του Άκη Γαβριηλίδη
Τις μέρες αυτές, διάβασα την οιονεί (μέχρι στιγμής) αυτοβιογραφία τού Νίκου Μπίστη Προχωρώντας και αναθεωρώντας[1]. Χωρίς συγκεκριμένο λόγο. Το βιβλίο αυτό υπήρχε ανάμεσα στα χαρτιά μου επί αρκετό καιρό, και μάλιστα με προσωπική αφιέρωση (την οποία δεν είχα αντιληφθεί διότι ως τώρα δεν το είχα ανοίξει). Τον συγγραφέα δεν τον γνωρίζω –παρά μόνο μέσα από τη δημόσια παρουσία του- ούτε τον έχω συναντήσει ποτέ, γνωρίζω όμως τη γυναίκα του με την οποία ήμασταν συνάδελφοι επί πολλά χρόνια, και αυτή μου είχε δώσει προ καιρού το αντίτυπο με την αφιέρωση.
Η ανάγνωση αυτή υπήρξε αρκετά περίεργη εμπειρία. Καθώς το βιβλίο κάνει έναν απολογισμό του παρελθόντος, μεταξύ άλλων και του πρόσφατου, στάθηκε για μένα αφορμή να ξαναδώ, από μία άλλη οπτική αυτή τη φορά, κάποια σημεία της διαδρομής με τα οποία είχα και εγώ εμπλοκή –έστω απόμακρη. O διαφορετικός τρόπος με τον οποίο διαβάζει τις εμπειρίες αυτές ο Μπίστης, μου προκάλεσε ένα ξάφνιασμα, και αυτό το ξάφνιασμα θεωρώ ότι έχει ένα νόημα να δημοσιοποιηθεί, στο βαθμό που μπορεί να μας βοηθήσει να σκεφτούμε γόνιμα κάποια πράγματα στο πολιτικό μας παρόν.
Δεν προτίθεμαι εδώ να ελέγξω τις πράξεις ή τα λεγόμενα του συγγραφέα με βάση κάποια «συνέπεια». Αυτό έχει γίνει πολλές φορές στο παρελθόν από άλλους· και να μην είχε γίνει, δεν θα είχε κάποια χρησιμότητα για κανέναν να γίνει τώρα. Εγώ παίρνω όσα λέει στα σοβαρά, και προσπαθώ να τα κρίνω για αυτά που είναι και όχι για το αν αντιστοιχούν σε κάποιο ιδεατό και εξωτερικό σύστημα αξιών –ή έστω και προς προηγούμενες τοποθετήσεις του ίδιου ανθρώπου. Η ανάγνωσή του για το παρελθόν γίνεται με βάση τη σημερινή του οπτική, και εμένα δεν με ενδιαφέρει να του υποδείξω ότι θα έπρεπε να έχει μία άλλη, αλλά απλώς να δω τι αποτελέσματα παράγει αυτή στο σήμερα.
Η διάψευση της «νεοκομμουνιστικής» πρόβλεψης
Ένα λοιπόν από αυτά τα αποτελέσματα είναι ότι η αποτίμησή του για πρόσωπα και πράγματα με τα οποία ήρθε σε επαφή κατά το διάστημα που ήταν μέλος τού τότε Συνασπισμού, (αρχικά του ενιαίου και για κάποιο διάστημα του «μικρού», χωρίς το ΚΚΕ), είναι σαφώς απορριπτική.
