εισήγηση του Άκη Γαβριηλίδη στο συνέδριο με τίτλο
«Θεσσαλονίκη, πρωτεύουσα των προσφύγων. Οι πρόσφυγες στην πόλη από το 1912 μέχρι σήμερα»
Όπως είναι γνωστό, ο τίτλος του συνεδρίου είναι μία φράση που επινόησε –ή πάντως που έκανε διάσημη- ο λογοτέχνης Γιώργος Ιωάννου, βάζοντάς την ο ίδιος ως τίτλο σε βιβλίο του[1].
Η φράση αυτή έχει γνωρίσει γενικότερη απήχηση, ιδίως στα ΜΜΕ, εφόσον έχει χρησιμοποιηθεί αρκετές ακόμα φορές σε τίτλους ή στο περιεχόμενο διάφορων άρθρων, αλλά και ως τίτλος για μία τηλεοπτική εκπομπή.
Στην παρουσίασή μου, σκέφτηκα να καταπιαστώ με αυτήν ακριβώς τη φράση και με τη γενεαλογία της· να αναρωτηθώ από πού έρχεται, τι σημαίνει, τι μας βοηθάει να φανερώσουμε ή να κρύψουμε, με τι άλλο συνδέεται –ή μπορούμε εμείς να τη συνδέσουμε.
Η γλωσσική προϊστορία
Όταν ο Ιωάννου την επιλέγει, το 1984, υπάρχουν μία σειρά προηγούμενα με τα οποία «διαλέγεται» και τα οποία παραφράζει· το πιο πρόσφατο και προφανές είναι η χαϊδευτική (;) ονομασία «συμπρωτεύουσα» που αποδίδεται στη Θεσσαλονίκη.
To βασικότερο αποτέλεσμα της παράφρασης του Ιωάννου είναι ότι επιτέλους, για μια φορά, από την ευφημιστική αυτή περίφραση έχει αφαιρεθεί το «συμ-», το οποίο τόσο ενοχλητικά υποκαθιστούσε το ανυπόφορο «μη» για να το αποσιωπήσει –αλλά στην ουσία το μόνο που κατάφερνε ήταν να το επαναφέρει διαρκώς στη μνήμη. Επιτέλους λοιπόν βρήκαμε κάτι στο οποίο η Θεσσαλονίκη να πρωτεύει μόνη της, όχι από κοινού.
Ένα ανάλογο αποτέλεσμα φαίνεται ότι επιτύγχανε, έστω και για μια χρονιά μόνο, η αναγόρευση της πόλης σε πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης το 1997, γι’ αυτό και επενδύθηκε με τόση ενέργεια και συμβολική φόρτιση.
Ένα γλωσσικό προηγούμενο το οποίο ανασύρει και παραφράζει η ίδια αυτή η περίφραση, φυσικά, είναι ο χαρακτηρισμός «συμβασιλεύουσα», που συνόδευε την πόλη την περίοδο της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Η σκέψη αυτή ανοίγει τη μέχρι τώρα δυιστική εικόνα, προς μια τριγωνοποίηση: η Θεσσαλονίκη «πρωτεύει» από κοινού με την Αθήνα, όπως «βασίλευε» από κοινού με την «βασιλίδα πόλιν», τη Νέα Ρώμη.
Το κράτος της Θεσσαλονίκης
Η Θεσσαλονίκη ανήκει στο ελληνικό κράτος εδώ και έναν αιώνα, πράγμα το οποίο όπως επίσης γνωρίζετε εορτάζεται φέτος, μεταξύ άλλων και με αυτό εδώ το συνέδριο. Η ενσωμάτωση αυτή είναι προγενέστερη από τη σύνδεση της πόλης με τους πρόσφυγες και την ανάδειξή της σε «πρωτεύουσά» τους. Την ίδια τη στιγμή της ένταξής της στο ελληνικό κράτος, και για περίπου μία δεκαετία, αυτό με το οποίο κυρίως συνδέθηκε η Θεσσαλονίκη ήταν η υπόσχεση ενός άλλου κράτους. Όχι απλώς η υπόσχεση, αλλά και η υλοποιημένη πραγματικότητα –στο βαθμό που ο λόγος, και οι επιτελέσεις μέσα σε αυτόν, έχουν υλική υπόσταση.
Τη δεκαετία τού 1910, ο βενιζελικός πολιτικός Εμμανουήλ Ρέπουλης, μιλώντας στη Βουλή, υποστήριξε ότι:
ενόμιζες ότι το Κράτος της Θεσσαλονίκης ήτο η πραγματική, η τακτική κυβέρνησις, όπου η τάξις εβασίλευε και το κράτος των Αθηνών ήτο η ανοργάνωτος Επανάστασις.[2]
Στο απόσπασμα αυτό, η παράδοξη, για τα σημερινά μας αυτιά, διατύπωση «το Κράτος της Θεσσαλονίκης»[3] συνδέεται αμέσως με τη διάκριση πραγματικού/ ψευδούς, γνησίου/ απομίμησης. «Πραγματικό» κράτος είναι το εύτακτο, το οργανωμένο· μη πραγματικό εκείνο το οποίο συνδέεται με τη σύγχυση, αλλά και με την επανάσταση.
Στα λόγια του ίδιου του Ελευθερίου Βενιζέλου, από εκείνη ακριβώς την περίοδο, αυτή η υπόσχεση και η επιθυμία για ένα άλλο κράτος συνδεόταν με τη σειρά της με την αίσθηση ενός επικείμενου θανάσιμου κινδύνου για το έθνος, και με την ανάγκη σωτηρίας του. Σε ομιλία του στη Θεσσαλονίκη από το κτίριο της οδού Εθνικής Αμύνης/ Χαμίντιε (πρώην νεοτουρκική λέσχη) στις 26/9/16, ο Κρητικός πολιτικός είπε τα εξής εντυπωσιακά:
Το κινδυνεύον έθνος δεν σώζεται δια λόγων. Ανάγκη έργων και θυσιών αυτήν την στιγμήν. (…) Μακεδόνες. Εγερθήτε ως είς άνθρωπος. Ο αιωνόβιος ελληνισμός της Μακεδονίας, το έργον του Μακεδονικού Αγώνος, τα αποκτήματα των δύο νικηφόρων πολέμων μας, κανείς Έλλην και προπάντων Μακεδόνας δεν θα επιτρέψει να καταβιβασθώσιν εις τον εθνικόν τάφον όπου τα ωθεί η πολιτική των Αθηνών. Τον αναληφθέντα αγώνα θα διεξαγάγωμεν και άνευ των Αθηνών, εν ανάγκη δε και εναντίον αυτών[4].
