του Άκη Γαβριηλίδη
Έχει πρόσφατα υποστηριχθεί ότι η σχέση της νεοελληνικής κοινωνίας με την αρχαιότητα και, ειδικότερα, με τα υλικά υπολείμματά της, έχει προσλάβει χαρακτήρα κοσμικής θρησκείας.
Ο ισχυρισμός αυτός είναι απόλυτα πειστικός. Εγώ όμως θα πρόσθετα ότι, όπως από παλιά έχει διαπιστωθεί από πολλές μεριές, σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες η έννοια του ιερού είναι σύμφυτη με το μιαρό, το βέβηλο, το ασεβές, ενώ συχνά εκφράζεται και με τις ίδιες λέξεις. Πρβλ. Homo sacer, χαρέμ/ χαράμ, όπως επίσης «γαμώ την Παναγία σου» κ.ο.κ.
Παρατηρώντας τις τελευταίες μέρες όσα εξελίσσονται γύρω από τον τύμβο της Αμφίπολης (τόσο με τη γεωγραφική όσο και με την ευρύτερη έννοια του «γύρω»), δεν μπορεί κανείς να μη σκεφτεί ότι επιβεβαιώνουν αυτή την παρατήρηση.
Στην Αμφίπολη, ένα τσούρμο από επιστήμονες, τεχνικούς, ειδικευμένους και ανειδίκευτους εργάτες, επικοινωνιολόγους, πολιτικούς, ενίοτε οι μεν στο ρόλο των δε, εργάζονται πυρετωδώς για να «φέρουν στο φως» τα «μυστικά» που κρύβει ο τάφος, και ταυτόχρονα παρακαλάνε –εδώ θα ήταν ίσως κατάλληλος ο όρος «προσεύχονται»- να μην τους έχουν προλάβει οι τρισκατάρατοι τυμβωρύχοι, που δεν σέβονται ιερό και όσιο.
Τι είναι όμως οι τυμβωρύχοι;
Τυμβωρύχοι είναι αυτοί που ορύσσουν τάφους.
Αν δεν κάνω λάθος, όλες αυτές τις μέρες, το συνεργείο που έχει εγκατασταθεί στην Αμφίπολη κάνει ακριβώς αυτό: σκάβει έναν τάφο.
Από αυτή την άποψη, φαίνεται ότι η τυμβωρυχία είναι σαν την τρομοκρατία: αποδίδεται σε κάποιες πράξεις μόνο όταν τις κάνει κάποιος άλλος εκτός του κράτους. Όταν το κράτος και τα όργανά του κάνει τις ίδιες ακριβώς πράξεις, τότε δεν τρομοκρατεί, (ούτε τυμβωρυχεί), παρά προστατεύει το δημόσιο συμφέρον, την αλήθεια, τη δικαιοσύνη, την ασφάλεια κ.ο.κ.
Βεβαίως, οι αρχαιοκάπηλοι σκάβουν για να βρουν αντικείμενα ώστε να τα οικειοποιηθούν με σκοπό το κέρδος.
Ωραία. Ενώ ο Σαμαράς και οι υφιστάμενοί του με τι σκοπό σκάβουν;
Με σκοπό να βρουν αντικείμενα τα οποία θα αποτελούν ιδιοκτησία του «ελληνικού λαού», νοουμένου ως το σύνολο των απογόνων εκείνων που τα κατασκεύασαν, νομίμως εκπροσωπουμένου από το κράτος του ως νομικό πρόσωπο. Και τα οποία –εάν είναι αρκετά εντυπωσιακά- θα μετατραπούν σε εκθέματα προς τέρψιν του βλέμματος μη ελληνικών λαών. Εφόσον βέβαια αυτοί είναι διατεθειμένοι να καταβάλουν το σχετικό τίμημα, και άρα να ταξιδέψουν στη χώρα και στην πόλη όπου θα εκτίθενται τα εκθέματα αυτά, να διαμείνουν κάποιες μέρες εκεί, να τραφούν κ.λπ. Προς τόνωσιν της τοπικής και της εθνικής οικονομίας, ου μην αλλά και του αισθήματος υπερηφανείας των κατοίκων. Εκτός κι αν ταξιδέψουν τα ίδια τα εκθέματα προς τις χώρες τους (πράγμα όχι απίθανο, αρκεί βέβαια να πρόκειται για τοπ κλας χώρες, όχι τίποτε τριτοκοσμικές), ώστε να αποδειχθεί περίτρανα το μεγαλείο και η αδιατάρακτη συνέχεια κ.λπ. κ.λπ., και έτσι να δελεαστούν και να έρθουν μετά και οι ίδιοι ως τουρίστες να τα δουν και από κοντά, τα ίδια ή άλλα παρόμοια. Προς τόνωσιν της τοπικής και της εθνικής κ.ο.κ., όπως προηγουμένως.