Αυτό δεν αποτελεί φυσικά σκάνδαλο. Ωστόσο, εκτός από τις αρνητικές εκτιμήσεις, ο Μπίστης προχωρά και σε μια σειρά προβλέψεις για το μέλλον του εγχειρήματος, που είναι όλες δυσοίωνες –ενίοτε μάλιστα δεν εμφανίζονται καν ως προβλέψεις, αλλά ως ήδη συντελεσμένες εξελίξεις, οι οποίες έχουν αμετάκλητα καταδικάσει το κόμμα «του Αλαβάνου και του Τσίπρα» (σ. 581) σε ανυποληψία και παρακμή. Ενδεικτικά αναφέρω τη διάγνωση ότι, στις ευρωεκλογές τού 1999, «όσοι ψηφοφόροι ασπάζονταν τις απόψεις Κωνσταντόπουλου-Αριστερού Ρεύματος προτίμησαν τους αυθεντικούς τους εκφραστές, δηλαδή το ΚΚΕ, που πήρε 8,67%, και το ΔΗΚΚΙ, που πήρε 6,85%» (σ. 577) και ότι το κόμμα «έτρεχε προς τα πίσω με νεοκομμουνιστική ταχύτητα και κεντρώο οδηγό» (580). Σε ένα σημείο μάλιστα, ο συγγραφέας παραθέτει το σύντομο κείμενο αποχώρησης που διάβασε το 2000 σε σύνοδο της ΚΕ του κόμματος, (όπου μεταξύ άλλων επαναλάμβανε τη διαπίστωση ότι «Ο ΣΥΝ οδηγείται σε αναχρονιστικές απόψεις τις οποίες εκφράζει αυθεντικότερα το ΚΚΕ» -σ. 583), και αμέσως μετά, εκτός των εισαγωγικών, προχωρά και στον εξής ισχυρισμό:
Διαβάζοντας σήμερα το παραπάνω κείμενο, ένας τρίτος, αντικειμενικός παρατηρητής οφείλει να αναγνωρίσει ότι ήταν προφητικό ως προς την εξέλιξη του ΣΥΝ.
Διαβάζοντας επίσης σήμερα, δέκα χρόνια μετά, τα κείμενα της Δημοκρατικής Αριστεράς, θα διαπιστώσει ότι όλες οι προβλέψεις έγιναν πραγματικότητα (ό.π.).
Διαβάζοντας τώρα τις παραπάνω γραμμές στο δικό μας σήμερα, που έρχεται μόλις τέσσερα χρόνια μετά το δικό τους, δύσκολα συγκρατούμε ένα ειρωνικό μειδίαμα. Όχι μόνο ο «αντικειμενικός παρατηρητής», αλλά και ο ίδιος ο Μπίστης οφείλει να αναγνωρίσει ότι οι προβλέψεις αυτές διαψεύσθηκαν παταγωδώς και αμετάκλητα: το ΔΗΚΚΙ δεν το θυμάται κανείς, το ΚΚΕ είναι σταθερά στο ίδιο ποσοστό και ακόμα πιο κάτω, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ που εφέρετο τότε να «απομιμείται αποτυχημένα την πολιτική τους» σήμερα βρίσκεται στην κυβέρνηση.
Ασφαλώς δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε κανέναν που δεν προείδε μια μελλοντική εξέλιξη, ιδίως όταν αυτή υπήρξε αποτέλεσμα μεγάλων ανακατατάξεων[2]. Το θέμα μου όμως δεν είναι (μόνο) η αποτυχία της πρόβλεψης. Μετά από άλλα τέσσερα χρόνια μπορεί να μεσολαβήσουν άλλες εξελίξεις που να ανατρέψουν με τη σειρά τους την ανατροπή αυτής της αυτοδικαίωσης, και ούτω καθεξής επ’ άπειρον. Αυτό που ισχυρίζομαι είναι ότι στην οπτική του Μπίστη, και στην οπτική των ομοϊδεατών του, (και όχι μόνο αυτών), υπάρχει μία ατέλεια της όρασης, ένα τυφλό σημείο, το οποίο τους εμπόδισε να αντιληφθούν κάποια σημεία που υπήρχαν ήδη τότε και έδειχναν ότι ερχόταν η εξέλιξη αυτή, και τώρα που ήρθε συνεχίζει να τους εμποδίζει να την κατανοήσουν και να προσανατολισθούν σωστά απέναντί της.
Το «ευρωπαϊκό υπερεγώ»
Οι αξίες τις οποίες επικαλείται ο ίδιος ο συγγραφέας, και με βάση τις οποίες αποτιμά το παρελθόν, είναι ο ευρωπαϊσμός, ο εκσυγχρονισμός και η κεντροαριστερά. Απορρίπτει λοιπόν τον τότε ΣΥΝ και τις μετεξελίξεις του, καθότι κρίνει ότι «γύρισαν την πλάτη» στην «ευρωπαϊκή προοπτική».