Η σωτηρία λοιπόν του έθνους από τον εθνικόν τάφον προϋποθέτει το διχασμό του: το έθνος μπορεί, και πρέπει, να σωθεί, παρά την θέληση του μισού έθνους, και μάλιστα κατά τεκμήριο του σημαντικότερου μισού, αυτού που περιλαμβάνει την πρωτεύουσα και τη νόμιμη (αλλά οιονεί επαναστατική) ηγεσία του.
« Ce n‘est pas ça ! »
Η ρητορική αυτή, που φαίνεται να προαναγγέλλει τα συλλαλητήρια της δεκαετίας του 90 για την ελληνικότητα της Μακεδονίας, τροποποιεί και αξιοποιεί ένα σχήμα που υπήρχε από πολύ παλιότερα, ουσιαστικά από τη στιγμή της συγκρότησης του ελληνικού κράτους. Ήδη από το 1848, ο Ιωάννης Φιλήμων θα αντιδιαστείλει το (τότε) ελληνικό κράτος προς την «αφηρημένην Ελλάδα», ενώ το 1876 ο Γ. Φιλάρετος θα χρησιμοποιήσει, με ξεκάθαρα μειωτική σημασία, την έκφραση «βασίλειον Αθηνών και Πειραιώς»[5]. Η έκφραση «κράτος της Θεσσαλονίκης» εξ όσων γνωρίζω δεν χρησιμοποιήθηκε ξανά. Η έκφραση «το κράτος των Αθηνών», όμως, χρησιμοποιήθηκε συχνά, για να σηματοδοτήσει πάντοτε μία έλλειψη, μία απόσταση· την απόσταση ανάμεσα στο ιδεατό καθήκον/ επιθυμία που θα πρέπει να επιτελεί το ελληνικό κράτος, και σε αυτό που πράγματι επιτελεί, στο υπαρκτό αποτέλεσμα. Το κράτος των Αθηνών είναι το υπάρχον κράτος, εκείνο που απορρίπτεται επειδή δεν διαχειρίζεται με ικανοποιητικό τρόπο τις υποθέσεις του έθνους.
Πού οφείλεται όμως αυτή η ανικανοποίηση; Τι είναι αυτό που λείπει;
Τα δύο αυτά ερωτήματα δεν είναι τα ίδια· είναι διαφορετικής τάξεως. Η ανικανοποίηση, τουλάχιστο με βάση την ψυχαναλυτική προσέγγιση, ανήκει στην ίδια τη δομή της απόλαυσης.
«Δεν είναι αυτό!» είναι η κραυγή με την οποία η απόλαυση την οποία αποκομίζουμε διακρίνεται από εκείνη την οποία αναμέναμε, και εκεί εξειδικεύεται τι μπορεί να ειπωθεί μέσα στη γλώσσα.[6]
Αυτά που λέγονται μέσα στη γλώσσα για να εξηγηθεί αυτή η απόσταση, επιστρατεύουν διάφορα κατά καιρούς αντικείμενα, διάφορες ερμηνείες για το «ποιος μας κλέβει την απόλαυση»[7]. Αυτές όμως είναι πεπερασμένες και πρόσκαιρες, δεν εξαντλούν το ανοιχτό ερώτημα. Έτσι, η έκφραση «το κράτος της Θεσσαλονίκης» υπήρξε απλώς ένα όνομα που δόθηκε σε μία έλλειψη η οποία ήταν καθαυτή προγενέστερη ή, μάλλον, συστατική. Δεν υπήρξε, ούτε θα υπάρξει ποτέ κάποια κατάσταση πληρότητας, όπου η έλλειψη να έχει αποκατασταθεί.
Στην εθνική ιστοριογραφία, τα γεγονότα της δεκαετίας του 10 καταγράφηκαν με τον εύγλωττο τίτλο «εθνικός διχασμός». Αλλά ο διχασμός του εθνικού υποκειμένου, όπως και κάθε άλλου, είναι μόνιμος, και άπειρος· όχι συγκυριακός. Και προκύπτει ακριβώς από την εμπλοκή του με την (εθνική) απόλαυση.
Αυτό που είναι ασυνήθιστο, είναι να προτείνεται ο ίδιος ο διχασμός ως θεραπεία και ως μέσο διάσωσης (ή απόκτησης) της ακεραιότητας.
Συμβολοποιήσεις της εθνικής έλλειψης
Η Θεσσαλονίκη λοιπόν συνδέθηκε με αυτό το κενό και το διχασμό από τη στιγμή της ενσωμάτωσής της στο ελληνικό κράτος, επειδή δημιούργησε την ελπίδα ότι μπορεί να δώσει ένα όνομα στην έλλειψη και, έτσι, να την θεραπεύσει. Θεωρήθηκε ότι ήταν ταυτόχρονα αυτό που έλειπε και αυτό που, μόλις ενσωματώθηκε, έπρεπε να αποχωριστεί και πάλι από το εθνικό σώμα για να το σώσει στο σύνολό του.
Κατά τον 19ο αιώνα, οι προηγούμενες εξηγήσεις που είχαν χρησιμοποιηθεί για να συμβολοποιήσουν την εθνική έλλειψη ήταν δύο: α) ότι το «κράτος των Αθηνών» υστερεί σε σχέση με το ιδανικό του μοντερνισμού, του σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους, ή/ και β) ότι υστερεί σε σχέση με το στόχο της πληρότητας του ελληνικού έθνους, εφόσον υπάρχει ένα τμήμα του εκτός του κράτους, το οποίο πρέπει να μεταφερθεί εντός ώστε να επιτευχθεί η πολυπόθητη ολοκλήρωση. Οι δύο αυτές ερμηνείες, οι οποίες δεν ήταν αποκλειόμενες αλλά συνήθως συνδυάζονταν στην πράξη, κωδικοποιήθηκαν ήδη τη δεκαετία του 1980 από την Έλλη Σκοπετέα στον τίτλο του γνωστού βιβλίου της, που ήδη αναφέρθηκε.
Το πρώτο στοιχείο του τίτλου αυτού, που είναι και το λιγότερο γνωστό, αναφέρεται στο σύνθημα του «προτύπου βασιλείου εν Ανατολή» που έριξε το 1863 ο Γεώργιος ο Α’ για να συνοψίσει την αποστολή που θα έπρεπε να επιτελέσει η Ελλάδα ως το πρώτο νεωτερικό κράτος στο χώρο τής (μέχρι τότε) οθωμανικής αυτοκρατορίας. Εξ ου και ο ίδιος επέλεξε ακριβώς ως τίτλο το «βασιλεύς των Ελλήνων», δηλαδή ενός συνόλου ανθρώπων οπουδήποτε και αν αυτοί βρίσκονται, και όχι «της Ελλάδος», αυτού του αυστηρά (περι)ορισμένου εδάφους.
