του Άκη Γαβριηλίδη
Διάβασα σήμερα στην Αυγή σε ένα ενιαίο δημοσίευμα την ανακοίνωση του συνδυασμού τού ΣΥΡΙΖΑ «Θεσσαλονίκη Ανοιχτή Πόλη» και τις δηλώσεις του επικεφαλής του Τ. Μηταφίδη σχετικά με το εκλογικό αποτέλεσμα.
Θεωρώ τόσο το ένα, όσο και το άλλο πραγματικά αποκαρδιωτικά. Τόσο από άποψη ήθους, όσο και από άποψη ευστοχίας της εκτίμησης. (Το ένα άλλωστε είναι συνέπεια του άλλου). Μάλιστα, αναζήτησα το δημοσίευμα της Αυγής επειδή στην αρχή διάβασα σχετικές αναφορές αλλού και ήθελα να είμαι σίγουρος ότι δεν έχει μεταφερθεί λάθος. Ωστόσο, όχι: η, κατά δήλωσή της, «Ανοιχτή Πόλη», στην ανακοίνωσή της, ακολουθεί το παράδειγμα της οργάνωσης Βόλου του ΚΚΕ και αρνείται να δηλώσει προτίμηση υπέρ κάποιου εκ των δύο υποψηφίων που προκρίθηκαν στο 2ο γύρο· επεξηγεί δε την άρνησή της με την εξής απίστευτη πρόταση:
Σεβόμαστε τους ψηφοφόρους μας, σεβόμαστε την αξιοπρέπειά μας και δηλώνουμε ότι μόνο οι εθελόδουλοι επιλέγουν τον εκτελεστή τους.
Το τελευταίο τμήμα της φράσης, μάλιστα, η εφημερίδα της αριστεράς το αποσπά και το βάζει μεσότιτλο του αντίστοιχου αποσπάσματος.
Η εκτίμηση αυτή είναι τρομερά προσβλητική προς τους ψηφοφόρους, έχει δε πρακτική χρησιμότητα ίση με την απόφαση του Ξέρξη να μαστιγώσει τη θάλασσα επειδή ήταν τρικυμισμένη. Δηλαδή μηδενική.
Για όποιον ζει έστω και λίγο στη Θεσσαλονίκη –και προσωπικά ζω λίγο-, είναι πασίγνωστο ότι οι ψηφοφόροι του συνδυασμού, και ακόμη περισσότερο οι δυνάμει ψηφοφόροι του –δηλαδή όσοι ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ σε εθνικές εκλογές-, επέλεξαν τον ένα και όχι τον άλλο εκ των δύο «εκτελεστών». Τόσο σε αυτές όσο και στις προηγούμενες εκλογές. Μερικοί το έκαναν ήδη από τον πρώτο γύρο, πολύ περισσότεροι –η πλειοψηφία- στον δεύτερο.
Οι εκδότες της ανακοίνωσης, ως άλλες στρουθοκάμηλοι, παριστάνουν ότι δεν αντιλήφθηκαν το γεγονός αυτό, αρνούνται πεισματικά να βγάλουν κάποιο συμπέρασμα απ’ αυτό ή να αναρωτηθούν γιατί συνέβη, και σε πείσμα των διαβεβαιώσεών τους ότι «σέβονται» τους ψηφοφόρους τους, αντιθέτως τους βρίζουν κι από πάνω.
Στην ανακοίνωση δεν καταγράφεται πουθενά η αποτυχία του συνδυασμού σε σχέση με τους στόχους που είχαν τεθεί προεκλογικά, ή καταγράφεται μόνο με ευφημισμούς και περιφράσεις, και πριν καλά καλά γίνει αυτό αρχίζουν οι δικαιολογίες: φταίει η αποχή που ήταν 44% (ωραία, αλλά γιατί ήταν τόσο; μήπως αυτό δείχνει ότι ο συνδυασμός δεν ενέπνευσε τον κόσμο να μετακινηθεί μέχρι το εκλογικό τμήμα για να τον ψηφίσει;), ή τα ΜΜΕ που δεν μας παίξανε και ο κόσμος δεν μας ήξερε (μήπως όμως ο κόσμος απέφυγε να ψηφίσει «Ανοιχτή Πόλη» όχι επειδή δεν ήταν αρκετά γνωστή, αλλά ακριβώς αντίθετα επειδή του ήταν υπερβολικά γνωστή, μια απ’ τα ίδια σε σχέση με πριν 4 χρόνια;).