Ισχυρίζομαι ότι ο ισχυρισμός αυτός πάσχει, τόσο στην μείζονα όσο και στην ελάσσονα πρόταση· δηλαδή τόσο σε επίπεδο αξιολογικό, όσο και σε επίπεδο συγκεκριμένης ανάλυσης.
Καταρχάς, το να είσαι «Ευρωπαίος» –όποια έννοια και αν αποδίδουμε στον όρο- δεν είναι καθεαυτό κάτι καλύτερο ή ανώτερο από το να είσαι από κάποια άλλη ήπειρο. Αλλά, τούτου δεδομένου, θεωρώ επίσης ότι συνιστά χονδροειδές σφάλμα εκτίμησης, ασυγχώρητο για έναν πολιτικό οποιασδήποτε απόχρωσης, να θεωρεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μη ευρωπαϊκή –ή, κατά μείζονα λόγο, αντιευρωπαϊκή- δύναμη. Ο ΣΥΡΙΖΑ, από μια ορισμένη οπτική γωνία, είναι μακράν το πλέον ευρωπαϊκό κόμμα της ελληνικής πολιτικής σκηνής –ασχέτως, επαναλαμβάνω, αν κανείς το θεωρεί αυτό καλό ή κακό.
Το γεγονός ότι ο Μπίστης κρίνει διαφορετικά τόσο στο επίπεδο της διαπίστωσης, όσο και στο επίπεδο της ιεράρχησης, βασίζεται κατά τη γνώμη μου στο ότι ο «ευρωπαϊσμός» στο λόγο του έχει μία καθαρά υπερεγωτική λειτουργία, όπως θα έλεγε και ο Σταυρακάκης. Η Ευρώπη, στην αφήγηση του βιβλίου, είναι ξεκάθαρα ένα αφηρημένο πρότυπο, ένα ιδανικό, (ένα ιδανικό τού εγώ, Ich-ideal και όχι ideal Ich, για να θυμηθούμε την ορολογία του Φρόιντ)· είναι πάντα ένας στόχος που πρέπει να φτάσουμε –ποιοι να φτάσουν; η «χώρα μας», η ελληνική κοινωνία, «εμείς» χωρίς άλλο προσδιορισμό. Όχι όμως –ή πολύ σπανίως- ένας πραγματικός τόπος με πραγματικούς ανθρώπους όπου συμβαίνουν πραγματικά πράγματα.
Πώς γίνεται κανείς αριστερός;
Η πραγματολογική αστοχία του, τώρα, έγκειται στο ότι, το διάστημα που ήταν ο ίδιος στον ΣΥΝ, και αμέσως μετά, συνέβαιναν διάφορα τέτοια πράγματα τα οποία ούτε φαίνεται να πρόσεξε –πάντως στο βιβλίο του δεν αναφέρονται ούτε καν σε υποσημείωση- και τα οποία σαφώς είχαν επίδραση στο κύριο αντικείμενο του βιβλίου του. Το οποίο είναι οι μορφές υποκειμενοποίησης. Από την αρχή μέχρι την τελευταία σελίδα, ιδίως μάλιστα σε αυτή, το θέμα του βιβλίου είναι τι σημαίνει να είναι/ να γίνεται κανείς αριστερός, ποιες μορφές μπορεί να πάρει αυτή η υποκειμενική θέση και ποια αποτελέσματα (πρέπει να) συνεπάγεται στις μεγάλες και στις μικρές επιλογές της ζωής[3]. Στο διάστημα όμως το οποίο καλύπτει το βιβλίο, συνέβησαν οι Ευρωπορείες του Άμστερνταμ, των Βρυξελλών, της Πράγας και της Κολωνίας, (καθώς και αρκετές άλλες αντιδιαδηλώσεις σε συνόδους κορυφής σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης), στη συνέχεια ήρθαν το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, η διαδήλωση της Γένοβας το 2001 και τέλος τα Ευρωπαϊκά ΚΦ, το τρίτο εκ των οποίων διοργανώθηκε στην Αθήνα. Σε όλες αυτές τις εκδηλώσεις πήραν μέρος ενθουσιωδώς και μαζικά –στο μέτρο των δυνατοτήτων τους- αποστολές από τον τότε ΣΥΝ, (καθώς και από μικρότερες ομάδες του τροτσκιστικού και του μαοϊκού χώρου, εκ των οποίων κάποιες σήμερα βρίσκονται στον ΣΥΡΙΖΑ και άλλες όχι), με σημαντική εκπροσώπηση της τότε νεολαίας του. Αυτή η συμμετοχή υπήρξε η πρώτη μείζων επαφή με την πολιτική για μία ολόκληρη καινούρια γενιά αριστερών, η οποία διαμόρφωσε την ταυτότητά της και διαπαιδαγωγήθηκε