του Άκη Γαβριηλίδη
Πριν από αρκετά χρόνια, την περίοδο που συνεργαζόμουν με την εφημερίδα «Εποχή», (ή μάλλον, ακριβώς, περί το τέλος της περιόδου αυτής), είχα στείλει προς δημοσίευση ένα κείμενο με τον τίτλο «Θεοδωράκης: ρατσισμός ή γεροντική άνοια;», το οποίο αφορούσε τις γνωστές παραληρηματικές δηλώσεις του μουσικού και πολιτευτή σχετικά με τον «μικρό λαό των Εβραίων» που «βρίσκεται στη ρίζα του κακού»[1]. Η επιλογή του τίτλου προκάλεσε ενστάσεις εκ μέρους της εφημερίδας, η οποία τελικά τον δημοσίευσε «διορθωμένο» σε «ρατσισμός ή εμμονές;».
Τώρα που γράφω σε μπλογκ και όσα λέω δεσμεύουν μόνο εμένα, δεν μπορώ παρά να εκφράσω τη χαρά μου που μου δίνεται η δυνατότητα να χρησιμοποιήσω αυτούσια την ίδια διάζευξη προκειμένου για μια τελείως ανάλογη δήλωση της παλαίμαχης σκηνοθέτριας και ηθοποιού Ρούλας Πατεράκη, η οποία επίσης δημιουργεί την απορία αν οφείλεται σε προϋπάρχοντα ρατσισμό ή σε επιδείνωση λόγω της ηλικίας (αν και βέβαια το ένα δεν αποκλείει το άλλο).
Η Πατεράκη ετοιμάζεται το διάστημα αυτό να παρουσιάσει στη μικρή Επίδαυρο μία «περφόρμανς» (όπως η ίδια την αποκαλεί) βασισμένη στα δύο πρώτα βιβλία από την «Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου» του Θουκυδίδη. Εν αναμονή αυτής της περφόρμανς, στις 9/7 η Πατεράκη προέβη ήδη, από τις στήλες γνωστού δωρεάν εντύπου, σε μία άλλου τύπου επιτέλεση, κατά την οποία δεν περιορίστηκε σε αισθητικά ή γλωσσικά ζητήματα, αλλά εξέθεσε και μια σειρά από σκέψεις της –το αν πρέπει πράγματι να τις χαρακτηρίσουμε «σκέψεις», ή να τις θεωρήσουμε δικές της, είναι θέμα οπτικής γωνίας- σχετικά με την τρισχιλιετή συνέχεια του ελληνισμού και την εξίσου τρισχιλιετή ανταγωνιστική του σύγκριση με τον εβραϊσμό (στην οποία φυσικά υπερτερεί πάντοτε ο πρώτος). Το συμπέρασμα αυτών των ρατσιστικών φληναφημάτων εντυπωσίασε ευλόγως τη δημοσιογράφο, η οποία τα συνόψισε εύγλωττα στον τίτλο του δημοσιεύματος, ως εξής:
«Υπάρχει ελληνική φυλή! Το αποδεικνύει αυτό το κείμενο!»
(Όπου «αυτό το κείμενο» σημαίνει η Ιστορία του Θουκυδίδη).
Η φράση του τίτλου βέβαια είναι παρμένη από τα λεγόμενα όχι της ίδιας της Πατεράκη, αλλά του Δημήτρη Λιγνάδη που ερμηνεύει τον Περικλή. Λέει συγκεκριμένα ο Λιγνάδης:
Είναι ένα κείμενο ραδιενεργό [sic], που εκπέμπει την ακτινοβολία του με την ίδια αμείωτη ένταση από τον 5ο αι. μέχρι σήμερα. Με δέος και σοκ, όποιος το πιάσει στα χέρια του θα καταλάβει ότι, παρά το περιπετειώδες ιστορικό παρελθόν μας και τις «συναντήσεις» με διαφορετικά φύλα και φυλές (Ενετούς, Φράγκους, Σλάβους, Τούρκους, Αρβανίτες και δεν ξέρω τι άλλο), υπάρχει ελληνική φυλή. Το αποδεικνύει αυτό το κείμενο. Καταγράφει όλα τα χαρακτηριστικά και τα ελαττώματα των Ελλήνων – είναι η καλύτερη απάντηση στον Φαλμεράιερ.
