του Άκη Γαβριηλίδη
Σε προηγούμενο σημείωμα είχα ασχοληθεί με το ζήτημα της παραχώρησης (ημι)χρησιμοποιημένου εισιτηρίου στα μέσα μεταφοράς σε άλλον επιβάτη, και είχα ισχυριστεί ότι η παραχώρηση αυτή είναι απολύτως νόμιμη.
Είχα τότε παραλείψει να αναφερθώ σε ένα ακόμα ισχυρό επιχείρημα, αφενός για λόγους έκτασης και αφετέρου διότι με αυτό οδηγούμαστε σε μια ευρύτερη, όχι στενά νομική θεώρηση του ζητήματος.
Στο άρθρο 392 ΠΚ τίθεται ακόμη μια προϋπόθεση προκειμένου να θεωρηθεί αξιόποινη η «αποδοχή υπηρεσιών»: το αντίτιμο να είναι «άμεσα πληρωτέο κατά τις συνήθειες των συναλλαγών».
Η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται: το αντίτιμο των υπηρεσιών μαζικής μεταφοράς δεν είναι άμεσα πληρωτέο! Στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων καταβάλλεται πολύ νωρίτερα από τη μεταφορά. Όχι μόνο οι κάρτες πολλαπλών διαδρομών, αλλά και τα ίδια τα εισιτήρια, όταν αγοράζονται δεν είναι καν γνωστό πότε θα χρησιμοποιηθούν. Στην περίπτωση δε των μηνιαίων καρτών, η ίδια η έννοια του αντίτιμου χάνει το νόημά της: εκεί ο χρήστης προκαταβάλλει ένα κατ’ αποκοπήν ποσό το οποίο δεν γνωρίζουμε πόσες ατομικές διαδρομές θα καλύψει, ώστε να το διαιρέσουμε και να βρούμε την αξία της καθεμιάς.
Αυτή η δυσκολία καθορισμού της αξίας συναρτάται με ένα γενικότερο φαινόμενο που χαρακτηρίζει τον μεταφορντικό καπιταλισμό συνολικά.
Το ζήτημα εδώ δεν είναι ότι ο Ποινικός Κώδικας δυσκολεύεται να κωδικοποιήσει και να συμβολοποιήσει πώς αγοράζουμε κάτι χαρτάκια. Είναι ότι, σε τελευταία ανάλυση, το ίδιο το κράτος, και το κεφάλαιο, αρχίζει να μην μπορεί να ποσοτικοποιήσει και να αιχμαλωτίσει τη ζωντανή εργασία –τη δραστηριότητα παραγωγής της αξίας γενικότερα- με τον τρόπο που ήξερε μέχρι τώρα. Έτσι, μετατοπίζεται, και αυτή η μετατόπιση ανοίγει απρόβλεπτες γραμμές φυγής.
Πρόκειται για το φαινόμενο της κρίσης του νόμου της αξίας, όπως το έχει θεματοποιήσει η παράδοση του ιταλικού εργατισμού.
Η «άμεση πληρωμή» ως συνήθεια των συναλλαγών αντιστοιχεί σε μία σταθερή ρύθμιση της εργασιακής σχέσης τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, κατά την οποία η αξία των εμπορευμάτων –περιλαμβανομένης της εργατικής δύναμης- εμφανιζόταν ως διαφανής και ευανάγνωστη, ακόμη και όταν διεξάγονταν λυσσαλέοι αγώνες γύρω από την τιμή τους.
Στο μεταφορντισμό, η παραγωγή (υπερ)αξίας τείνει να εκφεύγει από το εργοστάσιο και το ωράριο· κέρδος παράγουμε και όταν «διασκεδάζουμε», όταν επικοινωνούμε, όταν σερφάρουμε στο Ίντερνετ, ακόμα –ακριβώς- και όταν ταξιδεύουμε.
Η διάχυση αυτή στη μητρόπολη ως «κοινωνικό εργοστάσιο» φέρνει ορμητικά στην επιφάνεια όλη την καταστατική αστάθεια και ενδεχομενικότητα της αξίας.
