του Νεντίμ Γκιουρσέλ
«Οι Σέρβοι μπήκαν στα Σκόπια όταν ήμουν δευτέρα γυμνασίου. Φύγαμε αμέσως, εγκαταλείποντας το ωραίο μας σπίτι. Ο πατέρας μου πέθανε από εξάντληση στο δρόμο», μου διηγόταν η γιαγιά μου με τη φοβερή ρουμελιώτικη[1] προφορά της. Όπως πολλοί Τούρκοι από τη Μακεδονία, είχε διωχθεί από την εστία της κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων. Οι άνθρωποι που έχουν ξεριζωθεί από τη γη τους λυπούνται συνέχεια για το παρελθόν, μιλάνε συνέχεια για τις υπέροχες μέρες που ζούσανε κάποτε, τα πλούτη τους και το σπίτι τους –ναι, πάντοτε το σπίτι τους- που εγκατέλειψαν. Η γιαγιά μου ήταν από αυτούς τους ανθρώπους, μία «επαναπατρισθείσα από τα Βαλκάνια», όπως έλεγαν τότε. Η ιστορία της, με την οποία με νανούριζε όταν ήμουν παιδί –γιατί αυτή με μεγάλωσε-, ήταν μια ιστορία εξορίας, πείνας, κάθε είδους φρικτής ταλαιπωρίας όπως αυτές των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου σήμερα.
Θυμάμαι κάποιες φωτογραφίες στα εγχειρίδια ιστορίας και παλιά περιοδικά τακτοποιημένα στη σοφίτα του οικογενειακού μας σπιτιού, στην ακτή του Βοσπόρου. Φωτογραφίες παιδιών σκαρφαλωμένων σε ένα αμαξάκι με μεγάλες ρόδες, φορτωμένο με μπογαλάκια, που το έσερναν κάτι ραχιτικά βουβάλια. Γέροντες πεσμένους σε δρόμους γεμάτους λάσπη. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους που έφευγαν για να γλιτώσουν τις σφαγές και που βούλιαζαν στις ατέλειωτες πεδιάδες της Θράκης βρίσκονταν οι πρόγονοί μου. Κι αυτούς τους είχανε στοιβάξει σε στρατόπεδα προσφύγων, στο Τσορλού ή στο Κιρκλάρελι, όπως αυτά που σήμερα υποδέχονται τους Κοσοβάρους.
Αν αναφέρομαι στα συμβάντα αυτά που έχουν εγγραφεί στην οικογενειακή μου ιστορία, είναι για να πω ότι η «εθνική κάθαρση» δυστυχώς δεν είναι σημερινό φαινόμενο. Και οι Τούρκοι δεν ήταν τα μόνα θύματα αυτής της πρακτικής, την ονομασία της οποίας την οφείλουμε στον πόλεμο της Βοσνίας, που κατά θλιβερό τρόπο εμπλούτισε το λεξιλόγιο της φρίκης με νέες εκδοχές όπως η μνημοκτονία και η πολεοκτονία. Η ίδια τραγωδία επρόκειτο να επαναληφθεί για τους Αρμένιους και τους Έλληνες της Ανατολίας λίγα χρόνια αργότερα. Κι αυτοί επίσης έμελλε να ξεχυθούν στους δρόμους και να χαθούν στην πορεία, χωρίς να φτάσουν ποτέ πουθενά. Εκείνοι που κήρυξαν την ιδέα της Μεγάλης Σερβίας, μετά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας το 1991, γνώριζαν άραγε ότι το 1922 ο ελληνικός στρατός, που είχε προωθηθεί ως την κεντρική Ανατολία για να πραγματοποιήσει την Μεγάλη Ιδέα, είχε με τη σειρά του προκαλέσει την Μεγάλη Καταστροφή, οδηγώντας στον εκτοπισμό ολόκληρων