Και αυτή η διατύπωση φυσικά εμπεριείχε ήδη αναφορά στην προβληματική του γνησίου και του αντιγράφου. Και, μέσω αυτής, στην προβληματική της τυπογραφίας, η οποία αποτέλεσε βασικό παράγοντα εδραίωσης της εθνικής ιδεολογίας, κατά Μπένεντικτ Άντερσον[8].
H σύνδεση αυτή δεν διέφυγε της προσοχής –και της ανελέητης ειρωνείας- του Εμμανουήλ Ροΐδη, ο οποίος έγραψε δύο χρόνια αργότερα στον Ασμοδαίο ότι το ελληνικό κράτος, «αν δεν έγινεν ακόμη πρότυπον, μένει όμως πάντοτε αντίτυπον βασιλείου, με πολλάς, εννοείται, και χονδράς ανορθογραφίας» (Σκοπετέα, σ. 162). Αλλά κανείς δεν αμφέβαλλε ότι, έστω και με ανορθογραφίες, ρόλος του βασιλείου των Ελλήνων ήταν να κομίσει το σχέδιο του μοντερνισμού σε ένα χώρο αρχαϊκότητας.
Η (μη) οριοθέτηση της έλλειψης
Η δεύτερη έννοια, η Μεγάλη Ιδέα, μας είναι οικεία: πρόκειται για την ιδέα που κωδικοποιεί την έλλειψη του νέου κράτους ως έλλειψη εδαφών και πληθυσμών, προσδιορίζοντας ως καθήκον/ επιθυμία την ενσωμάτωσή τους.
Και αυτή εμφανίστηκε ουσιαστικά από την ίδρυση του νέου κράτους. Αυτό που είναι εντυπωσιακό είναι ότι κυριαρχούσε σχετική ασάφεια ως προς το ποιοι ακριβώς είναι οι «Έλληνες» των οποίων βασιλεύς θεωρείται ο Γεώργιος· ποιοι δηλαδή είναι αυτοί οι πληθυσμοί οι οποίοι είναι τώρα έξω και πρέπει να μπουν μέσα ώστε να επιτευχθεί η πληρότητα. Η αστάθεια του νοήματος ως προς το έξω συνδεόταν με την αστάθεια ως προς το μέσα, εφόσον αυτά τα δύο ορίζονται αμοιβαία.
Προκύπτει λοιπόν μια δυσφορία ως προς την οριοθέτηση, μια «διαταραχή ορίων». Πού σταματά η Ελλάδα, πού αρχίζει η Τουρκία, και γιατί εκεί;
Η διαταραχή αυτή γινόταν αντιληπτή, και μάλιστα προβαλλόταν ως ίδια διαπίστωση, ως παράπονο και ως αίτημα στη δημόσια σφαίρα του νεοσύστατου κράτους:
Ουδέν κράτος ευρωπαϊκόν, συστηθέν μάλιστα υπό μεγάλων και σοφών δυνάμεων εκ μεγάλης κακοδιοικήτου επικρατείας, έχει τόσον παράλογα, ανεπαρκή, ακανόνιστα και πραγματικώς αόριστα σύνορα όσον το ελληνικόν προς την οθωμανικήν επικράτειαν.[9]
Η ασαφής κατάσταση που περιγράφεται εδώ με αυτή την αντίφαση όρων, είναι τρομερά αγχογόνος: όταν αυτό που αναμένεται να προσδιορίσει είναι το ίδιο απροσδιόριστο, όταν δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε πού αρχίζει το Εγώ και πού τελειώνει το Άλλο, αυτό αποτελεί τη συνταγή που οδηγεί κατευθείαν στην ψύχωση.
Εδώ, όμως, εκφράζεται και ο αντίστροφος φόβος: ότι, εάν τα όρια θεωρηθούν οριστικά, αυτό επίσης θα συνεπαχθεί μία ανεπανόρθωτη απώλεια –την απώλεια της ευκαιρίας επέκτασής τους. Έτσι, η δυσφορία για τα σύνορα φαίνεται να αφορά το ότι δεν είναι επαρκώς ορισμένα και, ταυτόχρονα, το ότι είναι υπερβολικά ορισμένα: προκύπτει μία κατάσταση «διπλού δεσμού», κατά την οποία η απροσδιοριστία είναι εξίσου η ασθένεια και το φάρμακο· η ανάγκη άρσης της πρέπει διαρκώς να προβάλλεται ως μεσσιανική υπόσχεση, αλλά διαρκώς να αναστέλλεται.
Η Θεσσαλονίκη εισήλθε στο «μαγνητικό πεδίο» αυτής της αμφιθυμίας ήδη πριν το 1912, εφόσον η ίδια η ένταξή της (ή μη) αποτέλεσε προηγουμένως αντικείμενο εκδήλωσης του διχασμού: η προέλαση του ελληνικού στρατού προς αυτήν δεν ήταν καθόλου κάτι αυτονόητο και ομόφωνα αποδεκτό, αλλά χρειάστηκε η επιμονή και η αυστηρή παρέμβαση του Βενιζέλου προς τον διάδοχο Κωνσταντίνο (γιο του Γεωργίου, «βασιλέως των Ελλήνων» και εισηγητή της θεωρίας περί «προτύπου βασιλείου»), προκειμένου να οριστικοποιηθεί, μετά από ένα διάστημα αναποφασιστικότητας, ποια ήταν η ενδεδειγμένη αναθεώρηση των συνόρων, προς Θεσσαλονίκη ή προς Μοναστήρι/ Μπίτολα.