Οπότε δεν αναιρείται η αναλογία με την τρομοκρατία: δεν έχουμε να συγκρίνουμε την ιδιοτέλεια με την ανιδιοτέλεια, αλλά δύο διαφορετικές ιδιοτέλειες/ ιδιοποιήσεις, εκ των οποίων η μία έχει καταφέρει να εμφανίζεται αυτονόητα ως καθολικότητα. Σε αντιδιαστολή με τον κάπηλο ο οποίος εμπορευματοποιεί κάτι που δεν του ανήκει, ο ελληνικός λαός, μέσω του κράτους και των υπηρεσιών του, εμπορευματοποιεί κάτι που του ανήκει –εφόσον βρέθηκε στο «έδαφός του». Αυτή η λογική του «κτητικού κρατισμού» είναι και η βάση με την οποία χαρακτηρίζονται «κλεμμένα» τα αρχαία αντικείμενα που είχαν βρεθεί στην Ελλάδα και εκτίθενται τώρα σε μουσεία άλλων κρατών. Όπως επίσης και η βάση με την οποία κτίσματα ή αντικείμενα που ευρίσκονται μεν στο ίδιο έδαφος, αλλά συνδέονται με άλλους λαούς ή πολιτισμούς, δεν αναζητούνται καν, και αν βρεθούν αντιμετωπίζονται με παγερή αδιαφορία ή και ενεργητικά καταστρέφονται.
Ως αιτιολόγηση λοιπόν αυτού του «υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος» προβάλλεται η μέριμνα να τιμήσουμε τους προγόνους μας, (τους δικούς μας προγόνους και όχι αυτούς των άλλων), να γνωρίσουμε τον τρόπο ζωής τους μελετώντας τα μνημεία τους και να εμπνευστούμε από τον ανώτερο πολιτισμό τους.
Ωστόσο, εν προκειμένω η λογική αυτή σκοντάφτει σε ένα σημείο: ο τύμβος της Αμφίπολης, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, δεν φτιάχτηκε ως μνημείο[1]. Μνημείο τον θεωρούμε εμείς τώρα. Εκείνοι που τον έφτιαξαν τότε δεν τον έφτιαξαν για να αναμιμνήσκεται, αλλά για να ξεχαστεί. Σκοπός του τάφου δεν ήταν να φαίνεται, αλλά να διαλανθάνει του βλέμματος. Οι τόνοι χώματος τους οποίους «απομακρύνουν τρία τριαξονικά κάθε μέρα», σύμφωνα με τα εντυπωσιασμένα και εντυπωσιοθηρικά ζωντανά ρεπορτάζ, (όσο «ζωντανό» μπορεί να θεωρηθεί ένα ρεπορτάζ γύρω από έναν τάφο), δεν έπεσαν εκ των υστέρων επάνω του από κάποιο ατύχημα· αποτελούσαν εξ αρχής στοιχείο της κατασκευής.
Συχνά, ως ιδεατός στόχος των ανασκαφών, και της αρχαιολογικής δραστηριότητας γενικά, αναφέρεται η «αποκατάσταση των μνημείων» σε κάποια υποτιθέμενη «αρχική κατάσταση». Και αυτή επίσης η νοητική κατασκευή έχει υποβληθεί σε δικαιολογημένη κριτική. Ωστόσο, εδώ είναι αμφίβολο εάν μπορεί να λειτουργήσει έστω και τυπικά: η «αρχική κατάσταση» του τύμβου, εξίσου όσο και η (μέχρι πρόσφατα) «τελική», ήταν μια κατάσταση μη ορατότητας, απόκρυψης. Εάν υποθέσουμε ότι κάποιος από τους ανθρώπους που ζούσαν τότε –και, κατά μείζονα λόγο, που παρήγγειλαν ή κατασκεύασαν τον τάφο- μπορούσε να πληροφορηθεί τι κάνουν σήμερα με αυτόν όσοι κοπιάζουν για να κορέσουν τη νεκροφιλική δίψα της ελληνικής κοινωνίας και του κράτους της, σίγουρα θα έφριττε και δεν θα έβλεπε καμία διαφορά ανάμεσα σε αυτούς και τους τυμβωρύχους.