πολιτικά μέσα από αυτές κυρίως τις άμεσες εμπειρίες της, όχι μέσα από την αναφορά στην παράδοση του εμφυλίου, της ΕΔΑ, των Λαμπράκηδων, του Πολυτεχνείου ή της μεταπολίτευσης. Μεταξύ αυτών ήταν ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, όπως και ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης, η Ρένα Δούρου, ο Τάσος Κορωνάκης, ο Ανδρέας Καρίτζης, ο Γιάννης Μπουρνούς, και άλλοι/ -ες με μικρότερη ίσως ορατότητα αλλά με εξίσου σημαντική συμβολή στη διαμόρφωση της τωρινής φυσιογνωμίας του αστερισμού ΣΥΡΙΖΑ. Τα παιδιά αυτά, (διότι παιδιά ήταν τότε), δούλεψαν με ενθουσιασμό και χωρίς ανταμοιβή –η μόνη ανταμοιβή ήταν η ίδια η δραστηριότητά τους- για να στηθεί μια εκδήλωση τεσσάρων ημερών, πράγμα που, μεταξύ άλλων, σήμαινε πολύ συγκεκριμένα να στείλουν χιλιάδες μέιλ σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες, να στήσουν καμπίνες διερμηνείας και να οργανώσουν δίκτυα (μη μισθωτής) γνωσιακής, επικοινωνιακής και συναισθηματικής εργασίας, καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, και βεβαίως μέσα από αυτά να συνομιλήσουν και να έρθουν σε επαφή με αντίστοιχες εμπειρίες από σχεδόν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και να δημιουργήσουν δεσμούς με αυτές. Οι δεσμοί αυτοί παραμένουν μέχρι σήμερα, και βρίσκονται στη βάση της προσοχής και της συμπαράστασης που δείχνουν άνθρωποι από πολλές χώρες της ηπείρου μας –και άλλων ηπείρων- για την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ.
Ποιος είναι αυτός που θα ταξινομήσει ως «αντιευρωπαϊκή» αυτή την πολιτική υποκειμενικότητα; Μόνο εκείνος που ως αποκλειστικό κριτήριο της «ευρωπαϊκότητας» εκλαμβάνει τα συμβούλια αρχηγών κρατών της ΕΕ και τις αποφάσεις τους.
Ο Μπίστης δεν φαίνεται να αντιλήφθηκε ότι συνέβησαν όλα αυτά. Πάντως στο βιβλίο του, ένα βιβλίο 690 σελίδων, δεν βρίσκει χώρο να πει έστω μια λέξη σχετικά. Η αφήγησή του για την πολιτική κινείται αυστηρά γύρω από συνεδριάσεις επιτροπών σε γραφεία ή άλλους χώρους σε μια ακτίνα λίγων εκατοντάδων μέτρων στο κέντρο της Αθήνας. Ας μου επιτραπεί να παρατηρήσω ότι αυτό μάλλον μου φαίνεται πιο άξιο να ταξινομηθεί ως ελληνικός επαρχιωτισμός. Και πάντως όχι ως μια εμπειρία που εφοδιάζει το υποκείμενό της με κριτήρια κατάλληλα να αποτιμήσουν την ευρωπαϊκότητα άλλων.
Ακόμα όμως και κάποιος που κινείται μόνο στο εσωτερικό αυτού του χώρου (τόσο με τη γεωγραφική όσο και με τη συμβολική έννοια του όρου) περί το Σύνταγμα και τα Εξάρχεια, θα μπορούσε και θα έπρεπε να είχε παρατηρήσει ότι, βρε αδερφέ, την τελευταία μέρα του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ της Αθήνας, έγινε μια πορεία, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο αίτημα προς κάποιον, απλώς για το κλείσιμο της εκδήλωσης, στην οποία προσήλθαν περίπου εκατό χιλιάδες άτομα, τα οποία, αν εξαιρέσουμε τις ξένες αντιπροσωπείες, ήταν κυρίως Έλληνες (και μετανάστες). Και αυτό σε μια εποχή που ο ΣΥΝ, η ΔΕΑ, το ΣΕΚ, γενικά όλες οι οργανωμένες δυνάμεις που συμμετείχαν στο Φόρουμ, όποτε συγκαλούσαν συγκέντρωση, μετά βίας μάζευαν δυο-τρεις χιλιάδες.