Ο φόβος της αναγνώρισης (του άλλου)
Πριν οριστικοποιηθεί ότι η επέκταση θα γινόταν με στρατιωτικά μέσα, ανάλογη ασάφεια επικρατούσε και σχετικά με τις ίδιες τις μεθόδους με τις οποίες θα καταστεί δυνατή αυτή η αποκατάσταση του Όλου (που ακόμη δεν ήταν γνωστό ποιο ακριβώς είναι). Ένα από τα δυνατά σενάρια, κατά τον 19ο αιώνα, ήταν ο λεγόμενος Ελληνοοθωμανισμός: η ελπίδα ότι ο ελληνισμός επρόκειτο βαθμιαία να καταλάβει εκ των έσω την οθωμανική αυτοκρατορία και να επικρατήσει, χωρίς βίαιη μεταβολή των ορίων ή του νομικού του καθεστώτος. Και για αυτή την ιδέα–ή την απουσία ιδεών- μπορούμε πάλι στη Σκοπετέα να βρούμε παραδείγματα, τα οποία σήμερα ακούγονται απίστευτα έως κωμικά. Π.χ.:
Το 1834 ο Κωλέττης προτείνει να μην αποκτήσει η Ελλάδα επίσημη πρωτεύουσα, αφού η πραγματική πρωτεύουσα του ελληνισμού ήταν η Κωνσταντινούπολη. Στον πρώτο εορτασμό τής 25ης Μαρτίου, το 1838, κυριαρχεί το σύνθημα: «Στην Πόλη»! Στην είδηση του θανάτου τού σουλτάνου Μαχμούτ (1839), ο Όθων είναι έτοιμος να πάει στην Κωνσταντινούπολη και να στεφθεί αυτοκράτορας, και τον αποτρέπει μόλις το επιχείρημα ότι το μοναδικό ατμόπλοιο του Βασιλείου βρισκόταν υπό επισκευήν (Στο ίδιο, σ. 274).
Αυτό λοιπόν που πιστευόταν ότι θα μπορούσε να αντικαταστήσει επαξίως το κράτος των Αθηνών, ήταν το κράτος της Κωνσταντινούπολης. Προκειμένου να μην κλείσει το δρόμο στο ενδεχόμενο υλοποίησης της μεγάλης αυτής ιδέας, ο Όθων προέβη σε μία πράξη –ή μάλλον, σε μία παράλειψη- η οποία έμελλε να βρει πολλούς μιμητές μεταξύ των μετέπειτα κυβερνητών, αλλά και των κυβερνωμένων.
Όταν η τουρκική κυβέρνησις επρότεινεν να προσφέρη εις την Ελλάδα οικόπεδον δι’ οικοδομήν πρεσβείας εν Κωνσταντινουπόλει, ο Όθων ηρνήθη φοβούμενος μήπως διά της πράξεώς του ταύτης αναγνωρίση την κυριαρχίαν της Τουρκίας εν Κωνσταντινουπόλει![10]
Η ριζική αμφιβολία για το ποιο ακριβώς είναι το δικό μας κράτος και η δική μας πρωτεύουσα, και αν (πότε) είναι γνήσια ή όχι, αρχίζει έτσι να γίνεται μεταδοτική και να επεκτείνεται και στις γειτονικές χώρες.
Πρόσφυγες αναζητούν πρωτεύουσα
Τελικά, το υπόλοιπο τμήμα του ακρωτηριασμένου έθνους, οι αλύτρωτοι ομογενείς, εντάχθηκαν στο κράτος (όσοι επέζησαν βέβαια). Αλλά η ένταξη αυτή κάθε άλλο παρά με απόλαυση είχε να κάνει. Η αγχογόνος κατάσταση της ασάφειας των ορίων «επιλύθηκε» με έναν τρόπο που συνεπαγόταν επίσης τεράστιο ψυχικό και σωματικό πόνο.
Μετά απ’ αυτό, ιδέες περί «αοριστίας των συνόρων» και αμφισβήτησης της κυριαρχίας γειτονικών κρατών έπαψαν για αρκετό διάστημα να κυκλοφορούν στον δημόσιο χώρο.
Αυτό τώρα που είναι ενδιαφέρον, και κρίσιμο για το θέμα μας, είναι ότι οι πρώην έξω Έλληνες, αφού ήρθαν «μέσα», υιοθέτησαν τα ρητορικά/ αφηγηματικά σχήματα που βρήκαν εκεί διαθέσιμα, εσωτερικεύοντάς τα και αυτά και εφαρμόζοντάς τα στο ίδιο το ελληνικό κράτος.
Iσχυρίζομαι λοιπόν ότι, από κάποια στιγμή μετά την έλευση των προσφυγικών πληθυσμών της Λωζάνης και τη μετατροπή τους σε πολίτες του ελληνικού κράτους, τέθηκε σε λειτουργία μία διαδικασία κοινωνικής ποιητικής[11], μέσω της οποίας οι πληθυσμοί αυτοί οικειοποιήθηκαν τους κώδικες οι οποίοι μέχρι τότε τους μεταχειρίζονταν ως αντικείμενα, και άρχισαν να τους χρησιμοποιούν οι ίδιοι για δικούς τους, καινούριους σκοπούς και επιτελέσεις. Και, μεταξύ άλλων, υλοποίησαν μετατοπισμένα την βασική ιδέα του Ελληνοοθωμανισμού: στο εσωτερικό τού «κράτους των Αθηνών», του οποίου τα όρια είχαν πλέον λίγο-πολύ οριστικοποιηθεί, εγκατέστησαν το δικό τους οιονεί κράτος, το οποίο πλέον είχε αυτό ασαφή εδαφικά όρια –ή ίσως μόνο εικονικά (virtual) όρια, όρια που ήταν με τη σειρά τους στα όρια της απο-εδαφικοποίησης, της απο-υλοποίησης. Ένα άυλο κράτος, ίσως ένα κράτος-φάντασμα.
Αυτή η οικειοποίηση και η μεταστροφή του αφηγηματικού σχήματος φυσικά δεν περιορίστηκε μόνο σε άτομα προσφυγικής καταγωγής. Διαχύθηκε στην κοινωνία της Θεσσαλονίκης και εκφράζεται ως μία γενικευμένη γκρίνια για το «αθηνοκεντρικό» κράτος που παραμελεί τη βόρεια Ελλάδα, δεν της εγκρίνει αρκετές πιστώσεις, δεν αφήνει τις ομάδες της να πάρουν το πρωτάθλημα κ.λπ. Οριακά, πρόκειται για μια αδήλωτη –ή ημι-δηλωμένη- ερωτοτροπία με τον πειρασμό της αυτονόμησης, η οποία δεν φτάνει ποτέ ως το σημείο να εκφραστεί ανοιχτά, αλλά και δεν εξαφανίζεται ποτέ τελείως· για ένα διαρκές κατάλοιπο από την αναπόφευκτη αλλά ανυπόφορη ένταξη στο ελληνικό έθνος-κράτος και την ολοκληρωτική ταύτιση που αυτή απαιτεί.
Βέβαια αυτή η άυλη ανακωδικοποίηση του λόγου περί «κράτους των Αθηνών» είναι περισσότερο συγκεκριμένη από την προηγούμενη εκδοχή, εφόσον θεματοποιεί την παραμέληση περιοχών εντός του κράτους, όχι κάποιων εδαφών εκτός αυτού ή κάποιων καθηκόντων που επιβάλλει η αφηρημένη ιδέα της Ελλάδας.
