CF%81%CF%8C%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B8%CE%B5%CF%8E%CF%81%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9-2/