Ιστορία χαμένων (;) ευκαιριών
Κανείς δεν φάνηκε να αναρωτήθηκε τότε –ή μετά- τι ήταν αυτός ο κόσμος και γιατί ήρθε στην πορεία, ποια πολιτική επιθυμία εξέφραζε. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τον Μπίστη, αλλά και για τις δυνάμεις τις οποίες εκείνος τσουβαλιάζει στο ίδιο με τον ΣΥΝ «νεοκομμουνιστικό/ οπισθοδρομικό» τσουβάλι, οι οποίες όμως επέδειξαν την ίδια με αυτόν αδιαφορία και ακατανοησία –ενίοτε και εχθρότητα- προς τις εξελίξεις αυτές: το ΚΚΕ και το ΔΗΚΚΙ, όπως εξάλλου και για δυνάμεις τής τότε (και νυν) εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.
Το μόνο που συγκρατεί την προσοχή του συγγραφέα από εκείνη την περίοδο είναι η πολιτική του «κεντρώου οδηγού» του οχήματος, του Νίκου Κωνσταντόπουλου. Της αφιερώνει μάλιστα ολόκληρη ενότητα με τίτλο το όνομά του και υπότιτλο «Από την ελπίδα στην απογοήτευση».
Ομολογώ ότι δεν είχα αντιληφθεί πόση σημασία αποδίδει ο εκσυγχρονιστικός χώρος στο ρόλο του Κωνσταντόπουλου. Προσωπικά, όντας άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο κοντά -αλλά ποτέ μέσα- στον ΣΥΝ, δεν είχα καμία ιδιαίτερη ανάμνηση, είτε θετική είτε αρνητική, από την πολιτεία του συγκεκριμένου γραμματέα, την οποία θεωρούσα πάντοτε άχρωμη και άοσμη. Ο Μπίστης όμως δεν του συγχωρεί ότι «δεν κατάφερε να χαλιναγωγήσει την αντιπάθειά του για τον Σημίτη».
Και πάλι, περί ορέξεως δεν καυγαδίζουμε. Πλην όμως, εξίσου άκυρο και ατυχές εμφανίζεται στο φως των μεταγενέστερων εξελίξεων το πόρισμα αυτής της διαπίστωσης: ότι ο Κωνσταντόπουλος
έχασε την ευκαιρία –που την είχε μπροστά του, στο πιάτο- να εδραιώσει τον ΣΥΝ στην πολιτική ζωή της χώρας, με υψηλό ποσοστό και σε ρόλο κυβερνώσας αριστεράς, σε συνεργασία πάντα με το ΠΑΣΟΚ.
Στο σημείο αυτό, ο «αντι-νεοκομμουνιστικός» πραγματισμός παίζει και ηττάται στο ίδιο του το γήπεδο: σήμερα, όπως ξέρουμε, το τότε «κόμμα του Αλαβάνου και του Τσίπρα» είναι όχι απλώς εδραιωμένο στην πολιτική ζωή, όχι απλώς «κυβερνώσα αριστερά», αλλά κυβέρνηση, χωρίς καμία συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ το οποίο μάλλον πνέει τα λοίσθια. Αν τότε είχε «συμβάλει στη συγκρότηση της Κεντροαριστεράς», όπως θεωρούσε (και εξακολουθεί να θεωρεί) ο Μπίστης ότι έπρεπε να κάνει, και όπως έκανε ο ίδιος, τότε ήταν που θα είχε εξαφανισθεί από τον πολιτικό χάρτη.