Ακριβέστερα, η ρητορεία αυτή έχει εμφανώς έναν χαρακτήρα μεταπήδησης από το συγκεκριμένο στο άυλο και τούμπαλιν. Με τα παράπονα αυτά, και ειδικά με τη χρήση της έκφρασης «πρωτεύουσα των προσφύγων» (με την οποία οι ενδιαφερόμενοι δηλώνουν εμφατικά ότι απορρίπτουν την Αθήνα, δεν την αναγνωρίζουν ως «δική τους» πρωτεύουσα –όπως έκανε και ο Όθων παλιότερα, για άλλους λόγους), τίθεται στον δημόσιο χώρο ο ισχυρισμός ότι το κράτος των Αθηνών είναι υπεύθυνο για τη δυστυχία των προσφύγων, πράγμα που μπορεί να νοηθεί και ως: είναι υπεύθυνο για την ίδια την προσφυγική τους ιδιότητα, για το γεγονός ότι έγιναν πρόσφυγες.
Η επιστροφή της πόλης-κράτους (ως παρωδία)
Αυτές οι «άλλες περιοχές εντός του κράτους» με τις οποίες συνδέεται το ψευδο-κράτος, είναι η Μακεδονία.
Ισχυρίζομαι ότι η σύνδεση αυτή, αλλά και οι ειδικότεροι γλωσσικοί επικαθορισμοί και συνειρμοί που οδήγησαν στην εμπέδωσή της, είχαν καθοριστικό ρόλο στην παραγωγή ενός μαζικού φαινομένου της δεκαετίας του 90: της διαμάχης σχετικά με την επίσημη ονομασία με την οποία θα πρέπει να –ακριβώς- αναγνωριστεί η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, και στην ισχυρή άρνηση μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας στην Ελλάδα –ιδίως στη βόρεια- να δεχθούν οποιαδήποτε χρήση του όρου Μακεδονία στην ονομασία αυτή.
Η άρνηση της αναγνώρισης κυρίαρχου κράτους με το όνομα «Μακεδονία» έχει ως προηγούμενο όχι μόνο το δισταγμό της αναγνώρισης της τουρκικής κυριαρχίας επί της Κωνσταντινούπολης, αλλά και, γενικότερα, μία πολύ επίμονη προβληματική γύρω από το τι συνιστά γνήσιο και τι ψευδές κράτος. Όπως δείχνει και η ίδια η ύπαρξη της λέξης «ψευδοκράτος», η οποία εξ όσων γνωρίζω δεν υφίσταται σε καμία άλλη γλώσσα. Τόσο αυτή όσο και, ιδίως, η εμφανής απόλαυση και συναισθηματική φόρτιση με την οποία χρησιμοποιείται ο όρος αυτός, ή άλλοι συναφείς, εναντίον όλων των εχθρών και γειτόνων που βρίσκονται γύρω από τα ορισμένα/ αόριστα όρια του ελληνισμού. Από τους οποίους σχεδόν όλοι έχουν δεχθεί κατά καιρούς κατηγορίες ότι το κράτος, το έθνος, ο λαός, η γλώσσα, η θρησκεία τους ή κάποιο άλλο στοιχείο της συλλογικής τους ταυτότητας δεν είναι «φυσικό» αλλά τεχνητά κατασκευασμένο ή ανύπαρκτο.
Η έκφραση «ψευδοκράτος» καθιερώθηκε ως γενικός και υποχρεωτικής χρήσης τρόπος αναφοράς στα ελληνικά για την αυτοαποκαλούμενη Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου, αλλά και για κάθε άλλο θεσμό της οντότητας αυτής, ο οποίος πάντοτε συνοδεύεται από το πρόθεμα «ψευδο-» (ο ψευδοπρωθυπουργός, το ψευδοκοινοβούλιο, η ψευδοαστυνομία … η έκφραση τα ψευδοσύνορα δεν φαίνεται να έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ, ίσως διότι τα σύνορα μεταξύ νότιας και βόρειας Κύπρου για τρεις δεκαετίες ήταν πολύ πιο υπαρκτά από πολλά «γνήσια» σύνορα). Στη συνέχεια, επεκτάθηκε και έχει χρησιμοποιηθεί ουκ ολίγες φορές για την πΓ Δημοκρατία της Μακεδονίας[12].
Αλλά για την τελευταία, η βασικότερη μέθοδος λεκτικής απαξίωσης που χρησιμοποιείται καθολικά χωρίς κανείς να την επιβάλλει διά νόμου, είναι η έκφραση «το κράτος των Σκοπίων» ή «τα Σκόπια». Δηλαδή το ίδιο σχήμα συνεκδοχής (το μέρος αντί του όλου) κατά το οποίο προσδιορίζουμε κάποιο κράτος με το όνομα της πρωτεύουσάς του: όπως η Ελλάδα του 19ου αιώνα δεν ήταν η πραγματική Ελλάδα αλλά «το κράτος των Αθηνών», όταν θέλουμε τώρα να πούμε ότι η δημοκρατία της Μακεδονίας δεν είναι «πραγματική Μακεδονία», λέμε ότι είναι «το κράτος των Σκοπίων».
Η συμμόρφωση των χρηστών της ελληνικής γλώσσας με τον κανόνα αυτό είναι τόσο καθολική, ώστε εδώ και είκοσι χρόνια έχει μεγαλώσει στην Ελλάδα μία ολόκληρη γενιά η οποία δεν έχει ακούσει άλλο όνομα, και έτσι δεν συνειδητοποιεί καν ότι πρόκειται για συνεκδοχή: νομίζει ότι αυτό είναι το πραγματικό, ή μάλλον το μόνο, όνομα της χώρας. Η σύνδεση, όπως με κάθε όνομα, είναι αμφιμονοσήμαντη: η γενιά αυτή, έχοντας μεγαλώσει σε ένα, κατ’ ειρωνική αντιστροφή, τεχνητό γλωσσικό περιβάλλον, δεν γνωρίζει ότι το όνομα αυτό αρχικά προσδιόριζε (και εξακολουθεί για τον υπόλοιπο κόσμο να προσδιορίζει) μία πόλη, και νομίζει ότι αυτό είναι το όνομα μόνο της χώρας και όχι της πρωτεύουσας[13].