πληθυσμών; Υποθέτω πως ναι, γιατί η ιστορία είναι ακόμη έντονα παρούσα στη συλλογική συνείδηση των βαλκανικών λαών, αλλά και στο πνεύμα των διανοουμένων. Σκέφτομαι τον Σλόβαντα Σέλενιτς, για παράδειγμα, που έγραφε ότι μια αλλοδαπή κοινότητα είναι η πηγή της χειρότερης δυστυχίας που μπορεί να υπάρξει, ή τον Ντόμπριτσα Τσόσιτς, πρωθυπουργό της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, που, ενώ ο πόλεμος της Βοσνίας βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, ονειρευόταν τα Βαλκάνια αποτελούμενα από χώρες εθνικά καθαρές. Και ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνο τον Σέρβο συγγραφέα, και μάλιστα ακαδημαϊκό, που, κατά τη φθινοπωρινή συνάντηση συγγραφέων στο Βελιγράδι, με είχε παρουσιάσει ως τον εκπρόσωπο του «στρατοπέδου που νίκησε στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου». Είναι αλήθεια ότι ήταν 1989, η Γιουγκοσλαβία του Τίτο υπήρχε ακόμη με τις έξι Δημοκρατίες της και δύο αυτόνομες περιφέρειες. Κι εμείς, συγγραφείς που είχαμε έρθει από όλο τον κόσμο, είμαστε στο Βελιγράδι με την ευκαιρία της 600ής επετείου της μάχης του Κοσσυφοπεδίου. Η ήττα όμως αυτή, που θα γινόταν «ο θεμέλιος μύθος του σερβικού έθνους», είχε λάβει χώρα πριν από έξι αιώνες, και η Τουρκία, της οποίας ήμουν πολίτης, δεν υπήρχε καν την εποχή εκείνη. Βέβαια, είχε ήδη προηγηθεί η συγκέντρωση στην οποία ο Μιλόσεβιτς μάζεψε στην «Πεδιάδα των Κοτσυφιών» πάνω από ένα εκατομμύριο Σέρβους για να εξάψει τον εθνικισμό τους και να δικαιολογήσει έτσι την επιθετική πολιτική του, αλλά κανείς από μάς δεν ήξερε ακόμα ότι τα σχέδια εθνικής κάθαρσης βρίσκονταν στο στάδιο της προετοιμασίας στους ίδιους τους κόλπους της Ακαδημίας του Βελιγραδίου.
Πήρα εδώ το θάρρος να υπενθυμίσω το ανέκδοτο αυτό σχετικά με τους Σέρβους, αλλά θα μπορούσα να πω ανάλογα για τους Τούρκους οι οποίοι εορτάζουν, κάθε χρόνο και με λίγο μεγαλύτερο ενθουσιασμό, την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Πρόσφατα υπήρξα στόχος του ισλαμιστικού τύπου επειδή στο τελευταίο μου μυθιστόρημα[2] έγραψα ότι ο εορτασμός μιας αιματηρής κατάκτησης μετά από πέντε αιώνες ανάγεται απλώς σε μια «συλλογική παθολογία» και δεν έχει καμία σχέση με το υποτιθέμενο «αίσθημα ένταξης σε ένα έθνος». Εξάλλου, τί θα μπορούσε στις μέρες μας να σημαίνει η τουρκικότητα σε μια χώρα κληρονόμο μιας πολυεθνικής και πολυεθνοτικής αυτοκρατορίας, αν όχι την επιβεβαίωση μιας δολοφονικής ταυτότητας, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Αμίν Μααλούφ;