Ο ευρωπαϊσμός ως ρατσισμός
Το διάστημα πριν και μετά τις τελευταίες εκλογές, από δυνάμεις του χώρου που εξίσου καταχρηστικά ταυτίζει τον εαυτό του με τον «ευρωπαϊσμό», (χονδρικά, του χώρου που επικράτησε να προσδιορίζουμε ως «ακραίο κέντρο»), επαναλαμβάνεται διαρκώς η επωδός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «είναι κατά της Ευρώπης» και θέλει –ή υπάρχει κίνδυνος- να «μας βγάλει» από αυτήν.
Πολλές φορές βέβαια αυτό είναι απλώς συνειδητό ψέμα, ή ρητορική υπερβολή. Νομίζω όμως ότι σε εξίσου μεγάλο βαθμό οφείλεται σε πραγματολογική άγνοια των στοιχείων που ανέφερα παραπάνω, και άλλων ανάλογων. Ή –πράγμα που είναι το ίδιο με το προηγούμενο, ή η αιτία του- οφείλεται σε μία νοητική ιεράρχηση που εμποδίζει τους ενδιαφερόμενους να δουν και να αντιληφθούν σωστά τα στοιχεία αυτά. Η ιεράρχηση αυτή ισοδυναμεί με μία ιεραρχία των πολιτισμών, και με μία (αυτο)αποικιοποίηση της Ελλάδας στο πλαίσιο αυτής της ιεραρχίας.
Αυτό το αποικιοκρατικό βλέμμα αποτυπώνεται με τη μεγαλύτερη καθαρότητα σε κάποιες σελίδες του βιβλίου τις οποίες δεν οφείλουμε στον ίδιο τον Μπίστη· ανήκουν σε ένα άρθρο του Γιώργου Γιαννουλόπουλου, το οποίο ο συγγραφέας παραθέτει στο σύνολό του[4]. Με τη σειρά μου παραθέτω δύο αποσπάσματα από το άρθρο αυτό:
[ο Σημίτης ήλπιζε ότι] όλες οι ρωμαίικες παθογένειες θα εξέλιπαν σταδιακά, όταν θα γινόμασταν δεκτοί σε ένα διαφορετικό και πιο «πολιτισμένο» κλαμπ. (…)
Η κυβέρνηση Καραμανλή (…) έδωσε τη χαριστική βολή. Το εκτροχιασμένο όχημα «Ελλάς» κατευθύνθηκε προς το γκρεμό με χίλια, ενώ οι ιθύνοντες του κλαμπ έκριναν ότι είμαστε ανεπίδεκτοι μαθήσεως και άρχισαν να σκέφτονται πώς θα μας πετάξουν έξω (σ. 604-5).
Άραγε αυτός ο αυστηρός ιεραρχικός λόγος του εξευγενισμένου διανοουμένου ο οποίος κατανέμει τις κοινωνίες σε παθογενείς και υγιείς, σε περισσότερο και λιγότερο πολιτισμένες, σε μέλη επίλεκτων κλαμπ και σε αποκλεισμένες από αυτά, και ο οποίος βλέπει τον «ρωμαίικο» λαό «του» ως άγριο, ή ως άτακτο παιδί που ο ίδιος το κοιτάει με τα μάτια των ξένων και αγχώνεται μήπως τον ντροπιάσει μπροστά σε αυτούς, αξίζει να χαρακτηριστεί ευρωπαϊκός;
Αναμφίβολα αξίζει. Ο ρατσισμός είναι γνήσιο τέκνο της ευρωπαϊκής πολιτικής κουλτούρας.
[1] Πόλις, Αθήνα 2013.
[2] Πάντως, τη στιγμή που γράφεται το βιβλίο η χρηματοοικονομική κατάρρευση έχει ήδη συμβεί· ο Μπίστης την έχει υπόψη του και αναφέρεται σ’ αυτή.
[3] Ο χαρακτηριστικός τίτλος της τελευταίας ουσιαστικά ενότητας του βιβλίου είναι η φράση «Έγινες αριστερός. Έμεινες αριστερός;» (την οποία απευθύνει ο συγγραφέας στον εαυτό του).
[4] Δηλώνει πάντως ότι «δεν προσυπογράφει στο σύνολό της» την ανάλυση. Δεν είμαι σίγουρος αν η αποστασιοποίηση καλύπτει και τα σημεία στα οποία αναφέρομαι εγώ ή όχι.