Από το δημοσίευμα της Αυγής δεν μαθαίνουμε αν τα ερωτήματα αυτά τέθηκαν στα μυαλά των υπευθύνων του συνδυασμού και πώς (αν) απαντήθηκαν. Το μόνο που μαθαίνουμε είναι ότι ο λαός της Θεσσαλονίκης έχασε την εμπιστοσύνη της «Ανοιχτής Πόλης», ως εθελόδουλος, και ότι τώρα δεν μένει παρά οι υπεύθυνοι να τον διαλύσουν και να εκλέξουν στη θέση του έναν άλλο που να κατανοεί την ορθότητα της πολιτικής της.
Με ηθικολογίες και πείσματα όμως δεν μπορεί κανείς να χαράξει ορθά την πολιτική του, ή να την ισιώσει εάν είναι στραβή. Αντί να επικρίνουμε τους ψηφοφόρους που δεν μας κατάλαβαν, ίσως είναι καιρός να αναρωτηθούμε μήπως εμείς είμαστε αυτοί που δεν καταλάβαμε καλά κάτι. Π.χ. ότι ο Γιάννης Μπουτάρης δεν είναι «ενεργούμενο των δύο κομμάτων της συγκυβέρνησης» (εκ των οποίων άλλωστε το ένα είχε τον δικό του επίσημο κομματικό υποψήφιο στις εκλογές αυτές, όπως και στις προηγούμενες, ενώ το άλλο ημιεπίσημο), ούτε «μνημονιακός εντολοδόχος». Πάντως, ο κόσμος που τον ψηφίζει δεν τον θεωρεί και δεν τον επιλέγει ως τέτοιο. Και στην πολιτική, όπως και αλλού, αυτό είναι που έχει σημασία: όχι τι είναι «κατά βάθος» κάποιος, αλλά τι αποτελέσματα παράγει επιτελεστικά η δραστηριότητά του –και η δραστηριότητα των άλλων όταν αλληλεπιδρούν μαζί του.
Γιατί λοιπόν τον προτιμά ο κόσμος; Και μάλιστα –μεταξύ άλλων- ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ;
Θα διατυπώσω επιγραμματικά εδώ μία αρχή ερμηνείας.
Ο Τ. Μηταφίδης στη μετεκλογική του δήλωση –αλλά και στην καμπάνια του- επικαλέστηκε τη σχέση του συνδυασμού του με «τα κινήματα».
Δεν προτίθεμαι να αμφισβητήσω τη σχέση αυτή. Πράγματι, πολλοί από τους υποψήφιους τα τελευταία δέκα-δεκαπέντε χρόνια είχαν αναμιχθεί σε πολλές μορφές κοινωνικών κινημάτων. Ωστόσο, κατά παράδοξο τρόπο, αν αποβλέψουμε όχι στις διακηρύξεις και τις δηλώσεις πίστης των συνδυασμών, ή και στις προσωπικές διαδρομές των μελών τους, αλλά στην έμπρακτη λειτουργία τους, θα δούμε ότι η «Πρωτοβουλία για τη Θεσσαλονίκη» είχε μεγαλύτερη σχέση με την οργανωτική μορφή των νέων κινημάτων απ’ ό,τι η «Ανοιχτή Πόλη». Η πρώτη είχε στοιχεία οριζόντια, είχε μορφή δικτύου, χαλαρή και πληθυντική (multitudinaire), ενώ η δεύτερη ήταν μια απολύτως κάθετη δομή, φτιαγμένη με τα μάτια στραμμένα στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Επιφυλάσσομαι να αναπτύξω αλλού στο άμεσο μέλλον την ερμηνεία αυτή.
Η εκτενέστερη ανάπτυξη στην οποία αναφέρεται η τελευταία πρόταση είναι αυτή:
Τι (πώς) ψηφίζει ο ΣΥΡΙΖΑ για τη Θεσσαλονίκη; Σχεδίασμα για μια πολιτική τής «σύνθετης ισχύος»
των Άκη Γαβριηλίδη και Μιχάλη Μπαρτσίδη