Όταν κάποιος διαβεβαιώνει πως κάτι «υπάρχει», συνοδεύοντας τη διαβεβαίωση αυτή με θαυμαστικά (ανακούφισης;), προφανώς απαντά σε κάποιον, ή συνεχίζει μεγαλοφώνως έναν διάλογο που διεξαγόταν σιωπηλά όλο αυτό το διάστημα. Τα παραπάνω λόγια κατονομάζουν από μόνα τους ποιος είναι το αντίπαλο δέος σε αυτό το διάλογο. Μόνο που, καθώς ο Φαλμεράιερ έχει πεθάνει από τον προ-προηγούμενο αιώνα και κανείς πουθενά δεν ασχολείται μαζί του, είναι προφανές ότι στόχος αυτών των διαβεβαιώσεων είναι να κατασιγάσουν αμφιβολίες και άγχη που πηγάζουν από το ίδιο το υποκείμενο και όχι από το εξωτερικό του· η αντιπαράθεση διεξάγεται με τον Φαλμεράιερ μέσα μας.
Το ότι υπάρχουν αυτές οι αμφιβολίες, ότι η «ραδιενεργός ακτινοβολία» της ευρωκεντρικής ιεράρχησης των φυλών, και της ελληνικής παραλλαγής της, εξασθενεί, μπάζει, δεν πείθει τελείως, και γι’ αυτό ακριβώς χρειάζονται οι διαρκείς διαβεβαιώσεις, είναι ίσως το μόνο καλό νέο. Το κακό νέο είναι ότι, για να μπαλώσει αυτά τα κενά, ο λόγος της Πατεράκη επιστρατεύει τις πιο απολιθωμένες και μουμιοποιημένες πλέον κοινοτοπίες του μετεμφυλιακού κράτους περί ιδιοπροσωπίας, μοναδικότητας και συνέχειας του ελληνισμού, η οποία αποδεικνύεται ταχυδακτυλουργικά μέσω της … διαρκούς διχόνοιάς του (με άλλα λόγια, το ότι κάτι διχάζεται εμφανίζεται ως απόδειξη της ενότητάς του).
Αυτό το ξαναζεσταμένο φαγητό της κλάψας για τη «διαρκή διχόνοια των Ελλήνων» είναι εδώ γαρνιρισμένο με λίγο πιο εκσυγχρονισμένες σάλτσες από το μαγειρείο του «ακραίου κέντρου» (προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός, επιβάλλεται συναίνεση μεταξύ των κομμάτων κ.ο.κ.). Με ύφος ανθρώπου που ανακάλυψε την Αμερική, η Πατεράκη εμφανίζει ως «συμπεράσματα που προκύπτουν από την ανάγνωση του Θουκυδίδη» τις πιο αφελείς και ανορθολογικές εκδοχές του κυρίαρχου βιολογικού και πολιτισμικού ρατσισμού –και αντιεβραϊσμού. (Ο οποίος, όπως ακριβώς και στην περίπτωση του Θεοδωράκη, εκφράζει όχι μόνο μίσος αλλά και θαυμασμό για αυτό το έτερο εκ των δύο «ανάδελφων εθνών»). Λέει λοιπόν η περφόρμερ:
Στις σελίδες του [του Θουκυδίδη] διακρίνεις τον δαίμονα της φυλής, βλέπεις ότι η συλλογικότητα στους Έλληνες είναι ζητούμενο, ότι η ατομικότητα είναι πριν απ’ όλα. Καταλαβαίνεις ότι ο ανταγωνισμός είναι μέσα στο DNA μας (διαβάζεις Θουκυδίδη και καταλαβαίνεις γιατί οι ήρωες της Επανάστασης του 1821 συμπεριφέρθηκαν έτσι ο ένας στον άλλον), αντιλαμβάνεσαι γιατί είχαμε αυτό τον Εμφύλιο στην Ελλάδα το 1944-49, καταλαβαίνεις γιατί τα πολιτικά κόμματα δεν μπορούν να βρουν μία κοινή γραμμή συναίνεσης, τουλάχιστον στα βασικά της λειτουργίας του κράτους. Τον πόλεμο και την ποίηση τα εφηύραν οι Έλληνες. Ο λαός που έγραψε Ιστορία και δίδαξε την Ιστορία είναι οι Έλληνες – και όχι, π.χ., οι Εβραίοι, η άλλη χαρακτηριστική περίπτωση προικισμένης φυλής, η οποία περιορίστηκε στη συγγραφή χρονικών.