Αυτό που με είχε συνταράξει στο Βελιγράδι εκείνο το φθινόπωρο του 1989, «τη χρονιά που άνοιξε το κουτί της Πανδώρας», όπως θα έλεγε ο κ. Σεβενεμάν, ήταν όχι μόνο η κλιμάκωση του σερβικού εθνικισμού τη στιγμή του εορτασμού της μάχης του Κοσσυφοπεδίου, αλλά και ο πρόωρος θάνατος του φίλου μου Ντανίλο Κις, μεγάλου συγγραφέα των Βαλκανίων και μεταφραστή στα σερβοκροατικά του Μπωντλαίρ, του Βερλαίν, του Πρεβέρ, του Πεταίφι και του Μαντελστάμ. Η Ένωση Συγγραφέων Σερβίας τον είχε κηδέψει με μεγαλοπρέπεια σύμφωνα με το ορθόδοξο τελετουργικό, αυτόν που ήταν από εβραίο πατέρα και πριν απ’ όλα πολίτης του κόσμου. Για να καταλάβω καλά την τελετή στην οποία παρέστην με όλους τους συγγραφείς που μετείχαν στη φθινοπωρινή συνάντηση, τις ατέλειωτες ψαλμωδίες των ορθόδοξων ιερέων με τις μακριές λευκές γενειάδες, το νόημα των εικόνων που συνόδευαν την πομπή, χρειάστηκε ένας αιματηρός πόλεμος στην Κροατία, ύστερα ένας άλλος ακόμα χειρότερος στη Βοσνία. Και υπήρξα μάρτυρας της καταστροφής μιας πόλης που αγαπούσα, του Σεράγεβο, για την οποία είχα μιλήσει εκτενώς στο βιβλίο μου Επιστροφή στα Βαλκάνια.
Γυρνώντας ακριβώς από ένα ταξίδι στο Μόσταρ, κατά τη διάρκεια του ατελείωτου αυτού πολέμου, μια νύχτα με ξύπνησε το τηλέφωνο. Ήταν ο φίλος μου Πρέντραγκ Ματβέγεβιτς, κροάτης συγγραφέας, γεννημένος στο Μόσταρ, που με καλούσε: «Εσείς το χτίσατε, εμείς μόλις το καταστρέψαμε!» μου είπε. Αμέσως κατάλαβα. Μιλούσε για το «Παλιό», όπως το αποκαλούσαμε μεταξύ μας, δηλαδή αυτό το υπέροχο γεφύρι που είχε χτίσει ο οθωμανός αρχιτέκτονας Χαϊρεντίν, μαθητής του μεγάλου Σινάν, σαν ένα ασημένιο περιδέραιο πάνω από τον Νέρετβα. Την εποχή που η Γιουγκοσλαβία υπήρχε ακόμα, έδινε τόση ευτυχία στα παιδιά εκείνα της Βοσνίας, μουσουλμάνους, καθολικούς ή ορθόδοξους αλλά πριν απ’ όλα φίλους, που βουτούσαν στα γαλάζια βαθιά νερά αστράφτοντας από χαρά.
Στο μυθιστόρημά του Γέφυρα στο Δρίνο, ο Ίβο Άντριτς περιγράφει τόσο ωραία την αναλλοίωτη θέση που κατέχουν τα μνημεία στη μοίρα των ανθρώπων, ή και στη μοίρα μιας ολόκληρης γεωγραφίας. Σε πείσμα του χρόνου που περνά και των πολιτισμών που διαδέχονται ο ένας τον άλλο, η γέφυρα μένει εκεί και αντιστέκεται στο ρεύμα. Ο μεγάλος βεζίρης Μεχμέντ Σοκόλοβιτς, που θυμόταν τις δύσκολες μέρες που πέρασε όταν ήταν παιδί στις όχθες του Δρίνου και διέταξε την κατασκευή του, έτσι ώστε ο λαός της Βοσνίας να μην υποφέρει όσα υπέφερε αυτός, δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει την έγκριση όλων για την πρωτοβουλία αυτή. Έτσι, σύμφωνα με το μύθο, χρειάστηκε να περιμένει την αιματηρή θυσία μιας μητέρας και των διδύμων της, που ακόμα θήλαζαν, για