Αυτή η δυσφορία με το όνομα μαρτυρεί μεταξύ άλλων πόσο υλική υπόσταση έχει προσλάβει για τους κατοίκους της ελληνικής Μακεδονίας η φαντασιακή τους ένταξη στο «προσφυγικό ψευδοκράτος της Θεσσαλονίκης». Για να πειστούμε γι’ αυτό, δεν έχουμε παρά να ακούσουμε, και να πάρουμε στα σοβαρά, την αιτιολογία την οποία οι ίδιοι επικαλούνται όταν καλούνται να εξηγήσουν γιατί αρνούνται να δεχθούν το όνομα «δημοκρατία της Μακεδονίας»: όταν τους επισημανθεί ότι οι πολίτες αυτού του κράτους έχουν δικαίωμα εθνικού αυτοπροσδιορισμού, απαντούν ότι ναι μεν σέβονται αυτό το δικαίωμα, αλλά η χρήση του ονόματος Μακεδονία παραβιάζει το αντίστοιχο δικό τους δικαίωμα!
Αυτό δείχνει ότι οι εν λόγω βορειοελλαδίτες έχουν κάτι σαν διπλή εθνική ένταξη· η μακεδονική τους ιδιότητα τείνει να αυτονομηθεί από την ένταξή τους στην Ελλάδα. Αν δεν ήταν έτσι, θα ήταν ανεξήγητο για ποιο λόγο ενοχλούνται από το γεγονός ότι ένας άλλος λαός δηλώνει μακεδονικής εθνότητας, και βιώνουν τη δήλωση αυτή ως απειλητική και ανταγωνιστική. Διότι πρόκειται για αυτοπροσδιορισμό διαφορετικού τύπου και επιπέδου.
Εκτός βέβαια αν δεν είναι τόσο διαφορετικού.
Αναφέρθηκε ήδη ότι η αίσθηση παραμέλησης και αδικίας του «κράτους των Αθηνών» εις βάρος εκείνου της Θεσσαλονίκης, βρίσκει πεδίο έκφρασης και στον αθλητισμό. Συναφώς, είναι εντυπωσιακό ότι το 2011, σε εκδηλώσεις διαμαρτυρίας για την άδικη κατά τη γνώμη τους απόφαση των αθλητικών αρχών περί υποβιβασμού της ποδοσφαιρικής ομάδας του Ηρακλή, οργανωμένοι οπαδοί του συλλόγου εμφανίστηκαν με σημαίες της πΓΔΜ, για να υπογραμμίσουν έτσι εμπράκτως την πρότασή τους «να πάρουμε την ομάδα και να παίξουμε στο πρωτάθλημα των Σκοπίων»[14]. Φυσικά η πρόταση αυτή δεν γινόταν με σοβαρή, αλλά με σαρκαστική πρόθεση. Ωστόσο, τα ρητορικά σχήματα δεν είναι ποτέ άνευ σημασίας· ακόμα λιγότερο εδώ, όπου το συγκεκριμένο κράτος, στον ελληνόφωνο δημόσιο χώρο, δεν είχε ποτέ συνδεθεί μέχρι τότε –ούτε και μετά εξάλλου- με οτιδήποτε θετικό, με κάποια ελπίδα και προοπτική. Η απέχθεια των βορειοελλαδιτών προς αυτό αποδείχθηκε λιγότερο ισχυρή από την επιθυμία τους να «πληγώσουν» το κράτος των Αθηνών και να προκαλέσουν τη ζήλεια του ώστε να του ανταποδώσουν το κακό που έκριναν ότι τους προκάλεσε.
Aπό την πρωτεύουσα στην α-πρωτεύουσα
Αυτές οι γλωσσικές περιπέτειες μαρτυρούν την ταραχώδη και αμφίθυμη σχέση με τη νεωτερικότητα και την ευρωπαϊκότητα. Αυτή η εμμονή με το γνήσιο και το αντίγραφο, προφανώς μιλάει για αυτούς που την εκφράζουν· δικές τους αγωνίες εκδηλώνει. Και πάνω απ’ όλα την αγωνία μήπως εμείς είμαστε το ψευδοκράτος, και την εμμονή να «γίνουμε πλήρες/ ακέραιο κράτος».
Η κριτική προς το κράτος των Αθηνών είναι φυσικά πολύσημη: μπορεί να ελαύνεται από τη διακηρυγμένη ή ασυνείδητη μεσσιανική υπόσχεση για ένα άλλο κράτος, καλύτερο, περισσότερο αντίστοιχο με τις «πραγματικές ανάγκες» του λαού, των προσφύγων, του ελληνισμού, με την ευρωπαϊκότητα, την ευταξία, την επανάσταση ή άλλους τυχόν στόχους. Είναι νόμιμο όμως να σκεφτούμε ότι μπορεί να συνδέεται με την υπόσχεση τού Μη Όλου· την προοπτική τού μη κράτους, του κανενός κράτους, της εξόδου ή των γραμμών φυγής από αυτό. Από αυτή την οπτική, η απαισιόδοξη διαπίστωση ότι «δεν θα γίνουμε ποτέ κράτος» ίσως μπορεί να ηχήσει λιγότερο απαισιόδοξη, ή ως μια έκφραση που εμπεριέχει σιωπηρά το αντίθετό της: «αλλά τόσο το καλύτερο».
Η αγωνία δεν είναι δυνατό να κατασιγαστεί ποτέ, ούτε το κράτος (των Αθηνών, ή όποιο άλλο) να «μετασχηματιστεί» ώστε να είναι πλήρως αντίστοιχο με το ύψος της αποστολής που φαντασιακά του αναθέτουμε. Είναι όμως ίσως δυνατό να καταπραϋνθεί κάπως, εάν αναρωτηθούμε: τι είναι ένα «κανονικό», δυτικοευρωπαϊκό κράτος, γιατί (για ποιον) είναι τόσο σημαντικό να είμαστε ένα;
Η ιδέα ενός «μετασχηματισμού» του κράτους μοιάζει αρκετά δυτική. Παραμένει το γεγονός ότι η άλλη ιδέα, η ιδέα μιας «καταστροφής» του κράτους, παραπέμπει πολύ περισσότερο στην Ανατολή, και στις συνθήκες μιας νομαδικής πολεμικής μηχανής. Όσο και αν παρουσιάζουμε τις δύο αυτές ιδέες ως διαδοχικές φάσεις μιας επανάστασης, είναι πολύ διαφορετικές και δύσκολα συμβιβάζονται, συνοψίζουν δε την αντίθεση μεταξύ σοσιαλιστικών και αναρχικών ρευμάτων του 19ου αιώνα. Το δυτικό προλεταριάτο το ίδιο θεωρείται από δύο οπτικές γωνίες: καθόσον πρέπει να κατακτήσει την εξουσία και να μετασχηματίσει τον κρατικό μηχανισμό, πρόκειται για την οπτική μιας δύναμης εργασίας, αλλά, καθόσον θέλει ή θα ήθελε μία καταστροφή του κράτους, πρόκειται για την οπτική μιας δύναμης αποεδαφικοποίησης. Ακόμα και ο Μαρξ ορίζει τον προλετάριο όχι μόνο ως αλλοτριωμένο (εργασία), αλλά ως αποεδαφικοποιημένο. Ο προλετάριος, από αυτή την τελευταία άποψη, εμφανίζεται ως ο κληρονόμος του νομάδα μέσα στον δυτικό κόσμο. Και όχι μόνο πολλοί αναρχικοί επικαλούνται νομαδικά θέματα φερμένα από την Ανατολή, αλλά κυρίως η αστική τάξη του 19ου αιώνα πρόθυμα ταυτίζει προλετάριους και νομάδες, και εξομοιώνει το Παρίσι με μια πόλη στοιχειωμένη από τους νομάδες[15].