Εάν είχαμε να βάλουμε εμείς έναν τίτλο στην επιτέλεση αυτή, νομίζω ότι η πιο φυσική επιλογή θα ήταν ο εξής:
I am Hellene.
Yπ’ αυτή την έννοια, κλίνω τελικά μάλλον υπέρ της πρώτης επιλογής του διλήμματος από τον τίτλο του δικού μου σημειώματος: φαίνεται ότι η άνοια –όπως και η έπαρση και η ανασφάλεια- του πολιτισμικού ρατσισμού δεν είναι θέμα ηλικίας, αλλά είναι εγγεγραμμένες στην επιτέλεση της ελληνικότητας, είτε αυτή γίνεται από νέες είτε από λιγότερο νέες περφόρμερ. Άλλωστε η ιδεολογία, όπως και το ασυνείδητο, είναι ως γνωστόν άχρονα.
Αν το Εθνικό Θέατρο καταφέρει να το δει έτσι, και αν καταφέρει να υπερβεί κάποια αχρείαστη σοβαροφάνεια και επιφύλαξη απέναντι στη λαϊκή κουλτούρα, (πράγμα στο οποίο θα μπορούσε να βοηθήσει ο διευθυντής δραματολογίου, γνωστός θαυμαστής του Στάθη Ψάλτη και του Μάρκου Σεφερλή), ίσως θα μπορούσε, δίπλα στην περφόρμανς της Πατεράκη, να προγραμματίσει στην Επίδαυρο και μία άλλη επιτέλεση της ελληνικότητας (της ελληνικότητας ως θηλυκότητας/ υπερηφάνειας/ ανασφάλειας): μία περφόρμανς βασισμένη στο τρίτο και το τέταρτο βιβλίο του Θουκυδίδη, με πρωταγωνίστρια την Κατερίνα Μουτσάτσου.
[1]Βλ.: «Αναστάτωση προκάλεσαν οι δηλώσεις Θεοδωράκη για τους εβραίους».
Τις δηλώσεις αυτές είχα αναλύσει εκτενέστερα στην αρχή του βιβλίου μου για την «αθεράπευτη νεκροφιλία».
Ξαναβλέποντας αυτό το παλαιότερο κείμενο,
μούρθε στο μυαλό ένα… αγγλικό «μαθηματικό» ανέκδοτο.
Υπάρχουν (λέει) στον κόσμο μόνο ΔΥΟ κατηγορίες ανθρώπων:
1) Αυτοί που χωρίζουν τον κόσμο σε δύο κατηγορίες ανθρώπων
2) κι αυτοί που ΔΕΝ τον χωρίζουν…
Εδώ όμως (σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα… -χεχε)…
…μπορεί ΤΩΡΑ να τεθεί ένα νέο πολιτικό ερώτημα:
-Εθνικιστής είναι… ποιός, από τις δύο κατηγορίες [1] και [2]?
🙂 🙂 🙂
Μου αρέσει!Μου αρέσει!