να στεριώσουν τα θεμέλια της γέφυρας που επιτέλους ολοκληρώθηκε με κόστος τόσες προσπάθειες και ανθρώπινες απώλειες. Στα Σκόπια, την πόλη των προγόνων μου, άκουσα την ίδια ιστορία για το Πέτρινο Γεφύρι, πάνω από τον ποταμό Αξιό. Γιατί, στα Βαλκάνια, οι γέφυρες δεν ενώνουν μόνο δύο όχθες, αλλά και τους ανθρώπους. Αψηφούν ταυτόχρονα τη φύση και την ιστορία. Όταν σήμερα βλέπω στην τηλεόραση ανθρώπινες ασπίδες πάνω στις γέφυρες του Δούναβη στο Βελιγράδι, όλους αυτούς τους ανθρώπους που είναι έτοιμοι να πεθάνουν για να προστατέψουν, όχι πέτρες και μεταλλικά δοκάρια, αλλά σύμβολα ολόκληρης της μνήμης των Βαλκανίων, δεν μπορώ να πω, όπως είπε ο Μπερνάρ-Ανρί Λεβύ: «Καλά να πάθουν, αφού δεν έκαναν τίποτα όταν οι οβίδες έπεφταν πάνω στον αθώο πληθυσμό του Σεράγεβο!»
Σήμερα, οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου είναι με τη σειρά τους θύματα της σερβικής επιθετικότητας όπως ήταν, πριν από λίγα χρόνια, οι μουσουλμάνοι της Βοσνίας. Αλλά αυτοί οι κύριοι του ΝΑΤΟ, μεγάλα στρατηγικά μυαλά και ειδικοί του χειρουργικού πολέμου, στον οποίο μετέχουν και τα αεροπλάνα της χώρας μου, βομβαρδίζουν άμαχους πληθυσμούς και καταστρέφουν τις γέφυρες. Ίσως δεν ξέρουν ότι, καταστρέφοντάς τις, καταργούν κάθε ελπίδα διαλόγου ανάμεσα στους βαλκανικούς λαούς.
[1] Στην τουρκική γλώσσα η λέξη Rumeli δηλώνει τα (εκτός της Τουρκίας) Βαλκάνια [σ.τ.μ.].
[2] Le Roman du conquérant, εκδ. Seuil (ελλ. μετ.: Πασκεσέν – Το μυθιστόρημα του Πορθητή. Εξάντας 1999)
Μετάφραση από τα γαλλικά: Α.Γ.
Ο Νedim Gürsel είναι Τούρκος συγγραφέας, διευθυντής ερευνών στο CNRS (= Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας). Το παραπάνω κείμενό του δημοσιεύτηκε στη Libération της 26.4.99
Η ελληνική μετάφραση είχε δημοσιευτεί λίγο αργότερα στην εφημερίδα «Εποχή». Αναδημοσιεύεται εδώ ως ένας φόρος τιμής για τη συμπλήρωση είκοσι χρόνων από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας.
Παράθεμα: Το αίμα των γεφυριών | parallila | Scoop.it
Φίλοι του Nomadic universality,
Ανεβάσαμε πριν από λίγο μια κριτική (επικριτική) ανάρτηση για ένα περσινό άρθρο τού Άκη Γαβριηλίδη. Σας ενημερώνουμε στα πλαίσια της δεοντολογίας. Ο όποιος αντίλογος, είτε του ΑΓ είτε οποιουδήποτε άλλου από το μπλογκ σας, κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτος: επιθυμητός.
Τα λέμε
ΥΓ Ζητάμε συγνώμη για το εκτός θέματος σχόλιο, αλλά δεν βρήκαμε διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
1.εξαιρετικά ενδιαφερον αρθρο και επικαιρο τωρα που ο εθνολαικισμός σηκωνει κι εδω για τα καλά κεφαλι..
Μου αρέσει!Μου αρέσει!