Αν το Παρίσι από την οπτική του νεωτεριστικού κράτους μοιάζει με μια πόλη στοιχειωμένη από τους νομάδες, η Θεσσαλονίκη από την ίδια οπτική στοιχειώνεται από τα φαντάσματα των προσφύγων, αυτών που ήρθαν τη δεκαετία του 20, και αυτών που θα μπορούσαν να είχαν έρθει αλλά έχασαν τη ζωή τους στο δρόμο, ή αμέσως μόλις έφτασαν. Και εξακολουθεί να στοιχειώνεται. Διότι, αν στον επίσημο λόγο συνεχίζουμε –ή αρχίζουμε μόλις τώρα- να την αποκαλούμε κολακευμένοι «πρωτεύουσα των προσφύγων», καλό είναι να αναλογιστούμε ότι οι πρόσφυγες της δεκαετίας του 20 ή οι απόγονοί τους εδώ και καιρό δεν είναι πλέον πρόσφυγες, αλλά από τη δεκαετία του 90 και μετά έχουν αρχίσει να έρχονται άλλοι πρόσφυγες, κάποιοι με ελληνική καταγωγή, αλλά και άλλοι με αλβανική, πολωνική, γεωργιανή, αφγανική, σομαλική … Η ονομασία –την οποία εμείς επιλέξαμε- μας χρεώνει με την ευθύνη της φιλοξενίας τους, ένα καθήκον που στιγμές ίσως να φαίνεται αδύνατο αλλά είναι απαράκαμπτο.
Αν την αναλάβουμε, η έκφραση «πρωτεύουσα των προσφύγων» ίσως πάρει την κυριολεκτική έννοιά της –στο βαθμό που μπορούμε να μιλάμε για κυριολεξία προκειμένου για μια μεταφορική έκφραση· η πρωτεύουσα μιας πληθυσμιακής ομάδας, και μάλιστα μιας ομάδας που η όποια κοινότητά της συγκροτείται με βάση μια περιστασιακή, μεταβατική ιδιότητα, μια ιδιότητα που συνίσταται στην ίδια τη μετάβαση, δεν μπορεί να παραπέμπει σε ένα άλλο κράτος ανταγωνιστικό προς την Αθήνα, ή προς οποιοδήποτε υπαρκτό, εδαφικό κράτος, αλλά θα ήταν πολύ πιο εύλογο να αντιστοιχεί στο μη κράτος, στο α-κράτος· στην περίπτωση αυτή δεν θα ήταν πλέον μία συμ-, αλλά μία α-πρωτεύουσα.
εδώ όπως και αλλού, το κέλευσμα φαίνεται διπλό και αντιθετικό για όποιον νοιάζεται για την ευρωπαϊκή πολιτιστική ταυτότητα: αν πρέπει να επαγρυπνούμε ώστε να μην ξανασυγκροτηθεί η συγκεντρωτική ηγεμονία (η πρωτεύουσα), δεν πρέπει απ’ την άλλη να αυξήσουμε τα σύνορα, δηλαδή τα βήματα και τα περιθώρια· πρέπει να μην καλλιεργήσουμε ως αυτοσκοπό τις μειονοτικές διαφορές, τα αμετάφραστα ιδιόλεκτα, τους εθνικούς ανταγωνισμούς, τους σωβινισμούς του ιδιώματος. Η ευθύνη φαίνεται να συνίσταται σήμερα στο να μην εγκαταλείψουμε καμία από τις δύο αυτές αντιφατικές επιταγές. Πρέπει λοιπόν να επιδιώξουμε να επινοήσουμε πολιτικο-θεσμικές χειρονομίες, λόγους, πρακτικές που εγγράφουν τη συμμαχία των δύο αυτών επιταγών, των δύο αυτών υποσχέσεων, των δύο αυτών συμβολαίων: την πρωτεύουσα και την α-πρωτεύουσα [a-capitale], το άλλο της πρωτεύουσας. Είναι δύσκολο. Είναι μάλιστα αδύνατο να συλλάβουμε μία ευθύνη που να συνιστά απόκριση για δύο αντιφατικούς νόμους ή σε δύο αντιφατικά κελεύσματα. Ασφαλώς. Αλλά δεν υπάρχει ούτε και ευθύνη που να μην είναι η εμπειρία του αδύνατου.[16]
Μια τέτοια κατανόηση της έκφρασης θα ήταν πολύ πιο σύμφωνη με το πνεύμα του πρώτου εμπνευστή της: στο βιβλίο του Ιωάννου, η γλωσσική αυτή επινόηση δεν έχει σχέση με τη δοξολόγηση κάποιας εδραιωμένης και παγιωμένης ταυτότητας, αλλά έχει έναν χαρακτήρα queer, έναν χαρακτήρα παιχνιδιού και υπονόμευσης των ορίων και των κατευθύνσεων, μια σαφή σύνδεση με την περιπλάνηση χωρίς γνωστό προορισμό, με τις γραμμές φυγής:
Ένας που τον ξέρω καλά σαν να είμαι εγώ ο ίδιος γύριζε σαν τρελός το καλοκαίρι, μετά τους σεισμούς την πόλη, να ιδεί με τα μάτια του τις ζημιές που έγιναν και μπλέχτηκε μέσα στις συνοικίες αυτές αργά το απόγευμα. Ξαφνικά άρχισε να διαπιστώνει πως μετά τα σιδηρουργεία και τα ξυλάδικα πύκνωναν ολοένα τα φτωχοκαμπαρέ, τα δήθεν καμπαρέ βέβαια, με τις γυναίκες εκείνες στην πόρτα τους για κράχτες που τα λόγια τους βαθύτατα τον πείραξαν. Στην αρχή τον παρακαλούσαν κι ύστερα του φώναζαν χυδαία λόγια απ’ όλες τις πλευρές. Κι αυτός που είχε ρυθμίσει το βήμα του πάνω στο ρυθμό των αναμνήσεών του, βιάστηκε να το βάλει στα πόδια, γιατί προς στιγμή τού φάνηκε πως μπορούσαν ακόμα και να τον υποχρεώσουν με το ζόρι να συνευρεθεί με αυτά τα πλάσματα. «Γίνονται τέτοια πράγματα στην πόλη μας;» έλεγε και ξανάλεγε, φέρνοντας στο μυαλό του ανάλογα τριγυρίσματα στου Μεταξουργείου τις περιοχές ή παλιότερα περάσματα μέσα από την Τρούμπα, όπου κατ’ επανάληψη ένιωσε βαρύ και εχθρικότατο το βλέμμα των νταβατζήδων πάνω του, που βέβαια έβλεπαν ότι δεν γύριζε για το εμπόρευμά τους, αλλά δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν και για ποιο άλλο λόγο γύριζε, πράγμα που δαιμόνιζε το ομιχλιασμένο μυαλό τους. Αλλά μήπως αυτός ήξερε γιατί ακριβώς γύριζε;[17]
[1] Η πρωτεύουσα των προσφύγων, Κέδρος, Αθήνα 1984.