Ασφαλώς, η δραστηριότητα των αρχαιολόγων –όταν τουλάχιστον αυτοί τηρούν τη δεοντολογία της επιστήμης τους, η οποία επιστήμη ως γνωστόν είναι μια διαδικασία χωρίς υποκείμενο και σκοπό- έχει το πλεονέκτημα ότι δεν καταστρέφει τα ευρήματα και επιδιώκει να παραγάγει μία μη προδιαγεγραμμένη και κατευθυνόμενη γνώση γύρω απ’ αυτά. Ακόμη όμως και όταν δεν ακολουθούν διατεταγμένες υπηρεσίες και δεν υποτάσσονται σε βραχυπρόθεσμες κοινωνικοπολιτικές πιέσεις να βρουν κατά παραγγελία ό,τι βολεύει τις φαντασιώσεις του ενός και του άλλου, πάντως και αυτοί μεταχειρίζονται τον τύμβο αντίθετα με τις επιθυμίες και τις αξίες εκείνων που τον έφτιαξαν, άρα τον βεβηλώνουν εξίσου με τους ιδιώτες τυμβωρύχους. Αν όχι περισσότερο απ’ αυτούς, αφού τον παραδίδουν στην κοινή ηδονοβλεψία –έστω και αν αυτό γίνεται μέσα σε ένα κτίριο υποτίθεται αφιερωμένο στις Μούσες.
Προκύπτει λοιπόν εδώ μια ένταση, ένα οξύμωρο σχήμα: με δεδηλωμένο στόχο να επικοινωνήσουμε με τις αξίες ενός πολιτισμού και να εμπνευστούμε απ’ αυτές, τις καταπατάμε εμπράκτως. Εφόσον ο τρόπος χειρισμού του πένθους και απόδοσης σεβασμού στους νεκρούς είναι από τα πιο βασικά στοιχεία του αξιακού συστήματος των ανθρώπινων πολιτισμών.
Αυτή η ένταση δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό, δεν είναι προς θάνατον· η κρίση μπορεί να αποδειχθεί ευκαιρία. Ευκαιρία για μας να ξανασκεφτούμε και να προβληματοποιήσουμε τον αφελή θετικισμό και νατουραλισμό μέσα από τον οποίο νοούμε ως τώρα τις έννοιες της καταγωγής και της κληρονόμησης.
Η «αυθόρμητη» σύλληψη με βάση την οποία λειτουργεί αυτή η λαχτάρα να «βρεθεί κάτι μεγάλο» που να «ανταμείψει τον ελληνικό λαό», είναι μία πρωτοβάθμια, βιολογιστική αντίληψη των ανθρώπινων κοινοτήτων και της διαδοχής των γενεών: κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται στον Χ πολιτισμό, μετά έρχονται σε (ετεροκανονιστική φυσικά) επαφή με άλλους ανθρώπους του ίδιου πολιτισμού, τεκνοποιούν, μετά πεθαίνουν, αλλά πριν πεθάνουν μεταφέρουν/ κληροδοτούν σε αυτά τα τέκνα αυτόν τον πολιτισμό, μετά αυτά στα δικά τους, και ούτω καθεξής μέχρι εμάς, που είμαστε οι τελευταίοι μέχρι στιγμής αποδέκτες αυτών των «αξιών». Οι οποίες είναι μεν πνευματικές, αλλά ενσαρκώνονται προνομιακά στα «αρχαία» (κτίσματα, αγάλματα, νομίσματα, αγγεία κ.λπ.) σύμφωνα με μία αντικειμενοκεντρική αντίληψη του πολιτισμού, έναν φετιχισμό του μνημείου ως ιδιοκτησίας και ως θεάματος/ εμπορεύματος.
Η κληρονομιά όμως δεν είναι ποτέ αυτό. Η κληρονομιά είναι μια πράξη νοηματοδότησης, δηλαδή μια πολιτική απόφαση. Κάτι φτάνει σ’ εμάς από τους προηγούμενους, ή μάλλον πολλά πράγματα φτάνουν, και επιπλέον αυτοί οι προηγούμενοι είναι εξίσου πολλαπλοί, και εναπόκειται σε μας η ευθύνη να δούμε τι απ’ όλα αυτά θα κληρονομήσουμε, από ποιους, και πώς. Κληρονομούμε όταν αποφασίσουμε να αναλάβουμε (κάτι από) αυτά που μας δόθηκαν, και να το αναλάβουμε έτσι και όχι αλλιώς. Τους προγόνους μας τους επιλέγουμε. Η πράξη αυτή δεν είναι καθόλου αυτόματη. Δεν δίνεται γραμμικά από καμία μοίρα και καμία βιολογία, αλλά παράγεται (και) κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Έχει δηλαδή και αυτή ένα στοιχείο queer: ανάγεται σε μία πρακτική, ή μάλλον σε μία επιτέλεση, και όχι σε μία προ-δεδομένη φύση.