Αυτό που οδήγησε τόσο κόσμο να αγανακτήσει με τα διόδια και τα εισιτήρια ήταν και ένα στοιχείο ποιοτικό, όχι απλώς ποσοτικό: δεν ήταν μόνο το ύψος της τιμής, αλλά και η αυθαιρεσία του καθορισμού της. Δεν φαινόταν να υπάρχει κανένας πειστικός λόγος ώστε στα διόδια των Αφιδνών να πρέπει να καταβάλουμε 2,90 ευρώ και όχι 2,80 ή 3, ενώ στα διόδια των Μαλγάρων 2,30. Υποτίθεται ότι οι αγοραπωλησίες στον καπιταλισμό συνιστούν ανταλλαγή ισοδυνάμων, και η ισοδυναμία αυτή καθορίζεται με βάση το ποσό της κοινωνικά απαραίτητης αφηρημένης εργασίας. Εδώ όμως, ο καθορισμός της τιμής αρχίζει να μοιάζει όλο και περισσότερο ανορθολογικός, η δε είσπραξή της να απαιτεί όλο και περισσότερη εξωοικονομική βία: νέα άρθρα στον Ποινικό Κώδικα, security, τροχαία, κάμερες … Δηλαδή περιφράξεις, μεταφορικές ή και κυριολεκτικές, οι οποίες να κατατεμαχίζουν τα υλικά ή ψηφιακά κοινά (commons) που συνιστούν οι ανοιχτοί χώροι –ιδίως οι δρόμοι.
Ο δρόμος ήταν ανέκαθεν ένας όρος έντονα συνδεδεμένος με την πρακτική των κοινωνικών κινημάτων, εμφανιζόταν συχνά στο λεξιλόγιό τους (πρβλ. «οι νόμοι καταργούνται στο δρόμο» κ.λπ.) Στο τωρινό κίνημα «οικονομικής ανυπακοής», ο όρος αποκτά μια απρόσμενη κυριολεξία –όπως και ο ίδιος ο όρος κίνημα (/-ση): δεν δηλώνει το χώρο όπου μαζεύονται πολλοί άνθρωποι, κάνουν διαδηλώσεις, βροντοφωνάζουν την αντίθεσή τους στο νόμο και ζητούν από την κυβέρνηση να τον αναθεωρήσει· δηλώνει το χώρο όχι ενός αιτήματος, αλλά της πραγματοποίησής του· μίας επιτέλεσης, μιας κίνησης που καταργεί εμπράκτως το νόμο. Μιας απ-ενεργοποίησης –désoeuvrement, που λέει ο Αγκάμπεν.
Για το λόγο αυτό, θεωρώ ότι αυτή η κίνηση/ κίνημα συνιστά μία πραγματική αλλαγή παραδείγματος στην παράδοση των αντιστάσεων στην ελληνική κοινωνία, καθόσον είναι ένα κίνημα του πλήθους και όχι της εργατικής τάξης. Επικεντρώνεται όχι στο μισθό και την απασχόληση αλλά στη σχόλη, την απο-εργασία, την έξοδο. Δεν ζητά ανατίμηση της αξίας της εργατικής δύναμης, αλλά λαμβάνει υπόψη του την αποσύνδεση της παραγωγής αξίας από τη μισθωτή εργασία και τείνει αντίστοιχα προς την κατεύθυνση αποσύνδεσης της αμοιβής από το μισθό και διεκδίκησης γενικευμένου «εισοδήματος πολιτότητας» [reddito di cittadinanza] για όλες.
Πρώτη δημοσίευση στο ένθετο Κοντέινερ της Ελευθεροτυπίας, τ. 16 (Μάιος 2011).
Το προηγούμενο σημείωμα δεν εμφανίζεται.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Ευχαριστώ για την επισήμανση! Τώρα νομίζω ότι είναι εντάξει
Μου αρέσει!Μου αρέσει!