[2] Παρατίθεται στο: Γιώργος Αναστασιάδης, Η Θεσσαλονίκη στις συμπληγάδες του 20ού αιώνα, Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2005, σ. 128.
[3] Η φράση αυτή, όπως ήδη αναφέρθηκε, εκφωνήθηκε προφορικά από το βήμα της βουλής· η παράθεσή της εδώ ακολουθεί την ορθογραφία της παραπάνω έκδοσης (σημ. 1), στην οποία η λέξη «κράτος» είναι με κεφαλαίο Κ όταν αναφέρεται στη Θεσσαλονίκη και με μικρό όταν αναφέρεται στην Αθήνα.
[4] Αναστασιάδης, σ. 113. Οι υπογραμμίσεις, όπου δεν αναφέρεται αλλιώς, είναι δικές μου.
[5] Βλ. Έλλη Σκοπετέα, Το «πρότυπο βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα. Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα, Αθήνα: Πολύτυπο, 1986, σ. 40, και τις εκεί παραπομπές.
[6] Jacques Lacan, SéminaireXX – Encore (1972-1973), διαθέσιμο ηλεκτρονικά στη διεύθυνση http://www.valas.fr/IMG/pdf/s20_encore.pdf (πρόσβαση: Δεκ. 2012). Οι υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο.
[7] Βλ. σχετικά Υannis Stavrakakis, with N. Chrysoloras, “(I Can’t Get No) Enjoyment: Lacanian Theory and the Analysis of Nationalism”, Psychoanalysis, Culture & Society 11 (2006), 144–163.
[8] Βλ. Οι φαντασιακές κοινότητες, Αθήνα: Νεφέλη, 1997, σ. 60-61, και passim.
[9] Ι. Λάτρης, «Ελληνοτουρκικά όρια», Η Ελπίς, 31.10.1867. Η υπογράμμιση στο πρωτότυπο.
[10] Α.Ν. Βερναρδάκης, Το μέλλον των Αθηνών, Αθήνα 1905, σ. 25.
[11] Mε την έννοια που καθιέρωσε για τον όρο ο Michael Herzfeld, Cultural Intimacy: Social Poetics in the Nation-state, New York and London: Routledge, 2004 [1997].
[12] Πρβλ. την κάτωθι ανάρτηση της 3-12-2010 (πρόσβαση Δεκ. 2012) με τίτλο «ΨΥΧΩΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΙΣ ΟΙ ΣΚΟΠΙΑΝΟΙ!» σε ιστολόγιο με την επωνυμία History of Macedonia:
«έψαχνα πληροφορίες για τον Λύγκα (Ρήσο), το υπέροχο αυτό αγρίμι που ζούσε κάποτε στην Πατρίδα μας και ολόκληρη την Ευρώπη και τις τελευταίες δεκαετίες κινδυνεύει με εξαφάνιση. Πατώντας λοιπόν τις λέξεις balkan lynx στην αναζήτηση του google, στην πρώτη σελίδα, πρώτη σειρά βρήκα αυτή την εικόνα από γραμματόσημο των σκοπιανών πλαστογράφων του ονόματος της Μακεδονίας ΜΑΣ.
Όταν το είδα και αφού ξεπέρασα τον αρχικό εκνευρισμό που κάθε φορά με διακατέχει όταν βλέπω το Ιερό όνομα της Μακεδονίας μας να χρησιμοποιείται από τους βουλγαροσλαβοτουρκόγυφτους των σκοπίων κοίταξα την ημερομηνία έκδοσης στο κάτω μέρος του γραμματοσήμου. 1994. Εντάξει φυσικό είναι, σκέφτηκα, το αγρίμι αυτό ζει και στην κατεχόμενη από τους σκοπιανούς περιοχή της Βορείου Μακεδονίας αλλά και στην ευρύτερη περιοχή του ψευδοκράτους των Σκοπίων.
Διαβάζοντας πιο κάτω όμως, βλέπω την ακόλουθη φωτογραφία, πάλι γραμματοσήμου, με το ίδιο σπάνιο αγρίμι, μόνο που είχε εκδοθεί 4 χρόνια νωρίτερα.
Για άλλη μια φορά κατάλαβα ότι οι βόρειοι γείτονες μας δεν κάνουν άλλη δουλειά από το να παρακολουθούν την Ελλάδα και να μας αντιγράφουν».
[13] Οφείλω την επισήμανση αυτή σε προσωπική προφορική μαρτυρία τού Vemund Aarbakke το Νοέμβριο του 2012 (ο οποίος, σε τυχαία συζήτηση με νεαρό Έλληνα φοιτητή, άκουσε έκπληκτος τον τελευταίο να τον ρωτάει: «Α, υπάρχει και πόλη Σκόπια;»).
[14] Βλ.: «»Nα πάμε στο πρωτάθλημα Σκοπίων»!», http://news.pathfinder.gr/sports/706750.html (πρόσβαση Δεκ. 2012).
[15] Gilles Deleuze/ Félix Guattari, Mille Plateaux, Éd. de Minuit, Paris 1980, σ. 478.
[16] Jacques Derrida, L’autre cap, Ed. du Minuit, Paris 1991, σ. 45-46.
[17] Ιωάννου, σ. 18.
Παράθεμα: Επιτέλους oι Μακεδονομάχοι στo χώρo πoυ τους ταιριάζει | Nomadic universality