Φυσικά, η φαλλογοκεντρική σύλληψη της καταγωγής και της κληρονομίας έχει για τον ελληνικό λαό το πλεονέκτημα ότι του επιτρέπει να αρνείται σε άλλους λαούς το δικαίωμα να επικαλούνται και να επιτελούν και αυτοί τους δικούς τους τρόπους σύνδεσης με την ίδια κληρονομιά, ή μέρη της: όποιος είναι, ακριβώς, κύριος (δηλαδή άντρας και, ταυτόχρονα, ιδιοκτήτης), μπορεί να αποκλείει άλλους από την ιδιοκτησία του, εφόσον η κυριότητα είναι εξ ορισμού αποκλειστική. Επ’ ευκαιρία, δε, να τους αποκαλεί και πλαστογράφους (υιοθετώντας ακόμα μία έννοια του αστικού δικαίου, ή μάλλον την ίδια έννοια μεταφερμένη στο χώρο του «πνεύματος». Αλλά ακόμα και στο αστικό δίκαιο, τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας ισχύουν μόνο για λίγες δεκαετίες· μετά τα διανοητικά προϊόντα γίνονται κοινό κτήμα, commons).
Είναι όμως αυτό πραγματικά πλεονέκτημα; Είναι άραγε χρήσιμο –και πρώτα απ’ όλα, είναι άραγε εφικτό- να αποκλείεις άλλους από ένα άυλο και άπειρο αγαθό, όπως η συσσωρευμένη διανοητική παραγωγή του παρελθόντος;
Κατά τη γνώμη μου, όχι· δεν είναι τίποτε από τα δύο, και μερικοί από τους κόμπους και τα κολλήματα της ελληνικής κοινωνίας τις τελευταίες δεκαετίες οφείλονται ακριβώς σε αυτή την αδυνατότητα. Και την μη αποδοχή της.
[1] Αυτό φαίνεται να προκύπτει από τις πληροφορίες και τις γνώμες που έχουν δημοσιοποιήσει οι αρχαιολόγοι μέχρι τη στιγμή που γράφεται αυτό το σημείωμα.
Έχει βέβαια διατυπωθεί και μία τουλάχιστον άποψη που λέει ότι ήταν ρωμαϊκό μνημείο για τους νεκρούς της μάχης των Φιλίππων. Εάν ισχύει αυτό, διαψεύδεται ο ισχυρισμός ότι ο τάφος προοριζόταν να μείνει κρυμμένος, αλλά διαψεύδεται εξίσου η προσδοκία που διακινείται από τα ΜΜΕ, την κυβέρνηση και την κοινή γνώμη.
Εν πάση όμως περιπτώσει, αυτό που με ενδιαφέρει εδώ δεν είναι να αποφανθώ τι είναι ο συγκεκριμένος τάφος· αυτός χρησιμεύει εδώ απλώς ως παράδειγμα. Ακόμη και αν αποδειχθεί ότι η πρόθεση απόκρυψης δεν ισχύει γι’ αυτόν, ισχύει πάντως αναμφίβολα για πολλούς άλλους, και αυτό είναι το κρίσιμο.
Υποθέτω πάντως οτι σε 2000 χρονια και όλο το καρακιτσαριό των σύγχρονων νεκροταφείων μας θα αποτελούν αντικείμενο αρχαιολογικής έρευνας που θα εξάπτει τα πληθη
«Κληρονομούμε όταν αποφασίσουμε να αναλάβουμε (κάτι από) αυτά που μας δόθηκαν, και να το αναλάβουμε έτσι και όχι αλλιώς. Τους προγόνους μας τους επιλέγουμε. Η πράξη αυτή δεν είναι καθόλου αυτόματη. Δεν δίνεται γραμμικά από καμία μοίρα και καμία βιολογία, αλλά παράγεται (και) κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Έχει δηλαδή και αυτή ένα στοιχείο queer: ανάγεται σε μία πρακτική, ή μάλλον σε μία επιτέλεση, και όχι σε μία προ-δεδομένη φύση.»
Πράγματι, οι πρόγονοί μας είναι πολλαπλοί, και η κληρονομιά είναι μια πράξη νοηματοδότησης. Είναι όμως μια «απόφαση» που λαμβάνεται από ένα διαυγές, ορθολογικά σκεπτόμενο υποκείμενο που κρίνει βολονταριστικά τι θα πάρει και τι θα αφήσει μέσω μιας επιτελεστικής πράξης νοηματοδότησης? Ασε που τότε μιλάμε για ιδιοποίηση/ιδιοκτησία, εφόσον το νόημα καλύπτει τα πάντα, και δεν αφήνει περιθώριο για κτερίσματα/ερείπια που δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο ιδιοποίησης, να γεμίσουν με νόημα.
Εσύ, Άκη, σαν υποκείμενο, αποφάσισες ποτέ συνειδητά ποιο είναι αυτό που κληρονόμησες (ή αυτό που πλαστογράφησες) από τους προγόνους σου? Εάν ναι, τότε θα πρέπει να είσαι ο πρώτος άνθρωπος στον κόσμο δίχως ασυνείδητο.
Όχι, δεν είναι μια απόφαση που λαμβάνεται από ένα διαυγές, ορθολογικά σκεπτόμενο υποκείμενο που κρίνει βολονταριστικά τι θα πάρει και τι θα αφήσει.